0
Your Καλαθι
Ο οβολός του ονείρου
Περιγραφή
Η ιστορία μιας δολοφονικής απόπειρας στη Ρώμη του Μουσολίνι, κατά το έτος ΧΙ του φασισμού, αποτελεί το συμβολικό πυρήνα αυτού του μυθιστορήματος. Γύρω από τους τρεις ή τέσσερις ήρωες του κεντρικού επεισοδίου κινούνται κάποια πρόσωπα που μοιάζουν να έχουν δραπετεύσει από μια Κομέντια ή καλύτερα Τρατζέντια ντε Άρτε. Ο οβολός, για τον οποίο γίνεται λόγος στον τίτλο, είναι ένα νόμισμα, ένα απλό νόμισμα των δέκα λιρετών που περνώντας από χέρι σε χέρι είναι το σύμβολο της επαφής ανάμεσα σε ανθρώπινα όντα βυθισμένα στα προσωπικά τους πάθη και στη μοναξιά τους.
Η φασιστική Ρώμη του 1933 συναντά εδώ την πόλη όπου ξεδιπλώνεται αέναα η ανθρώπινη περιπέτεια.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο «Οβολός του ονείρου» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1934, αλλά η μετάφραση που έχουμε στα χέρια μας προέρχεται από την αναγραφή του μυθιστορήματος το 1959 από την ίδια τη συγγραφέα, η οποία στον πρόλογο εξηγεί τους λόγους που επιχείρησε μια τέτοια παρέμβαση. Και στις δύο εκδοχές ο κεντρικός πυρήνας παραμένει ο ίδιος -η φασιστική Ιταλία του Μουσολίνι- εν τούτοις, υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στη γλώσσα και στην τεχνική, αλλά κυρίως στην οπτική, καθώς τα ίδια θέματα ιδωμένα από απόσταση και με το βάρος της ιστορικής εμπειρίας επιζητούσαν άλλο χειρισμό. Αυτό που την ώθησε στο να ξαναγράψει το βιβλίο είναι «η αίσθηση ότι η ανθρώπινη περιπέτεια είναι ακόμα πιο τραγική, πιο πολύπλοκη... και προπάντων πιο παράξενη απ' όσο είχα επιχειρήσει να την αναπαραστήσω πριν από ένα τέταρτο του αιώνα». Η πολυπλοκότητα της «ανθρώπινης περιπέτειας» παρουσιάζεται μέσα από κάποια φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους πρόσωπα που ζουν στην «Αιώνια Πόλη» και που συνδέονται τυχαία μέσα από την ανταλλαγή ενός νομίσματος δέκα λιρετών. Το νόμισμα δεν χρησιμοποιείται μονάχα ως το συμβολικό μέσο σύνδεσης αλλά και ως ένα ευφυές «τέχνασμα» της συγγραφέα για να φέρει κοντά κάποιες επιφανειακά ανόμοιες ζωές που, όπως σημειώνει, μοιάζουν να έχουν «δραπετεύσει από μια Κομέντια ντελ' Αρτε».
Παρακολουθώντας την πορεία του νομίσματος, ερχόμαστε σε επαφή και με τη ζωή κάποιων κατοίκων της πόλης που βάλλονται από μια υπόγεια απειλή που υποβόσκει κάτω από την ευδαιμονική ατμόσφαιρα της εποχής. Εποχή που προηγείται της ανάμειξης του καθεστώτος στον ισπανικό εμφύλιο, πριν από την προσέγγιση του Χίτλερ και την υποδούλωση σ' αυτόν, πριν από τα χρόνια της σύγχυσης και της καταστροφής αλλά και της ηρωικής αντίστασης των ανταρτών στο δεύτερο μεγάλο πόλεμο του εικοστού αιώνα.
Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από μία ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας και γύρω από δύο κεντρικές εμβληματικές φιγούρες που δεν εμφανίζονται, αλλά αποτελούν τους δύο αντιθετικούς πόλους της αφήγησης, ρίχνοντας τη σκιά τους στη ζωή των υπόλοιπων χαρακτήρων οι οποίοι συσπειρώνονται γύρω από τον έναν ή τον άλλον πόλο. Πρόκειται για το δικτάτορα Μουσολίνι, στον αντίποδα του οποίου βρίσκεται ο εξόριστος Κάρλο Στέβο, αντιφασίστας συγγραφέας και αγωνιστής που πεθαίνει αφού κάνει μια δημόσια αποκήρυξη των ιδεών του.
Το σημείο κορύφωσης και καταλυτική εμπειρία για όλους είναι η δολοφονική απόπειρα του Μουσολίνι που επιχειρείται από μια νεαρή γυναίκα, τη Μαρτσέλα Αρντεάτι, γύρω στα 1933, εποχή όπου αρκετά χρόνια ήδη τιμωρούσαν παραδειγματικά τους εχθρούς του καθεστώτος και που είχαν ήδη γίνει αρκετές απόπειρες κατά του δικτάτορα. Μέσα σ' αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα, η γενναία κίνηση της Μαρτσέλα, δοσμένη περίτεχνα, λειτουργεί ως καταλύτης για όσους παρακολουθούν την ομιλία του Μουσολίνι ή περνούν τυχαία από εκεί. Η ηρωική χειρονομία της τραγικής αυτής ηρωίδας, που αψηφώντας τη ζωή της δολοφονείται επί τόπου, σχολιάζεται από τα δευτερεύοντα πρόσωπα του μυθιστορήματος και ο αντίκτυπος της τόλμης της επηρεάζει τις ζωές τους, που είχαν περιγραφεί από τη συγγραφέα σε προηγούμενα κεφάλαια. Ολοι συνδέονται περίτεχνα με το μοιραίο οβολό των δέκα λιρετών με τον οποίο εκείνη είχε αγοράσει συμβολικά το όπλο που χρησιμοποίησε. Το ίδιο νόμισμα έχει χρησιμοποιηθεί και από τους υπόλοιπους ως απαραίτητο αντίτιμο για την κατάκτηση κάποιου ονείρου τους, καθώς «κανένας δεν μπορεί να αγοράσει τον έρωτα, μπορεί όμως να αγοράσει το όνειρο -αυτό το άπιαστο αγαθό διατίθεται σε διάφορες συσκευασίες».
Το νόμισμα, περνώντας από χέρι σε χέρι, χρησιμοποιείται για την αγορά μιας προσωρινής ψευδαίσθησης. Μια πόρνη το είχε δώσει αρχικά για ν' αγοράσει ένα κραγιόν και να φωτίσει στιγμιαία το καταρρακωμένο της πρόσωπο, μια άλλη δυστυχισμένη γυναίκα που είναι έτοιμη ν' αυτοκτονήσει, το ανταλλάσσει για κάρβουνα, η Μαρτσέλα αγοράζει το όπλο από τον πρώην σύζυγό της, ο οποίος με τη σειρά του αγοράζει λουλούδια για μια άγνωστη γυναίκα που συνάντησε σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Αργότερα η ανθοπώλης το χαρίζει σε έναν ζωγράφο που στα μάτια της φάνηκε ένας αξιοπρεπής ζητιάνος, αγοράζοντας στη συνείδησή της τη γαλήνη της ψυχής της, κι αυτός με τη σειρά του το δίνει σε έναν νεαρό που είχε ακολουθήσει τη Μαρτσέλα με πρόθεση να την εμποδίσει να εκτελέσει την απόφασή της. Τελικά, το νόμισμα καταλήγει σ' ένα σιντριβάνι όπου περαστικοί και τουρίστες ρίχνουν νομίσματα για να εκπληρωθούν οι ευχές τους.
Οι ήρωες μοιάζουν με την πόλη που κατοικούν: κάτω από το προσωπείο της λάμψης και της πλαστής ευδαιμονίας ενοικούν η σήψη και η παρακμή. Η Ρώμη, η «Αιώνια Πόλη» δεν είναι παρά μία ακόμα ψευδαίσθηση. Σε στιγμές πέφτει η πομπώδης βιτρίνα και προβάλλουν οι εαυτοί τους αφρούρητοι, δίνοντάς μας ίχνη της αληθινής τους μορφής, ενώ σε κάθε ιστορία περιγράφεται και μια άλλη, συνήθως αντιφατική όψη τους. Πρόσωπα που παρουσιάζονται δευτερεύοντα και περαστικά στην προηγούμενη ιστορία, εμφανίζονται σε κάποια επόμενη κεντρικά και πρωταγωνιστικά, δίνοντάς μας αυτές τις άλλες διαστάσεις της προσωπικότητάς τους, μαζί με τις εναλλακτικές αφηγήσεις της ιστορίας τους και με υπόκρουση τη φωνή του δικτάτορα από το ραδιόφωνο.
Πρωτεύοντες και δευτερεύοντες χαρακτήρες παρουσιάζονται σαν τα μέλη ενός θιάσου διαψευσμένων προσδοκιών, που προτιμούν να ζουν αποφεύγοντας την αλήθεια της ζωής τους. Ανάμεσά τους, μονάχα η ηρωική μορφή της Μαρτσέλα ξεχωρίζει, καθώς είναι η μόνη που έχει στραφεί σ' έναν στόχο έξω από τον εαυτό της. Ο φόνος, καταδικασμένος εκ των προτέρων σε αποτυχία, είναι για τη Μαρτσέλα, όχι μόνο μία ατομική διαμαρτυρία αλλά και «ο δικός της τρόπος να πεθάνει», δίνοντας με το θάνατό της νόημα στη ζωή της. Δεν είναι μόνον η επαναστατική της συνείδηση που την οδηγεί στην ακραία αυτή πράξη, αλλά και η έφεσή της στη δυστυχία, από την οποία δεν μπορεί να την αποσπάσει ούτε ακόμα κι αυτό το ερωτικό πάθος, έφεση που την έκανε να δέσει τη ζωή της με τους κατατρεγμένους και τους καταπιεσμένους στον αγώνα τους κατά του φασισμού.
Το χρονικό της ηρωικής πράξης της Μαρτσέλα μας δίνεται από τη Γιουρσενάρ με συνεχή περάσματα από το ρεαλιστικό στο ονειρικό επίπεδο, με άμεση ή έμμεση αφήγηση, ποιητική σάτιρα, συνεχείς μετατοπίσεις από το δράμα στην κωμωδία και τη σάτιρα, δραματικούς μονολόγους ενώ σε κάποιες στιγμές χρησιμοποιεί ακόμα και τον εσωτερικό μονόλογο για να μας δοθεί πρόσβαση στις μύχιες σκέψεις των ηρώων της. Στις εκμυστηρεύσεις τους προβάλλει μία αναμφισβήτητη αλήθεια που δεν μπορούν να αποφύγουν: κάθε όνειρο, είτε υψηλό είτε ευτελές, έχει ένα κόστος που όλοι με κάποιον τρόπο πληρώνουν, ακόμα και με την ίδια τους τη ζωή, γιατί, όπως λέει και το μότο του Μοντένιου που παραθέτει η συγγραφέας: «Σημαίνει ότι εκτιμάς τη ζωή σου στη σωστή της αξία, όταν την εγκαταλείπεις για ένα όνειρο».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/01/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις