0
Your Καλαθι
Κάσκο
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Ήξερα, ότι αν έλεγα ναι, όλα θα τέλειωναν ήσυχα κι ωραία. Δεν θα ξανάβαζα στο στόμα μου φτηνό κονιάκ, θα μπορούσα να κάνω το Χίλμαν κουκλί και ν' αλλάξω την επίπλωση του σπιτιού μου. Θα πρότεινα σε ψηλοκώλες γκόμενες ένα ποτό στο «Harry's bar» της Βενετίας ή μια βόλτα στο παλιό λιμάνι της Μασσαλίας. Θα φορούσα μόνο Τίμπερλαντ και θα υπέγραφα τα τσεκ με Μονμπλάν. Θα κέρναγα κάθε μέρα την παρεούλα στο «16» και θα έκανα δώρο ένα ψυγείο στους Αλβανούς που έμεναν στο υπόγειο της πολυκατοικίας μου. Και μπορεί σε δυο τρία χρόνια να αγόραζα μια εικοσάρα χορεύτρια απ' την Ουκρανία, για να μου κρατάει το χέρι τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Η ζωή μου θα άλλαζε ριζικά. Τι παραπάνω να ζητήσει ένας σαραντάρης στο χείλος του γκρεμού; Έσβησα ήρεμα το τσιγάρο μου.
-Όχι κύριε Κυπριανίδη, είπα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ας σεβαστούμε τις προθέσεις του συγγραφέα. Μια ματιά στο εξώφυλλο κι άλλη μια στο οπισθόφυλλο αρκεί. Το «Κάσκο» είναι ένα noir μυθιστόρημα.
Αμέσως μετά, τα πράγματα περιπλέκονται. Στην προμετωπίδα, ο Τσέζαρε Παβέζε προειδοποιεί: τα λάθη γίνονται πάντα στην αρχή. Ακολουθεί το πρώτο κεφάλαιο, μια σελίδα παραληρηματικής εξομολόγησης -ποιανού; σε ποιον; για τι;- με λοξά τυπογραφικά και μετέωρα νοήματα.
Ο Γκάκας ανοίγει τα χαρτιά του από το δεύτερο κεφάλαιο και μετά. Ναι, εδώ η γραφή είναι γρήγορη, νευρώδης και συνεκτική, τηρεί όλους τους κανόνες της noir αφήγησης, είναι σαφές πως ο Γκάκας γνωρίζει καλά το είδος.
Τόσο καλά που να παραβαίνει συνεχώς τους κανόνες του. Και ποιοι είναι οι κανόνες του noir;
Όπως και να 'χει, αιφνιδιάζει συνεχώς με ανατροπές στο ύφος και τη διάθεση. Ακροβατεί με το ρομαντισμό: Με περίμενε χαζεύοντας τις εικονίτσες του «Ιντεάλ» λουσμένη από το ζεστό μεσημεριάτικο φως που προσπαθούσε να ξεγελάσει τον Γενάρη.
Ύστερα ισορροπεί στη λεπτή ειρωνεία: Μια ματιά στο σχεδόν γεμάτο εστιατόριο σε έπειθε πως τα κινητά τηλέφωνα ήταν μέρος του κουβέρ.
Ξεσπάει στο σαρκασμό -και κυρίως στον αυτοσαρκασμό- του ήρωα και αφηγητή του: Φάγαμε αναλύοντας πρωτότυπα και σημαντικά θέματα, όπως ο εξευτελισμός των πολιτικών, η εξαθλίωση των δημοσιογράφων και το χαμηλό επίπεδο της τηλεόρασης.
Κι όλα αυτά στην ίδια σελίδα.
Στήνοντας το ντεκόρ
Σταθείτε κάτω από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη.
Ο γενναίος στρατηγός σάς δείχνει τον δρόμο.
Εκεί, στην απέναντι πλευρά της Σταδίου συνέβησαν μερικά από τα επεισόδια του μυθιστορήματος. Σε ένα μπαρ με τρεις ιδιοκτήτες και παράξενο όνομα. Μην πείτε «το ξέρω, πάω κι εγώ εκεί». Γιατί δεν ξέρετε τίποτα.
Ζω στην Αθήνα. Είχα την τύχη να ζήσω στη Θεσσαλονίκη. Και επισκέπτομαι συχνά την Εδεσσα. Αρκετούς από τους χώρους που περιγράφει ο Γκάκας λέω ότι τους ξέρω. Διαβάζοντας νιώθω την οικειότητα της εμπειρίας. Κι αμέσως, χάνω το έδαφος κάτω απ' τα πόδια μου.
Βλέπετε, ο Γκάκας αγαπάει τις πόλεις. Τους δρόμους, τα μπαρ και τα ξενοδοχεία τους. Τους καφενέδες, τα εστιατόρια και τις ταβέρνες. Μαζί και το έμψυχο υλικό τους. Τους ανθρώπους, τις συζητήσεις και τις παρέες. Τους παρίες και τους μετανάστες. Τους δικηγόρους, τους γραφιάδες και τα ερείπια. Τις ωραίες γυναίκες. Τις γερασμένες γυναίκες. Τις τρομαγμένες γυναίκες. Τις ηττημένες ποδοσφαιρικές ομάδες.
Αντί να τη χρησιμοποιήσει, ο Γκάκας προτιμά να κοιτάει την πόλη. Κολακευμένη εκείνη, τον αφήνει να χαζεύει εδώ κι εκεί αυθαιρετώντας. Αλλάζοντας ονόματα στα μαγαζιά. Ιδρύοντας μπαρμπουτιέρες στα ψυγεία της κρεαταγοράς. Ανοίγοντας κρυφές διόδους πίσω από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Μπερδεύοντας, εμάς τους υπόλοιπους, εκεί ακριβώς που περπατούσαμε με κλειστά μάτια, γιατί απλώς έχει αλλάξει τη θέση ορισμένων πραγμάτων στο δικό του αφηγηματικό χώρο.
Ξαναπαίρνω τηλέφωνα προσπαθώντας να ξεχωρίσω το φυσικό από το τεχνητό ντεκόρ. Εις μάτην. Είναι πολύ καλός στην παραλλαγή.
Αφήγηση noir και αλκοόλ: ένα θέμα διδακτορικής διατριβής
Οι ήρωες του noir έχουν πάντα μιαν ιδιαίτερη σχέση με το αλκοόλ.
Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον αρχετυπικό Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ της Καζαμπλάνκα. Είναι συνεχώς μπροστά σ' ένα ποτήρι και παραδόξως δεν μεθάει ποτέ. Ο δικηγόρος Συμεών Πιερτζοβάνης κάνει ακριβώς το αντίθετο. Πίνει συνεχώς και καταρρέει. Σωματικά και ψυχικά. Επιπλέον, περιγράφει την κατάρρευσή του με λεπτομέρειες που κανένας ήρωας noir δεν εξομολογήθηκε ώς τώρα. Εν γνώσει μου, τουλάχιστον.
Κατά τα άλλα, δεν είναι βίαιος. Δεν ναρκισσεύεται με τον κίνδυνο. Δεν είναι εκκωφαντικά δραστήριος. Μερικές φορές μοιάζει σαν να κάθεται στην όχθη του ποταμού, περιμένοντας να δει το πτώμα του εχθρού του να περνάει, όπως λέει η αραβική παροιμία. Αλλά και πάλι, δεν είναι εκδικητικός. Δεν επιθυμεί κανενός το θάνατο.
Εκείνο που επιθυμεί ο Συμεών Πιερτζοβάνης είναι τα γεγονότα.
Το «Κάσκο» είναι μια ιστορία φτιαγμένη από τις ιστορίες πολλών ανθρώπων. Από ιστορίες που συμπλέουν, συγκρούονται και απομακρύνονται. Από ιστορίες που συνδέονται με τον κορμό της πλοκής και από ιστορίες που περιμένουν τον αναγνώστη να τις συνδέσει. Ολες μαζί, είναι μια παρτίδα μπιλιάρδου που παίζεται από τον καιρό του Εμφύλιου ώς σήμερα. Μια μπίλια χτυπάει μιαν άλλη, κι αυτή μιαν άλλη, κι αυτή επιστρέφει να χτυπήσει ξανά. Μια διηνεκής μεταβίβαση του λάθους που έγινε κάποτε στην αρχή...
- Κανένας Εμφύλιος δεν τέλειωσε ποτέ, κύριε Πιερτζοβάνη, λέει ένας άλλος ήρωας του Κάσκο.
Περί γονέων και τέκνων
Αν κρίνουμε απ' όσα λέει, ο Συμεών Πιερτζοβάνης υπήρξε συμφοιτητής του Ευάγγελου Βενιζέλου στη Νομική της Θεσσαλονίκης. Αρα και δικός μου. Αλλά δεν τον θυμάμαι. Αντίθετα, έχουμε κοινούς γνωστούς. Τον Νίκυ, τον πιο κοντό μπάρμαν της Θεσσαλονίκης. Τον Νικήτα, τον καλύτερο οδοντίατρο του κόσμου. Την ιστορία της Μαρίας, συζύγου Αλεξάνδρου Κυπριανίδη, την ήξερα κατά το ήμισυ. Όσο για τον Κυπριανίδη, θα τον δείτε αντιστρέφοντας την άγια μορφή του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη: κοινό τους σημείο, τα φάρμακα και η Ορθοδοξία. Απολύτως τίποτε άλλο.
Ο Γκάκας παίζει με την καθημερινότητα. Τη δική του, τη δική μου, των φίλων του. Ψαλιδίζει πρωτοσέλιδα και αστυνομικά δελτία. Και μέσα απ' όλα αυτά βγάζει ένα σπασμένο ψηφιδωτό γονέων και τέκνων που ζητάει την συνοχή του: πατέρας και κόρη. Μητέρα και γιος. Πατέρας και γιος. Φυσικός πατέρας. Κατά νόμον πατέρας. Πατέρας αφέντης.
Ο Μάρκος και ο Τσακαλώτος έδωσαν τα χέρια το 1984.
Έμεινε η ήττα να περνάει από τα σπλάχνα της μάνας στα σπλάχνα της κόρης και της κόρης της κόρης. Πρόκειται για μιαν ήττα μη συνειδητή, μιας και αγνοεί τις αιτίες της, αυτά τα λάθη που γίνονται πάντα στην αρχή. Και είναι πάλι η ήττα που, στην αδυναμία της να αναστρέψει τα γεγονότα, γεννάει τον παραλογισμό της ανταπόδοσης.
Μα αν δεν μπορείς να αναστρέψεις τα γεγονότα, μπορείς τουλάχιστον να τα φωτίσεις; Να δώσεις στο παρελθόν το νόημά του; Να επιστρέψεις έτσι την κλεμμένη ζωή στους νόμιμους δικαιούχους της; Τι θεραπεύει η μνήμη, τελικά;
Εκδίκηση ή επανόρθωση; Επίγνωση ή αυτοδικία;
Ο Γκάκας δεν επιβάλλει απαντήσεις. Τις υπαινίσσεται.
Την ίδια ώρα, το βαθύτατα ελληνικό μας δίλημμα κοιτάζει τους ουρανοξύστες που πέφτουν από μιαν άλλη γωνία. Όμως φοβάμαι πως προεκτείνω αυθαίρετα τις προθέσεις του συγγραφέα για μια μαυρόασπρη ιστορία. Σταματάω λοιπόν εδώ.
Συνθέτης και στιχουργός, ο Βασίλης Νικολαΐδης σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Είναι επίσης συγγραφέας ενός βιβλίου με τίτλο «Μπαζούνγκου, ένα οδοιπορικό στη Ρουάντα» (Το Ποντίκι, 1977).
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/09/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το πρώτο μυθιστόρημα του σκηνοθέτη Σέργιου Γκάκα είναι ένα αστυνομικό, νουάρ μυθιστόρημα με τον αινιγματικό τίτλο Κάσκο. Ο συγγραφέας αφηγείται μια πολύπτυχη ιστορία με φόνους και εξαφανίσεις η οποία διαδραματίζεται στη Θεσσαλονίκη. Ενας σαραντάρης δικηγόρος που πνίγει την αποτυχία και τις τύψεις του στο αλκοόλ μετατρέπεται σε ιδιωτικό ντετέκτιβ μετά τον θάνατο του συνεταίρου-προστάτη του για τα λεφτά και τα μάτια μιας όμορφης γυναίκας. Αρχίζει να ψάχνει έναν άντρα που έχει εξαφανιστεί πριν από πολλά χρόνια και, κατά τα φαινόμενα, έχει επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη. Δίνει έτσι την απαραίτητη ώθηση στον τροχό της νομοτέλειας, που κινούμενος αναδεύει το παρελθόν και επιτρέπει στα φαντάσματα και στους ίσκιους να ξεπροβάλλουν απειλητικά στην επιφάνεια. Ο Συμεών Πιερτζοβάνης λύνει εν τέλει το μυστήριο της εξαφάνισης, της επιστροφής και των συνεπειών τους. Δεν καταφέρνει όμως να σώσει απολύτως κανέναν από την προσωπική του κόλαση, ούτε καν τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Γκάκας γνωρίζει πολύ καλά τους κανόνες, τη γλώσσα και την εικονοποιία του νουάρ. Στην πραγματικότητα, γράφει και την ίδια στιγμή σκηνοθετεί μια ασπρόμαυρη ταινία με σαφείς αναφορές στα αρχετυπικά έργα του είδους. Ο πότης ντετέκτιβ, μια όμορφη γυναίκα και ένας χαμένος έρωτας, ένας μετέωρος πόθος, πολλαπλές ερμηνευτικές εκδοχές διαδοχικών εγκλημάτων με κοινό πολιτικό και ερωτικό παρονομαστή. Η πλοκή είναι σφιχτοδεμένη, ο ρυθμός νευρικός και μαζί παραδόξως αργόσυρτος και ο αναγνώστης δεν χάνει ούτε στιγμή τον μίτο της ιστορίας - σε αντίθεση με κάποια άλλα σύγχρονα νεοελληνικά αστυνομικά μυθιστορήματα που για να τα κατανοήσει κανείς πρέπει πρώτα να αναπαραγάγει το σχεδιάγραμμά τους.
Ενα σημαντικό επίτευγμα του συγγραφέα είναι η διαύγεια της ιστορίας του, παρά τη σύνθετη διακλάδωσή της, διαχρονική και συγχρονική. Ο Γκάκας διαπλέκει με εξαιρετική πραγματικά επιδεξιότητα και τρόπο απολύτως φυσικό τη σύγχρονη ελληνική ιστορία της τελευταίας πεντηκονταετίας στον καμβά της μυθοπλασίας του, την οποία διανθίζει με ισχυρές δόσεις πραγματικού. Ο εμφύλιος πόλεμος, οι αδυσώπητοι νικητές και η ανάδειξή τους σε οικονομικούς και πολιτικούς παράγοντες, οι ηττημένοι, οι απώλειες και η αντίστασή τους, οι τυφλές δυνάμεις που κατασκάπτουν και σωριάζουν στο χώμα τα επιφαινόμενα της ισχύος και της ευτυχίας: η Ιστορία. Μια γυναίκα ερωτεύεται έναν άντρα, τον εγκαταλείπει και εν αγνοία της τον παραδίδει στα σκυλιά. Ενας άντρας φεύγει και για να σωθεί γίνεται κάποιος άλλος, αγνοώντας ότι εξαρχής ήταν έτσι κι αλλιώς κάποιος άλλος. Βεβηλωμένοι ή απαρνημένοι έρωτες και τα δύστηνα τέκνα τους: ο μύθος. Μια υγρή και σκοτεινή πόλη με πολλά μυστικά: το ντεκόρ. Μέσα στο οργανωμένο αυτό σχέδιο, που μοιάζει να αναπτύσσεται αυθόρμητα και αυτοσχεδιαστικά, ο Συμεών Πιερτζοβάνης, ευφυής, ήρεμος, σχετικά απαθής και εν τούτοις αποτελεσματικός, εντοπίζει όλα τα πρόσωπα του δράματος, ρίχνει φως στα γεγονότα, περισσότερο ίσως από όσο πρέπει, και βρίσκει μια άλλη άκρη από αυτή που του ζητήθηκε για την εξιχνίαση του μυστηρίου.
Ενα στοιχείο της πλοκής αξιοσημείωτο, το οποίο λειτουργεί ως ντεκόρ ενώ στην ουσία αποτελεί έναν από τους κινητήριους μοχλούς της δράσης και μαζί ένα σχόλιο της μυθοπλασίας και της αφηγηματολογίας, είναι το τσίρκο. Το τσίρκο στο Κάσκο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο χαμένος εραστής αλλάζει πρόσωπο και ζωή, είναι το ντεκόρ της αποκάλυψης, αλλά και κάτι παραπάνω. Είναι ο πυρήνας της προβληματικής του συγγραφέα, όπως φαίνεται από τον εναρκτήριο, σκοτεινό μονόλογο, μιας προβληματικής που υπερβαίνει το νουάρ και εξακτινώνεται σε μια εναγώνια αναζήτηση ενότητας και ταυτότητας. Ο Γκάκας ρίχνει τους προβολείς στα ακροβατικά με τα άλογα, που καλούνται να παραστήσουν με την κίνησή τους την τιμωρία, όπως την κάνει πράξη ο αναβάτης και οδηγός τους, που βιώνει το δράμα μιας επιβεβλημένης ετερότητας. Και οι εικόνες του, πολύ δυνατές, θυμίζουν το τσίρκο του Σερά και του Μαξ Πεχστάιν αλλά και τις άγρια θλιμμένες εικόνες του Βέντερς.
Ο Γκάκας ελέγχει απολύτως το υλικό του και κρατά τον αναγνώστη σε αγωνία με την αληθοφάνεια των εναλλασσόμενων εκδοχών, ενώ την ίδια στιγμή χειρίζεται παιγνιωδώς την άρτια κατασκευή του. Οι ήρωές του δανείζονται ατάκες και ενίοτε παρελθόν από άλλους ήρωες, όχι αναγκαστικά της αστυνομικής λογοτεχνίας, οι πόλεις δανείζονται και αυτές με τη σειρά τους στέκια και σημεία αναφοράς από άλλες πόλεις, υπαρκτά πρόσωπα δίνουν στο παρόν επινοημένες καταστάσεις και υπαρκτοί χώροι μεταμφιέζονται και μετατοπίζονται σε μια φανταστική, νέα χωροταξική διάταξη. Και το αστυνομικό του μυθιστόρημα, τόσο κλασικό εκ πρώτης όψεως, αποτελεί στην ουσία ένα εξαιρετικό δείγμα του νέου αστυνομικού μυθιστορήματος που κατάφερε επιτέλους να προσδώσει στην αστυνομική λογοτεχνία το κύρος που επί δεκαετίες της αρνούνταν η κριτική. Θα λέγαμε μάλιστα ότι ο φωτισμός της πόλης, η ενεργητική της παρουσία, ο υφέρπων ρομαντισμός, η πολιτική διάσταση μαζί με την εμπνευσμένη πλοκή καταδεικνύουν τις εκλεκτικές συγγένειες του Κάσκο με έναν μεγάλο του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος, τον Ζαν-Κλοντ Ιζό. Ενα εντυπωσιακό ξεκίνημα που ελπίζουμε να έχει ανάλογη συνέχεια.
Τιτίκα Δημητρούλια (φιλόλογος - μεταφράστρια)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 22-09-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις