0
Your Καλαθι
Η καλή κοινωνία
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Κανένας δεν μπορεί να εξηγήσει το παιχνίδι μεταξύ των οικονομικών και των κοινωνικών δυνάμεων με τόση σαφήνεια όση ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ και κανένας δεν μπορεί να εφοδιάσεικαλύτερα τους σύγχρονους ανθρώπους με τις πληροφορίες που χρειάζονται για να πάρουν υπεύθυνες αποφάσεις για το μέλλον τους και το μέλλον των παιδιών τους.
Σ' αυτό το μεστό επιχειρημάτων και εύγλωττο βιβλίο, ο εξέχων οικονομολόγοςΤζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ παρουσιάζει το προσχέδιο για μια κοινωνία που είναι πιο συμπονετική για τουςλιγότερο ευνοημένους και οικονομικά βιώσιμη για όλους. Δείχνει το δρόμο προς τους εφικτούς στόχους για μια «καλή κοινωνία»: προσωπική ελευθερία, βασική ευημερία, φυλετική και εθνική ισότητα, ευκαιρίεςγια μια ζωή που αξίζει. Πάντως αυτό δεν είναι μια ουτοπική ανταπόκριση στις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος. Ο Γκαλμπρέιθ αναγνωρίζει τις αδυναμίες του ανθρώπου, τις διαφορές στην αντίληψη και τα κίνητρα και τα τρομακτικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν αυτοί που προκαλούν το status quo. Ακόμη, η αισιοδοξία του Γκαλμπρέιθ λάμπει καθώς εξηγεί πώς θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε έναν ανθρώπινο κόσμο αποβάλλοντας αφενός τη σημερινή συμβατική αντίληψη για τονπληθωρισμό, το έλλειμμα, τους φόρους και τη μετανάστευση και αφετέρου αναγνωρίζοντας την τεράστια αξία της παιδείας, της ευθύνης για το περιβάλλον και της πολιτικής δράσης που η καλή κοινωνία απαιτεί.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο John Kenneth Galbraith, ομότιμος καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Harvard και διάσημος συγγραφέας πολλών βιβλίων, δίκαια θα μπορούσε να αποκαλεσθεί «ιερό τέρας του αμερικανικού φιλελευθερισμού» (liberalism). Είναι πάντα περήφανος για τη συνεργασία του με τους πολιτικούς και τους προέδρους των ΗΠΑ που ανήκαν στο Δημοκρατικό Κόμμα και δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να σου παρουσιάσει τις σχετικές ιστορικές φωτογραφίες, όταν τον επισκέπτεσαι σπίτι του, και ως τώρα σημειωτέον ότι πλησιάζει τα 90 , διατηρώντας ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις, είναι έτοιμος ν' ασκήσει την οξυδερκή κριτική του για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Ο συγγραφέας της «Κοινωνίας της αφθονίας» και του «Θριάμβου» δεν αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ ως αναμφισβήτητη υπερδύναμη τόσο από άποψη ιδεολογική - ηθική όσο και από άποψη καθαρά οικονομική. Μου έκανε εντύπωση ότι στην τελευταία μας συνάντηση στο σπίτι του φάνηκε αρκετά σκεπτικιστής για τα χρηματιστηριακά παιχνίδια της Wall Street και μου εξέθεσε απλά και πειστικά την άποψή του ότι οι ΗΠΑ οικονομικά, αλλά και γενικότερα, δεν είναι τόσο ισχυρές όσο φαίνονται, πράγμα που θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσες χώρες αγωνίζονται για τη χειραφέτησή τους από αυτές.
Κατά κάποιο τρόπο αυτή την άποψή του ήθελε να την παρουσιάσει ως ένα είδος μηνύματος προς τον εκτός Αμερικής κόσμο και ιδιαίτερα προς εκείνες τις δυνάμεις που μάχονται τον ιμπεριαλισμό της.
Στο βιβλίο του «Η καλή κοινωνία» («The Good Society») συμπυκνώνει και συνοψίζει τις βασικές του ιδέες και αναλύσεις γύρω από το πώς θα έπρεπε να οικοδομηθεί μια κοινωνία ελευθερίας και δικαιοσύνης. Σε μια τέτοια κοινωνία η προσωπική ελευθερία πρέπει να συνδυάζεται με ένα αξιόλογο μέσο επίπεδο οικονομικής ευημερίας, με τη φυλετική και την εθνική ισότητα και τη δυνατότητα ν' ανταμείβεται κανείς δίκαια για την εργασία που προσφέρει. Οι ατομικές και πολιτικές ελευθερίες για τον Galbraith είναι ολοκληρωτικά ασυμβίβαστες με τη φτώχεια και την αίσθηση της μη ανταμοιβής.
Γι' αυτό και δυσκολεύεται ν' απαντήσει αν ο στερούμενος πολιτικών ελευθεριών κάτοικος μιας πρώην κομμουνιστικής χώρας θα προτιμούσε τη φτώχεια αλλά και τη μάταιη στην περίπτωσή του ελευθερία της συνοικίας, π.χ., του νότιου Μπρονξ στη Νέα Υόρκη. Με άλλα λόγια, ό,τι καλείται πολιτική δημοκρατία είναι άνευ περιεχομένου, αν δεν συνοδεύεται από αποτελεσματικούς θεσμούς κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας.
Ακριβώς αυτές οι βασικές κατευθύνσεις χαρακτηρίζουν και τον γενόμενο αμερικανικό φιλελευθερισμό και τον διαφοροποιούν από τον ευρωπαϊκό. Είναι γνωστό ότι στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα οι «liberal» δυνάμεις και πολιτικοί αποτελούν κάποια μορφή Αριστεράς και ορισμένες ή ορισμένοι από αυτούς εκτείνονται πέρα από το Δημοκρατικό Κόμμα και αντιστοιχούν με τη λεγόμενη ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και ευρύτερα σοσιαλιστική Ευρωαριστερά. Δεν θα ήταν άστοχο λοιπόν να εκφράσει κανείς την άποψη ότι το παρόν βιβλίο είναι ένα σύγχρονο συνοπτικό μετακομμουνιστικό Ευαγγέλιο του αμερικανικού «liberalism». Επιπλέον ο J.Κ.G. δίκαια θεωρείται εκπρόσωπος της σχολής της «Institutional Economics», εκείνης δηλαδή της κατεύθυνσης της οικονομικής επιστήμης που αντιτίθεται στα αφηρημένα οικονομικά μοντέλα και προτιμά περισσότερο τη μελέτη του πραγματικού κόσμου των οικονομικών διαδικασιών και της ιστορικής διάστασης των οικονομικών θεσμών.
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η κρατική θεσμική παρέμβαση θεωρείται αναγκαία στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες ώστε να μειώνεται η κοινωνικοοικονομική ανισότητα και η κατάσταση των οικονομικά ασθενέστερων να βελτιώνεται. Δεν μπορεί διαφορετικά να νοηθεί κράτος κοινωνικής πρόνοιας και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική, όσο και αν οι εκπρόσωποι των οικονομικά ισχυρών διαμαρτύρονται για τις αυξήσεις των φόρων και για τα προβλήματα που συσσωρεύονται στη δημοσιονομική πολιτική από τις ενισχυμένες κοινωνικές παροχές.
Στο σημείο αυτό ο J.Κ.G. τολμά να εκφράζει μια αρκετά ρηξικέλευθη άποψη για τα αμερικανικά δεδομένα και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας της επιστήμης και της γνώσης , ότι δηλαδή οι επιστημονικές οικονομικές θεωρίες, που αμφισβητούν την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς ως προκαλούσης δήθεν δυσλειτουργίες στους αποτελεσματικούς μηχανισμούς του ελεύθερου ανταγωνισμού και τελικά ανεπιθύμητο πολιτικό κόστος, δεν είναι παρά ιδεολογικές επικαλύψεις, έντεχνα οικοδομημένες, των επιλογών των οικονομικά προνομιούχων. Η δικαιολόγηση των προνομιούχων συμφερόντων, για να παρουσιασθεί «εξωραϊσμένη» κι έτσι να διεκδικήσει περισσότερη νομιμοποίηση και πειστικότητα, παίρνει τη μορφή μιας θετικιστικής οικονομικής θεωρίας που δήθεν είναι η μόνη πρακτικά εφαρμόσιμη!
Η θέση αυτή μπορεί να θεωρηθεί «μαρξίζουσα», στην ευρύτερη έννοια του όρου, καθώς η θεωρητική κατασκευή παρουσιάζεται ως «εποικοδόμημα» πίσω από την οποία κρύβεται μια σκληρή οικονομική «βάση»: τα συμφέροντα των οικονομικά προνομιούχων.
Ωστόσο στο βιβλίο δεν αμφισβητείται ακριβώς η οικονομία της αγοράς και τα ενδεχόμενα προβλήματα που αυτή συνεπάγεται (ανεργία, πληθωρισμός, κυκλικές κρίσεις κλπ.). Αμφισβητείται η ασυδοσία και η έλλειψη ρυθμίσεων στον κόσμο της αγοράς, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται η ανάγκη παρεμβάσεων από πλευράς Δημοσίου (public intervention and regulation), ακριβώς γιατί η παραγωγική μηχανή του οικονομικού συστήματος δημιουργεί τάξη οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, που απαιτεί προστασία, και παράλληλα κατασκευάζει προϊόντα που ενδεχομένως χωρίς τους απαιτούμενους ελέγχους να είναι καταστρεπτικά για τον άνθρωπο, την υγεία του και το περιβάλλον.
Βέβαια για τον Galbraith η ανάγκη παρεμβατικών ρυθμίσεων από πλευράς κράτους και των άλλων δημοσίων οργανισμών επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, όπως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, ή σε ζητήματα όπου παρατηρείται μια αυτοκαταστρεπτική τάση του συνολικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Είναι φανερό ότι αντιπαραθέτει σε μια συστηματοκεντρική αντίληψη μια θεώρηση όπου η συνειδητή παρέμβαση συλλογικών δημόσιων φορέων είναι επιβεβλημένη ως εξισορροπιστική των τυφλών κινήσεων ορισμένων μηχανισμών.
Συνολικά εύκολα διακρίνει κανείς ότι η οργάνωση της καλής κοινωνίας γι' αυτόν δεν πρέπει να έχει κάτι το ουτοπικό ή να είναι δεσμευμένη με νομοτελειακές προδιαγραφές. Η πολιτική της δεν πρέπει να είναι απόρροια κάποιας αφηρημένης ιδεολογικής κατασκευής. Αντίθετα πρέπει να προσαρμόζεται στα γεγονότα της κάθε επιμέρους εξειδικευμένης περίπτωσης (the ruling facts of the specific case).
Είναι φανερό ότι σε αυτά τα σημεία διαφοροποιείται αρκετά από τη Σοσιαλδημοκρατία μαρξιστικής παράδοσης και θυμίζει μάλλον την παράδοση της αγγλοσαξονικής εμπειρικής προσέγγισης. Ακόμη μπορεί να ανιχνευθεί στη σκέψη του απόηχος του γνωστού αμερικανικού πραγματιστικού φιλοσοφικού ρεύματος (William James, John Dewey). Ξεκάθαρα δηλώνει ότι στις ημέρες μας οι αποφάσεις της καλής κοινωνίας πρέπει να στηρίζονται σε πρακτικές κρίσεις (practical judgements), ανάλογα με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της κάθε περίπτωσης και αφού αντιμετωπίζουμε ρεαλιστικά την ανθρώπινη φύση χωρίς εξιδανικεύσεις. Ετσι το να δεσμευτεί κανείς αποκλειστικά με το σοσιαλιστικό μοντέλο ή εκείνο της ελεύθερης αγοράς είναι μάταιο. Αντίθετα ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας μπορούν να συνυπάρχουν και να εξειδικεύονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των επιμέρους προϊόντων και υπηρεσιών. Η οικονομική ανισότητα πλήρως δεν μπορεί να εξαλειφθεί, γιατί έχει να κάνει με την ανισότητα των ατομικών ικανοτήτων των ανθρώπων. Η μεγάλης κλίμακας όμως και κοινωνικά προβληματική ανισότητα μπορεί να καταπολεμηθεί, ενώ η καλή κοινωνία πρέπει να αγωνίζεται για να δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους και δίκαιες ανταμοιβές ανάλογα με την προσφορά τους. Η σκέψη του Galbraith είναι θετική, ξεκάθαρη και ισορροπημένη.
Ωστόσο θα ήταν μάλλον λάθος να θεωρήσει κανείς το «ιερό τέρας του αμερικανικού φιλελευθερισμού» κυρίως πραγματιστή οικονομολόγο ή επιστήμονα μιας οπτικής αποκλειστικά ορθολογικής. Η ανθρωπιστική ορίζουσα της σκέψης του είναι εξίσου σημαντική όπως και τα ορθολογικά του επιχειρήματα. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς ακόμη περισσότερο όταν συζητήσει μαζί του από κοντά. Η απλότητα, η αμεσότητα, η ανθρωπιά, αλλά θα έλεγα και η σημασία που δίνει στην αισθητική διάσταση της ζωής τον χαρακτηρίζουν.
Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι στην τελευταία μας συνάντηση στο σπίτι του, στην καρδιά του Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, με συγκίνηση και υπερηφάνεια μου έδειξε τον τόμο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Η κοινωνία της αφθονίας, που του είχε στείλει ο εκδότης και φίλος του Βίκτωρας Παπαζήσης στον καιρό της χούντας μέσα από τη φυλακή. Ηταν ένας τόμος μ' ένα μοναδικό δέσιμο καμωμένο από σπιρτόξυλα. Αργότερα μου υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με τα πολιτικά πράγματα της πατρίδας μας, που έδειχναν το ενδιαφέρον του, αλλά και κάποιες όχι ασήμαντες γνώσεις σχετικά με αυτά. Κάποια στιγμή μάλιστα μειδιώντας λίγο τα χαρακτήρισε «incomprehensible» (ακατανόητα). Κατά τη διάρκεια της συζήτησης άδραξε την ευκαιρία ν' αναφερθεί στο ιστορικό της σχέσης του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που τον χαρακτήρισε έναν από τους σημαντικότερους φίλους της ζωής του.
Μετά την ολοκλήρωση της συζήτησής μας, επέμενε να με κατευοδώσει ως την άκρη της αυλής του σπιτιού του. Βγαίνοντας έξω μου έδειξε τις ομορφιές τού κήπου του μιλώντας μου πολύ ζεστά και ανθρώπινα. Για μένα η κίνηση είχε ή μπορούσε ν' αποκτήσει ένα συμβολικό περιεχόμενο.
Η τελευταία του φράση με την οποία και τελειώσαμε την κουβέντα μας ήταν μια ευγενική και τρυφερή αναφορά στην ομορφιά των λουλουδιών του. Μια συμβολική αναφορά σε μια ζωντανή ομορφιά μιλάει πολύ εύγλωττα γι' αυτά που πρέπει πάντα να υπονοούμε, όταν συζητούμε για τη βελτίωση και την ορθή και δίκαιη οργάνωση της ανθρώπινης συμβίωσης. Αν δεν θέλουμε να μένουμε στεγνοί εννοιοκράτες και ορθολογιστές.
Φίλιππος Νικολόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-09-1998
Σ' αυτό το μεστό επιχειρημάτων και εύγλωττο βιβλίο, ο εξέχων οικονομολόγοςΤζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ παρουσιάζει το προσχέδιο για μια κοινωνία που είναι πιο συμπονετική για τουςλιγότερο ευνοημένους και οικονομικά βιώσιμη για όλους. Δείχνει το δρόμο προς τους εφικτούς στόχους για μια «καλή κοινωνία»: προσωπική ελευθερία, βασική ευημερία, φυλετική και εθνική ισότητα, ευκαιρίεςγια μια ζωή που αξίζει. Πάντως αυτό δεν είναι μια ουτοπική ανταπόκριση στις οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο σύγχρονος κόσμος. Ο Γκαλμπρέιθ αναγνωρίζει τις αδυναμίες του ανθρώπου, τις διαφορές στην αντίληψη και τα κίνητρα και τα τρομακτικά εμπόδια που αντιμετωπίζουν αυτοί που προκαλούν το status quo. Ακόμη, η αισιοδοξία του Γκαλμπρέιθ λάμπει καθώς εξηγεί πώς θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε έναν ανθρώπινο κόσμο αποβάλλοντας αφενός τη σημερινή συμβατική αντίληψη για τονπληθωρισμό, το έλλειμμα, τους φόρους και τη μετανάστευση και αφετέρου αναγνωρίζοντας την τεράστια αξία της παιδείας, της ευθύνης για το περιβάλλον και της πολιτικής δράσης που η καλή κοινωνία απαιτεί.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο John Kenneth Galbraith, ομότιμος καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Harvard και διάσημος συγγραφέας πολλών βιβλίων, δίκαια θα μπορούσε να αποκαλεσθεί «ιερό τέρας του αμερικανικού φιλελευθερισμού» (liberalism). Είναι πάντα περήφανος για τη συνεργασία του με τους πολιτικούς και τους προέδρους των ΗΠΑ που ανήκαν στο Δημοκρατικό Κόμμα και δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να σου παρουσιάσει τις σχετικές ιστορικές φωτογραφίες, όταν τον επισκέπτεσαι σπίτι του, και ως τώρα σημειωτέον ότι πλησιάζει τα 90 , διατηρώντας ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις, είναι έτοιμος ν' ασκήσει την οξυδερκή κριτική του για την εξωτερική και εσωτερική πολιτική των ΗΠΑ.
Ο συγγραφέας της «Κοινωνίας της αφθονίας» και του «Θριάμβου» δεν αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ ως αναμφισβήτητη υπερδύναμη τόσο από άποψη ιδεολογική - ηθική όσο και από άποψη καθαρά οικονομική. Μου έκανε εντύπωση ότι στην τελευταία μας συνάντηση στο σπίτι του φάνηκε αρκετά σκεπτικιστής για τα χρηματιστηριακά παιχνίδια της Wall Street και μου εξέθεσε απλά και πειστικά την άποψή του ότι οι ΗΠΑ οικονομικά, αλλά και γενικότερα, δεν είναι τόσο ισχυρές όσο φαίνονται, πράγμα που θα έπρεπε να λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσες χώρες αγωνίζονται για τη χειραφέτησή τους από αυτές.
Κατά κάποιο τρόπο αυτή την άποψή του ήθελε να την παρουσιάσει ως ένα είδος μηνύματος προς τον εκτός Αμερικής κόσμο και ιδιαίτερα προς εκείνες τις δυνάμεις που μάχονται τον ιμπεριαλισμό της.
Στο βιβλίο του «Η καλή κοινωνία» («The Good Society») συμπυκνώνει και συνοψίζει τις βασικές του ιδέες και αναλύσεις γύρω από το πώς θα έπρεπε να οικοδομηθεί μια κοινωνία ελευθερίας και δικαιοσύνης. Σε μια τέτοια κοινωνία η προσωπική ελευθερία πρέπει να συνδυάζεται με ένα αξιόλογο μέσο επίπεδο οικονομικής ευημερίας, με τη φυλετική και την εθνική ισότητα και τη δυνατότητα ν' ανταμείβεται κανείς δίκαια για την εργασία που προσφέρει. Οι ατομικές και πολιτικές ελευθερίες για τον Galbraith είναι ολοκληρωτικά ασυμβίβαστες με τη φτώχεια και την αίσθηση της μη ανταμοιβής.
Γι' αυτό και δυσκολεύεται ν' απαντήσει αν ο στερούμενος πολιτικών ελευθεριών κάτοικος μιας πρώην κομμουνιστικής χώρας θα προτιμούσε τη φτώχεια αλλά και τη μάταιη στην περίπτωσή του ελευθερία της συνοικίας, π.χ., του νότιου Μπρονξ στη Νέα Υόρκη. Με άλλα λόγια, ό,τι καλείται πολιτική δημοκρατία είναι άνευ περιεχομένου, αν δεν συνοδεύεται από αποτελεσματικούς θεσμούς κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας.
Ακριβώς αυτές οι βασικές κατευθύνσεις χαρακτηρίζουν και τον γενόμενο αμερικανικό φιλελευθερισμό και τον διαφοροποιούν από τον ευρωπαϊκό. Είναι γνωστό ότι στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα οι «liberal» δυνάμεις και πολιτικοί αποτελούν κάποια μορφή Αριστεράς και ορισμένες ή ορισμένοι από αυτούς εκτείνονται πέρα από το Δημοκρατικό Κόμμα και αντιστοιχούν με τη λεγόμενη ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία και ευρύτερα σοσιαλιστική Ευρωαριστερά. Δεν θα ήταν άστοχο λοιπόν να εκφράσει κανείς την άποψη ότι το παρόν βιβλίο είναι ένα σύγχρονο συνοπτικό μετακομμουνιστικό Ευαγγέλιο του αμερικανικού «liberalism». Επιπλέον ο J.Κ.G. δίκαια θεωρείται εκπρόσωπος της σχολής της «Institutional Economics», εκείνης δηλαδή της κατεύθυνσης της οικονομικής επιστήμης που αντιτίθεται στα αφηρημένα οικονομικά μοντέλα και προτιμά περισσότερο τη μελέτη του πραγματικού κόσμου των οικονομικών διαδικασιών και της ιστορικής διάστασης των οικονομικών θεσμών.
Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η κρατική θεσμική παρέμβαση θεωρείται αναγκαία στις σύγχρονες οικονομικές συνθήκες ώστε να μειώνεται η κοινωνικοοικονομική ανισότητα και η κατάσταση των οικονομικά ασθενέστερων να βελτιώνεται. Δεν μπορεί διαφορετικά να νοηθεί κράτος κοινωνικής πρόνοιας και αποτελεσματική κοινωνική πολιτική, όσο και αν οι εκπρόσωποι των οικονομικά ισχυρών διαμαρτύρονται για τις αυξήσεις των φόρων και για τα προβλήματα που συσσωρεύονται στη δημοσιονομική πολιτική από τις ενισχυμένες κοινωνικές παροχές.
Στο σημείο αυτό ο J.Κ.G. τολμά να εκφράζει μια αρκετά ρηξικέλευθη άποψη για τα αμερικανικά δεδομένα και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα από τη σκοπιά της κοινωνιολογίας της επιστήμης και της γνώσης , ότι δηλαδή οι επιστημονικές οικονομικές θεωρίες, που αμφισβητούν την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς ως προκαλούσης δήθεν δυσλειτουργίες στους αποτελεσματικούς μηχανισμούς του ελεύθερου ανταγωνισμού και τελικά ανεπιθύμητο πολιτικό κόστος, δεν είναι παρά ιδεολογικές επικαλύψεις, έντεχνα οικοδομημένες, των επιλογών των οικονομικά προνομιούχων. Η δικαιολόγηση των προνομιούχων συμφερόντων, για να παρουσιασθεί «εξωραϊσμένη» κι έτσι να διεκδικήσει περισσότερη νομιμοποίηση και πειστικότητα, παίρνει τη μορφή μιας θετικιστικής οικονομικής θεωρίας που δήθεν είναι η μόνη πρακτικά εφαρμόσιμη!
Η θέση αυτή μπορεί να θεωρηθεί «μαρξίζουσα», στην ευρύτερη έννοια του όρου, καθώς η θεωρητική κατασκευή παρουσιάζεται ως «εποικοδόμημα» πίσω από την οποία κρύβεται μια σκληρή οικονομική «βάση»: τα συμφέροντα των οικονομικά προνομιούχων.
Ωστόσο στο βιβλίο δεν αμφισβητείται ακριβώς η οικονομία της αγοράς και τα ενδεχόμενα προβλήματα που αυτή συνεπάγεται (ανεργία, πληθωρισμός, κυκλικές κρίσεις κλπ.). Αμφισβητείται η ασυδοσία και η έλλειψη ρυθμίσεων στον κόσμο της αγοράς, ενώ παράλληλα υπογραμμίζεται η ανάγκη παρεμβάσεων από πλευράς Δημοσίου (public intervention and regulation), ακριβώς γιατί η παραγωγική μηχανή του οικονομικού συστήματος δημιουργεί τάξη οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, που απαιτεί προστασία, και παράλληλα κατασκευάζει προϊόντα που ενδεχομένως χωρίς τους απαιτούμενους ελέγχους να είναι καταστρεπτικά για τον άνθρωπο, την υγεία του και το περιβάλλον.
Βέβαια για τον Galbraith η ανάγκη παρεμβατικών ρυθμίσεων από πλευράς κράτους και των άλλων δημοσίων οργανισμών επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, όπως στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, ή σε ζητήματα όπου παρατηρείται μια αυτοκαταστρεπτική τάση του συνολικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Είναι φανερό ότι αντιπαραθέτει σε μια συστηματοκεντρική αντίληψη μια θεώρηση όπου η συνειδητή παρέμβαση συλλογικών δημόσιων φορέων είναι επιβεβλημένη ως εξισορροπιστική των τυφλών κινήσεων ορισμένων μηχανισμών.
Συνολικά εύκολα διακρίνει κανείς ότι η οργάνωση της καλής κοινωνίας γι' αυτόν δεν πρέπει να έχει κάτι το ουτοπικό ή να είναι δεσμευμένη με νομοτελειακές προδιαγραφές. Η πολιτική της δεν πρέπει να είναι απόρροια κάποιας αφηρημένης ιδεολογικής κατασκευής. Αντίθετα πρέπει να προσαρμόζεται στα γεγονότα της κάθε επιμέρους εξειδικευμένης περίπτωσης (the ruling facts of the specific case).
Είναι φανερό ότι σε αυτά τα σημεία διαφοροποιείται αρκετά από τη Σοσιαλδημοκρατία μαρξιστικής παράδοσης και θυμίζει μάλλον την παράδοση της αγγλοσαξονικής εμπειρικής προσέγγισης. Ακόμη μπορεί να ανιχνευθεί στη σκέψη του απόηχος του γνωστού αμερικανικού πραγματιστικού φιλοσοφικού ρεύματος (William James, John Dewey). Ξεκάθαρα δηλώνει ότι στις ημέρες μας οι αποφάσεις της καλής κοινωνίας πρέπει να στηρίζονται σε πρακτικές κρίσεις (practical judgements), ανάλογα με τα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα της κάθε περίπτωσης και αφού αντιμετωπίζουμε ρεαλιστικά την ανθρώπινη φύση χωρίς εξιδανικεύσεις. Ετσι το να δεσμευτεί κανείς αποκλειστικά με το σοσιαλιστικό μοντέλο ή εκείνο της ελεύθερης αγοράς είναι μάταιο. Αντίθετα ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας μπορούν να συνυπάρχουν και να εξειδικεύονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά των επιμέρους προϊόντων και υπηρεσιών. Η οικονομική ανισότητα πλήρως δεν μπορεί να εξαλειφθεί, γιατί έχει να κάνει με την ανισότητα των ατομικών ικανοτήτων των ανθρώπων. Η μεγάλης κλίμακας όμως και κοινωνικά προβληματική ανισότητα μπορεί να καταπολεμηθεί, ενώ η καλή κοινωνία πρέπει να αγωνίζεται για να δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους και δίκαιες ανταμοιβές ανάλογα με την προσφορά τους. Η σκέψη του Galbraith είναι θετική, ξεκάθαρη και ισορροπημένη.
Ωστόσο θα ήταν μάλλον λάθος να θεωρήσει κανείς το «ιερό τέρας του αμερικανικού φιλελευθερισμού» κυρίως πραγματιστή οικονομολόγο ή επιστήμονα μιας οπτικής αποκλειστικά ορθολογικής. Η ανθρωπιστική ορίζουσα της σκέψης του είναι εξίσου σημαντική όπως και τα ορθολογικά του επιχειρήματα. Αυτό το καταλαβαίνει κανείς ακόμη περισσότερο όταν συζητήσει μαζί του από κοντά. Η απλότητα, η αμεσότητα, η ανθρωπιά, αλλά θα έλεγα και η σημασία που δίνει στην αισθητική διάσταση της ζωής τον χαρακτηρίζουν.
Δεν μπορώ να ξεχάσω ότι στην τελευταία μας συνάντηση στο σπίτι του, στην καρδιά του Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης, με συγκίνηση και υπερηφάνεια μου έδειξε τον τόμο της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Η κοινωνία της αφθονίας, που του είχε στείλει ο εκδότης και φίλος του Βίκτωρας Παπαζήσης στον καιρό της χούντας μέσα από τη φυλακή. Ηταν ένας τόμος μ' ένα μοναδικό δέσιμο καμωμένο από σπιρτόξυλα. Αργότερα μου υπέβαλε διάφορες ερωτήσεις σχετικά με τα πολιτικά πράγματα της πατρίδας μας, που έδειχναν το ενδιαφέρον του, αλλά και κάποιες όχι ασήμαντες γνώσεις σχετικά με αυτά. Κάποια στιγμή μάλιστα μειδιώντας λίγο τα χαρακτήρισε «incomprehensible» (ακατανόητα). Κατά τη διάρκεια της συζήτησης άδραξε την ευκαιρία ν' αναφερθεί στο ιστορικό της σχέσης του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, που τον χαρακτήρισε έναν από τους σημαντικότερους φίλους της ζωής του.
Μετά την ολοκλήρωση της συζήτησής μας, επέμενε να με κατευοδώσει ως την άκρη της αυλής του σπιτιού του. Βγαίνοντας έξω μου έδειξε τις ομορφιές τού κήπου του μιλώντας μου πολύ ζεστά και ανθρώπινα. Για μένα η κίνηση είχε ή μπορούσε ν' αποκτήσει ένα συμβολικό περιεχόμενο.
Η τελευταία του φράση με την οποία και τελειώσαμε την κουβέντα μας ήταν μια ευγενική και τρυφερή αναφορά στην ομορφιά των λουλουδιών του. Μια συμβολική αναφορά σε μια ζωντανή ομορφιά μιλάει πολύ εύγλωττα γι' αυτά που πρέπει πάντα να υπονοούμε, όταν συζητούμε για τη βελτίωση και την ορθή και δίκαιη οργάνωση της ανθρώπινης συμβίωσης. Αν δεν θέλουμε να μένουμε στεγνοί εννοιοκράτες και ορθολογιστές.
Φίλιππος Νικολόπουλος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-09-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις