0
Your Καλαθι
Η ζωή της Σαρλότ Μπροντέ
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
«Αξίζει σε κάθε περίπτωση να δούμε τι γράφει μια ξεχωριστή γυναίκα για μιαν άλλη εξίσου ξεχωριστή... Θα έπρεπε να σταθεί και όντως θα σταθεί στην πρώτη γραμμή των βιογραφιών για πάντα» [Patrick Bronte]
Η Ζωή της Σάρλοτ Μπροντέ της Ελίζαμπεθ Γκάσκελ πρωτοεκδόθηκε το 1857 ως μια άμεση λαϊκή μαρτυρία για τους αναγνώστες της βικτοριανής κοινωνίας που θα ήθελαν να μάθουν περισσότερα σχετικά με τη συγγραφέα που έδωσε στην Τζέην Έυρ τον υπότιτλο «Μια αυτοβιογραφία».
Γράφοντας για τη Σάρλοτ Μπροντέ, την οποία θαύμαζε βαθιά -παρόλο που τα βιβλία της δεν της άρεσαν στο σύνολό τους- η Ελίζαμπεθ Γκάσκελ σκιαγραφεί τον αγώνα μιας γυναίκας -καλλιτέχνιδας για την οποία είχε, ώς το γάμο της σε ώριμη ηλικία, «προβλέψει μια μοναχική ζωή».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο απόσπασμα από το «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ ο βιογράφος και αφηγητής διαμαρτύρεται για την απουσία δράσης που παρατηρείται στη ζωή μιας γυναίκας, γεγονός που δυσχεραίνει τη σύνταξη μιας βιογραφίας, καθώς το υλικό που αντλείται από τις ταπεινές ζωές τους είναι περιορισμένο -εκτός και αν επρόκειτο για βασίλισσες, αγίες ή συζύγους και ερωμένες διάσημων αντρών. Τι το ενδιαφέρον μπορεί να έχει, λοιπόν, η ζωή μιας ταπεινής κοπέλας που ζει στον αγγλικό Βορρά στα μέσα του 19ου αιώνα, που διδάσκει μικρά παιδιά, κόρη ενός φτωχού εφημέριου, η οποία συνθέτει με τις αδελφές της ιστορίες και περιφέρεται στους ανεμοδαρμένους βάλτους, κυνηγώντας τα φαντάσματα της φαντασίας της; Και γιατί να ανατεθεί σε μια σύγχρονή της συγγραφέα να γράψει τη βιογραφία της, μόλις δυο χρόνια μετά το θάνατό της, σε ηλικία 39 ετών;
Ομως, στην περίπτωση της Σαρλότ Μπροντέ η απουσία δράσης που χαρακτήριζε τη ζωή της δεν ήταν κατασταλτικός παράγοντας για τη σύνθεση της βιογραφίας της, καθώς απολάμβανε και μια άλλη ιδιότητα: ήταν γνωστή με το όνομα του Κάρελ Μπελ, του συγγραφέα της «Τζέιν Εϊρ», ενός έργου τολμηρού για τη βικτοριανή εποχή, και έζησε δύο παράλληλες ζωές -τη ζωή του Κάρελ Μπελ ως συγγραφέα και τη ζωή τής Σαρλότ Μπροντέ ως γυναίκα που υιοθέτησε αντρικό ψευδώνυμο. (Το ίδιο επίθετο χρησιμοποίησαν και οι άλλες αδελφές Μπροντέ, η Εμιλι και η Αν, για τη δημοσιοποίηση των έργων τους.) Η ταυτότητα του μυστηριώδους συγγραφέα απασχόλησε πλήθος αναγνωστών, οι οποίοι μετά τις αποκαλύψεις για την ύπαρξη κάποιας γυναίκας πίσω από το αντρικό όνομα, απαίτησαν να μάθουν περισσότερα για το δημιουργό.
«Η ζωή της Σαρλότ Μπροντέ» (η μετάφραση του έργου από την άξια μεταφράστρια Εύη Γεωργούλη το καθιστά ένα απολαυστικότατο ανάγνωσμα) είναι η πρώτη βιογραφία που γράφεται από μια γυναίκα για μια άλλη. Η Γκάσκελ υπήρξε φίλη της βιογραφούμενης κατά τη διάρκεια της ζωής της, είχε την τύχη να τη συναναστραφεί, να αλληλογραφήσει μαζί της, αλλά και με την άδεια του πατέρα της, του εφημέριου Πάτρικ Μπροντέ, να αποκτήσει πρόσβαση στο μεγαλύτερο μέρος του αρχείου της αλληλογραφίας της, στο ανεκδοτολογικό υλικό και στα αδημοσίευτα πρωτόλεια έργα της. Η βιογράφος ανέλαβε εν μέρει τη γραφή της βιογραφίας τής Σαρλότ για να αποκαταστήσει την υστεροφημία της φίλης της ύστερα από κάποιες κακόβουλες επιθέσεις που δέχτηκε, καθώς η «Τζέιν Εϊρ» θεωρήθηκε έργο αυτοβιογραφικό και σπίλωνε τη μνήμη της, λόγω της «σκληρότητας και της τραχύτητας» που επεδείκνυε η κεντρική ηρωίδα και της τολμηρότητας της γραφής τής συγγραφέως. Η Γκάσκελ προσπάθησε να καλύψει το πλεόνασμα πάθους που χαρακτήριζε τη φίλη της και να αποδώσει τη σκληρότητα στις τραγωδίες που υπέφερε από το θάνατο των αγαπημένων της αδελφών, ενώ οι μετέπειτα βιογράφοι το αναγνώρισαν ως κύριο στοιχείο της προσωπικότητας της Σαρλότ, αλλά και των άλλων αδελφών Μπροντέ.
Φύση μελαγχολική και απαισιόδοξη
Στο έργο της η Γκάσκελ, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1857, επικεντρώθηκε στην απόκρουση αυτών των κατηγοριών. Προσπάθησε να αποδείξει πως η μελαγχολία και η απαισιοδοξία ήταν δομικό στοιχείο του χαρακτήρα της Σαρλότ και πως οφείλονταν στο περιβάλλον και στη γεμάτη τραγωδίες ζωή της, παραλείποντας κάθε αναφορά στον έρωτα που έτρεφε για τον παντρεμένο κύριο Εζέ, τον οποίο γνώρισε στις Βρυξέλλες, πάνω στον οποίο στήριξε το μοντέλο του Ρότσεστερ, του θρυλικού πρωταγωνιστή τής «Τζέιν Εϊρ». Η ζωή που παρουσιάζει η Γκάσκελ είναι γεμάτη απώλειες, πένθος, μελαγχολία και αδιάλειπτη προσήλωση στα καθήκοντά της απέναντι στις αδελφές της, στο νεότερο αδελφό της, στον πατέρα της αλλά και στη γραφή. Σε αυτή την γκρίζα ατμόσφαιρα η Σαρλότ καλλιεργεί το μέσον της αλλά και την προσωπικότητά της: από νωρίς διεκδικεί την τελειότητα στα γραπτά της, απαιτεί να τη χειρίζονται ως επαγγελματία συγγραφέα και κυνηγάει με πάθος τις φιλοδοξίες της. Η Γκάσκελ γράφει για τη βιογραφούμενή της: «...η μις Μπροντέ ουδέποτε τόλμησε να επιτρέψει στον εαυτό της να προσβλέψει στο μέλλον με ελπίδα... και πιστεύω ...πως θα ήταν αυτή η πίεση της οδύνης που είχε συνθλίψει και καταρρακώσει μέσα της όλη την αισιοδοξία οιασδήποτε προοπτικής. Φαίνεται από τα γράμματα, πως, χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας της, ή, ίσως, ο βαθύς και οξύς πόνος της για το χαμό των δύο μεγαλυτέρων αδελφών της, συνδυασμένος με μια κατάσταση μόνιμης σωματικής αδυναμίας, προξένησαν την απελπισία της».
Η Γκάσκελ προτίμησε, όπως σημειώνει η Ελίζαμπεθ Τζέι στην εισαγωγή της, «να πνίξει τη Σαρλότ-συγγραφέα μέσα στη Σαρλότ -την αγία του σπιτιού». Ο αναγνώστης της βιογραφίας της, όμως, πέρα από τις περιγραφές των φιδωτών μονοπατιών και των βάλτων, τις εξαντλητικές λεπτομέρειες για τις ενασχολήσεις των κατοίκων του χωριού και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της οικογένειας, δεν μπορεί να προσπεράσει τα παραθέματα των πρώιμων έργων της Σαρλότ Μπροντέ και τα αποσπάσματα των επιστολών της και να μη διακρίνει την έκφραση της μεγαλοφυΐας της, ακόμα και όταν γράφει επιστολές σε παιδικές της φίλες. Οι απόψεις της εκτίθενται με κρυστάλλινη διαύγεια, οι κρίσεις της πάντοτε στηρίζονται σε επιχειρήματα και οι θέσεις της, ακόμα και όταν αποφαίνεται για πίνακες ζωγραφικής, είναι πάντα αιτιολογημένες. Οι επιστολές αποκαλύπτουν ένα ανεξάρτητο πνεύμα απίστευτης ωριμότητας, κριτικής ανάλυσης και συναισθηματικής γενναιοδωρίας. Σε κάποιον κριτικό που την κατηγορεί για υπερβολική ποιητικότητα και συναίσθημα και της συστήνει να παραδειγματιστεί από τα έργα της Τζέιν Οστιν, απαντάει: «Μπορεί να υπάρξει σημαντικός καλλιτέχνης χωρίς ποίηση;» και δεν διστάζει να εκφέρει κρίσεις για τον Μπαλζάκ και τη Γεωργία Σάνδη, την οποία εκτιμά ιδιαίτερα για το ύφος της. Στην κατηγορία ενός επιστολογράφου πως «τα ζοφερά προϊόντα της φαντασίας της» ευθύνονται για την κατάθλιψή της, απαντά πως πρέπει να επιτρέπουμε «στην πραγματικότητα να υπαινίσσεται και όχι να υπαγορεύει».
Συνειδητοποιημένη επαγγελματίας
Στην επιλογή του αντρικού ψευδώνυμου δεν κατέφυγε αδικαιολόγητα. Η Μπροντέ ήθελε να την πάρουν σοβαρά ως συγγραφέα, και στην εποχή της οι γυναίκες είχαν ταυτιστεί με την παραγωγή ελαφρών ψυχαγωγικών μυθιστορημάτων. «Η λογοτεχνία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί τη ζωή μιας γυναίκας», της έγραφε ο κύριος Σάουθι, προτρέποντάς την να αποφύγει την απόλυτη εμπλοκή με τη γραφή. Η ίδια όμως, καθώς ήταν μια συνειδητοποιημένη επαγγελματίας, είχε σοβαρές απαιτήσεις από τον εαυτό της και ανάλογες διεκδικήσεις από τους κριτικούς. Σε επιστολή της σε έναν κριτικό της εποχής γράφει: «Θα ήθελα να μη με σκέφτεστε ως γυναίκα. Θα ήθελα όλοι οι κριτικοί βιβλίων να πίστευαν ότι ο Κάρελ Μπελ είναι άντρας· θα ήταν πιο δίκαιο απέναντί του. Θα εξακολουθήσετε, το ξέρω αυτό, να με κρίνετε σύμφωνα με κάποιο πρότυπο που θεωρείτε ταιριαστό προς το φύλο μου ...Ο,τι κι αν γίνει, δεν μπορώ, όταν γράφω, να σκέφτομαι διαρκώς τον εαυτό μου και το τι είναι κομψό και ελκυστικό για τη θηλυκότητα· δεν είναι σύμφωνα με αυτούς τους όρους, ή σύμφωνα με αυτές τις ιδέες, που έπιασα κάποτε την πένα στα χέρια μου: και αν πρόκειται μονάχα με βάση τέτοιους όρους να ανεχθεί κανείς το γράψιμό μου, θα εξαφανιστώ από τα μάτια του κοινού και δεν θα το ταλαιπωρήσω άλλο. Από την αφάνεια ήρθα, και στην αφάνεια μπορώ εύκολα να επιστρέψω».
Η Σαρλότ Μπροντέ μπορεί μεν να έζησε στην αφάνεια, αλλά σίγουρα δεν επέστρεψε εκεί, γιατί το έργο της διαβάζεται ακόμα από πλήθος αναγνωστών. Αργότερα την αναγνώρισαν ως «μια γυναίκα μπροστά από την εποχή της», που είχε τη δύναμη να μετατρέψει την απώλεια σε κέρδος, η δε «Τζέιν Εϊρ» αναγνωρίστηκε ως «πρωτο-φεμινιστικό» μυθιστόρημα. Και, παρ' ότι δεν υπήρξε η ίδια μια γυναίκα της δράσης, κατόρθωσε να περάσει τα αιτήματά της για δικαιοσύνη και ισότητα στο έργο της και οι χαρακτήρες που έπλασε να συγκινούν και να επιδρούν στις επερχόμενες γενιές αναγνωστών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/04/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις