0
Your Καλαθι
Μια ομπρέλα για τη μέρα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Μπορεί να κερδίσει κανείς τα προς το ζην κάνοντας διάφορες δουλειές. Παρατηρώντας, για παράδειγμα, τον κόσμο από μακριά, ως δοκιμαστής παπουτσιών πολυτελείας. O ήρωας αυτού του μυθιστορήματος διασχίζει την πόλη φορώντας εγγλέζικα παπούτσια (πέφτοντας αναπόφευκτα κάθε φορά πάνω σε μία εκ των αναρίθμητων πρώην φιλενάδων του) και συντάσσει γνωμοδοτήσεις για τις οποίες παίρνει 200 μάρκα. Η δουλειά όμως χαλάει. Η τελευταία του φιλενάδα, η Λίζα, τον εγκαταλείπει γιατί δεν αντέχει άλλο την άρνησή του να συμμετέχει σ' αυτόν τον κόσμο με τόσο επιπόλαιο τρόπο.
Κι όταν η αμοιβή για τα εγγλέζικα παπούτσια συρρικνώνεται στα 50 μάρκα, τότε χτυπά για τον άντρα ο συναγερμός. Από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της γερμανικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, το Μια ομπρέλα για τη μέρα συστήνει στο ελληνικό κοινό έναν από τους πιο ενδιαφέροντες και ιδιαίτερους Eυρωπαίους συγγραφείς της εποχής μας.
«Το θαυμάσιο με την πεζογραφία του Γκενατσίνο είναι ότι το μεγάλο και το σημαντικό συνυπάρχουν με μια παιχνιδιάρικη διάθεση».
Frankfurter Rundschau
ΚΡΙΤΙΚΗ
Υπάρχει πάντα, σε κάθε αφηγηματικό έργο, ένας πυρήνας, μια αρχική πυρηνική ιδέα που βρίσκεται έξω από την περιοχή της εμπειρίας, ένα είδος ποιητικής σύλληψης, έστω και αν η πραγμάτωσή της δεν γίνεται με ποιητικά μέσα. Αυτή η εκκίνηση, όσο κι αν αντλείται ή πυροδοτείται από την πραγματικότητα που περιβάλλει τον αφηγητή, στη βαθύτερη ουσία της είναι μυστικο-μαγικής υφής, καθώς τελείται, πιστεύουμε, σε βαθύτερες ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης, εκεί όπου το καταγωγικό σκοτάδι είναι πυκνότερο από το εμπειρικό φως -εντεύθεν και η ουσιωδώς ποιητική φύση της, όπως άλλωστε και του συνόλου της αφηγηματικής εμπειρίας. Κι αυτό ίσως εμφανίζεται πιο έκτυπο σε έργα που, λόγω της γείωσής τους στην πραγματικότητα, μοιάζουν «αντιποιητικά».
Η εισαγωγική αυτή παράγραφος, αν και μακρά, ίσως να μην είναι εντελώς περιττή, για να προσεγγίσουμε έργα σαν το «Μια ομπρέλα για τη μέρα» του Γερμανού Βίλχελμ Γκενατσίνο, έργα δηλαδή βουτηγμένα στον πολτό της πιο άμεσης καθημερινότητας, την οποία -στον έναν ή τον άλλο βαθμό, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- θέλουν να καταγράψουν.
Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος ασκεί το περίεργο επάγγελμα του δοκιμαστή παπουτσιών. Ούτε ο ίδιος ούτε η πόλη στην οποία κινείται -μοναδικό και αποκλειστικό σκηνικό του βιβλίου- φαίνεται να διαθέτουν όνομα. Μέσα από ατέλειωτες περιπλανήσεις στο σχεδόν ανώνυμο αστικό τοπίο και με μια συνεχή ενδοσκόπηση, καταγράφεται λιγότερο η πόλη και οι ευκαιριακές σχέσεις και συναναστροφές που αναπτύσσονται στους κόλπους της και περισσότερο η ψυχική διαδρομή του πρωταγωνιστή, το ψυχικό ίχνος που αφήνει πάνω του η ζωντανή, ασθμαίνουσα πόλη.
Παράλληλα, και με φόντο πάντα μια αστική Γερμανία, ο κεντρικός ήρωας, μέσα από μια ατέλειωτη διαδοχή μικρών, καθημερινών στιγμιοτύπων, ξεδιπλώνει μια ευρεία γκάμα εμμονών, εκ των οποίων η κορυφαία -και η πιο σημαίνουσα για το βιβλίο- είναι ότι ζει χωρίς την έγκρισή του, εμμονή που χρωματίζει όλο το μυθιστόρημα, αφού δεν είναι μικρή η θέση που καταλαμβάνει σ' αυτό η ενδιάθετη εξέγερση.
Το «Μια ομπρέλα για τη μέρα» ανήκει αναμφίβολα σε μία από τις τάσεις της σύγχρονης λογοτεχνίας, όχι τόσο καινούργια πια, γεννημένη στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ευρώπης και, κυρίως, της Βόρειας Αμερικής και θρεμμένη από τον πραγματισμό, αν όχι τον κυνισμό, που η ζωή σε αυτά συνεπάγεται. Στη γέννησή της συνέβαλαν οπωσδήποτε οι αμερικάνικες short-stories -κυρίως ο Κάρβερ- που, φαίνεται, δημιούργησαν σχολή.
Αλλά, όπως παντού στη λογοτεχνία, έτσι κι εδώ ο χειρισμός που επιφυλάσσει ο συγγραφέας στο θέμα του είναι πιο σημαντικός από το ίδιο το θέμα. Το ζητούμενο σ' αυτό το είδος λογοτεχνίας είναι, νομίζουμε, να αναχθούν αυτά τα στιγμιότυπα της καθημερινότητας και της ευτέλειας του καθ' ημέραν βίου σε καθολικότερες δομές και, έτσι να ενεργήσουν στο νου και το συναίσθημα του αναγνώστη. Αν αυτό δεν συμβεί, τότε έχουμε, στην καλύτερη περίπτωση, μια ικανοποιητική χαρτογράφηση του αστικού τοπίου και της κίνησης των χαρακτήρων μέσα σ' αυτό και, στη χειρότερη, μια ακόμη ιστορία «βγαλμένη από τη ζωή και τη σύγχρονη πραγματικότητα» κ.λπ. κ.λπ.
Ο Γκενατσίνο κατορθώνει να επιτύχει τις απαραίτητες ισορροπίες. Με μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση που μοιάζει μ' ένα μακρύ υποκειμενικό πλάνο της πόλης (η αφήγηση του Γερμανού συγγραφέα θυμίζει το cinema-verite, όπου η κάμερα καταγράφει την πραγματικότητα του δρόμου και η ίδια η καταγραφή συνιστά σχόλιο πάνω σ' αυτή την πραγματικότητα), καταφέρνει να είναι αρκετά ενδοσκοπικός, ώστε να μετατρέψει την παρατήρηση σε ψυχογραφία. Ετσι, η παρατηρητικότητά του δεν ξεπέφτει στην ηθογραφία, αντιθέτως χρωματίζει με απροσδόκητα χρώματα εικόνες και πτυχές του καθημερινού βίου.
Στην περιδιάβαση της πόλης ο δοκιμαστής παπουτσιών ζει διάφορα μικρογεγονότα. Κυρίως συναντάει γυναίκες, πρώην και νυν ερωμένες του, οι οποίες, αναρίθμητες και καθημερινές, παρελαύνουν σε όλο το μήκος του βιβλίου. Μ' ένα χρώμα μουντό -όπως μουντή είναι όλη η ατμόσφαιρα του έργου- οι γυναίκες αυτές χρησιμοποιούνται από τον Γερμανό συγγραφέα σαν οδοδείκτες της ατομικής πορείας του ήρωα, από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τον τρέχοντα χρόνο τού μυθιστορήματος. Μικρές ή μεγάλες, άσχημες ή όμορφες, φτωχές ή ευκατάστατες, σημαδεύουν την πορεία του ώς την τελευταία του ερωμένη, τη Λίζα, η οποία τον εγκαταλείπει -εγκατάλειψη όλο σημασία για την τελική λύση του δράματος.
Το τέλος -αφού προηγουμένως ο κεντρικός ήρωας συναντηθεί και με μερικά άλλα πρόσωπα-σύμβολα, όπως τον μισητό Χίμελσμπαχ, το αφεντικό Χάμπεντανκ ή τον παλαιό φίλο Μέσερσμιτ- θα δοθεί μέσα σε μια άκρως φελινική ατμόσφαιρα, η οποία επιτείνει τη γερμανική μουντάδα και σκοτεινιά.
Η καταγραφική διάσταση αυτού του είδους κειμένων ποικίλλει ανάλογα με το βάθος στο οποίο συνάπτει ο συγγραφέας τη σύμβασή του, με άλλα λόγια ανάλογα με το ώς πού καταδύεται η συγγραφική συνείδηση μέσα στο πραγματολογικό υλικό της. Και από την άποψη αυτή, ο Γκενατσίνο είναι πολύ πιο χαρισματικός από τον συμπατριώτη του Ινγκο Σούλτσε, για παράδειγμα, μιας και ο λόγος για τη Γερμανία. Ωστόσο, το ερώτημα αν «αυτή η λογοτεχνική αντίληψη μπορεί να παραγάγει σημαντικά έργα ή αν έχει οριστικά εκμετρήσει το ζην» θα παραμείνει μετέωρο.
Η μετάφραση της Βίκυς Βολιώτη μεταφέρει με επάρκεια και σε ρέουσα, απρόσκοπτη ελληνική το γερμανικό πρωτότυπο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 10/02/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις