0
Your Καλαθι
Τα επτά ονόματα του ζωγράφου
Βίοι φανταστικοί του Έριχ Σεμπάστιαν Μπεργκ
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο Έριχ Σεμπάστιαν Μπέργκ μεγάλωσε οικότροφος σ' ένα αυστηρό καθολικό κολέγιο της Βαυαρίας. Εκεί ήρθε σε επαφή με τους κανόνες και τις τελετουργίες μιας πνευματικής αδελφότητας που θα σημαδέψει στο εξής τη ζωή του, τη δημιουργική και τη συναισθηματική. Συνεχίζοντας τις σπουδές του στην Αμβέρσα θα παρακολουθήσει μαθήματα και θα γίνει ο εκλεκτός ενός μεγάλου δάσκαλου-δημιουργού, που εκτός από μέντοράς του θα γίνει και ο εξουσιαστής του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν είναι αλήθεια ότι η σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία εξακολουθεί να υφίσταται ως και σήμερα τις συνέπειες του εγκλωβισμού της μέσα στον ίδιο της τον μύθο, εκείνον που τη θέλει να είναι μια σταθερή δύναμη ανανέωσης και πρωτοπορίας, είναι εξίσου αληθές ότι στους ώμους της φέρει το βάρος της μεγάλης ευρωπαϊκής παράδοσης, μιας παράδοσης που συχνά μόνοι οι γάλλοι συγγραφείς και διανοούμενοι αισθάνονται την ανάγκη να υπερασπίζονται. Σε αυτό το πλαίσιο, το μυθιστόρημα του σχετικά νέου, ηλικιακά τουλάχιστον, συγγραφέα Φιλίπ Λε Γκιγιού αποτελεί γέννημα θρέμμα αυτής της παράδοσης, όπου η καλλιτεχνική δημιουργία περιβάλλεται από την ιερότητα και το μυστήριο που τη φέρνει συχνά κοντά στη μυστικιστική έκσταση.
Στο Τα επτά ονόματα του ζωγράφου εξιστορείται η ζωή και το έργο του Γερμανού Έριχ Σεμπάστιαν Μπεργκ, ενός προσώπου φανταστικού πάνω στο οποίο όμως αντανακλώνται τα πάθη και οι διαδρομές μεγάλων προσωπικοτήτων του αιώνα μας. Γιος ενός αργόσχολου και διεστραμμένου πατέρα και μιας τραγουδίστριας της όπερας, ο Μπεργκ βρίσκεται σε μικρή ηλικία έγκλειστος σε ένα αυστηρό ιερατικό κολέγιο της Βαυαρίας, όπου, υπό την καθοδήγηση του αυστηρού πλην διορατικού ηγουμένου και ερχόμενος σε επαφή με τους κανόνες και τα τελετουργικά μιας πνευματικής αδελφότητας, ανακαλύπτει την έφεσή του προς τη ζωγραφική. Αργότερα, στη σχολή ζωγραφικής της Αμβέρσας θα γίνει ο ευνοούμενος ενός μυστηριώδους και αυταρχικού δασκάλου, η σχέση του με τον οποίο θα σημαδέψει ολόκληρη την υπόλοιπη καλλιτεχνική και συναισθηματική ζωή του. Ακολουθεί μια ξέφρενη πορεία που ξεκινάει από το Παρίσι της δεκαετίας του εξήντα, περνάει από άγρια τοπία του Βορρά, χάνεται στις ψυχιατρικές κλινικές και στο αλκοόλ, ώσπου ο Μπεργκ να καταλήξει στο τέλος της ζωής του, διάσημος αλλά και άγνωστος ταυτοχρόνως, στη Ρώμη. Καθ' όλη αυτή την πορεία θα κάνει μια κόρη με μια γυναίκα που δεν αγάπησε, θα συνδεθεί με σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, θα ζήσει από κοντά τον θάνατο της μητέρας του από καρκίνο και ενός νεαρού αγαπημένου που αυτοκτόνησε. Στον πυρήνα όλων αυτών βρίσκεται ο έρωτάς του για τη ζωγραφική, ένας έρωτας απόλυτος και ζωτικός, που εκφράζεται με βιαιότητα αλλά και διαδοχικές φυγές, φυγές που συνοδεύονται κάθε φορά και από μια νέα ταυτότητα, ένα νέο όνομα, μια νέα αρχή.
Ο συγγραφέας φροντίζει από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου του να μας δώσει το ακριβές μέγεθος αυτού που πρόκειται να ακολουθήσει, τοποθετώντας τον χαρακτήρα του εκτός του κόσμου τούτου, σε μια υπερβατική διάσταση από την οποία τον φέρνει σταδιακά κοντά μας, μέσα από τα διάφορα περιστατικά της ζωής του. Στόχος του φαίνεται να είναι η κατασκευή ενός απόλυτα μυθικού προσώπου, ενός καθαρού καλλιτέχνη, μια μορφή βγαλμένη μέσα από την πιο αυστηρή ευρωπαϊκή παράδοση, τοποθετημένη όμως στα χαλαρά ήθη του εικοστού αιώνα.
Ο Έριχ Σεμπάστιαν Μπεργκ μοιάζει να έρχεται από άλλες εποχές, τότε που η καλλιτεχνική δημιουργία ήταν συνυφασμένη με τη θρησκευτική έξαρση, τα μοναστήρια και τους μεγαλομανείς βασιλιάδες, τότε που η τέχνη δικαιούνταν να ονομάζεται Μεγάλη και δεν είχε ακόμη διολισθήσει στα χέρια των χρηματιστών των έργων τέχνης. Ο Μπεργκ κινείται μέσα σε τούτο τον κόσμο σαν φάντασμα, σαν ένας ξένος που δεν κατορθώνει να υπάρξει συναισθηματικά και ερωτικά παρά φιλτράροντας τη ζωή μέσα από τη δημιουργία, την τρέλα και την απομόνωση.
Ωστόσο, μέσα πάντα από το βλέμμα του κεντρικού χαρακτήρα του, ο Φιλίπ Λε Γκιγιού δεν αποφεύγει να σχολιάσει τη σύγχρονη εποχή, από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως τις μέρες μας, βάζοντας κάποιες από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της Γαλλίας να παρελαύνουν στο μυθιστόρημά του. Από την παράξενη μορφή του Μαλρό που επισκέπτεται συνεπαρμένος το ατελιέ του Μπεργκ, ως την υπέροχη περιγραφή της πατριαρχικής μορφής του Ντε Γκωλ, μέχρι τον Πομπιντού και τον φιλότεχνο Μιτεράν, ο συγγραφέας προσπαθεί να προσεγγίσει με μια διαφορετική ματιά τους ανθρώπους της εξουσίας, λιγότερο ως δημόσια πρόσωπα και περισσότερο ως τραγικές μορφές, από αυτές που ο Μπεργκ αρέσκεται να ζωγραφίζει κατακρεουργώντας τη μορφή τους. Είναι από τις λίγες φορές που ιστορικά πρόσωπα διεισδύουν στη μυθοπλασία με τόση σαρκική ζωντάνια και καθαρότητα, απαλλαγμένα από την αχλύ της φήμης τους.
Οι εξουσιαστικές μορφές, άλλωστε, δεσπόζουν μέσα σε ολόκληρο το μυθιστόρημα και πλάθουν ένα είδος ραχοκοκαλιάς η οποία στηρίζει τις τρελές περιπλανήσεις του ήρωά του. Από τον ηγούμενο στο ιερατικό κολέγιο ως τον δάσκαλο-μύστη της σχολής της Αμβέρσας και στη συνέχεια μέσα από τις περιγραφές των μεγάλων μορφών της γαλλικής πολιτικής σκηνής υποβόσκει η αγωνία της πατρικής έλλειψης, ένα κενό το οποίο ο ιδιοφυής καλλιτέχνης μοιάζει να πασχίζει να γεμίσει με τα χρώματα και τις μορφές του. Και εδώ ίσως εντοπίζεται και κάποια μικρή αστοχία στα θεμέλια του μυθιστορήματος του Γκιγιού: ο συγγραφέας μοιάζει τόσο συνεπαρμένος από τη μυθική διάσταση του προσώπου του, από την ίδια την καλλιτεχνική του οντότητα, που ο θαυμασμός του αντανακλάται (ναρκισσιστικά;) πάνω στη γραφή του στερώντας από το τελικό αποτέλεσμα την ακρίβεια και την ψυχολογική διεισδυτικότητα που θα επέτρεπε στα διαδοχικά πρόσωπα του ήρωά του να αποκτήσουν, εκτός από την καλλιτεχνική, και μια ανθρώπινη ενότητα.
Κώστας Κατσουλάρης
ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-05-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις