0
Your Καλαθι
Το θηρίο είναι παντού
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
... Μην παριστάνετε λοιπόν τους αφελείς. Είναι πλέον παντού. Μέσα μας κι έξω από μας. Στις πράξεις και στις σκέψεις. Στις κάθε είδους επαφές. Στις οθόνες και στα έντυπα. Στις γλώσσες. Στις ψυχές. Η φωνή της Ανδρομάχης απλώς μας το υπενθυμίζει: Το θηρίο είναι εδώ...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι ήρωες «στην κόψη του ξυραφιού» στάθηκαν για χρόνια η μεγάλη αδυναμία του K. Γκιμοσούλη και προσφιλή του θέματα, ο έρωτας μέχρι τρέλας, η φυγή και η αυτοκτονία. Στο δωδέκατο βιβλίο του, με τη συμπλήρωση εικοσαετούς ευδόκιμης συγγραφικής παρουσίας, πιθανώς και ωριμάζοντας, δείχνει να αντιπαρέρχεται εν μέρει τους γνωστούς τόπους. Και πάλι, ωστόσο, τον ελκύει μια γυναίκα ηρωίδα, η Μαχούλα, γύρω στα 30. Ιδια ηλικία με την Κατερίνα, την ηρωίδα του Μια νύχτα με την κόκκινη· το βιβλίο του Γκιμοσούλη με τη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία, ένα αφήγημα για τα μέσα της δεκαετίας του '90 γύρω από τα πάθη και τις ανησυχίες της γενιάς που ήταν τότε τριάντα και κάτι, στην οποία ανήκε και ο συγγραφέας. Αν και τα χρόνια περνούν, ορισμένες ηλικίες, όπως φαίνεται, διατηρούν την αίγλη τους.
H Μαχούλα του πρόσφατου βιβλίου, τοποθετημένου στο παρόν του ανατέλλοντος 21ου αιώνα, ανήκει στην ίδια γενιά, διαφορετική μεν από τους τριαντάρηδες μια δεκαετία νωρίτερα και πάλι όμως κρίσιμη και μεταβατική. Μόνο που ο συγγραφέας, από συμπάσχων γίνεται παρατηρητής. Θέση που του δίνει την ευχέρεια για μια διαφορετική προσέγγιση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης.
H Μαχούλα δεν διαθέτει τη γοητεία της Μαρίας Πολυδούρη του προηγούμενου βιβλίου, Βρέχει φως, παρ' όλο που τελικά θα γράψει και αυτή στίχους και θα ανακαλύψει ότι έχει και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Οπως και αν έχει, δεν αποτελεί εξαιρετική περίπτωση ούτε βιώνει ακραίες καταστάσεις. Παντρεμένη από τα 18, μητέρα δύο αγοριών, το μεγαλύτερο στα 12, ζει σε μια επαρχιακή πόλη, με λίμνη, κάπου στη Δυτική Ελλάδα. Αν και ελάχιστα διαφέρει από την ομήλική της, κάτοικο Αθηνών και προαστίων.
Στον σκληρό δίσκο
Οπως και στο Μια νύχτα με την κόκκινη, σε πρώτο πρόσωπο η αφήγηση, παρουσιάζεται ως γραπτή επικοινωνία με έναν άντρα. Οχι όμως μια έμφορτη πάθους επιστολή γραμμένη μέσα σε μια νύχτα απελπισίας, αλλά πολλά γράμματα, πιθανώς 38, όσα τα κεφάλαια του βιβλίου, σύντομα ή και πολυσέλιδα, σταλμένα στη διάρκεια ενός έτους. Στο προηγούμενο βιβλίο, παραλήπτης ήταν ένας μεγάλος έρωτας της Κατερίνας που την είχε εγκαταλείψει, στο καινούργιο, πρόκειται για έναν επιστήθιο φίλο, κάτοικο Αθηνών, στον οποίο η Μαχούλα αισθάνεται ελεύθερη να εξομολογηθεί και τις πιο μύχιες σκέψεις της. Και πάλι ωστόσο ο συγγραφέας αφήνει να αιωρείται η υποψία ότι μπορεί και να μην υπάρχει παραλήπτης. Οτι αυτός ο άνδρας δεν είναι παρά το πρόσχημα για μια γραπτή εκτόνωση ψυχαναλυτικών διαστάσεων.
Κάπως παράφωνη μοιάζει η παλαιότερη αφήγηση της Κατερίνας, καθώς συχνά δεν εναρμονίζεται με τον κόσμο μιας μπαργούμαν από χωριό, προδίδοντας το διάφανο του συγγραφικού προσωπείου. Σε αντίθεση με τη γλωσσική ταυτότητα της Μαχούλας, η οποία ουσιαστικά συστήνεται με τον λόγο της. Συντακτικά ολισθήματα, άναρχη στίξη και μια γλώσσα σχεδόν προφορική, όπου αφθονούν τα φραστικά στερεότυπα. Στον κόσμο της Μαχούλας δεν συμβαίνουν περιστατικά και γεγονότα, αλλά εκτυλίσσονται σκηνικά, σενάρια και φάσεις, ενώ το κεφάλι και το μνημονικό της αναφέρονται ως «σκληρός δίσκος». Αν επρόκειτο για τη γενιά της Κατερίνας, ίσως να χαρακτηριζόταν ημιμαθής. H Μαχούλα όμως είναι μια αντιπροσωπευτική απόφοιτος λυκείου της δεκαετίας του '90· υπάλληλος γραφείου, σε κάποια εργασία όπου δεν απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα. Οσα συμβαίνουν στον κόσμο ουδόλως απασχολούν την ηρωίδα, μόνο το στενό οικογενειακό της περιβάλλον. Ούτε καν φίλες και γνωστές, καθώς δηλώνει ανίκανη «να κρατήσει σχέση κοντινή». Τη χρονιά της επιστολογραφίας, η Μαχούλα περνάει κρίση συναισθηματική, χωρίς προφανή αιτία, πέραν βεβαίως της ηλικιακής καμπής. Αλλος άντρας δεν υπάρχει στη ζωή της, αν και ακριβώς αυτό το κενό συνιστά έναν τουλάχιστον λόγο της κρίσης, καθώς ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι την πνίγει ο γάμος της και την απωθεί ερωτικά ο σύζυγός της. Μια ακόμη γυναίκα που ποθεί την ανεξαρτησία της, την οποία πρωτίστως αντιλαμβάνεται ως ερωτική ελευθερία, τη στιγμή που ανακαλύπτει το σώμα της και τις απαιτήσεις του.
Πεζή καθημερινότητα
Κατ' εξαίρεση αυτή η ηρωίδα του Γκιμοσούλη δεν ζητεί τη λύση των προβλημάτων της στη φυγή. Από μια άποψη το αφήγημα ή και νουβέλα, όπως κανείς ήθελε να το χαρακτηρίσει, μια και ο συγγραφέας αποκαλεί γενικώς και αορίστως τα πεζογραφικά βιβλία του πεζά, θα μπορούσε να εκληφθεί και ως ένα μυθιστόρημα διάπλασης, αφού παρακολουθούμε τη Μαχούλα να αποκτά την αυτογνωσία της ή τουλάχιστον έτσι να νομίζει. Συν τω χρόνω μαθαίνει να αντιμετωπίζει τις οικογενειακές καταστροφές, ασθένειες και θανάτους, ενώ αρχίζει να απολαμβάνει τις μικρές χαρές της ζωής. Χωρίς αναστολές, γράφει τις σκέψεις και τις επιθυμίες της. Ούτε βαθυστόχαστες αναλύσεις ούτε ποιητικές εξάρσεις, μάλλον σαν δάνεια φαίνονται τηλεοπτικά ή και από αναγνώσματα.
Πεζή ως καταθλιπτική η καθημερινότητά της, μέσα από αυτήν ωστόσο προβάλλει η γυναικεία ευαισθησία. Ευάλωτη η Μαχούλα στις καιρικές μεταβολές, ευσυγκίνητη, διψάει για τρυφερότητα έστω και διά αλληλογραφίας όπως δείχνει και η εμμονή της σε κάποιες λέξεις συναισθηματικά φορτισμένες. Το βασικό όμως ατού των επιστολών είναι οι φαντασιώσεις και τα ενύπνια. Στις κατ' όναρ ερωτικές σκηνές αποκαλύπτεται το φλογερό ταμπεραμέντο αυτής της τόσο σύγχρονης ηρωίδας που διεκδικεί πλέον έναν ενεργητικό ρόλο. Τελικά, η Μαχούλα θα δώσει διέξοδο στις ανησυχίες της, αρχίζοντας να πλάθει πήλινα αντικείμενα· πρώτο έργο της, ένας φαλλός που θα ανοίξει νέους ορίζοντες στον αυτοερωτισμό της. Με έναν λόγο, νέα γυναίκα ψάχνει και ψάχνεται.
Επίκαιρος, αν και κάπως αόριστος ο τίτλος του βιβλίου· το θηρίο μπορεί να είναι η διάχυτη απειλή της εποχής μας, από τους πολέμους στην Ασία ως την τρομοκρατία, ή και μια θανατηφόρος ασθένεια. Για τη Μαχούλα ωστόσο ως θηρίο μάλλον εκλαμβάνεται το ερωτικό ανικανοποίητο.
Αντί μιας τελευταίας επιστολής, ένα ποίημα, που επιζητεί κάπως βεβιασμένα να δείξει το τέλος της υπαρξιακής κρίσης, τη συμφιλίωση με τον φόβο και την ιδέα του θανάτου. Για άλλη μια φορά ο Γκιμοσούλης αποπειράται κατάβαση στα γυναικεία τάρταρα και το ερώτημα μένει μετέωρο· οι σημερινές γυναίκες των 30 σκέφτονται όπως η Μαχούλα ή μήπως πρόκειται μόνο για μια πειστική ηρωίδα. Οπως και αν έχει, σε μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ο ήρωας αποβαίνει καθοριστικός ως προς το γλωσσικό και γνωστικό πλαίσιο του βιβλίου.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 02-11-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο πολύπλοκος και πολύπλευρος γυναικείος ψυχισμός πρωταγωνιστεί στα περισσότερα πεζογραφήματα του Κωστή Γκιμοσούλη, ο οποίος τα τελευταία χρόνια προτιμά την πεζογραφία από την ποίηση. Και είναι ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς πώς ένας άνδρας συγγραφέας διεισδύει και «ακούει» αυτό τον ψυχισμό, τον σίγουρα, σε κομβικά σημεία, διαφορετικό από τον ανδρικό αντίστοιχο. Το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις θεωρώ πως δεν είναι μόνον η συγγραφική δεξιοτεχνία, αλλά και ο βαθμός ενσυναίσθησής του. Το ίδιο σημαντικό είναι και το εύρος της ανοχής απέναντι στις όποιες αντιστάσεις, προκαταλήψεις, αντιθέσεις ή και αμηχανίες μπορεί να γεννά η ετερότητα, η οποία, στην περίπτωσή μας, αντιπροσωπεύεται από το γυναικείο φύλο. Σίγουρα είναι ερεθιστική η προσπάθεια, μέσω της γραφής, να διεισδύσεις στα άδυτα του ψυχισμού του διαφορετικού, έτερου φύλου, και ίσως αυτή η διαδρομή να οδηγεί ακριβώς στην αναζήτηση της συμπληρωματικότητας του εαυτού με τα αλλότρια στοιχεία τα οποία, στην πορεία της ζωής, καταπατήθηκαν και απωθήθηκαν. Πόσες γυναικείες φιγούρες με δυνατούς, σκοτεινούς και πολύπλευρους ψυχισμούς δεν έχουμε στη λογοτεχνία μας, φτιαγμένες όχι από γυναίκες συγγραφείς αλλά από άνδρες. Να θυμίσω, δειγματοληπτικά, την εξτρεμιστική «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη, την ερεβώδη και έως θανάτου απελπισμένη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη, την εκκεντρική και σκοτεινή γηραιά ηρωίδα του «Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο» του Θανάση Βαλτινού, έως τις ηρωίδες νεότατων πεζογράφων όπως του Θανάση Χειμωνά ή του Μιχάλη Μιχαηλίδη.
Το ταξίδι της Ανδρομάχης
Από την πρώτη φορά, με το μυθιστόρημά του «Μια νύχτα με την κόκκινη» («Κέδρος», 1995) που ο Κ. Γκιμοσούλης ανέβασε στο λογοτεχνικό του προσκήνιο γυναίκα πρωταγωνίστρια, μέχρι το τελευταίο του αφήγημα, έδειξε πως τον ελκύουν οι σκοτεινές και αθέατες πλευρές του γυναικείου ψυχισμού, αυτές που συνήθως ή δεν γίνονται εύκολα κοινωνικά αποδεκτές όταν εκδηλωθούν ή δημιουργούν πολλαπλές δυσκολίες σ' αυτήν που τις φέρει ή οδηγούν σε μια πλήρη υπέρβαση κάθε λογής ορίων, με τίμημα την αυτοκαταστροφή. Δεν είναι, θεωρώ, τυχαίο, πως ο πεζογράφος και ποιητής Κ. Γκιμοσούλης επέλεξε να βιογραφήσει με μια εντελώς ποιητική ματιά, άρα εσωτερική και επίπονη, την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη στο «Βρέχει φως» («Κέδρος», 2002). Θεωρώ, επίσης, πως η ποιητική ιδιοσυγκρασιακή αρματωσιά του καθώς και μια πηγαία ανεκτικότητα και διάθεση προς το άλλο φύλο οδηγεί τον Γκιμοσούλη στο να καταδύεται στα άδυτα της γυναικείας ψυχής και να συνομιλεί με τις πιο μύχιες πλευρές της. Ο,τι κάνει δηλαδή και στο αφήγημά του «Το θηρίο είναι παντού». Αυτή τη φορά η ηρωίδα του, η Ανδρομάχη -όνομα όχι τυχαία επιλεγμένο- είναι μια νέα γυναίκα, γύρω στα τριάντα κάτι, που ζει σε μια ελληνική επαρχία, μ' έναν γάμο που τον έχει κάνει σε πολύ νεαρή ηλικία και που έχει περιπέσει στο τέλμα και στην ανία, με δύο παιδιά και μηδενική προσωπική ζωή. Μια τυπική δηλαδή απλοϊκή νέα γυναίκα χωρίς κάτι το ιδιαίτερο, χωρίς επαγγελματικές προσωπικές φιλοδοξίες, χωρίς κάποια σπουδαία μόρφωση -αν και κάπως παράταιρα με το όλο κλίμα και τις προδιαγραφές της διαβάζει Εκο, Καμί, Μπελ ή σχολιάζει τον Μπους και τον Μπλερ ή εκφράζει τη συμπάθειά της στη «17 Νοέμβρη». Αυτό είναι το γενικό περίγραμμα των όρων ζωής της ηρωίδας του Γκιμοσούλη. Εμείς τη συναντούμε στη φάση της ζωής της που προσπαθεί ν' ανακαλύψει τον εαυτό της, και τις πάσης φύσεως ανάγκες του, προπαντός όσες έχουν να κάνουν με τον ερωτισμό και τη σεξουαλικότητά της, αλλά και τις σχέσεις της με τους άνδρες, το σύζύγό της, τον πατέρα της, τη μητέρα της, τον άλλο γενικότερα. Την παρακολουθούμε σε μια αγωνιώδη, σπειροειδή αναζήτηση, ένα εσωτερικό ταξίδι, σε μια μάχη να καλυφθούν κενά και τρύπες που η μέχρι σήμερα ζωή τής έχει αφήσει. Θα τα καταφέρει; 'Η τελικά δεν θα μπορέσει να δαμάσει το εσωτερικό της θηρίο, που δεν είναι παρά ένας ανικανοποίητος, πολύπλευρος ψυχισμός, σε διαρκή κόντρα με έναν ασφυκτικό, ιεραρχημένο και κεκανονισμένο περίγυρο;
Για να μας κάνει ο Γκιμοσούλης ν' ακούσουμε την εσωτερική φωνή της ηρωίδας του καταφεύγει στο δοκιμασμένο και αποτελεσματικό είδος της ανεπίδοτης επιστολογραφίας. Η Ανδρομάχη αρχίζει να γράφει επιστολές σε κάποιον άγνωστο σε μας άνδρα -και εξίσου πολύ γνωστό μας, αφού πρόκειται για το προσωπείο του συγγραφέα- σε μια βαθύτερη ανάγκη ουσιαστικής επικοινωνίας (με κανέναν γύρω της δεν μπορεί πια να επικοινωνήσει δείχνοντας τον πραγματικό εαυτό της), η οποία λειτουργεί απελευθερωτικά. «Γράφοντάς τα σε σένα ελευθερώνονται όλα και βγαίνουν...» γράφει σε μία από τις πρώτες «επιστολές» της. Δεν είναι τυχαίο πως στην αναζήτηση και ανακάλυψη της σεξουαλικότητάς της η Ανδρομάχη γίνεται επιθετική με το άλλο φύλο, ενώ είναι συναινετική και άκρως εξομολογητική στον υποτιθέμενο άρρενα αποδέκτη και των πιο μύχιων σκέψεων ή τολμηρών πράξεών της, ακριβώς επειδή δεν τον βλέπει, άρα δεν νιώθει ντροπή ή ενοχή. «Λοιπόν ντρέπομαι λίγο, άλλωστε δε σε βλέπω κι έτσι μπορώ να σου λέω τα πάντα...». Οι «επιστολές» δίκην μικρών κεφαλαίων είναι τριάντα επτά και το όλο αφήγημα κλείνει μ' ένα ποίημα που γράφει η «επιστολογράφος», κάτι σαν επεξηγηματικό υστερόγραφο, το οποίο πιστεύω πως δεν χρειάζεται. Από τα σημαντικότερα όμως πλεονεκτήματα της νέας δουλειάς του Κ. Γκιμοσούλη είναι το χτίσιμο της γλώσσας που χρησιμοποιεί η ηρωίδα του για να «γράψει» τις ανεπίδοτες «επιστολές» της. Χωρίς περιττολογίες, χωρίς πρόσθετα καλολογικά στοιχεία, χωρίς μελοδραματισμούς και συναισθηματολογίες, ξετυλίγεται μπροστά μας ένας λόγος, προφορικός, λαγαρός, καθαρός, καίριος, προσεγμένος, με σωστούς τονισμούς, έτσι ώστε να δίνονται οι κυματισμοί της ανήσυχης ψυχής της ηρωίδας, να βγαίνουν στην επιφάνεια οι κλυδωνισμοί της, να ξεδιπλώνονται με ενάργεια τα απλά, καθημερινά αλλά ουσιαστικά γι' αυτήν περιστατικά που διηγείται.
Εν κατακλείδι, στην ερώτηση σχετικά με το θηρίο η απάντηση που δίνεται στον τίτλο του βιβλίου, ότι είναι παντού, είναι μισή. Ολόκληρη δίνεται από την ίδια την ηρωίδα, η οποία αναγνωρίζει ότι ο μόνος τρόπος για να γλιτώσει κανείς απ' αυτό είναι να συμφιλιωθεί μαζί του.
Δηλαδή με τον εαυτό του.
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/01/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις