0
Your Καλαθι
Χέρι στη φωτιά
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τέλη Οκτωβρίου του 1996. Γνώρισα την Ερση το απόγευμα μιας βροχερής μέρας. Μια καθημερινή ήταν. Μάλλον Τετάρτη.
Εμπαινα στη στοά. Η θυρωρίνα, χρόνια εκεί να φυλάει τα γραφεία όπως μια πιστή σκύλα, έτρεξε να με προειδοποιήσει:
- Φύγε, μια τρελλή!
Τρελλή! Λες κι η ίδια πήγαινε πίσω, με τα βαμμένα κορακήσια μαλλιά της και τη σαν λαγωνικού μύτη της βαθιά χωμένη στη ζωή των ενοίκων του μεγάρου. Ήθελε, απ' ότι φαίνεται, να με προστατεύσει:
- Ήρθε μια τρελλή, σου λέω, και ζητάει εσένα. Φύγε!
Μαγνητισμένος απο την απειλή προχώρησα στη στοά.
Κόσμος είχε βγει απο τα γύρω μαγαζιά. Κεφάλια ξεπρόβαλαν απο το ουζερί όπου συχνάζουν Κρητικοί και οδηγοί λεωφορείων. Εκεί που παίρνουν μιαν ανάσα οι λαχειοπώλες και δίνουν ραντεβού για ούζα τα μεσημέρια τα δικηγοράκια.
Η Ερση αναδύθηκε σαν τροπικό νησί μέσα στην καθημερινότητά τους. Είχε ήδη μπει στο ουζερί και είχε ζητήσει μια μπίρα. Δεν ήθελε όμως να πληρώσει και πούλησε σ΄όλους τσαμπουκά.
Οσμίστηκα τον αέρα. Το ένιωθα. Από στιγμή σε στιγμή, κάτι δυνατό ερχόταν.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κάποιες αλήθειες δεν ωφελεί να τις αμφισβητούμε. Όπως υπάρχουν άνθρωποι κοντοί και άλλοι μεγαλόσωμοι, παρομοίως υπάρχουν συγγραφείς ολιγογράφοι και πολυγράφοι. Όσο άσκοπο είναι να παροτρύνεις έναν ολιγογράφο να εντείνει τους ρυθμούς του, άλλο τόσο αδύνατο φαίνεται ο πολυγράφος να αναχαιτιστεί καθώς εμφανίζει τη συμπεριφορά νευρωτικού που ζητεί διέξοδο στη γραφή. Βεβαίως αυτή η διαπίστωση δεν αφορά το προσφάτως εμφανισθέν και στη χώρα μας είδος του επαγγελματία συγγραφέα, ο οποίος θεωρεί την τακτή έκδοση βιβλίου βιοποριστικό καθήκον του.
Στους πολυγράφους θα πρέπει να εντάξουμε και τον Κωστή Γκιμοσούλη καθώς δείχνει συνεχώς να επισπεύδει την έκδοση βιβλίου. Πριν από τις 18 Ιουλίου 1999, όταν ο Κ. Γκιμοσούλης ή μάλλον το μυθιστορηματικό alter ego του θα συμπληρώνει τα 39, κυκλοφόρησε το ένατο βιβλίο του. Σαν τελετή εξορκισμού ακούγεται και δεν αποκλείεται να είναι, αφού ο ήρωας του ένατου βιβλίου του καταπιάνεται με τη συγγραφή του και προς αποπομπή του δαιμονικού πνεύματος νεαρής αυτόχειρος. Ο συγγραφέας είναι πεπεισμένος ότι τον παρακολουθεί, αφού ο τόπος γύρω μυρίζει θειάφι, το οποίο, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, σηματοδοτεί την παρουσία νεκρού στα πέριξ. Όσο για εμάς, αναγνωρίζουμε πάραυτα ότι πρόκειται για ένα ακόμη μυθιστόρημα εμπνευσμένο από το βαμπίρ πνεύμα της τελευτής του αιώνα.
Ωστόσο, παρ' όλο που βρικόλακες και δαίμονες όλο και συχνότερα εμφανίζονται στην πεζογραφία μας, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο Κ. Γκιμοσούλης μάλλον μένει πιστός στα προσωπικά του φαντάσματα, για τα οποία έγραφε από μιας αρχής. Το 1983, στην πρώτη συλλογή του, «Ο ξυλοκόπος πυρετός», υπάρχει το τετράστιχο: «Απόψε κλαίνε οι κήποι/ βήχουν οι νεκροί/ μυρίζει θειάφι και δουλεύει/ ελαφρόπετρα». Και σε ένα άλλο ποίημα της ίδιας συλλογής, ο στίχος «Μια αγέλη άγρια άλογα κοιμάται στο μπαλκόνι». Εικόνες που αργότερα ξεδιπλώθηκαν και έγιναν ιστορίες: θειάφι μυρίζει η ηρωίδα στο πρόσφατο μυθιστόρημα ενώ ένα άγριο άλογο σε καλπασμό απογειώνει την αφήγηση στο προηγούμενο βιβλίο «Ανατολή».
Στο λογοτεχνικό πεδίο, ο απολογισμός του Κ. Γκιμοσούλη για τον 20ό αιώνα είναι τέσσερις ποιητικές συλλογές, τέσσερα πεζά μεταξύ νουβέλας και μυθιστορήματος και ένα βιβλίο στο μεταίχμιο, το «Στάχτη στα μάτια», αμφίρροπο σαν αναποφάσιστο. Οι τρεις πρώτες ποιητικές συλλογές τού εξασφάλισαν μία θέση μεταξύ των νεότερων ποιητών. Ανεξάρτητα αν, στη συνέχεια, ορισμένοι την αμφισβήτησαν, με το επιχείρημα ότι ο ποιητής εκτράπηκε της πορείας του, σαν χιλιάρα μηχανή, και χύθηκε στο αντίθετο ρεύμα, αυτό της πεζογραφίας. Σε αντίθεση, τα τέσσερα πεζά δεν φαίνεται να εξασφάλισαν ούτε το μπεστ σέλερ ούτε τη γενικότερη αποδοχή.
Πάντως ο Κ. Γκιμοσούλης δείχνει να μην επηρεάζεται· εξακολουθεί να μυθοπλάττει, χωρίς να παραλλάσσει την ύφανση. Η ηρωίδα του πρόσφατου βιβλίου, όπως και οι κεντρικοί χαρακτήρες των προηγουμένων, βιώνει εξαιρετικές και κρίσιμες καταστάσεις. Τα πρόσωπα στα μυθιστορήματα του Κ. Γκιμοσούλη ποικίλλουν: ένας φορτηγατζής στον «Αγγελο της μηχανής», μία μπαργούμαν στο «Μία νύχτα με την κόκκινη», το alter ego του συγγραφέα στο «Ανατολή», μία ψυχωτική στο τελευταίο. Ωστόσο οι ιστορίες τους συναντιούνται καθώς όλες αφορούν ένα ταξίδι που έχει τον θάνατο, άλλοτε ως αφετηρία και άλλοτε ως προορισμό.
Σε όλες τις ιστορίες οι ήρωες ασθμαίνουν, η ατμόσφαιρα παραμένει σχεδόν σε όλο το βιβλίο φορτισμένη, πείθοντας ότι πράγματι το μυθιστόρημα γράφεται σε ώρα κρίσης, όπως τις περισσότερες φορές προϋποθέτει η πλοκή. Το σκηνικό γνώριμο: η σημερινή Αθήνα με το κέντρο βάρους στην περιοχή Ομονοίας, διέξοδος η εθνική οδός. Όταν τα πράγματα στενεύουν, οι ήρωες διαφεύγουν προσωρινά αναζητώντας καταφύγιο σε άλλα μέρη της Ελλάδας.
Σε κάθε βιβλίο μόνο ένα πρόσωπο ψυχογραφείται και όσα δευτερεύοντα εμπλέκονται μόλις που σκιτσάρονται και όχι πάντα κατά τον ευστοχότερο τρόπο. Οι κεντρικοί ήρωες της κάθε ιστορίας μοιάζουν μεταξύ τους στη νοοτροπία. Παρουσιάζονται οργισμένοι με τον συμβατικό τρόπο ζωής, ακραίοι στις αντιδράσεις τους και απόλυτοι στις απόψεις τους. Δηλώνουν αναρχικοί, ωστόσο μένουν αμέτοχοι σε όσα συμβαίνουν γύρω τους, βυθισμένοι στην απελπισία τους. Η γλώσσα ταυτίζεται μαζί τους, τολμηρή ως χυδαία, κάποτε δημιουργεί την εντύπωση ότι θα χρειαζόταν μεγαλύτερη φροντίδα.
Για το αποτέλεσμα σε καθένα βιβλίο καθοριστικό ρόλο παίζει ο κεντρικός ήρωας. Στο προτελευταίο, «Ανατολή», με το alter ego του συγγραφέα μηχανόβιο καβαλάρη «on the road», στα ίχνη των μπιτ μιας παλαιότερης δεκαετίας, το αποτέλεσμα ευτυχεί. Σε αντίθεση, το πρόσφατο βιβλίο διαλέγει μια δύσκολη περίπτωση. Η ηρωίδα είναι το ευφυές αλλά προβληματικό παιδί ενός χωρισμένου ζευγαριού. Στην εφηβεία εμφανίζει νευρωτικές διαταραχές, για να αποδειχθεί αργότερα ότι πρόκειται για περίπτωση μανιοκαταθλιπτικής ψύχωσης.
Η ενδελεχής ψυχογραφία θα ήταν δύσκολο εγχείρημα, ο Κ. Γκιμοσούλης όμως παρακάμπτει τον σκόπελο. Η μητέρα της ηρωίδας αφηγείται εκ των υστέρων την ιστορία της στον συγγραφέα, ο οποίος και την ανασυνθέτει, στη συνέχεια, από μνήμης. Οπότε και συγχωρούνται, ως έναν βαθμό, πιθανές αστοχίες στα συμπτώματα κατά την καθοδική πορεία προς τον ψευδαισθησιακό κόσμο της παράνοιας. Πάντως το θέμα δίνει την ευκαιρία να γίνει και πάλι λόγος για ψυχιάτρους και ψυχοφάρμακα. Οπως και στο «Μία νύχτα με την κόκκινη», ο Κ. Γκιμοσούλης σκιαγραφεί κλασικές περιπτώσεις ψυχοθεραπευτών· άλλοι κάνουν έρωτα με τους ασθενείς τους και άλλοι τους ξεπετούν με χάπια έναντι υψηλών αμοιβών. Το συμπέρασμα μάλλον κοινότοπο: η παραβίαση με τον ένα ή τον άλλο τρόπο του επαγγελματικού κώδικα. Και αν έχει ξεμείνει κάποιος αφοσιωμένος στο επάγγελμα, αυτός εδρεύει στα Εξάρχεια.
Ωστόσο ο χαρακτηριστικός τρόπος γραφής του Κ. Γκιμοσούλη φαίνεται να σώζει την κατάσταση. Αφηγείται και αυτή την ιστορία παίζοντας μεταξύ μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας. Σύντομες φράσεις, γρήγορες στιχομυθίες, μικρές παράγραφοι και ολιγοσέλιδα κεφάλαια. Υπάρχει μια ευκινησία στη γραφή που δεν την αφήνει να λιμνάσει. Αφήγηση που ήδη από το πρώτο πεζό προσεγγίζει την κινηματογραφική γλώσσα, παρ' όλο που μόνο ένα βιβλίο του έχει γίνει ταινία μικρού μήκους. Υστερα υπάρχει πάντα ένα ποιητικό υπόλειμμα που διαφαίνεται στη σύνταξη και στις συχνές παρομοιώσεις· αυτό αποβαίνει καθοριστικό της εντύπωσης.
Μάρη Θεοδοσοπούλου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 27-06-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις