0
Your Καλαθι
Οι συνέπειες της νεωτερικότητας
Περιγραφή
Τι σημαίνει νεοτερικότητα; Ο συγγραφέας εξηγεί: Η «νεοτερικότητα» αναφέρεται σε τρόπους κοινωνικής ζωής ή οργάνωσης που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη μετά τον δέκατο έβδομο αιώνα που στη συνέχεια απέκτησαν σχεδόν παγκόσμια επιρροή.
Δεν ζούμε ακόμη, λέει ο συγγραφέας, σ' ένα μετανεοτερικό κόσμο. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των κυριότερων κοινωνικών μας θεσμών, στο πέρας του εικοστού αιώνα, δείχνουν ότι, αντί να εισέλθουμε σε μια περίοδο μετανεοτερικότητας, οδεύουμε προς μια περίοδο «υψηλής νεοτερικότητας» στην οποία οι συνέπειες της νεοτερικότητας ριζοσπαστικοποιούνται και παγκοσμιοποιούνται σαφώς περισσότερο από πριν.
Δίνοντάς μας ένα νέο χαρακτηρισμό για τη φύση της νεοτερικότητας, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στα δίπολα κίνδυνος-ασφάλεια και εμπιστοσύνη-διακύβευση Διότι η νεοτερικότητα έχει δύο όψεις: Οι σύγχρονοι κοινωνικοί θεσμοί προσφέρουν στους ανθρώπους πολλαπλάσιες ευκαιρίες για ν' απολαύσουν μια ασφαλή ζωή απ' όσο επέτρεπε οποιοδήποτε προνεοτερικό σύστημα. Αλλά η νεοτερικότητα έχει και τη σκοτεινή της πλευρά, που συνδέεται με την ανάπτυξη του ολοκληρωτισμού, την αλλοτρίωση που συνεπάγεται η εργασία στο σύγχρονο βιομηχανικό κόσμο και την επαπειλούμενη καταστροφή του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την επέκταση των εξοπλισμών.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο διαπρεπής άγγλος κοινωνιολόγος και διευθυντής της London School of Economics Anthony Giddens είναι κάτοχος όχι μόνο ενός σημαντικού πολιτισμικού (επιστημονικού) κεφαλαίου αλλά και ενός αξιόλογου πολιτικού κεφαλαίου, ως θεωρητικός της σοσιαλδημοκρατίας και ως σύμβουλος του πρωθυπουργού της χώρας του Tony Blair. Στην Ελλάδα πιο γνωστό είναι το πολιτικό κεφάλαιο του Α. Giddens, δεδομένου ότι ως σήμερα έχουν μεταφραστεί και σχολιαστεί στον Τύπο κυρίως έργα του με άμεσο πολιτικό ενδιαφέρον, όπως το Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς και Ο Τρίτος Δρόμος. Τα θεμελιακά θεωρητικά έργα του, όπως τα Νέοι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου (1974) και Η συγκρότηση της κοινωνίας (1984), δεν είναι ακόμη προσιτά στο ευρύ ελληνικό κοινό. Πάντως, γενικά, η μετάφραση έργων του Α. Giddens στα ελληνικά άρχισε με σχετική καθυστέρηση (όπως άλλωστε συνέβη και με τα έργα του Ρ. Bourdieu).
Στο πρωτότυπο και κατατοπιστικό δοκίμιό του Οι συνέπειες της νεωτερικότητας συνδυάζεται ο θεωρητικός προβληματισμός (καθώς η κοινωνιολογία αναδεικνύεται επιστήμη της νεωτερικότητας και η νεωτερικότητα «βαθύτατα κοινωνιολογική») με τον πολιτικό προβληματισμό (καθώς αναπτύσσεται μια συλλογιστική για την ελαχιστοποίηση των κινδύνων και για τη μεγιστοποίηση των ευκαιριών που απορρέουν από τη νεωτερικότητα, το διφορούμενο αυτό φαινόμενο). Κεντρική επιδίωξη του συγγραφέα είναι να ερμηνεύσει κοινωνιολογικά, αλλά και ψυχολογικά, κάτω από μια νέα σκοπιά, τις βασικές όψεις της νεωτερικότητας τόσο σε επίπεδο θεσμών όσο και σε επίπεδο ανθρώπινων εμπειριών (λ.χ. ασφάλειας και διακινδύνευσης). Το βιβλίο αυτό βασίζεται στις διαλέξεις που έδωσε ο Giddens στο Stanford University της Καλιφόρνιας το 1988 (δηλαδή έναν χρόνο πριν από την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ) και πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά το 1990· ακολούθησαν έξι επανεκδόσεις.
Ο Α. Giddens δεν συμμερίζεται την αρκετά διαδεδομένη άποψη ότι ζούμε ήδη στον αστερισμό της μετανεωτερικότητας. Υποστηρίζει πειστικά ότι έχουμε εισέλθει όχι σε μια μετανεωτερική περίοδο αλλά σε μια περίοδο ριζοσπαστικοποίησης και οικουμενικοποίησης της νεωτερικότητας. Η τελευταία αυτή, ιστορικά και γεωγραφικά, αναφέρεται «σε τρόπους κοινωνικής ζωής ή οργάνωσης που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη από τον 17ο αιώνα και έπειτα, ενώ στη συνέχεια άσκησαν επιρροή λίγο-πολύ σε παγκόσμια κλίμακα» (σελ. 15).
Η κοινωνία της νεωτερικότητας χαρακτηρίζεται από ασυνέχειες σε σχέση με την προϋπάρχουσα παραδοσιακή μορφή οργάνωσης, ασυνέχειες που οι παλαιότερες εξελικτικές θεωρήσεις είχαν αφήσει για καιρό στη σκιά. Νέα, διακριτά στοιχεία της νεωτερικότητας είναι «ο ραγδαίος ρυθμός της αλλαγής», «το εύρος της αλλαγής» και η ίδια «η φύση των μοντέρνων θεσμών», όπως λ.χ. του έθνους-κράτους (σσ. 18-21).
Ο Giddens αμφισβητεί την αναγωγιστική άποψη ότι ένα και μόνο θεσμικό πλέγμα (λ.χ. ο καπιταλισμός) δίνει το στίγμα των μοντέρνων κοινωνιών. Θεωρεί ότι η νεωτερικότητα έχει τέσσερις αλληλοσχετιζόμενες θεσμικές διαστάσεις (διαστάσεις τις οποίες βρίσκουμε με διευρυμένη και κάπως διαφορετική μορφή και στην παγκοσμιοποίηση): τον καπιταλισμό, την επιτήρηση (έλεγχο), τη στρατιωτική εξουσία στο πλαίσιο της εκβιομηχάνισης του πολέμου και τον βιομηχανισμό (ανάπτυξη του «δημιουργημένου περιβάλλοντος»). Πηγές δυναμισμού που ζωογόνησαν και ζωογονούν τους παραπάνω θεσμούς είναι: «ο διαχωρισμός χώρου και χρόνου», «οι μηχανισμοί αποσύνδεσης, όπως είναι τα ειδικευμένα επαγγελματικά και τεχνικά συστήματα που "ξεριζώνουν" τις κοινωνικές σχέσεις από την "εντοπιότητά" τους ή "από την αμεσότητα των αναφορών τους"» και «η αναστοχαστική ιδιοποίηση της γνώσης» (σσ. 73-74). Η αναστοχαστικότητα αποτελεί κεντρική έννοια στα έργα του Giddens, όπως άλλωστε και του Bourdieu. Πολύ συνοπτικά, σύμφωνα με τον Giddens, η αναστοχαστικότητα, ως γνώρισμα της ανθρώπινης σκέψης και δράσης, πήρε με την ανάδυση της νεωτερικότητας διαφορετικό χαρακτήρα από ό,τι είχε στο παρελθόν: «η αναστοχαστικότητα της μοντέρνας κοινωνικής ζωής συνίσταται στο γεγονός ότι οι κοινωνικές πρακτικές εξετάζονται και αναδιαμορφώνονται συνεχώς στο φως της αύξουσας πληροφόρησης γύρω από αυτές. Και έτσι μεταβάλλεται θεμελιωδώς ο χαρακτήρας τους».
Τα ευρήματα ιδίως της κοινωνιολογίας, αλλά και των λοιπών επιστημών που ασχολούνται με τον άνθρωπο, προκαλώντας συνεχώς «συστηματική» αυτογνωσία, «διαποτίζουν αναστοχαστικά» τους μοντέρνους θεσμούς (βλ. σσ. 25-33 και σσ. 54-64). Σχετικά, θα μπορούσε να διατυπωθεί η επιφύλαξη ότι οι μοντέρνοι θεσμοί τείνουν να αλλάζουν και αντίστοιχα η κοινωνιολογία τείνει να αναθεωρεί την προβληματική της με λιγότερο ταχείς ρυθμούς από ό,τι υποστηρίζει ο Giddens στο υπόδειγμα αναστοχαστικότητας που προτείνει.
Η αναστοχαστικότητα στη νεωτερικότητα παίρνει και τη μορφή στοχασμού πάνω στον επιστημονικό στοχασμό υπονομεύοντας παλιές επιστημολογικές βεβαιότητες. Τούτο προκαλεί ανησυχίες για την αξιοπιστία του Λόγου που μαζί με το πλήθος των άλλων ανησυχιών που καταπονούν τον σύγχρονο άνθρωπο, λόγω της επικινδυνότητας του κόσμου της νεωτερικότητας (κίνδυνοι πυρηνικών ή οικολογικών καταστροφών, διατροφικής μόλυνσης κτλ.), δημιουργούν κοινωνικο-ψυχολογικές συνθήκες διαβίωσης που διαποτίζονται από μια αίσθηση αβεβαιότητας και διακινδύνευσης. Ταυτόχρονα, η ανάγκη μεγιστοποίησης της ασφάλειας, μέσω της μείωσης των κινδύνων, εξυπηρετείται από τον ψυχολογικό μηχανισμό της εμπιστοσύνης ως «πεποίθησης για την αξιοπιστία» προσώπων ή συστημάτων, ακόμη και συστημάτων για τη λειτουργία των οποίων τα δρώντα υποκείμενα έχουν συχνά ελάχιστες γνώσεις. Τελικά, τα άτομα βιώνουν τη νεωτερικότητα ως «αμφίπλευρη ή αμφίθυμη» εμπειρία.
Καταλήγοντας, ο Giddens αντιτάσσει στην αρνητικά φορτισμένη εννοιολογία της μετανεωτερικότητας τη δική του περισσότερο αισιόδοξη εννοιολογία της «ριζοσπαστικοποιημένης νεωτερικότητας»: λ.χ. δεν αποκλείει την πολιτική δέσμευση· αντίθετα, τη θεωρεί «δυνατή και αναγκαία τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε τοπικό επίπεδο» (σσ. 181-182).
Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη
ΤΟ ΒΗΜΑ, 30-09-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από τον Αντονι Γκίντενς στον Αντόνιο Νέγκρι. Από την ώριμη νεοτερικότητα (Παγκοσμιοποίηση) του ενός στη μετανεοτερικότητα («Αυτοκρατορία») του άλλου. Από την «ενιαία» στη διαλεκτική σκέψη της παγκοσμιοποίησης. Η αγωνία της διάγνωσης του σημερινού κόσμου και της διάκρισης των υποκειμένων των νέων μορφών εξουσίας καθώς και των νέων απελευθερωτικών δυνάμεων αποκρυσταλλώνεται, ήδη, σε τεράστιες θεωρητικές προσπάθειες, οι οποίες, άσχετα από τις επιφυλάξεις, διαμορφώνουν, ήδη, ένα πλαίσιο συζήτησης.
Για τους Α. Νέγκρι και Μ. Χαρντ, αν η νεοτερικότητα ήταν ο ιμπεριαλισμός, η μετανεοτερικότητα είναι η «Αυτοκρατορία», σύμφωνα με την παράδοση του ρωμαϊκού μοντέλου (Μ. Ντιβερζέ, Le concept d' Empire, 1980), καθώς, όπως διατείνονται, παράπλευρα με την παγκόσμια αγορά εμφανίστηκε μια νέα παγκόσμια τάξη, μια νέα λογική και μια νέα δομή εξουσίας και μορφή επικυριαρχίας. Η αυτοκρατορία είναι, πλέον, το πολιτικό υποκείμενο που ρυθμίζει αποτελεσματικά τις παγκόσμιες ανταλλαγές και τη διακυβέρνηση του κόσμου. Αν δε η επικυριαρχία των κρατών-εθνών ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος του ιμπεριαλισμού των ευρωπαϊκών δυνάμεων κατά τη σύγχρονη εποχή, η αυτοκρατορία (ως σύνολο θεσμών, εταιρειών και υπερεθνικών διοικητικών οργανισμών) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό, αφού δεν εγκαθιστά ένα τοπικό κέντρο εξουσίας, δεν έχει σύνορα, δεν έχει τόπο και, αν την προσδιορίζαμε με θετικό τρόπο, θα λέγαμε ότι μάλλον τοποθετείται σ' έναν ου-τόπο, γι' αυτό είναι πανταχού παρούσα. Οσο για τις ΗΠΑ, αυτές «δεν συνιστούν το κέντρο ενός ιμπεριαλιστικού σχεδίου», διότι, πλέον, «κανένα κράτος-έθνος δεν μπορεί, σήμερα, να το πραγματοποιήσει. Ο ιμπεριαλισμός έχει τελειώσει... Οι ΗΠΑ καταλαμβάνουν (μεν) μια προνομιακή θέση στην Αυτοκρατορία, αλλά αυτό το προνόμιο δεν απορρέει από τις ομοιότητες με τις παλιές ευρωπαϊκές δυνάμεις αλλά από τις διαφορές που έχει μ' αυτές», οι οποίες προκύπτουν από τις «αμιγώς αυτοκρατορικές βάσεις του Συντάγματος των ΗΠΑ», όπου η εξουσία διανέμεται μέσω δικτύων, κάτι που σήμερα υλοποιείται σε παγκόσμια κλίμακα.
Η Αυτοκρατορία επιζητεί ευθέως τη ρύθμιση της ανθρώπινης φύσης και η εξουσία της έχει ως αντικειμενικό σκοπό την ολότητα της κοινωνικής ζωής υπό την παραδειγματική μορφή μιας «βιο-εξουσίας». Επιχειρεί δε να διαχειριστεί τις υβριδικές ταυτότητες και τις ανταλλαγές των κινημάτων της «πληθυντικότητας» μέσω των εντεταλμένων προς τούτο δικτύων της. Τα κινήματα της «πληθυντικότητας» δεν είναι παρά ένα είδος νέου προλεταριάτου, μια ευρεία κατηγορία που συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους των οποίων η εργασία γίνεται άμεσα ή έμμεσα αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις καπιταλιστικές νόρμες της παραγωγής και της αναπαραγωγής. Γενικά, στη μετανεοτερικότητα, η παγκόσμια οικονομία τείνει στην αποκαλούμενη από τους δύο συγγραφείς «βιο-πολιτική», στην παραγωγή, δηλαδή, της ίδιας της κοινωνικής ζωής, εντός της οποίας η οικονομία, η πολιτική και η κουλτούρα αποσυνδέονται ολοένα και περισσότερο αλλά και επανασυνδέονται αμοιβαίως.
Με την ιδέα της Αυτοκρατορίας οι Νέγκρι και Χαρντ απορρίπτουν τόσο την εκδοχή μιας καταστροφικής παγκοσμιοποίησης όσο και αυτή της «ευτυχισμένης».
Η παγκοσμιοποίηση έχει για τους δύο, όπως και για τον Γκίντενς, μια αμφίσημη δυναμική, οι ποικίλες διαδικασίες της δεν είναι ούτε ενοποιημένες ούτε μονοσήμαντες, «γι' αυτό το πολιτικό μας καθήκον μας -λένε- δεν είναι απλώς να αντισταθούμε σ' αυτές, αλλά να τις οργανώσουμε σε νέα βάση και να τις επαναπροσανατολίσουμε προς νέους σκοπούς». Η Αυτοκρατορία είναι σαν το δικέφαλο αετό, όπου το ένα κεφάλι είναι η συντακτική εξουσία και η δικαιοδοτική δομή, συγκροτημένες από την εντεταλμένη βιο-πολιτική μηχανή και το άλλο είναι η πληθύς των πληθυντικών απελευθερωτικών δυνάμεων, οι δημιουργικές και παραγωγικές υποκειμενικότητες της παγκοσμιοποίησης, που είναι ικανές να οικοδομήσουν με αυτόνομο τρόπο μια αντι-αυτοκρατορία, μια πολιτική, δηλαδή, οργάνωση που θα αλλάξει τις υφιστάμενες παγκόσμιες ροές και ανταλλαγές. Νέες μορφές αγώνων θα εφεύρουν νέες δημοκρατικές μορφές και μια νέα συντακτική εξουσία θα μας οδηγήσει μέσω της αυτοκρατορίας πέρα από αυτή. Προς τούτο απαιτείται μια νέα, ετερογενής και νομαδική μορφή στράτευσης στην κατεύθυνση της «βιο-πολιτικής» ισότητας και της επανιδιοποίησης των νέων υβριδικών μορφών ύπαρξης.
Αν και η αφετηρία της σκέψης των Νέγκρι και Χαρντ είναι ίδια μ' αυτήν του Γκίντενς, ο τρίτος διαφοροποιείται σαφώς ως προς το ζήτημα της μετάβασης από τη νεοτερικότητα στη μετανεοτερικότητα. Για τον Γκίντενς «δεν διαβιούμε ακόμη σε κάποιο μεταμοντέρνο κοινωνικό σύμπαν, αλλά υπάρχουν βάσιμα στοιχεία που μαρτυρούν την ανάδυση νέων τρόπων ζωής και μορφών οργάνωσης με σημαντικές αποκλίσεις από εκείνους που ανέδειξαν οι μοντέρνοι θεσμοί». Προς το παρόν, όμως, δεν βρισκόμαστε σε μια μετανεοτερική εποχή, αλλά μετατοπιζόμαστε σε μια περίοδο ριζοσπαστικοποίησης των συνεπειών της νεοτερικότητας (αποσύνθεση του εξελικτικισμού -ασυνεχής εξέλιξη-, εξαφάνιση της ιστορικής τελολογίας, αναγνώριση της συστατικής αναστοχαστικότητας και ολοσχερής εξασθένηση της προνομιακής θέσης της Δύσης). Σήμερα, βρισκόμαστε ακόμα στη νεοτερικότητα και στην αρχή της παγκοσμιοποίησης, η οποία χαρακτηρίζεται από τη χωροχρονική αποστασιοποίηση και την ολοένα αυξανόμενη «εξ αποστάσεως αλληλόδραση». Συμπίπτει, ωστόσο, ο Γκίντενς με τους Νέγκρι και Χαρντ στη διαπίστωση ότι το όχημα της παγκοσμιοποίησης είναι χωρίς... οδηγό: «Εάν μπορούμε να πούμε ότι η Δύση διηύθυνε τις προηγούμενες φάσεις της παγκοσμιοποίησης, η παρούσα περίοδος είναι αυτή κατά την οποία κανένας δεν οδηγεί» (ομιλία του Γκίντενς στο συνέδριο της UNRISD, 1997). Η παρακμή της Δύσης και της κουλτούρας της δεν αφορά τόσο το τέλος της νεοτερικότητας όσο την παγκοσμιοποίηση του θεσμικού συμπλέγματος που την προσδιορίζει πρωτίστως. Αυτό το σύμπλεγμα, για τον Γκίντενς, έχει τέσσερις άξονες που ο καθένας έχει τη δική του λογική, τις αντιφάσεις, τις τάσεις, τα κινήματα και τα αντι-κινήματά του. Πρόκειται για τον καπιταλισμό (συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω της αγοράς), τον εκβιομηχανισμό (μετατροπή της φύσης με τη συστηματική χρήση των μηχανών και ανάπτυξη του «κατασκευασμένου περιβάλλοντος» -βλέπε R. Aron, D. Harvey), την επιτήρηση (διοικητικός έλεγχος πληροφοριών και πολιτική επίβλεψη των δραστηριοτήτων του πληθυσμού - δάνειο από τον Μ. Foucault) και, τέλος, το μιλιταρισμό (αύξηση και μονοπώληση των μέσων βίας από το κράτος καθώς και εκβιομηχάνιση του πολέμου). Από αυτή την οπτική γωνία ο ολοκληρωτισμός και η νεοτερικότητα δεν συνδέονται συμπτωματικά αλλά εγγενώς, όπως εγγενώς, επίσης, η νεοτερικότητα οδηγεί στην παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία έχει κατά τον Γκίντενς δύο μεγέθη: τις πολυεθνικές εταιρείες που επιχειρούν την ανάπτυξη της «οικονομίας-κόσμος» με καπιταλιστικούς όρους, επιβάλλοντας έναν αύξοντα διεθνή καταμερισμό της εργασίας, και τις μεγάλες εθνικές δυνάμεις που συγκροτούν το σύστημα των κρατών-εθνών (το οποίο, αντιθέτως, για τον Νέγκρι έχει παρακμάσει) και οι οποίες σχηματίζουν την παγκόσμια μιλιταριστική τάξη. Από εδώ προκύπτει η διαφοροποίηση των «κινδύνων» και των «διακινδυνεύσεων» μεταξύ των προ-νεοτερικών και των νεοτερικών κοινωνιών (βλέπε και Ου. Μπεκ).
Η παγκοσμιοποίηση για τον Γκίντενς είναι σαν το Τζαγγερνότ, το τεράστιο όχημα που οδηγεί κάθε χρόνο «ο άρχοντας του κόσμου», ο Κρίσνα, και κάτω από το οποίο έπεφταν οι οπαδοί του για να συνθλιβούν από τους τροχούς (ομοίως συντρίβονται και όσοι αντιστέκονται στην παγκοσμιοποίηση). Ωστόσο, επειδή αυτό το όχημα δεν είναι κάτι ενιαίο, αλλά κάτι στο οποίο ενυπάρχει η αντιφατικότητα, η ένταση, η έλξη και απώθηση διαφορετικών επιρροών, υπάρχει η δυνατότητα να μετατραπεί σε «μηχανή απόδρασης», όπου οδηγός θα είμαστε όλοι μας, «συλλογικά ως ανθρώπινα όντα»! Αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται να δημιουργήσουμε «υποδείγματα ουτοπικού ρεαλισμού», με βασικά χαρακτηριστικά τους τον εξανθρωπισμό της τεχνολογίας (βλέπε και Μ. Δερτούζο), την πολυεπίπεδη δημοκρατική συμμετοχή, την αποστρατιωτικοποίηση και ένα σύστημα «μετα-σπάνεως».
ΓΙΩΡΓΟΣ Χ. ΠΑΠΑΣΩΤΗΡΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/07/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις