0
Your Καλαθι
Πέραν της αριστεράς και της δεξιάς
Το μέλλον της ριζοσπαστικής πολιτικής
Περιγραφή
O Αντονυ Γκίντενς προσπαθεί να επανακαθορίσει τον ρόλο του κοινωνικού κράτους στην σημερινή εποχή. Η αριστερά μπορεί να έχασε το παιχνίδι της οικονομίας και να είναι αναγκασμένη να αναγνωρίσει τη σημασία της αγοράς στις μετα-παραδοσιακές κοινωνίες, αλλά και η νεο-φιλελεύθερη θριαμβολογία έχει φτάσει πια στα όριά της. Απαιτείται η πλαισίωση της αγοράς από μια σειρά νέων πολιτικών θεσμών που θα διεκδικούν την εμπιστοσύνη των πολιτών μέσα από τον διάλογο και τη διαπραγμάτευση.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μπορεί άραγε να υπάρξει νέα πρωτότυπη κοινωνική θεωρία χωρίς νέες λέξεις ή φράσεις; Ο Αντονυ Γκίντενς, χωρίς να το ομολογεί, ξέρει ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν και γι' αυτό τα βιβλία του βρίθουν νεολογισμών. Πρόκειται ωστόσο για θεωρητικό κοινωνιολόγο με έρμα, οι νεολογισμοί του οποίου (π.χ. «γενεσιουργός πολιτική», «πολιτικές ζωής») δεν ενοχλούν, γιατί συχνά κρύβουν παράδοξες ιδέες γύρω από αναδυόμενες κοινωνικές τάσεις και προβλήματα.
Ο Γκίντενς, παλαιότερα καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και σήμερα διευθυντής της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (LSE), εισήλθε δυναμικά στα επιστημονικά πεδία της κοινωνιολογικής θεωρίας και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης στις αρχές της δεκαετίας του '70 με βιβλία και άρθρα νέας ερμηνείας των κλασικών της κοινωνιολογίας και ανάλυσης της κοινωνικής στρωμάτωσης των ανεπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών. Νεοβεμπεριανός στην αρχική προσέγγισή του, ο Γκίντενς αφομοίωσε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο συμπεράσματα των ερευνών του Μαρξ, του Ντιρκέμ και του Φουκό και σταδιακά στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 συγκρότησε ένα νέο γενικό θεωρητικό σχήμα γνωστό ως θεωρία της δομοποίησης («structuration theory»).
Η θεωρία αυτή ήταν μια ευφυής αν και όχι πάντοτε ικανοποιητική απάντηση σε ένα βασικό ερώτημα της κοινωνιολογίας: στη μελέτη της κοινωνικής στρωμάτωσης και της κοινωνικής μεταβολής πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην ανάλυση της δομής ή των δρώντων υποκειμένων που ενυπάρχουν σε αυτή; Με ποιους τρόπους η δομή επηρεάζει τα υποκείμενα και επηρεάζεται από αυτά και, συνακόλουθα, ποια είναι η ερμηνευτική βαρύτητα των χαρακτηριστικών της κοινωνικής δομής σε αντιδιαστολή με τη δράση των υποκειμένων και των συλλογικών φορέων τους; (Το γνωστό ως «structure-agency problem».) Για τον Γκίντενς η απάντηση βρίσκεται στην κατανόηση της κοινωνικής δομής ως μιας μεταλλασσόμενης διαδικασίας που συγκροτεί τους όρους δράσης των υποκειμένων χωρίς να καθορίζει αναπόδραστα τις επιλογές τους, αφού και τα ίδια με τη δράση τους μεταμορφώνουν διαρκώς τη δομή αυτή.
Αν η ερμηνεία των κλασικών της κοινωνιολογίας και η κατασκευή μιας νέας απάντησης σε κλασικά ερωτήματα εξέφραζαν τα αμιγώς επιστημονικά ενδιαφέροντα του Γκίντενς, η κριτική του ιστορικού υλισμού προς τον οποίο έχει αντιπαρατεθεί διεξοδικά σε δύο παλαιότερα βιβλία του αντανακλούσε τα κατ' εξοχήν πολιτικά ενδιαφέροντά του. Η στροφή του Γκίντενς προς την ενεργό πολιτική προκύπτει από την ενεργό υποστήριξη που παρέσχε στην προεκλογική εκστρατεία του Τόνι Μπλερ και του Νέου Εργατικού Κόμματος στη Βρετανία και από το ύφος και την ουσία του βιβλίου Πέραν της αριστεράς και της δεξιάς που εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βρετανία το 1994.
Το βιβλίο αρχικά είχε σχεδιαστεί ως ο τρίτος τόμος κριτικής κατά του ιστορικού υλισμού αλλά τελικά μάλλον αποτελεί συνέχεια της προσπάθειας του Γκίντενς να κατασκευάσει μια νέα θεωρία για τη ύστερη νεωτερικότητα, πράγμα που είχε επιχειρήσει στα παλαιότερα βιβλία του The Consequences of Modernity (1990) και Modernity and Self-identity (1991). Εμμέσως εμπλεκόμενος στη συζήτηση για την τομή μεταξύ της βιομηχανικής και της μεταβιομηχανικής εποχής, o συγγραφέας ισχυρίζεται ότι σε αντίθεση με τον «απλό εκσυγχρονισμό» που προηγήθηκε χρονικά ο σύγχρονός μας «αντανακλαστικός εκσυγχρονισμός» διακρίνεται από το γεγονός ότι οι επιδράσεις της παγκοσμιοποίησης, των αλλαγών της καθημερινής και προσωπικής ζωής και της ανάδυσης της μεταπαραδοσιακής κοινωνίας «προέρχονται από τη δυτική νεωτερικότητα αλλά τώρα αφορούν ολόκληρο τον κόσμο και διαθλώνται κατά τρόπο ώστε να αρχίζουν να επαναδιαμορφώνουν τον εκσυγχρονισμό στις καταγωγικές του περιοχές». (σελ. 130)
Αφού περιγράψει τα «δεινά» του σύγχρονου κόσμου που δεν έχουν καταπολεμηθεί ούτε από τη Δεξιά ούτε από την Αριστερά, ο Γκίντενς προτείνει τέσσερις ιδέες με τις οποίες προσπαθεί να υπερκεράσει τη διαμάχη μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Πρώτον, η ιδέα μιας «μετασπανιακής» οικονομίας, δηλαδή μιας οικονομίας στην οποία η συσσώρευση δεν θα είναι καταστρεπτική των διαφόρων τρόπων ζωής· δεύτερον, η δημιουργία μιας νέας σχέσης του ανθρώπου με τη φύση· τρίτον, ο περιορισμός των οπλικών συστημάτων και του πολέμου· και τέταρτον, το όραμα της «διαλογικής δημοκρατίας» και μιας κοινωνικής τάξης πραγμάτων χωρίς βία. Ο Γκίντενς πιστεύει ότι οι τόσο νέες και εντελώς ιδιαίτερες διαστάσεις αλλά και δυνατότητες του σύγχρονου κόσμου δεν μπορούν να αναλυθούν στο φάσμα των ιδεών που παραδοσιακά ορίζεται από τη Δεξιά και την Αριστερά και ότι συλλαμβάνονται καλύτερα στο πλαίσιο των ιδεών που ο ίδιος αποκαλεί «ουτοπικό ρεαλισμό». Πρόκειται για μια πολιτική θεώρηση που κατά τον ίδιο είναι ρεαλιστική, γιατί στηρίζεται σε υπαρκτές δυνατότητες (π.χ. στην τεχνολογική δυνατότητα υπεραφθονίας αγαθών και υπηρεσιών) και ταυτόχρονα ουτοπική, γιατί συνιστά όραμα για έναν καλύτερο κόσμο εμπνεόμενο από προγενέστερες ουτοπίες.
Ανάμεσα στα 10 κεφάλαια του βιβλίου εκείνα που πραγματεύονται νέες διαστάσεις και δυνατότητες του σύγχρονου κόσμου δεν είναι τα καλύτερα. Αλλωστε πολλοί ιστορικοί των ιδεών και κοινωνικοί ιστορικοί θα αμφισβητούσαν το καινοφανές όψεων του κόσμου που ο Γκίντενς συνδέει κατ' εξοχήν με τον «αντανακλαστικό εκσυγχρονισμό» της εποχής μας. Για παράδειγμα, μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι ο «κοινωνικός αναστοχασμός» (όρος περισσότερο δόκιμος από την «κοινωνική αντανακλαστικότητα» με την οποία αποδίδει ο μεταφραστής τον γνωστό ανθρωπολογικό και κοινωνιολογικό όρο «social reflexivity»), που περιγράφει την τακτική επαναδιάταξη και επανακαθορισμό της ανθρώπινης δραστηριότητας (σελ. 139) υπάρχει ως τάση τουλάχιστον από τότε που θρυμματίστηκε ο παραδοσιακός κόσμος, από την αυγή της νεωτερικής εποχής.
Επιπλέον ο αναγνώστης αισθάνεται μερικές φορές ότι ο Γκίντενς επικαλείται κάποιες ιδέες του συρμού που εντάσσονται πολύ χαλαρά στη θεωρία του, γιατί δεν θα μπορούσε να τις παραλείψει από ένα βιβλίο που θέλει να συλλάβει σφαιρικά τον σύγχρονο κόσμο. Για παράδειγμα, η σημαντική ιδέα της «βιώσιμης ή αειφόρου ανάπτυξης» (και όχι «αποδεκτής» ή «συντηρήσιμης» ανάπτυξης, όπως αποδίδει ο μεταφραστής τον γνωστό από την κοινωνιολογία της ανάπτυξης και του περιβάλλοντος όρο «sustainable development») δεν απορρέει από τη θεωρητική σύλληψη της φύσης από τον Γκίντενς ως κάτι «εκ των προτέρων δεδομένο στη ζωή μας», ως το «μη εξανθρωπισμένο φυσικό περιβάλλον». (σελ. 325) Σε αντίθεση με τα παραπάνω ως συνήθως στον Γκίντενς είναι γοητευτικά τα κεφάλαια του βιβλίου που αφορούν την ιστορία των ιδεών και αναζητούν τις εκλεκτικές συγγένειες των δικών του εννοιών με παλαιότερα ρεύματα σκέψης. Κυρίως γι' αυτά, παρά για τις πολιτικές προτάσεις του, αξίζει να μελετηθεί το Πέραν της αριστεράς και της δεξιάς, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη ότι όπως μου επισήμανε ο Νίκος Π. Μουζέλης στον Τρίτο Δρόμο που εκδόθηκε στη Βρετανία το 1998 (και στην Ελλάδα την ίδια χρονιά πάλι από τις εκδόσεις Πόλις) ο Γκίντενς πολιτικοποιεί ξανά ζητήματα που το 1994 είχε επιχειρήσει να θέσει εκτός του παραδεδεγμένου πολιτικού φάσματος.
Δημήτρης Σωτηρόπουλος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-07-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις