0
Your Καλαθι
Ο δικαστής και ο ιστορικός
Σκέψεις στο περιθώριο της δίκης Σοφρί
Περιγραφή
Το βιβλίο αυτό αφορά τη δίκη για τη δολοφονία του αστυνομικού διοικητή του Μιλάνου το 1972, η οποία αποδόθηκε σε στελέχη της ακροαριστερής οργάνωσης Lotta Continua. Η δίκη δίχασε την κοινή γνώμη στην Ιταλία. Πόσο αξιόπιστη είναι η ομολογία πάνω στην οποία βασίστηκαν οι κατηγορίες; Αποτελεί η μνήμη μακρινών γεγονότων αποδεικτικό υλικό; Ποιές σχέσεις ανακριτή-ανακρινόμενου αποτυπώνουν τα ανακριτικά πρακτικά; Υπήρχαν σφάλματα λογικής στη συναγωγή συμπερασμάτων; Είναι δίκαιη η απόφαση του δικαστηρίου;[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το ότι τα επιστημολογικά ζητήματα είναι ήδη πολιτικά δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστορικός για να το γνωρίζει. Η συνάρθρωση των επιστημών μιλάει πάντοτε για την άρθρωση σχέσεων εξουσίας ανάμεσα σε ειδικές κοινωνικές ομάδες, το πρόβλημα της αλήθειας και της εγκυρότητας ουσιαστικά ερωτά για τη νόμιμη πηγή της εξουσίας. Και αν αυτό ισχύει ακόμα και για τις επιστήμες που ερμηνεύουν τη φύση, θα ήταν εγκληματικό να το αγνοεί κανείς στις λεγόμενες κοινωνικές επιστήμες. Ωστόσο, το έργο του σπουδαίου Ιταλού ιστορικού Carlo Ginzburg (γενν. 1939) έρχεται να μαρτυρήσει μια πολύ πιο κατάφωρη απ' ό,τι συνήθως διαπλοκή της αλήθειας και της εξουσίας, αφού στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός του βρίσκεται η παραγωγή της δικαστικής «αλήθειας»: θέτοντας στο μικροσκόπιο μια σειρά από δίκες κυρίως της Ιεράς Εξέτασης απέναντι στους «αιρετικούς» και τους «μάγους», έφερε στο φως ένα πλήθος ζητημάτων που αφορούν τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην προφορική παράδοση και την επίσημη (γραπτή) ιστορία, το λαϊκό πολιτισμό και τις μεταμορφώσεις του στην πρώιμη νεοτερική Ευρώπη, τους αγώνες για την πολιτισμική ηγεμονία στις απαρχές της νεότερης εποχής - έργο που τον καθιέρωσε ως το σημαντικότερο εκπρόσωπο του πεδίου που σήμερα καλούν «μικρο-ιστορία».
Το βιβλίο που συζητάμε εδώ, γραμμένο το 1991, αντιπροσωπεύει μια φαινομενική τομή στην προβληματική του. «Τομή» επειδή εστιάζεται σε μια περίπτωση σύγχρονη, ουσιαστικά επίκαιρη, και «φαινομενική» επειδή, όπως θα δούμε, προεκτείνει άμεσα τον τρόπο έρευνας και τα ενδιαφέροντα του προηγούμενου έργου του, φέρνοντάς το σε ακόμη πιο στενή συνάφεια με την ενεργό πολιτική. Η Ιταλία, όπως γνωρίζουμε, από το 1967 μέχρι το 1980 περίπου έγινε πεδίο άγριας καταστολής ενός από τα πιο δυναμικά εργατικά κινήματα στην Ευρώπη, καταστολή που, μεταξύ άλλων, αποκάλυψε τα όρια της «δημοκρατικής νομιμότητας» όταν διακυβεύονται όντως κτηνώδη κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα. Η ανελέητη καταδίωξη εξώθησε ορισμένα τμήματα του κινήματος στην παράνομη ένοπλη δραστηριότητα, πράγμα που με τη σειρά του οδήγησε σ' ένα όργιο εκδικητικότητας εκ μέρους των κρατουσών τάξεων και των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, με την ουσιαστική συνεργία της «επίσημης» αριστεράς. Το πόσο αυτή η εκδικητικότητα άργησε να εξαντληθεί φαίνεται καθαρά από τη δίκη Σόφρι, που έγινε στο Μιλάνο το 1990, τελευταίο απόηχο μιας αλυσίδας ενεργειών και αντενεργειών που ακολούθησαν ένα από τα πιο θηριώδη αστυνομικά εγκλήματα: την εκπαραθύρωση του αναρχικού σιδηροδρομικού υπαλλήλου Πίνο Πινέλι στις 15 Δεκεμβρίου 1969 στο Μιλάνο. Η επαναστατική οργάνωση Lotta Continua κατηγορεί ευθέως τον αστυνομικό διοικητή Καλαμπρέζι κι εκείνος τη μηνύει επί συκοφαντία· η χήρα Πινέλι μηνύει με τη σειρά της τον Καλαμπρέζι, ο οποίος, μαζί με άλλους αστυνομικούς, βρίσκεται κατηγορούμενος για φόνο αλλά η υπόθεση κλείνει οριστικά χωρίς καταδίκη κανενός. Στις 17 Μαΐου 1972 ο Καλαμπρέζι πυροβολείται εξ επαφής, και υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για ακροδεξιά προβοκάτσια. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1988, ένας «μετανοημένος» μάρτυρας εμφανίζεται, ο Λεονάρντο Μαρίνο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι εκτέλεσε τον Καλαμπρέζι κατ' εντολή τριών ηγετικών στελεχών τής τότε Lotta Continua, των Αντριάνο Σόφρι, Τζιόρτζο Πιετροστεφάνι και Οβίντιο Μομπρέσι. Στη δίκη του 1990 οι τρεις πρώην αγωνιστές καταδικάζονται με ποινές μεγαλύτερες από εκείνη του φερόμενου ως άμεσου αυτουργού.
Ο Carlo Ginzburg είναι προσωπικός φίλος του Αντριάνο Σόφρι και δηλώνει απερίφραστα ότι έγραψε ένα βιβλίο για να υπερασπιστεί την αθωότητα του τελευταίου απέναντι σ' ένα πρόδηλο δικαστικό ολίσθημα. Το ενδιαφέρον στο εγχείρημά του ωστόσο είναι ότι όχι μόνο «ξαναδιαβάζει» τις λεπτομέρειες της δίκης, δείχνοντας την πλήρη αναξιοπιστία τού μάρτυρα στου οποίου την κατάθεση βασίστηκε αποκλειστικά η ετυμηγορία, αλλά και παρεκτείνει σε μια σειρά πολύτιμων επιστημολογικών υποδείξεων που αφορούν το συγκριτικό τρόπο εργασίας του δικαστή και του ιστορικού. Οπως υπενθυμίζει, ο ίδιος ο όρος «ιστορία» προέρχεται από την ιατρική, όμως στην ανάπτυξή της ως ειδικό γνωστικό πεδίο οικειοποιείται τη δικανική επιχειρηματολογία και ρητορική. Ο δικαστής και ο ιστορικός ακολουθούν μια εν μέρει κοινή πορεία, αφού και οι δύο αναζητούν αποδείξεις και αντικειμενικά τεκμήρια. Παρεμπιπτόντως, εδώ θα αρνηθεί κατηγορηματικά μια ορισμένη «μεταμοντέρνα» αντίληψη της ιστορίας που ρευστοποιεί εντελώς τις έννοιες της απόδειξης και της αλήθειας: αν αυτές δεν παραμείνουν το κύριο μέλημα του ιστορικού, παρότι έχει επίγνωση της «κατασκευής» των δεδομένων και μάλιστα πρέπει να την κάνει μέρος τού ερευνητικού του αντικειμένου, ολοφάνερα καταρρέει κάθε διαφοροποιητικό γνώρισμα του ιστορικού λόγου (όπως και κάθε άλλου λόγου) αλλά και κάθε επιστημολογικό δίδαγμα, όπως αυτό που επιχειρεί να συναγάγει εδώ.
Η ανασκόπηση των πρακτικών, με τις απελπιστικές αντιφάσεις και χρονικές ανακολουθίες του μάρτυρα, με τις τρομακτικές παρατυπίες της προανάκρισης, με όλες τις περίεργες διαπλοκές που αχνοφαίνονται σε διάφορα σημεία -ένας δεξιός δικηγόρος, ένας ιερέας, ένας κομουνιστής αντιδήμαρχος, μυστικοί αστυνομικοί, καραμπινιέροι, κ.ο.κ.- θα πείσει εύκολα τον απροκατάληπτο αναγνώστη· όμως ο Ginzburg θα προχωρήσει ακόμη πιο πέρα, δείχνοντας βήμα προς βήμα τα λογικά ολισθήματα των δικαστών. Πέραν των κοινών σημείων, όπως δείχνει αλλού, μία κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στον ιστορικό και το δικαστή είναι ότι ο πρώτος δεν μπορεί να παραγάγει τα τεκμήριά του με τον τρόπο που το μπορεί ο δικαστής (ή ο προφορικός ιστορικός και ο εθνογράφος). Εδώ λοιπόν -και η σύγκριση του σύγχρονου δικαστή με τον παλαιό ιεροεξεταστή αποβαίνει εξαιρετικά εύγλωττη- έχουμε μια εμφανή «παραγωγή» της ενοχής από τον ίδιο τον τρόπο που οι δικαστές χειρίζονται τις διαθέσιμες μαρτυρίες. Οι δικαστές βεβαίως, όπως και οι ιστορικοί, δικαιούνται να ξεκινούν με μιαν αρχική «υπόθεση εργασίας», όμως το κρίσιμο ζήτημα είναι κατά πόσον τη θέτουν πραγματικά σε δοκιμασία ή, αντίθετα, χειρίζονται επιλεκτικά τις μαρτυρίες με μοναδικό γνώμονα τη συμφωνία τους με την προαποφασισμένη υπόθεση. Κι εδώ μια τέτοια λογική παρατυπία μπορεί να έχει πολύ πιο καταστροφικές συνέπειες απ' ό,τι στο έργο του ιστορικού, αφού διακυβεύεται άμεσα η τύχη μιας ανθρώπινης ζωής. Επιλέγοντας τα στοιχεία τους με κριτήριο τη «συμβατότητα» προς το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς αντί την αναγκαία τους συναγωγή απ' αυτό, αντιμετωπίζοντας τα σφάλματα της μαρτυρικής κατάθεσης ως ένδειξη ρεαλιστικότητας αντί αναξιοπιστίας, μεταβαίνοντας καταχρηστικά, όπως ο Ginzburg θα το θέσει, από την υποτακτική έγκλιση στην οριστική, οι δικαστές του Σόφρι απέδειξαν εντέλει την υποτέλεια της κρίσης τους σε αυτό που -στην πολιτική σφαίρα όσο ακριβώς και στην επιστημολογική- μπορούμε εμφατικά να ονομάσουμε ιδεολογία.
Υπάρχει ένας τελευταίος συσχετισμός ανάμεσα στα ασύμμετρα καθήκοντα του δικαστή και του ιστορικού τον οποίον ο συγγραφέας δεν διατυπώνει ρητά πουθενά στην πραγμάτευσή του, τον δείχνει όμως με περισσή ενάργεια η ίδια του η χειρονομία: μολονότι η κρίση του δικαστή είναι ιδιαζόντως βαρύνουσα, με την έννοια ότι έχει άμεσα παροντικά διακυβεύματα, προοπτικά μιλώντας δεν έχει αρμοδιότητα πάνω στην κρίση του ιστορικού η οποία, απεναντίας, έχει πλήρη και αναφαίρετη αρμοδιότητα να κρίνει την κρίση τού δικαστή. Ως προς αυτό, το όλο εγχείρημα του Ginzburg, πολιτικό σε πρώτο επίπεδο και επιστημολογικό σε δεύτερο, υψώνεται εντέλει σε ένα τρίτο επίπεδο, που είναι οριστικά και απαραμείωτα πολιτικό.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/11/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις