0
Your Καλαθι
Και μετά τι έγινε;
Περιγραφή
ένας γιατρός,
ένας επιχειρηματίας,
ένας ηθοποιός και ένας δικηγόρος,
από σαράντα έως εξήντα χρόνων,
αφηγούνται ερωτικές ιστορίες
-ένα μωσαϊκό «νόμιμων»
και «παράνομων» σχέσεων,
παράλληλα με την αναζήτηση,
μέσα από το πολυπρόσωπο,
της μοναδικής γυναίκας.
Περί έρωτος, λοιπόν, το νέο αφήγημα του Δημήτρη Γκιώνη με ιστορίες χαρακτηριστικές των ραγδαίων εξελίξεων των ερωτικών σχέσεων τα τελευταία πενήντα χρόνια στον τόπο μας
Ένα βιβλίο γραμμένο με την ευαισθησία και το χιούμορ του συγγραφέα του Τώρα θα δεις, του Περίπτερου και του Έτσι κι αλλιώς...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα ερωτικά ήθη και τις νοοτροπίες κατά την παλαιά εποχή του παρθενικού υμένα και του υμεναίου σκιαγραφούν μετά ελαφρότητος και ευθυμίας οι ιστορίες του Δ. Γκιώνη. Οταν η κοπέλα αγωνιζόταν να συγχρονίσει την απώλεια της παρθενιάς της με το «Ησαΐα χόρευε» και ο άνδρας στύλωνε τα ποδάρια προ της συζυγίας, κλέπτοντας οπώρας στη ζούλα και στ' αρπαχτά. Αν και οι ιστορίες αποκαλύπτουν τη μία μόνο πλευρά της Σελήνης, τη σκοτεινή για τις γυναίκες και εσαεί αναζητούμενη προς καθορισμό της γραμμής πλεύσης. Ολα όσα δεν ήξεραν για τους άνδρες, ούτε τολμούσαν να ρωτήσουν.
Εκδρομή στο Μαίναλο
Αφηγητές μια αντροπαρέα πέντε φίλων, γύρω στα πενήντα, μετά συζύγων και τέκνων, και έναν ή δύο γάμους στο ενεργητικό τους, σε μια τριήμερη εκδρομή στο Μαίναλο. Οπως λένε οι ίδιοι χαριτολογώντας, ένα τριήμερο αφηγήσεων, «κάτι σαν το "Δεκαήμερο" του Βοκάκιου». Οσο για το Μαίναλο, την καρδιά της Αρκαδίας, θα μπορούσε να παραπέμπει στον Πελοποννήσιο, ως τον αρσενικό με τους αντιπροσωπευτικότερους κώδικες ηθικής σε εκείνες τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Πάντως, η καταγωγή των πέντε φίλων δεν προσδιορίζεται, αν και ο συγγραφέας είναι από τη Δημητσάνα Αρκαδίας. Ως αντιστάθμισμα, δηλώνεται το υψηλό μορφωτικό τους επίπεδο· ένας φιλόλογος, ένας δικηγόρος, ένας γιατρός και, για πληρότητα αυτού του αντιπροσωπευτικού δείγματος, ένας επιχειρηματίας και ένας ηθοποιός.
Μεταξύ τυρού και αχλαδίου, αρχίζουν να διηγούνται ιστορίες για αγαπητικές και γκόμενες, που, τελικά, φθάνουν να μονοπωλήσουν την κουβέντα τους. Παραδόξως, αναφέρονται στις γυναίκες με υπερβάλλουσα αβρότητα. Λ.χ., μόνον άπαξ χρησιμοποιούν τη λέξη «γκόμενα» ή εκείνη την παροιμιώδη έκφραση, «το κορίτσι που κυκλοφορώ», κάτι σαν τελευταίο μοντέλο μηχανής μεγάλου κυβισμού. Υποθέτουμε ότι δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν· ή οι φίλοι εξωραΐζουν συμπεριφορές, αναβαπτίζοντας το μακρινό παρελθόν στα νάματα της μετέπειτα φεμινιστικής εποχής, ή ένα δείγμα σπουδασμένων και ευκατάστατων, που, επιπροσθέτως, δηλώνουν προοδευτικοί, δεν είναι και το πλέον ενδεδειγμένο για κοινωνιολογικής φύσεως συμπεράσματα. Εκτός πια και αν ήρθε η ώρα να παραδεχθούμε ότι οι γυναίκες έχουν πολύ αδικήσει τους άνδρες και πως οι ρόλοι του θύτη και του θύματος ήταν ανέκαθεν αντεστραμμένοι, ακόμη και την εποχή που είχε πέραση ο μύθος του ισχυρού φύλου και του έτερου, τα μάλα αδύναμου και ασθενούς.
Οπως και να έχει, μια ιστορία την καθορίζει η οπτική του αφηγητή, και στο βιβλίο τις ιστορίες τις διηγούνται μεσήλικες που απολαμβάνουν τα καλά του έγγαμου βίου και τις λαθρογαμίες τους, αναζητώντας, μια ζωή, την ιδεώδη γυναίκα. Οσο για τις συζύγους τους, αν τυγχάνουν συνομήλικές τους, μάλλον βλέπουν τη ζωή σαν «ένα τραπέζι στο οποίο δεν συμμετέχουν». Και αυτή, μια ρήση της Λιλής Ζωγράφου, που αναφέρουν οι φίλοι. Παρεμπιπτόντως, δυσκολευόμαστε να πιστέψουμε ότι μια αντροπαρέα θα κατέφευγε ποτέ σε τσιτάτα της Ζωγράφου, πόσο μάλλον της Ελλης Αλεξίου. Αν και από διανοούμενος όλα να τα περιμένεις. Γεμάτοι νοσταλγία θυμούνται τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες τους «στα παλιά ομαδικά μπουρδέλα που υπήρχαν στην Αθήνα, κυρίως στην περιοχή του Μεταξουργείου, τη δεκαετία του '50». Στον κόσμο τους, οι πέντε φίλοι, ούτε που διανοούνται ότι οι οίκοι ανοχής βρίσκονται πάντα στους ίδιους δρόμους και, το πιθανότερο, λειτουργούν ακριβώς όπως και τότε, αν και εμείς, μόνον από τις γερασμένες προσόψεις των σπιτιών βγάζουμε συμπεράσματα. Πάντως, οι σημερινοί θαμώνες δεν φαίνεται να κάνουν τις περιβόητες «μπουρδελότσαρκες».
«Μαλακία και πληρωμένες»
Ενα σπονδυλωτό αφήγημα, που παρατάσσει σε χρονική σειρά τις ερωτικές εμπειρίες, με σταθερή αφετηρία, «μαλακία και πληρωμένες», εξ ου και η κάκιστη συνήθεια της ταχείας ολοκλήρωσης, που πολλαπλασίαζε τις ανοργασμικές, όπως η ηρωίδα μιας ιστορίας. Μόνο μιας, γιατί, ως γνωστόν, οι γυναίκες μπορούν και προσποιούνται, σώζοντας το γόητρο του εραστή τους. Δεκαεννέα κεφάλαια, με τους αφηγητές να διακόπτει ο ένας τον άλλον αλληλοσυμπληρούμενοι.
Πέρα από το ζουμερό του θέματος, οι ιστορίες ζωντανεύουν με τις στιχομυθίες σε ευθύ λόγο και το ιδιαζόντως παραστατικό λεκτικό εκείνης της εποχής. Αφηγήσεις που πλέκονται γύρω από τα γραφικά ερωτήματα που βασάνιζαν άλλοτε τους αρσενικούς: Θα μου κάτσει ή δεν θα μου κάτσει; Είναι κορίτσι ή δεν είναι; Παρθένα, αλλά «πόσο και από πού»; Οι δύσμοιροι, και όταν ακόμη «κουτούπωναν», «πλάκωναν», «πηδούσαν» και όλα τα γλαφυρά συνώνυμα, «τελείωναν κακήν κακώς», με τον τρόμο μην και «τελειώσουν εντός», οπότε και θα τους «τελείωνε» κάποιος από την ιεραρχία των αρσενικών που προστάτευαν την τιμή του κοριτσιού.
Μεταβατικές οι δεκαετίες του '50, του '60 και του '70, καθώς οι γυναίκες δήλωναν μεν παρθένες, δεν έμεναν όμως κλειδαμπαρωμένες όπως οι γιαγιάδες τους, αλλά ενέδιδαν σε πάσης φύσεως χάδια ως και «στ' απόκρυφα». Οσο για το ανδρικό φιλότιμο, δεν ανεχόταν τη «μεταχειρισμένη», ούτε το κεράτωμα, ήθελε όμως και τη γυναίκα «μαστόρισσα». Αντικρουόμενες αντιλήψεις που, σήμερα πια, δείχνουν ευτράπελες, καλές μόνο για παραμύθια. Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, οι κοπέλες ονειρεύονταν τον πρίγκιπα και οι άνδρες είχαν «το κρεβάτι στο μυαλό». «Και μετά τι έγινε;»
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 06-06-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις