0
Your Καλαθι
Αναμνήσεις μιας γκέισας
Περιγραφή
Ένα σαγηνευτικό κατόρθωμα. Mια εξαιρετικά πρωτότυπη νουβέλα γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, σαν μια εκ βαθέων εξομολόγηση μιας από τις πιο φημισμένες γκέισες της Iαπωνίας.
H ιστορία της Σαγιουρί ξεκινά το 1929, όταν το κοριτσάκι με τα παράξενα γκριζογάλανα μάτια ξεριζώνεται από το ψαροχώρι όπου ζει με την οικογένειά του, για να πουληθεί σε ένα από τα πιο γνωστά σπίτια γκεϊσών. Mέσα στην ατμόσφαιρα παρακμής του Kιότο, η Σαγιουρίπρέπει να μάθει την τέχνη της γκέισας: χορό και μουσική, τα μυστικά του κιμονό και του εξεζητημένου μακιγιάζ, τον τρόπο σερβιρίσματος του σακέ και τις μεθόδους ψυχαγωγίας των ισχυρών ανδρών - με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος. Tο ξέσπασμα, όμως, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζει τα σπίτια με τις γκέισες να κλείσουν κι έτσι η Σαγιουρί, με ελάχιστα χρήματα κι ακόμα λιγότερη τροφή, πρέπει να βρεθεί, για άλλη μια φορά, αντιμέτωπη με τη μοίρα της.Kαι πρέπει, ακόμα, να κερδίσει το μοναδικό άνδρα που αγάπησε στη ζωή της, έστω κι αν αυτό σημαίνει την αυτοεξορία της από την Iαπωνία.
Aποκαλύπτοντάς μας τον κόσμο της ομορφιάς και της σκληρότητας που κρύβουν τα παραβάν από ρυζόχαρτο -εκεί όπου τα πάντα κρίνονται από τα φαινόμενα και όπου η αγνότητα ενός νεαρού κοριτσιού γίνεται αντικείμενο άγριου πλειστηριασμού-, οι Aναμνήσεις μιας Γκέισας γίνονται το έπος μιας ολόκληρης εποχής και ταυτόχρονα μια νουβέλα που προκάλεσε ήδη παγκόσμια αίσθηση.
Ένα εκπληκτικό δημιούργημα, γεμάτο με χάρη και ευαισθησία, από έναν εξαιρετικά ταλαντούχο νέο συγγραφέα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ετερότητα, το άλλο στη λογοτεχνία δεν είναι κάτι καινούργιο. Οπως πριν από πενήντα χρόνια ο Ρώσος Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ έγραψε τη «Λολίτα», ένα αμερικανικό μυθιστόρημα, έτσι και σήμερα ο Βρετανός Λουί ντε Μπερνιέρ γράφει ένα ελληνικό μυθιστόρημα («Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», Ψυχογιός). Και όπως μια Ελληνίδα, η Σώτη Τριανταφύλλου, έγραψε δύο αμερικανικά μυθιστορήματα («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» και «Υπόγειος ουρανός», Πόλις), έτσι και ένας Αμερικανός, ο Αρθουρ Γκόλντεν, γράφει ένα ιαπωνικό μυθιστόρημα, τις «Αναμνήσεις μιας γκέισας». Το μυθιστόρημα του Αρθουρ Γκόλντεν είναι όμως διπλά «έτερον», διότι όχι μόνο το γράφει από τη σκοπιά ενός Ιάπωνα, αυτός, ένας Αμερικανός, αλλά, αλλάζοντας φύλο, γίνεται ο ίδιος γκέισα ως αφηγητής, λέγοντας με έναν εκπληκτικά ιαπωνικό τρόπο την ιστορία της Σαγιουρί, μιας από τις πλέον διαβόητες γκέισες του Κιότο κατά τις δεκαετίες του '40 και του '50.
Ολα ξεκινάνε ένα απόγευμα του 1930 στο ψαροχώρι Γιορόιντο, όπου η μικρή Τσίγιο, έπειτα από ένα γλίστρημα στον βροχερό δρόμο, συναντά τον ιχθυέμπορο Τανάκα Ιτσίρο ένα απόγευμα που είναι ταυτοχρόνως και το καλύτερο και το χειρότερο της ζωής της. Τώρα το πώς γίνεται ένα απόγευμα να είναι και το καλύτερο και το χειρότερο στη ζωή ενός παιδιού είναι κάτι που θα το μαθαίνει ο αναγνώστης αργά και απολαυστικά ενώ θα διαβάζει ένα προς ένα τα τριάντα πέντε κεφάλαια του σαγηνευτικού αυτού μυθιστορήματος, καθώς η μικρή Τσίγιο με την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της Σάτσου θα πωληθούν στο Κιότο θα τις «υιοθετήσουν» για το καλό τους, υποτίθεται, με το αζημίωτο βέβαια, γιατί στο χωριό τους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, με έναν πατέρα γέρο που όλη μέρα μπαλώνει δίχτυα για το ψάρεμα και μια μητέρα που πεθαίνει από καρκίνο.
Με το που θα φθάσουν στο Κιότο οι δύο αδελφές θα χωριστούν. Τη μικρότερη, τη δεκάχρονη Τσίγιο, οι νέοι ιδιοκτήτες της την προορίζουν για γκέισα και την βάζουν σε μια οκιγιά που δεν είναι απλώς ένας τόπος διαμονής των γκεισών αλλά και ένα είδος πρακτορείου που αναλαμβάνει την εκπαίδευση και προώθησή τους στην αγορά, δηλαδή σκοπός τους θα είναι να κρατούν συντροφιά σε εύπορους και ισχυρούς άντρες ενώ η μεγαλύτερη, η Σάτσου, θα μπει κατευθείαν σε μια τζορούγια, που είναι απλώς πορνείο. Επειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης της Τσίγιο για να συναντήσει την αδελφή της και μαζί να επιστρέψουν στο ψαροχώρι τους, στο Γιορόιντο, η Τσίγιο θα τεθεί υπό αυστηρό περιορισμό. Μετά από έξι μήνες όμως στην Γκιόν, το προάστιο του Κιότο με τις οκιγιά, ο μισός εαυτός της Τσίγιο ζει μέσα στο όνειρο της επιστροφής στο σπίτι και ο άλλος μισός είναι φυλακισμένος στο οικοτροφείο γκεϊσών.
Στα δώδεκά της η Τσίγιο δεν είναι ένα σαστισμένο παιδί ούτε αισθάνεται «σαν ένα κομμάτι χαρτί που το φυσά ο άνεμος», αλλά είναι σαν να έχει κιόλας περάσει τα είκοσι. Συνειδητοποιεί ότι προορίζεται για γκέισα και ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Το θέμα όμως δεν είναι να γίνει γκέισα αλλά να ζήσει ως γκέισα. Το να γίνει γκέισα δεν αποτελεί σκοπό στη ζωή αλλά το να ζει ως γκέισα είναι σαν ένα σκαλοπάτι που θα την φέρει πιο κοντά σε κάτι άλλο. Στα δώδεκά της χρόνια η Τσίγιο έχει αρχίσει να μοιάζει περισσότερο με γυναίκα παρά με κοριτσάκι. Το σώμα της «θα έμενε λεπτό σαν κλαράκι για κάνα δυο χρόνια ακόμα», αλλά το πρόσωπό της δεν έχει πια την παιδιάστικη στρογγυλάδα, τρυφερότητα και απαλότητα.
Στη μόρφωσή της η μικρή Τσίγιο τα πηγαίνει πολύ καλά, στην τάξη της είναι η πρώτη. Παρακολουθεί μαθήματα κιθάρας, χορού, τραγουδιού και τελετής τσαγιού. Στην οκιγιά υπάρχει μια ιεραρχία που γίνεται σεβαστή από όλες τις γυναίκες. Υπάρχει η γιαγιά, η μητέρα, η θείτσα, οι γκέισες, οι μαθητευόμενες γκέισες, οι υπηρέτριες και ένας άντρας για τις βαριές δουλειές. Μια από τις βασικές αρχές των γκεϊσών είναι η διακριτικότητα και ο κόσμος των γκεϊσών βασίζεται στο ιαπωνικό «πιστεύω» ότι αυτά που συμβαίνουν το πρωί στο γραφείο και εκείνα που διαδραματίζονται το βράδυ πίσω από τις κλειστές πόρτες των οτσαγιά (που είναι τα μέρη όπου οι γκέισες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους) δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και οφείλουν «να παραμένουν χωριστά και στεγανοποιημένα». Ολα αυτά τα μαθαίνει η Τσίγιο, κατέχει όλα τα μυστικά της επιτυχίας και η φυσική της ομορφιά, τα κάλλη της, το όμορφο σώμα της, τα γκριζοπράσινα μάτια της, η καλή της παιδεία είναι τα εφόδια που της υπόσχονται μια λαμπρή καριέρα ως γκέισα. Ακολουθεί η τελετή για να γίνει δόκιμη γκέισα και η αλλαγή του ονόματος. Το νέο της όνομα είναι Σαγιουρί, ένα όνομα που προέρχεται από το «σα», που σημαίνει «μαζί», το «γιου», από το ζωδιακό σύμβολο της κότας, και το «ρι» που σημαίνει «κατανόηση».
Ενα πολύ μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στο ξεπαρθένεμα της Τσίγιο ξεπαρθένεμα που βγαίνει στη δημοπρασία μεταξύ των πιο εύπορων αντρών της περιοχής και πιάνει το υψηλότερο ποσό που έφθασε ποτέ το ξεπαρθένεμα μαθητευόμενης γκέισας εκείνη την εποχή. Πλειοδοτεί ένας γιατρός, ο οποίος ειδικεύεται στις μαθητευόμενες γκέισες. Μετά από αυτή τη δοκιμασία η Σαγιουρί μπορεί να γίνει γκέισα. Τώρα μπορεί να διασκεδάζει μόνη της τους άντρες, υπουργούς, στρατηγούς, προέδρους επιχειρήσεων, ανώτατους κρατικούς λειτουργούς, πρέσβεις, δημάρχους, γιατρούς, στις διάφορες οτσαγιά της Γκιόν και του Κιότο. Οργανώνονται πάρτι, εκδρομές, βραδιές τσαγιού, δείπνα, ομαδικοί ύπνοι, χοροί και χοροεσπερίδες όπου η Σαγιουρί είναι πάντα περιζήτητη. Την έχουν βάλει στο μάτι ο Νόμπου, αντιπρόεδρος της Ιουάμουρα Ελέκτρικ, ένας βαρόνος, ένας γιατρός, ο δόκτωρ Κάβουρας και ένας χαμηλόμισθος στρατηγός, ο Τότορι. Ολοι την θέλουν «αποκλειστική» και «ερωμένη» τους, που σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να την επισκέπτονται δύο με τρεις φορές την εβδομάδα και ότι κανένας άλλος άντρας δεν θα την «αγγίζει».
Είναι πολλοί οι άντρες που θέλουν να «αγγίζουν» τη Σαγιουρί, αλλά αυτό εκείνη το βλέπει ως κάτι σκληρό, απάνθρωπο και άνευ ενδιαφέροντος. Οι γκέισες βλέπουν τους εαυτούς τους «σαν κομμάτια πηλού» που είχαν πάνω τους αποτυπωμένα για πάντα τα ίχνη όλων των χεριών που τις άγγιξαν. Η Σαγιουρί δεν μπορεί να φιλοσοφεί συνέχεια, να σκέφτεται για πολύ το τι συμβαίνει στη ζωή της, γιατί δεν ξέρει ακόμη το πεπρωμένο της. Αντί να θλίβεται, «ετοιμάζεται για την οτσαγιά», γιατί «δεν υπάρχει καλύτερο φάρμακο από τη δουλειά».
Μεσολαβεί ο πόλεμος και η ιαπωνική κυβέρνηση το 1941 κλείνει όλες τις περιοχές των οτσαγιά· οι οκιγιά βάζουν λουκέτο. Οι γκέισες βρίσκονται χωρίς δουλειά. Η Σαγιουρί θα τεθεί υπό την προστασία του Νόμπου, τον οποίο η Σαγιουρί δεν συμπαθεί καθόλου, ενώ αντίθετα είναι τσιμπημένη με τον πρόεδρο της Ιουάμουρα Ελέκτρικ. Θα περάσουν τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και, μετά τον πόλεμο, η Σαγιουρί θα ανταλλάξει το πρώτο φιλί με τον πρόεδρο, θα νιώσει για πρώτη φορά πάθος στην ηλικία των είκοσι τεσσάρων χρόνων της είναι και η πρώτη φορά που κάποιος αγγίζει τα χείλη της.
Ετσι η Σαγιουρί θα μπορέσει να ζήσει το όνειρό της: να ζει, έστω και για λίγο, με τον πρόεδρο, τον οποίο οι δουλειές του τον φέρνουν στη Νέα Υόρκη, όπου και θα μετακομίσει, ανοίγοντάς της, ο εύπορος πρόεδρος, τη δική της οτσαγιά.
Το πώς μπόρεσε ένας Αμερικανός να γράψει ένα τόσο υψηλών προδιαγραφών ιαπωνικό μυθιστόρημα από τη σκοπιά μιας γυναίκας αλλά και το πρώτο του μυθιστόρημα έχει μια εξήγηση. Εζησε για πολλά χρόνια στην Ιαπωνία, όπου σπούδασε ιαπωνική τέχνη και ιστορία, εργάστηκε στο Τόκιο και συζήτησε εκτεταμένα με την Ιουασάκι Μινέκο, μια από τις μεγαλύτερες γκέισες της δεκαετίας του '60 και του '70, η οποία και τον δέχτηκε στο σπίτι της στο Κιότο το 1992. Φυσικά η ιστορία της Σαγιουρί είναι φανταστική, όχι όμως και τα ιστορικά γεγονότα που την περιβάλλουν. Αλλά φανταστική είναι και η ικανότητα και το ταλέντο του συγγραφέα να μπαίνει τόσο βαθιά στη ζωή, στη σκέψη και στο κορμί μιας γκέισας. Οσον αφορά τη μετάφραση, θα έλεγα ότι, αν εξαιρέσει κανείς δύο-τρία αδύνατα σημεία (μεταφράζεται «αλμανάκ» ο καζαμίας, «μαλλί» οι τρίχες στα ευαίσθητα σημεία της γυναίκας και Μπρούκλιν το Μπρούκλαϊν), είναι αρκετά καλή.
Ντίνος Σιώτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-05-1998
H ιστορία της Σαγιουρί ξεκινά το 1929, όταν το κοριτσάκι με τα παράξενα γκριζογάλανα μάτια ξεριζώνεται από το ψαροχώρι όπου ζει με την οικογένειά του, για να πουληθεί σε ένα από τα πιο γνωστά σπίτια γκεϊσών. Mέσα στην ατμόσφαιρα παρακμής του Kιότο, η Σαγιουρίπρέπει να μάθει την τέχνη της γκέισας: χορό και μουσική, τα μυστικά του κιμονό και του εξεζητημένου μακιγιάζ, τον τρόπο σερβιρίσματος του σακέ και τις μεθόδους ψυχαγωγίας των ισχυρών ανδρών - με οποιοδήποτε προσωπικό κόστος. Tο ξέσπασμα, όμως, του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάζει τα σπίτια με τις γκέισες να κλείσουν κι έτσι η Σαγιουρί, με ελάχιστα χρήματα κι ακόμα λιγότερη τροφή, πρέπει να βρεθεί, για άλλη μια φορά, αντιμέτωπη με τη μοίρα της.Kαι πρέπει, ακόμα, να κερδίσει το μοναδικό άνδρα που αγάπησε στη ζωή της, έστω κι αν αυτό σημαίνει την αυτοεξορία της από την Iαπωνία.
Aποκαλύπτοντάς μας τον κόσμο της ομορφιάς και της σκληρότητας που κρύβουν τα παραβάν από ρυζόχαρτο -εκεί όπου τα πάντα κρίνονται από τα φαινόμενα και όπου η αγνότητα ενός νεαρού κοριτσιού γίνεται αντικείμενο άγριου πλειστηριασμού-, οι Aναμνήσεις μιας Γκέισας γίνονται το έπος μιας ολόκληρης εποχής και ταυτόχρονα μια νουβέλα που προκάλεσε ήδη παγκόσμια αίσθηση.
Ένα εκπληκτικό δημιούργημα, γεμάτο με χάρη και ευαισθησία, από έναν εξαιρετικά ταλαντούχο νέο συγγραφέα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ετερότητα, το άλλο στη λογοτεχνία δεν είναι κάτι καινούργιο. Οπως πριν από πενήντα χρόνια ο Ρώσος Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ έγραψε τη «Λολίτα», ένα αμερικανικό μυθιστόρημα, έτσι και σήμερα ο Βρετανός Λουί ντε Μπερνιέρ γράφει ένα ελληνικό μυθιστόρημα («Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι», Ψυχογιός). Και όπως μια Ελληνίδα, η Σώτη Τριανταφύλλου, έγραψε δύο αμερικανικά μυθιστορήματα («Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» και «Υπόγειος ουρανός», Πόλις), έτσι και ένας Αμερικανός, ο Αρθουρ Γκόλντεν, γράφει ένα ιαπωνικό μυθιστόρημα, τις «Αναμνήσεις μιας γκέισας». Το μυθιστόρημα του Αρθουρ Γκόλντεν είναι όμως διπλά «έτερον», διότι όχι μόνο το γράφει από τη σκοπιά ενός Ιάπωνα, αυτός, ένας Αμερικανός, αλλά, αλλάζοντας φύλο, γίνεται ο ίδιος γκέισα ως αφηγητής, λέγοντας με έναν εκπληκτικά ιαπωνικό τρόπο την ιστορία της Σαγιουρί, μιας από τις πλέον διαβόητες γκέισες του Κιότο κατά τις δεκαετίες του '40 και του '50.
Ολα ξεκινάνε ένα απόγευμα του 1930 στο ψαροχώρι Γιορόιντο, όπου η μικρή Τσίγιο, έπειτα από ένα γλίστρημα στον βροχερό δρόμο, συναντά τον ιχθυέμπορο Τανάκα Ιτσίρο ένα απόγευμα που είναι ταυτοχρόνως και το καλύτερο και το χειρότερο της ζωής της. Τώρα το πώς γίνεται ένα απόγευμα να είναι και το καλύτερο και το χειρότερο στη ζωή ενός παιδιού είναι κάτι που θα το μαθαίνει ο αναγνώστης αργά και απολαυστικά ενώ θα διαβάζει ένα προς ένα τα τριάντα πέντε κεφάλαια του σαγηνευτικού αυτού μυθιστορήματος, καθώς η μικρή Τσίγιο με την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερη αδελφή της Σάτσου θα πωληθούν στο Κιότο θα τις «υιοθετήσουν» για το καλό τους, υποτίθεται, με το αζημίωτο βέβαια, γιατί στο χωριό τους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, με έναν πατέρα γέρο που όλη μέρα μπαλώνει δίχτυα για το ψάρεμα και μια μητέρα που πεθαίνει από καρκίνο.
Με το που θα φθάσουν στο Κιότο οι δύο αδελφές θα χωριστούν. Τη μικρότερη, τη δεκάχρονη Τσίγιο, οι νέοι ιδιοκτήτες της την προορίζουν για γκέισα και την βάζουν σε μια οκιγιά που δεν είναι απλώς ένας τόπος διαμονής των γκεισών αλλά και ένα είδος πρακτορείου που αναλαμβάνει την εκπαίδευση και προώθησή τους στην αγορά, δηλαδή σκοπός τους θα είναι να κρατούν συντροφιά σε εύπορους και ισχυρούς άντρες ενώ η μεγαλύτερη, η Σάτσου, θα μπει κατευθείαν σε μια τζορούγια, που είναι απλώς πορνείο. Επειτα από μια αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης της Τσίγιο για να συναντήσει την αδελφή της και μαζί να επιστρέψουν στο ψαροχώρι τους, στο Γιορόιντο, η Τσίγιο θα τεθεί υπό αυστηρό περιορισμό. Μετά από έξι μήνες όμως στην Γκιόν, το προάστιο του Κιότο με τις οκιγιά, ο μισός εαυτός της Τσίγιο ζει μέσα στο όνειρο της επιστροφής στο σπίτι και ο άλλος μισός είναι φυλακισμένος στο οικοτροφείο γκεϊσών.
Στα δώδεκά της η Τσίγιο δεν είναι ένα σαστισμένο παιδί ούτε αισθάνεται «σαν ένα κομμάτι χαρτί που το φυσά ο άνεμος», αλλά είναι σαν να έχει κιόλας περάσει τα είκοσι. Συνειδητοποιεί ότι προορίζεται για γκέισα και ότι δεν έχει άλλη επιλογή. Το θέμα όμως δεν είναι να γίνει γκέισα αλλά να ζήσει ως γκέισα. Το να γίνει γκέισα δεν αποτελεί σκοπό στη ζωή αλλά το να ζει ως γκέισα είναι σαν ένα σκαλοπάτι που θα την φέρει πιο κοντά σε κάτι άλλο. Στα δώδεκά της χρόνια η Τσίγιο έχει αρχίσει να μοιάζει περισσότερο με γυναίκα παρά με κοριτσάκι. Το σώμα της «θα έμενε λεπτό σαν κλαράκι για κάνα δυο χρόνια ακόμα», αλλά το πρόσωπό της δεν έχει πια την παιδιάστικη στρογγυλάδα, τρυφερότητα και απαλότητα.
Στη μόρφωσή της η μικρή Τσίγιο τα πηγαίνει πολύ καλά, στην τάξη της είναι η πρώτη. Παρακολουθεί μαθήματα κιθάρας, χορού, τραγουδιού και τελετής τσαγιού. Στην οκιγιά υπάρχει μια ιεραρχία που γίνεται σεβαστή από όλες τις γυναίκες. Υπάρχει η γιαγιά, η μητέρα, η θείτσα, οι γκέισες, οι μαθητευόμενες γκέισες, οι υπηρέτριες και ένας άντρας για τις βαριές δουλειές. Μια από τις βασικές αρχές των γκεϊσών είναι η διακριτικότητα και ο κόσμος των γκεϊσών βασίζεται στο ιαπωνικό «πιστεύω» ότι αυτά που συμβαίνουν το πρωί στο γραφείο και εκείνα που διαδραματίζονται το βράδυ πίσω από τις κλειστές πόρτες των οτσαγιά (που είναι τα μέρη όπου οι γκέισες προσφέρουν τις υπηρεσίες τους) δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και οφείλουν «να παραμένουν χωριστά και στεγανοποιημένα». Ολα αυτά τα μαθαίνει η Τσίγιο, κατέχει όλα τα μυστικά της επιτυχίας και η φυσική της ομορφιά, τα κάλλη της, το όμορφο σώμα της, τα γκριζοπράσινα μάτια της, η καλή της παιδεία είναι τα εφόδια που της υπόσχονται μια λαμπρή καριέρα ως γκέισα. Ακολουθεί η τελετή για να γίνει δόκιμη γκέισα και η αλλαγή του ονόματος. Το νέο της όνομα είναι Σαγιουρί, ένα όνομα που προέρχεται από το «σα», που σημαίνει «μαζί», το «γιου», από το ζωδιακό σύμβολο της κότας, και το «ρι» που σημαίνει «κατανόηση».
Ενα πολύ μεγάλο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στο ξεπαρθένεμα της Τσίγιο ξεπαρθένεμα που βγαίνει στη δημοπρασία μεταξύ των πιο εύπορων αντρών της περιοχής και πιάνει το υψηλότερο ποσό που έφθασε ποτέ το ξεπαρθένεμα μαθητευόμενης γκέισας εκείνη την εποχή. Πλειοδοτεί ένας γιατρός, ο οποίος ειδικεύεται στις μαθητευόμενες γκέισες. Μετά από αυτή τη δοκιμασία η Σαγιουρί μπορεί να γίνει γκέισα. Τώρα μπορεί να διασκεδάζει μόνη της τους άντρες, υπουργούς, στρατηγούς, προέδρους επιχειρήσεων, ανώτατους κρατικούς λειτουργούς, πρέσβεις, δημάρχους, γιατρούς, στις διάφορες οτσαγιά της Γκιόν και του Κιότο. Οργανώνονται πάρτι, εκδρομές, βραδιές τσαγιού, δείπνα, ομαδικοί ύπνοι, χοροί και χοροεσπερίδες όπου η Σαγιουρί είναι πάντα περιζήτητη. Την έχουν βάλει στο μάτι ο Νόμπου, αντιπρόεδρος της Ιουάμουρα Ελέκτρικ, ένας βαρόνος, ένας γιατρός, ο δόκτωρ Κάβουρας και ένας χαμηλόμισθος στρατηγός, ο Τότορι. Ολοι την θέλουν «αποκλειστική» και «ερωμένη» τους, που σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να την επισκέπτονται δύο με τρεις φορές την εβδομάδα και ότι κανένας άλλος άντρας δεν θα την «αγγίζει».
Είναι πολλοί οι άντρες που θέλουν να «αγγίζουν» τη Σαγιουρί, αλλά αυτό εκείνη το βλέπει ως κάτι σκληρό, απάνθρωπο και άνευ ενδιαφέροντος. Οι γκέισες βλέπουν τους εαυτούς τους «σαν κομμάτια πηλού» που είχαν πάνω τους αποτυπωμένα για πάντα τα ίχνη όλων των χεριών που τις άγγιξαν. Η Σαγιουρί δεν μπορεί να φιλοσοφεί συνέχεια, να σκέφτεται για πολύ το τι συμβαίνει στη ζωή της, γιατί δεν ξέρει ακόμη το πεπρωμένο της. Αντί να θλίβεται, «ετοιμάζεται για την οτσαγιά», γιατί «δεν υπάρχει καλύτερο φάρμακο από τη δουλειά».
Μεσολαβεί ο πόλεμος και η ιαπωνική κυβέρνηση το 1941 κλείνει όλες τις περιοχές των οτσαγιά· οι οκιγιά βάζουν λουκέτο. Οι γκέισες βρίσκονται χωρίς δουλειά. Η Σαγιουρί θα τεθεί υπό την προστασία του Νόμπου, τον οποίο η Σαγιουρί δεν συμπαθεί καθόλου, ενώ αντίθετα είναι τσιμπημένη με τον πρόεδρο της Ιουάμουρα Ελέκτρικ. Θα περάσουν τα δύσκολα χρόνια του πολέμου και, μετά τον πόλεμο, η Σαγιουρί θα ανταλλάξει το πρώτο φιλί με τον πρόεδρο, θα νιώσει για πρώτη φορά πάθος στην ηλικία των είκοσι τεσσάρων χρόνων της είναι και η πρώτη φορά που κάποιος αγγίζει τα χείλη της.
Ετσι η Σαγιουρί θα μπορέσει να ζήσει το όνειρό της: να ζει, έστω και για λίγο, με τον πρόεδρο, τον οποίο οι δουλειές του τον φέρνουν στη Νέα Υόρκη, όπου και θα μετακομίσει, ανοίγοντάς της, ο εύπορος πρόεδρος, τη δική της οτσαγιά.
Το πώς μπόρεσε ένας Αμερικανός να γράψει ένα τόσο υψηλών προδιαγραφών ιαπωνικό μυθιστόρημα από τη σκοπιά μιας γυναίκας αλλά και το πρώτο του μυθιστόρημα έχει μια εξήγηση. Εζησε για πολλά χρόνια στην Ιαπωνία, όπου σπούδασε ιαπωνική τέχνη και ιστορία, εργάστηκε στο Τόκιο και συζήτησε εκτεταμένα με την Ιουασάκι Μινέκο, μια από τις μεγαλύτερες γκέισες της δεκαετίας του '60 και του '70, η οποία και τον δέχτηκε στο σπίτι της στο Κιότο το 1992. Φυσικά η ιστορία της Σαγιουρί είναι φανταστική, όχι όμως και τα ιστορικά γεγονότα που την περιβάλλουν. Αλλά φανταστική είναι και η ικανότητα και το ταλέντο του συγγραφέα να μπαίνει τόσο βαθιά στη ζωή, στη σκέψη και στο κορμί μιας γκέισας. Οσον αφορά τη μετάφραση, θα έλεγα ότι, αν εξαιρέσει κανείς δύο-τρία αδύνατα σημεία (μεταφράζεται «αλμανάκ» ο καζαμίας, «μαλλί» οι τρίχες στα ευαίσθητα σημεία της γυναίκας και Μπρούκλιν το Μπρούκλαϊν), είναι αρκετά καλή.
Ντίνος Σιώτης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-05-1998
Κριτικές
04/09/2017, 20:38
27/08/2013, 11:25
03/09/2009, 10:22
31/07/2009, 14:19