0
Your Καλαθι
Υπερ-Ατλαντικός
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ένα πολωνικό υπερωκεάνιο διασχίζει αμέριμνο τον Ατλαντικό, με προορισμό το Μπουένος Άιρες. Από εκεί, λίγες ημέρες μετά, στο άκουσμα της είδησης του πολέμου, αναχωρεί εσπευσμένα για την Ευρώπη. Μαζί του επιστρέφουν και όλοι του οι επιβάτες εκτός από έναν: τον νεαρό Πολωνό συγγραφέα Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Ενώ ο πόλεμος μαίνεται και τα χιτλερικά στρατεύματα εισβάλλουν στην Πολωνία, εκείνος αγωνίζεται για να υπάρξει υλικά, πνευματικά και ηθικά πέραν του Ατλαντικού.
Στον Υπερ-Ατλαντικό, ωστόσο, δεν εξιστορούνται απλώς οι περιπέτειες, οι αγωνίες, τα αδιέξοδα ενός αυτοεξόριστου, αλλά αναζητείται επίμονα ή έννοια και το βαθύτερο νόημα της πατρίδας, του έθνους, του ατόμου, του πολέμου, της τιμής, του φύλου, της τέχνης και του έρωτα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οντως στο μυθιστόρημά του «Υπερ-Ατλαντικός», γραμμένο το 1947, ο σημαντικός Πολωνός δραματουργός και πεζογράφος Βίτολντ Γκομπρόβιτς (1904-1969), προσποιείται αφ' ενός ότι συνθέτει μια «τραγική» πρόζα, ενώ στην ουσία γελοιοποιεί (γελοιογραφεί σχηματίζοντας καρικατούρες), και αφ' ετέρου, αντιστρέφοντας την τυπική έννοια του ιλαροτραγικού, παρουσιάζει ως φαιδρό κάτι αδιέξοδο, για να μην πω τραγικό, αφού ο Γκ. δεν θέλει να παγιώνεται σε μία σταθερή διάθεση, διακωμωδώντας τα πάντα με πικρό ταυτόχρονα χιούμορ.
Στόχος του βιτριολικού αυτού δημιουργού ήταν η κατάργηση κάθε έννοιας απόλυτου σε όλα τα επίπεδα, ατομικά και συλλογικά. Η μανιακή του αντίθεση απέναντι σε κάθετι «ορισμένο», τον οδήγησε σε μια γραφή η οποία αυτοδιακωμωδείτο, υπονόμευε τα διάφορα στιλ και γινόταν, μέσα απ' αυτήν τη στάση, μια μεγάλη μεταφορά για το υπαρξιακό.
Κάνοντας προσπάθεια για να πλησιάσει κανείς το ύφος του συγγραφέα της «Οπερέτας», πρέπει να εξαντλήσει διάφορες οπτικές, οι οποίες και πάλι θα τον κρατούν στην περιφέρεια και όχι πλησίον του πυρήνα της εκφραστικής του Γκ. Είχα σημειώσει σε άλλη ευκαιρία ότι ο Γκομπρόβιτς παραμένει ένα αίνιγμα για τους γραμματολόγους. Ο πρώτος συνεχώς μετατοπίζεται απέναντι στους στόχους του με ανατρεπτική ειρωνεία, χλεύη για τα πάντα και κυρίως για τον εαυτό του...
Ισως γι' αυτό το τελευταίο (την αυτοκαταδίκη του) ορισμένοι κριτικοί τον έχουν παραλληλίσει με τον Ζορζ Μπατάιγ, όσον αφορά στην κατάληξη της ματιάς και των δύο, η οποία διαπερνά (και) το ερωτικό στοιχείο. Ο Γάλλος, «καταραμένος» συγγραφέας, δεν έγραφε ότι «ο άνθρωπος δεν μπορεί ν' αγαπήσει απόλυτα τον εαυτό του εάν δεν τον καταδικάσει»; Ο Γκ. δεν απέφυγε, λοιπόν, να συγκαταλέξει ανάμεσα στις καρικατούρες χαρακτήρων που του άρεσε να φιλοτεχνεί και τον ίδιο του τον εαυτό, εξευτελίζοντάς τον, ακριβώς μήπως και τον συμπονέσει, κατά το πνεύμα του αγαπητού στον Γκ., ομοτέχνου του, Μπατάιγ.
Ο Γκ. υιοθέτησε διάφορα στιλ, εμμέσως ή ανοιχτά, παραλλήλως ή ταυτοχρόνως, τα οποία διαπερνούσε η φάρσα, η παρωδία, η αίσθηση του ιλαροτραγικού, όπως είπαμε. Ακόμα και η προσέγγιση του ερωτισμού -ενός κυρίαρχου στοιχείου στην προβληματική του Γκ.- γίνεται με όρους ειρωνείας, σαρκασμού. Καίτοι ο συγγραφέας μάς έχει δηλώσει ότι «δεν πιστεύει σε μια φιλοσοφία μη ερωτική» και ότι «δεν εμπιστεύεται μια άποψη κόντρα στη σεξουαλικότητα» και η περιοχή αυτή γίνεται στόχος της ασταμάτητης λοιδορίας του απέναντι στα πάντα.
Περιορίζοντας αρκετά τα πράγματα, με ισχυρή δόση αφαίρεσης, θα ορίζαμε τον Γκομπρόβιτς ως συγγραφέα «μαύρων κωμωδιών». Ολα μπορεί και οφείλει κάποιος να τα ορρωδήσει, μάς λέει ο δημιουργός της «Πορνογραφίας» και του «Φερντιντούρκε». Και, μάλιστα, ας μη διστάσει μπροστά σε ηθικού τύπου αναστολές. Το γεγονός, επίσης, ότι έχουμε μπροστά μας εδραία την ανωριμότητα και αναπηρία (αυτό δεν μας επεσήμανε ανοιχτά στην «Πορνογραφία του»;), μας απελευθερώνει όσον αφορά στα εκφραστικά μέσα: μπορούμε να φθάσουμε στα άκρα την παρώδηση. Ανακαλώντας στη μνήμη μας έναν από τους βασικούς ορισμούς της κωμωδίας και παραφράζοντάς τον, θα καταλήγαμε να αντιμετωπίζουμε το είδος, με τη βοήθεια του Γκ., μεταξύ άλλων, και ως «...μία εξεζητημένη δραματοποίηση του βασικότερου αστεϊσμού, ότι δηλαδή το ανθρώπινο πνεύμα είναι παγιδευμένο μέσα μας και πρέπει να εξωτερικευθεί με διάμεσο τη γραφή...». Ο Γκ. δραματοποιεί εξεζητημένα τον προηγούμενο αστεϊσμό και με όπλο τη γραφή εξαπολύει τους «γελοίους» μύδρους του προς κάθε κατεύθυνση.
Στο μυθιστόρημά του «Υπερ-Ατλαντικός» βασικά «ταμπού» καταργούνται, χλευάζονται, πτύονται: μια «καρναβαλίστικη» διάθεση διαλύει το σύμπαν. Πατρίς, θρησκεία, σεξουαλικότητα, ατομική και συλλογική μυθολογία κάθε μορφής ποδοπατούνται, δηλητηριάζονται, ξεφωνίζονται... Παρ' όλ' αυτά δεν κυριαρχεί καμιά ρυπαρότητα. Μυστήριο τι κρατάει στον αφρό τόση χολή και δεν τη βυθίζει μαζί με τα θύματά της... Ισως, όπως προανέφερα, η συμμετοχή του Γκ. σε όλο αυτό το φαιδρό σκηνικό, μία από τις κύριες επιδιώξεις του. Η ανελέητη αυτοταπείνωσή του και μια αόριστη έκκληση σωτηρίας που διαχέεται στο σύνολο της έκθεσης των γεγονότων εξαγνίζει τον πομπό (και το δέκτη).
Η Αργεντινή κατά την έναρξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι το θέατρο της δράσης. Ενα πολωνικό υπερωκεάνιο φεύγει από το Μπουένος Αϊρες αφήνοντας πίσω του ένα συγγραφέα, τον Γκομπρόβιτς (ο οποίος, όντως, έμεινε εκεί αρκετά χρόνια). Κρατώντας ατόφια ορισμένα αυτοβιογραφικά στοιχεία, ο τελευταίος επιδίδεται σε ένα ...όργιο απομυθοποίησης της περιπέτειάς του εις την ξένην. Σε ένα παροξυσμικό ύφος, περιγράφει τις σχέσεις του με τους επίσημους διπλωματικούς αντιπροσώπους της πατρίδος του στην Αργεντινή, καθώς και με συμπατριώτες του εμπόρους. Το στιλ του θυμίζει Ιονέσκο: οι λέξεις συντρίβονται άδοξα κάτω από το βάρος κενών σημασιών μετατρέποντας σε φιάσκο την υπόθεση της επικοινωνίας. Το σώμα, ελεεινό, ακολουθεί αυτή τη φάρσα. Μερικές φορές σου δημιουργείται η αίσθηση ότι ο Γκ. είχε στο νου του έναν ορισμό της φάρσας δηλαδή ως «κωμωδία από την οποία απουσιάζει η καλοσύνη». Αλλά, είπαμε, ο ίδιος ο συγγραφέας εμπλέκεται σε όλη αυτή την ιστορία των παράλληλων διαδρομών και από σχολιαστής γίνεται θύμα εντέλει. Το τελευταίο δεν σημαίνει, βέβαια, ότι του λείπει η κριτική διάθεση, αλλά «όμοιος ομοίω...» αφήνει το γαϊτανάκι να τυλιχθεί. Ετσι όλο και βυθίζεται σαρκάζοντας και αυτογελοιοποιούμενος στα ενδότερα του πολωνικού λόμπι, που κάθε άλλο παρά σοβαρό είναι. Τα περιστατικά που διεκτραγωδούνται, χρωματισμένα με μια εσκεμμένη θεατρικότητα, καταδικάζουν βίαια τους χαρακτήρες. Το ασπρόμαυρο κυριαρχεί: το γελοίο αναδύεται σε κάθε βήμα, ο φαμφαρονισμός, η έπαρση, η ηρωολαγνεία, η μεγαλοστομία και ο ανδρισμός μένουν απολύτως εκτεθειμένα μέσα από τις υπερβολικές υπογραμμίσεις τους. Δεν υπάρχουν χαμένοι και κερδισμένοι, βέβαια, κριτές και κρινόμενοι. Μόνον οι γελώντες πιθανότατα επιβιώνουν, κάπως ανακουφισμένοι από το βαρύ φορτίο.
Ενας από τους μοχλούς της εξόδου των πραγμάτων προς μια λύση-παρωδία είναι ο Αργεντινός γκέι Γκονσάλο, ο οποίος έχει συμβάλει στη δημιουργία ενός φινάλε καρικατούρας οπερικής κατάληξης: ερωτευμένος με αγγελικό υιό Πολωνού στρατιωτικού, ωθεί τον πρώτο σε (αποτυχημένη) απόπειρα εναντίον του Πατρός. Πριν από την «έξοδο» έχουμε παρακολουθήσει, σαν σε ταμπλό οπερέτας, διάφορες σοβαροφανείς πράξεις, που υποτίθεται ότι υπερασπίζονται την πατριωτική και προσωπική τιμή των ηρώων (μονομαχίες με άσφαιρα όπλα, λεκτικές συγκρούσεις και αψιμαχίες σε δεξιώσεις, καμποτινισμούς κ.λπ.). Το ρεαλιστικό κλίμα διασπούν «παράλογα» συμβάντα που εντείνουν την αίσθηση του παράξενα κωμικού.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Γκ. σιτίζεται σε γενικές γραμμές και από τη γραφή του «παράλογου».
Αξια συγχαρητηρίων η Τασία Χατζή για τη μεταγλώττιση ενός τόσο δύσκολου κειμένου, που ξέρουμε ότι ατύχησε στην αγγλική του εκδοχή. Απέδωσε με τους κατάλληλους ρυθμούς το ασθματικό ύφος ενός συγγραφέα ο οποίος αντιμετώπισε τον κόσμο με ένα μορφασμό που έμοιαζε με γέλιο...
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/02/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οταν κανείς αποφασίζει να έρθει σε ρήξη με τα καθιερωμένα, είτε αυτό γίνεται μέσω της φόρμας είτε μέσω του περιεχομένου - είτε και των δύο μαζί -, αναλαμβάνει αναμφισβήτητα ένα ρίσκο. Συχνά όμως από τη ρήξη αυτή ξεπηδά το κίνητρο που γίνεται και η θρυαλλίδα της δημιουργικότητάς του. Ετσι τουλάχιστον φαίνεται να έχουν τα πράγματα στην περίπτωση του Γκομπρόβιτς, του «ποιητή της φόρμας», όπως ονόμαζε τον εαυτό του. Γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο του που να μην κινείται στα όρια της πρόκλησης, της ντελικάτης φάρσας και του παράλογου και όπου «γελοιοποιώντας» τα βαθύτερα υπαρξιακά ερωτήματα φιλοδοξεί περισσότερο να «ενοχλήσει» παρά να παρασύρει τον αναγνώστη, όπως άλλωστε ομολογεί και ο ίδιος. Τα βιβλία του είναι ημιαυτοβιογραφικά και ο ίδιος επιλέγει να αφηγείται από μια θέση «επαμφοτερίζουσα» από όλες τις απόψεις (στην Πορνογραφία είναι η θέση του ηδονοβλεψία), που εντοπίζεται στο σημείο επαφής, στην τομή μεταξύ αστείου και σοβαρού, μεταξύ τραγικού και φαιδρού.
Στον Υπερ-Ατλαντικό - βιβλίο με πολλές γλωσσικές ιδιαιτερότητες και στοιχεία από την πολωνική προφορική παράδοση - αφηγείται τις πρώτες αναμνήσεις του από την Αργεντινή, στην οποία έφτασε λίγο πριν από την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. «... Ενα μήνα πριν απ' τον πόλεμο, έφυγα για την Αργεντινή όπου χρειάστηκε να μείνω είκοσι τρία χρόνια. Κι αυτό έγινε τελείως τυχαία. (...) Διαβάζω καμιά φορά στις εφημερίδες πως πήγα στην Αργεντινή για ν' αποφύγω τον πόλεμο. Καθόλου. Δεν ήταν σε καμιά περίπτωση λιποταξία αυτό που έκανα. Παρουσίασα στον Υπερ-Ατλαντικό τον εαυτό μου λιποτάκτη επειδή ηθικά ήμουν λιποτάκτης. Ο,τι και να πει όμως κανείς, ήμουν συγκλονισμένος, εκμηδενισμένος, αλλά κι ευτυχισμένος που ως εκ θαύματος είχα βρεθεί προφυλαγμένος πίσω απ' τον ωκεανό...» θα πει αργότερα ο ίδιος. Στο βιβλίο αυτό, ο ήρωας-Γκομπρόβιτς είναι ένας νεαρός πολωνός συγγραφέας που προσπαθεί να εξασφαλίσει τα προς το ζειν στον τόπο εκείνο που «αποκλείστηκε» λόγω του πολέμου. Γνωρίζεται τότε τυχαία με τον ευκατάστατο, παιδεραστή (πούτο στην τοπική διάλεκτο) Γκονσάλο, ο οποίος ερωτεύεται τον νεαρό Πολωνό Ιγνάτιο, γιο ενός αξιοσέβαστου πρώην στρατιωτικού. Ο Γκονσάλο, που είναι επιπλέον αρκετά μεγάλος σε ηλικία, χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές προκειμένου να προσεγγίσει ερωτικά τον νεαρό. Μέσα σ' αυτήν την ιδιαίτερη προσωπική και ιστορική συγκυρία διατρανώνονται τα ηθικά διλήμματα του ήρωα-Γκομπρόβιτς, καθώς του δίνεται μάλιστα η δυνατότητα να αναλάβει τον ρόλο του ρυθμιστή και να σπρώξει τον νεαρό στην αγκαλιά του έκφυλου γέρου ή να τον προστατέψει απ' αυτόν.
Η καυστικότητα του συγγραφέα δεν έχει όριο καθώς ανατέμνει και τις δύο πλευρές προκειμένου να αποτινάξει κάθε σοβαροφάνεια από το βαθύτερο νόημα που - πιθανά - έχουν η τιμή, η σεξουαλικότητα, η πατρίδα και το φύλο. Χωρίς να δοθεί λύση ή απάντηση, τα διλήμματα και τα ερωτήματα τελικά καταλύονται από ένα παλιρροϊκό κύμα γέλιου! Ετσι όπως και στην Πορνογραφία, ο Γκομπρόβιτς αποτολμά να αντιπαραθέσει στα ιδανικά της Ανωτερότητας και της Τελειότητας τη ροπή της ανθρώπινης φύσης προς την Ατέλεια, την Κατωτερότητα και τη Νιότη. Δεν θα μπορούσαμε να αποτιμήσουμε βέβαια το έργο του Γκομπρόβιτς (και ιδιαίτερα τον Υπερ-Ατλαντικό) ανεξάρτητα από τον ιστορικό χρόνο στον οποίο δημιουργήθηκε. Μόνο σε σχέση μ' αυτόν μπορούμε να αντιληφθούμε το ρηξικέλευθο του εγχειρήματος σε όλα τα επίπεδα. Μπορούμε όμως και πρέπει να πούμε ότι αποτελεί ακόμη και σήμερα μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξασκήσουμε τις δημιουργικές μας ικανότητες ως αναγνώστες.
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 24-03-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις