0
Your Καλαθι
Αρρία Μαρκέλλα και άλλα φανταστικά διηγήματα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω το όνειρο από την εγρήγορση, και δεν ήξερα πού άρχιζε η πραγματικότητα και πού τελείωνε η παραίσθηση. [...] Δύο σπείρες που διασταυρώνονται η μία με την άλλη και συγχέονται δίχως ποτέ να αγγίζονται αναπαριστούν πολύ καλά εκείνη τη δικέφαλη ζωή που υπήρξε η δική μου».
Σε όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του, ο Theophile Gautier υπηρέτησε το λογοτεχνικό είδος του φανταστικού. Έγραψε ο ίδιος φανταστικές νουβέλες και διηγήματα, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εισαγωγή συγγραφέων όπως ο και ο στη Γαλλία, συμμετείχε ενεργά στο διάλογο με τους συγγραφείς της εποχής του. Η λογοτεχνική του επικράτεια βρίσκεται στο σημείο συνάντησης του ρομαντισμού και του αισθητισμού, σ' έναν κόσμο που ακροβατεί στα σύνορα του πραγματικού και του εξωπραγματικού. Δημιουργεί μια λογοτεχνία του ονείρου, όπου η επιθυμία προβάλλεται σ' έναν κόσμο έξω από τους περιορισμούς του χρόνου και του εφικτού, όπου το ιδεώδες γίνεται απτό και ταυτόχρονα επικίνδυνο και απειλητικό. Το παρελθόν και το μέλλον συμπλέκονται, κόσμοι περασμένοι και υπερβατικοί ζωντανεύουν, γυναίκες φαντάσματα επανέρχονται στη ζωή.
Τα διηγήματα αυτού του τόμου συστήνουν με τον καλύτερο τρόπο ένα συγγραφέα που ολόκληρο το έργο του υπήρξε η γέφυρα μεταξύ της αισιοδοξίας του πρώιμου ρομαντισμού και της σκληρής διάψευσης που εκφράστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα από το κίνημα του ρεαλισμού.
Η έκδοση συνοδεύεται από εκτενή εισαγωγή του Marc Eigeldinger, επιμελητή της γαλλικής έκδοσης του 1981 των Φανταστικών Διηγημάτων του Γκωτιέ, επίμετρο της μεταφράστριας με τίτλο "Ο εφιαλτικός τόπος του ιδεώδους" και αναλυτική εργοβιογραφία του Θεόφιλου Γκωτιέ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εδώ βρισκόμαστε στην επικράτεια του φανταστικού, στη «δεύτερη ζωή» του ονείρου. Στα υποβλητικά διηγήματα του Θεόφιλου Γκοτιέ, ψευδαίσθηση και πραγματικότητα, φαντασιακό και βίωμα συγχέονται, παρασύροντας το υποκείμενό τους σε έναν ίλιγγο μέσα στον οποίο όταν δεν χάνει εντελώς την αίσθηση της ταυτότητας, πάντως σίγουρα βιώνει ένα ριζικό διχασμό. Σ' αυτό όμως το σύμπαν τα όρια εφικτού και ανέφικτου καταργούνται· ο «πυρετός του ανέφικτου» που κατατρώγει το συγγραφέα σαν οντολογική ασθένεια μονάχα εδώ κατασιγάζεται κάπως. Μήπως και αυτό το φανταστικό σύμπαν δεν πλάθεται μόνο και μόνο ως τόπος δυνητικότητας του ανέφικτου, τόπος όπου μπορεί να προβληθεί ο πόθος που στο ταπεινό παρόν μένει αλυσιτελής;
Από την «Ερωτευμένη νεκρή» και το «Πόδι της μούμιας» ως τον «Διπλό ιππότη» και την «Καφετιέρα» και από την «Αρία Μαρκέλα» ώς το «Αβατάρ», τα αφηγήματα του Γκοτιέ κινούνται «στη ζώνη του λυκόφωτος όπου τίποτε δεν είναι βέβαιο και ασφαλές», καθώς σημειώνει η Έφη Γιαννοπούλου, σε έναν τόπο αμφιβολίας όπου «το όνειρο βγαίνει αληθινό, μόνο που κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν πρόκειται για αλήθεια ή ένα ακόμη όνειρο»: εκεί οι αγαπημένες νεκρές επιστρέφουν κάνοντας τον αφηγητή να ξαναζεί έναν «αναδρομικό έρωτα»· μόνο που αν η αμφιβολία επιτρέπει την απαγορευμένη ηδονή, ταυτόχρονα τη συνθλίβει κάτω από το αβάσταχτο βάρος της. Αν σήμερα ξαναδιαβάζουμε με τόση απόλαυση τα φανταστικά διηγήματα του Γκοτιέ, δεν είναι γιατί μας συγκινεί μονάχα η μελαγχολία της αναπόδραστης και οριστικής απώλειας που αναδίνουν, αλλά κυρίως γιατί ο χώρος της φαντασίωσης που εγκαθιστούν δεν είναι τόπος πραγμάτωσης μονάχα της ερωτικής αλλά και της ποιητικής επιθυμίας, τόπος απελευθέρωσης.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι ρίζες του φανταστικού πρέπει να αναζητηθούν στο κίνημα του ρομαντισμού, που εκδηλώνεται το 19ο αιώνα στην Ευρώπη ως αντίδραση στον κλασικισμό. Δίνοντας έμφαση στο συναίσθημα και, κυρίως, στη φαντασία, αρχίζει γρήγορα να αποδίδει καρπούς και να εξαπλώνεται στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, φτάνοντας έως και την Αμερική. Το αρχετυπικό, πρωτόγονο υλικό του, πλούσιο και πολυποίκιλο, υπάρχει στα λαϊκά παραμύθια, τους μύθους και τους θρύλους των λαών, ως μετεξελιγμένη ενδεχομένως μνήμη του χαμένου παρελθόντος. Απ' αυτό, εξάλλου, το θαυμαστό υλικό θα αντλήσει τη θεματική και τα σύμβολά του, που θα χρησιμοποιηθούν καταλλήλως διαμορφωμένα στην έντεχνη πλέον μορφή του στην ποίηση, τη νουβέλα, το διήγημα, το μυθιστόρημα. Τα αρχικά, εντυπωσιακά του δείγματα θα αποτελέσουν τις βάσεις του νέου λογοτεχνικού είδους που έμελλε να νικήσει το χρόνο και τα διάφορα «ανατρεπτικά» καλλιτεχνικά ρεύματα και να φτάσει μέχρι τις μέρες μας. Παράλληλα, στη λογοτεχνική οικογένεια θα λειτουργήσει ως αποκαλυπτικό ερέθισμα, οδηγώντας πολλά απ' τα μέλη της στην προσωπική τους δημιουργία· στη ζωογόνα αναρχικότητα της φαντασίας θα βρουν τον πραγματικό «άλλο εαυτό» τους, που θα τους απεγκλωβίσει από τα στεγανά ενός στείρου ρεαλισμού και θα τους μεταφέρει στα μυθικά τοπία του απελευθερωμένου τους «εγώ», εκεί, δηλαδή, που θα μπορέσουν να πραγματοποιήσουν με την δυναμική του Λόγου το «ανέφικτο». Απ' αυτήν την άποψη το φανταστικό με τις άπειρες δυνατότητές του, τα εξωλογικά έως και εξωφρενικά του σχήματα, είναι το γνησιότερο τέκνο του προαναφερθέντος ρομαντισμού. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι κάποια στιγμή, όπως ήταν φυσικό επόμενο, κατόρθωσε να αποκοπεί απ' τον ομφάλιο λώρο της γενεσιουργού μήτρας, να αυτονομηθεί και να δημιουργήσει το δικό του λογοτεχνικό εαυτό, διατηρώντας, όμως, στο βάθος του πάντα κάτι από τα ουσιώδη πατρικά χαρακτηριστικά: την «υγειά» αναρχία της φαντασίας και τη «ρήξη που εισάγει στη συμπαντική τάξη».
Ο Ζιλ Πιέρ Τεοφίλ Γκοτιέ (στη συνέχεια Θεόφιλος Γκοτιέ), πεζογράφος, ποιητής και κριτικός (Ταρμπ 1811-Νεϊγί σιρ Σεν 1872), είναι ο πλέον αυθεντικός και γνήσιος εκπρόσωπος του γαλλικού φανταστικού. Σε όλη του τη ζωή το υπηρέτησε με αφοσίωση και σοβαρότητα, αναζητώντας μέσα από το ονειρικό σύμπαν της όχι μόνο το θαύμα, αλλά, κυρίως, τον προαναφερθέντα άγνωστο «άλλο εαυτό», εκείνον τον πραγματικό ενδεχομένως εαυτό, που ο Αρθρούρος Ρεμπό προσδιόρισε εύστοχα με το «Εγώ είναι ένας Αλλος». Και είναι αυτός ακριβώς ο «άλλος» που «βλέπει» με το «εσωτερικό» του «βλέμμα» τους απέραντους, μαγευτικούς κόσμους της φαντασίας (όπως τονίζει στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή του ο Marc Eigeldinger), της οποίας οι ανατρεπτικές, «παράλογες συμπαραδηλώσεις, όχι μόνο δεν αναιρούν κατά έναν παράδοξο τρόπο τη δεδομένη ρεαλιστική πραγματικότητα, αλλά αντιθέτως, λειτουργούν αποκαλυπτικά, καθώς φέρνουν στο φως την «άλλη πραγματικότητα» που ενυπάρχει στο βάθος της -και περιμένει απλώς το «μάγο» που θα ανακαλύψει το κρυφό εκείνο μονοπάτι για να τον οδηγήσει στο θαυμαστό σπήλαιό της με τους ονειρεμένους θησαυρούς του Αλή Μπαμπά.
Ενας τέτοιος μάγος είναι ο Θεόφιλος Γκοτιέ· και τους θησαυρούς που βρήκε στη Χώρα των Θαυμάτων τους προσφέρει απλόχερα, για να τους χαρεί, να τους απολαύσει, να σκεφτεί και να προβληματιστεί με την παράξενη ιδιομορφία τους και ο αναγνώστης του. Αυτήν ακριβώς την ιδιομορφία που οδηγεί συνεχώς από τη μια έκπληξη στην άλλη «παγιδεύει» ο Γκοτιέ στα διηγήματά του. Στην «Ερωτευμένη νεκρή» (1836), για παράδειγμα, η ωραία Κλαριμόντ δεν επιστρέφει στη ζωή μόνο για να χαρεί τον έρωτα, αλλά και για να τραφεί με αίμα. «Ο διπλός ιππότης» (1840), πρέπει κάποια στιγμή να αντιμετωπίσει τον «άλλο» εαυτό του και ν' αποφασίσει ποιος από τους δύο θα επιβιώσει. «Οι δύο ηθοποιοί για ένα ρόλο» (1841), που καλούνται να ερμηνεύσουν τον Μεφιστοφελή, οφείλουν να παραδεχτούν ότι καλύτερος από τους δύο είναι φυσικά ο ίδιος ο Αρχοντας του Σκότους. «Η καφετιέρα» (1831) δεν είναι ένα απλώς αλλόκοτο σκεύος που περιφέρεται σε ένα επίσης αλλόκοτο δωμάτιο, αλλά η ...παραίσθηση μιας ωραίας νεκρής. «Το πόδι της μούμιας» (1840), ανήκει σε μια αρχαία Αιγυπτία πριγκίπισσα, που έρχεται τώρα να το διεκδικήσει. Η «Αρρία Μαρκέλα» (1852), Ρωμαία εταίρα, καλεί από το μέλλον τον ωραίο Οκταβιανό να την επισκεφτεί στην Πομπηία λίγο πριν από την καταστροφή της. Στο «Αβατάρ» (1856), (ινδική λέξη που χαρακτηρίζει καθεμιά από τις δέκα ενσαρκώσεις του θεού Βισνού), ο ερωτευμένος Οκτάβιος ντε Σαβίγ θα διακινδυνέψει τη μεταφορά της ψυχής του σε ένα άλλο σώμα, προκειμένου να συνευρεθεί με το αντικείμενο του πόθου του. Τέλος, κατά τη διάρκεια της «Χιλιοστής δεύτερης νύχτας» (1842), του γνωστού αραβικού έπους, ένα πανέμορφο θηλυκό τζίνι ερωτεύεται έναν νεαρό θνητό και κάνει τα πάντα για να τον αποκτήσει.
Ο έρωτας προς τον απέραντο κόσμο της φαντασίας, έναν θαυμαστό κόσμο που συνεχώς και αενάως αυτοαποκαλύπτεται στον εκλεκτό της, είναι και το μυστηριώδες εκείνο στοιχείο εξάλλου που χαρακτηρίζει την εργασία του Γκοτιέ. Το αποκαλυπτικό ερέθισμα, ωστόσο, θα το δεχθεί από το σπουδαίο Γερμανό συγγραφέα Τέοντορ Αμαντέους Χόφμαν, που θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα λειτουργήσει ως οδηγός του προς τις μαγικές περιοχές που απλώνονται Πέρα από το Ηλιοβασίλεμα.
Η είσοδος από την οποία ο Γκοτιέ εισάγει τον αναγνώστη του στα προσωπικά του φανταστικά τοπία γίνεται κατά κάποιον τρόπο «φυσιολογικά» (αλλά πάντα με τις ανεξιχνίαστες δυνατότητες που του παρέχει το είδος), σαν να τον περνά από την πύλη μιας αμφίβολης πραγματικότητας (παρ' όλα τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της), στο ονειρικό ή εφιαλτικό σύμπαν μιας άλλης. Προς στιγμήν το εν λόγω σύμπαν δίνει την ψευδαίσθηση ότι είναι η συνέχεια της προηγουμένης, αμέσως μετά, όμως οι απίστευτες εκδηλώσεις του, απρόβλεπτες και απίθανες, την καταστρέφουν· και αυτές ακριβώς τις εκδηλώσεις είναι που περιγράφει έκθαμβος και συνεπαρμένος μπροστά στο μυστήριό τους ο Γκοτιέ. Απ' αυτή την άποψη ξαναβρίσκουμε και ξαναχαιρόμαστε τη μυστική ομορφιά της φύσης, των ήχων, των χρωμάτων, των γεύσεων, των οσμών, των αντικειμένων γενικά, κι αυτό οφείλεται στη δεξιοτεχνία της περιγραφής τους, που λειτουργεί αποκρυπτογραφικά, καθώς αποδίδει όχι μόνο το εξωτερικό κάλλος της μορφής τους, αλλά, κυρίως, την εσωτερική μουσική και ποιητική τους υπόσταση. Εξ αυτών μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι ο Γκοτιέ δεν είναι ένας απλός παραμυθάς, αλλά ένας οραματικός ταξιδευτής στους μυθικούς ουρανούς του αγνώστου, ένας δημιουργός που έχει τη σπάνια, τη μοναδική, την «υπερφυσική» ικανότητα, μπορεί να πει κανείς, να δρασκελά τα σύνορα του ρεαλισμού και να βυθίζεται στο αχαρτογράφητο σύμπαν της φαντασίας, επανοικοδομώντας το με τα θαυματουργά εκείνα υλικά που μόνο ένας «αγαπημένος των θεών» διαθέτει. Γι' αυτό εξάλλου και η εργασία του αποπνέει εκείνη τη μαγική αύρα της αυθεντικότητας, γεγονός που του εξασφαλίζει τη θέση του στην αιωνιότητα.
Η εισαγωγή, το επίμετρο και η εργογραφία βοηθούν τα μέγιστα τον αναγνώστη στην κατανόηση και τη διείσδυση στο πνεύμα του έργου τού συγγραφέα.
Η ωραία μετάφραση της Εφης Γιαννοπούλου μεταφέρει δημιουργικά και με λογοτεχνική αποτελεσματικότητα όλο το άρωμα του πρωτότυπου εις τα καθ' ημάς.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/02/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις