0
Your Καλαθι
Η Εκκλησία της Ρώμης και ο Επίσκοπός της
στα πρακτικά και στις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Στα πρακτικά της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου έχουν καταγραφεί χαρακτηριστικές φράσεις με τις οποίες συνοδικοί Πατέρες ομολόγησαν την ορθοδοξία της πίστεώς τους λέγοντας: «κατ’ ίχνος βαίνω των αγίων Πατέρων» ή «εμάθομεν ακολουθείν τοις πατράσιν». Οι ρήσεις αυτές αναδιατυπωμένες έλαβαν και συνοδική επικύρωση καθώς εντάχθηκαν σε Όρους των Οικουμενικών Συνόδων: «επόμενοι τοις αγίοις Πατράσιν»1. Χωρίς αμφισβήτηση η συνοδική αυτή απόφαση αποτελεί την επιτομή της ορθόδοξης θεολογικής ερμηνευτικής και προσεγγίσεως όλων των ζητημάτων που προκύπτουν στη ζωή της Εκκλησίας μας.
Αυτή την προσέγγιση ακολουθούσε πάντοτε και οφείλει και σήμερα να ακολουθήσει η Εκκλησία μας και στις διαχριστιανικές και διαθρησκειακές της επαφές. Ως γνωστόν, στο διμερή Θεολογικό Διάλογο που διεξάγεται από το 1980 μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ρωμαιοκαθολικών συζητείται το πλέον ακανθώδες ζήτημα, του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε πανορθόδοξες αποφάσεις της έχει προτείνει και ταυτόχρονα έχει αυτοδεσμευτεί ότι ο μόνος τρόπος για την υπέρβαση των διαφορών δεν μπορεί να είναι άλλος από την επιστροφή στις εκκλησιολογικές αρχές και την κανονική πράξη της αρχαίας Εκκλησίας. Στα πλαίσια αυτά αναμφισβήτητα ο ασφαλέστερος οδηγός και κανόνας πίστεως είναι οι πράξεις και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στις οποίες η ίδια η Εκκλησία με τον πλέον επίσημο, σαφή και κατηγορηματικό τρόπο έχει εκφράσει την αυτοσυνειδησία της και κυριαρχικά έχει αποφανθεί.
Το ζήτημα της θέσεως και του ρόλου του επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία των Εκκλησιών κατά την α΄ χιλιετία συζητήθηκε σε υψηλό θεολογικό επίπεδο από τη Μικτή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου στην Πάφο (Κύπρος, 16-23.10.2009)2, στη Βιέννη (20-27.9.2010)3 και στο Αμμιάν (15-23.09.2014) χωρίς να έχει ολοκληρωθεί4. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ιστορική της συνεδρία στις 15-16.10.09 απεφάνθη συνοδικώς δίνοντας «κατεύθυνση στους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας να υποστηρίξουν, ώστε να εγγραφεί στο τελικό κείμενο η κανονική θέση του πρωτείου του πάπα Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία σε σχέση προς τις Οικουμενικές Συνόδους και σε αναφορά προς τον 3ον Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου»5.
Αυτή τη βασική εκκλησιολογική αρχή που διέπει ολόκληρη την ορθόδοξη θεολογία ακολουθούμε και στην παρούσα εργασία που διαπραγματεύεται το ζήτημα του ρόλου της Εκκλησίας της Ρώμης και του επισκόπου της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Στην εργασία μας αυτή δόθηκε ιδιαίτερη σημασία και προσοχή –χωρίς να παραβλεφθεί και η σχετική βιβλιογραφία– στα ίδια τα κείμενα των πρακτικών καθώς και σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται άμεσα με τις Οικουμενικές Συνόδους? αυτό ακριβώς υποδηλώνει και η παραπομπή και στις τρεις εκδόσεις των συνοδικών πρακτικών (Μήλιας, Mansi, ACO). Ταυτόχρονα, η εργασία δεν παρέβλεψε και τη σύγχρονη προβληματική του Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Ρώμη. Νομίζουμε ότι στο σημείο αυτό έγκειται και η πρωτοτυπία της εργασίας μας, διότι στην ελληνόγλωσση, τουλάχιστον, βιβλιογραφία δεν υπάρχει μελέτη για το σύνολο των πρακτικών και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων.
Η εργασία έχει διαρθρωθεί σε πέντε κεφάλαια:
Στο κεφάλαιο A΄ εξετάζουμε τη θέση της τοπικής Εκκλησίας της Ρώμης στην ανά την οικουμένην Εκκλησία του Χριστού, όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά των συζητήσεων των Οικουμενικών Συνόδων. Με αφορμή τον θεσμό των κανονικών πρεσβείων τιμής επισημαίνονται οι λόγοι και οι προϋποθέσεις με τις οποίες αυτά αποδόθηκαν σε ορισμένες τοπικές Εκκλησίες και ιδιαιτέρως στην Εκκλησία της Ρώμης.
Στο κεφάλαιο Β΄ καταγράφουμε τη θέση του επισκόπου Ρώμης στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων: πώς ερμηνεύτηκαν από τους Πατέρες οι λόγοι του Κυρίου προς τον Απ. Πέτρο και ποιος ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία του Χριστού σύμφωνα με τις δηλώσεις των Πατέρων Ανατολής και Δύσεως και τη συνοδική αλληλογραφία.
Στο κεφάλαιο Γ΄ ερευνούμε ποιες οι αρμοδιότητες του επισκόπου Ρώμης στις Οικουμενικές Συνόδους, τόσο ως προς το διαδικαστικό τους μέρος (προετοιμασία, συμμετοχή, προεδρία), όσο και στο ουσιαστικό, της διεξαγωγής των εργασιών τους.
Στο κεφάλαιο Δ΄ ασχολούμαστε επισταμένως με τις αποφάσεις μιας εκάστης Συνόδου χωριστά που συνδέονται με τον επίσκοπο Ρώμης, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τις υπογραφές και τους καταλόγους των μελών των Συνόδων. Θίγουμε, επίσης, και τη σχέση του «πρωτείου θρόνου» και του «πρωτείου αληθείας» στη ζωή της Εκκλησίας.
Στο κεφάλαιο Ε΄ προβαίνουμε σε λεπτομερή εξέταση των 24 ιερών κανόνων της αρχαίας Εκκλησίας που αφορούν άμεσα ή έμμεσα στην Εκκλησία και τον επίσκοπο Ρώμης. Ιδιαιτέρως μας απασχόλησε ο περίφημος και καθοριστικός ως προς το ερευνώμενο θέμα 28ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Η εργασία ολοκληρώνεται με τα επιλεγόμενα στα οποία, μαζί με τα συμπεράσματά μας, αναφερόμαστε και σε ζητήματα που έχουν προκύψει από τον επίσημο Θεολογικό Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Ρώμη αναφορικά με το πρωτείο του πάπα.
Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η παρούσα εργασία δεν εξαντλεί το μεγάλο και κρίσιμο αυτό θέμα την καταθέτω με την ευχή και προσευχή η Θ. Χάρις να μας επισκιάσει, και τότε Αυτή θα αναπληρώσει τις ελλείψεις, θα θεραπεύσει τις ασθένειες και θα μας αξιώσει τώρα, στις αρχές της γ΄ χιλιετίας, διορθώνοντας τα εσφαλμένα της β΄, να φθάσουμε στην περιπόθητη πραγματική ενότητα της πίστεως και την κοινωνία που έζησε η Εκκλησία μας κατά την α΄ χιλιετία της ζωής Της.
Αυτή την προσέγγιση ακολουθούσε πάντοτε και οφείλει και σήμερα να ακολουθήσει η Εκκλησία μας και στις διαχριστιανικές και διαθρησκειακές της επαφές. Ως γνωστόν, στο διμερή Θεολογικό Διάλογο που διεξάγεται από το 1980 μεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Ρωμαιοκαθολικών συζητείται το πλέον ακανθώδες ζήτημα, του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε πανορθόδοξες αποφάσεις της έχει προτείνει και ταυτόχρονα έχει αυτοδεσμευτεί ότι ο μόνος τρόπος για την υπέρβαση των διαφορών δεν μπορεί να είναι άλλος από την επιστροφή στις εκκλησιολογικές αρχές και την κανονική πράξη της αρχαίας Εκκλησίας. Στα πλαίσια αυτά αναμφισβήτητα ο ασφαλέστερος οδηγός και κανόνας πίστεως είναι οι πράξεις και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, στις οποίες η ίδια η Εκκλησία με τον πλέον επίσημο, σαφή και κατηγορηματικό τρόπο έχει εκφράσει την αυτοσυνειδησία της και κυριαρχικά έχει αποφανθεί.
Το ζήτημα της θέσεως και του ρόλου του επισκόπου Ρώμης στην κοινωνία των Εκκλησιών κατά την α΄ χιλιετία συζητήθηκε σε υψηλό θεολογικό επίπεδο από τη Μικτή Επιτροπή του Θεολογικού Διαλόγου στην Πάφο (Κύπρος, 16-23.10.2009)2, στη Βιέννη (20-27.9.2010)3 και στο Αμμιάν (15-23.09.2014) χωρίς να έχει ολοκληρωθεί4. Η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος στην ιστορική της συνεδρία στις 15-16.10.09 απεφάνθη συνοδικώς δίνοντας «κατεύθυνση στους εκπροσώπους της Εκκλησίας μας να υποστηρίξουν, ώστε να εγγραφεί στο τελικό κείμενο η κανονική θέση του πρωτείου του πάπα Ρώμης κατά την πρώτη χιλιετία σε σχέση προς τις Οικουμενικές Συνόδους και σε αναφορά προς τον 3ον Κανόνα της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον 28ο Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου»5.
Αυτή τη βασική εκκλησιολογική αρχή που διέπει ολόκληρη την ορθόδοξη θεολογία ακολουθούμε και στην παρούσα εργασία που διαπραγματεύεται το ζήτημα του ρόλου της Εκκλησίας της Ρώμης και του επισκόπου της στα πρακτικά και στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Στην εργασία μας αυτή δόθηκε ιδιαίτερη σημασία και προσοχή –χωρίς να παραβλεφθεί και η σχετική βιβλιογραφία– στα ίδια τα κείμενα των πρακτικών καθώς και σε όλα τα έγγραφα που σχετίζονται άμεσα με τις Οικουμενικές Συνόδους? αυτό ακριβώς υποδηλώνει και η παραπομπή και στις τρεις εκδόσεις των συνοδικών πρακτικών (Μήλιας, Mansi, ACO). Ταυτόχρονα, η εργασία δεν παρέβλεψε και τη σύγχρονη προβληματική του Θεολογικού Διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Ρώμη. Νομίζουμε ότι στο σημείο αυτό έγκειται και η πρωτοτυπία της εργασίας μας, διότι στην ελληνόγλωσση, τουλάχιστον, βιβλιογραφία δεν υπάρχει μελέτη για το σύνολο των πρακτικών και των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων.
Η εργασία έχει διαρθρωθεί σε πέντε κεφάλαια:
Στο κεφάλαιο A΄ εξετάζουμε τη θέση της τοπικής Εκκλησίας της Ρώμης στην ανά την οικουμένην Εκκλησία του Χριστού, όπως έχει καταγραφεί στα πρακτικά των συζητήσεων των Οικουμενικών Συνόδων. Με αφορμή τον θεσμό των κανονικών πρεσβείων τιμής επισημαίνονται οι λόγοι και οι προϋποθέσεις με τις οποίες αυτά αποδόθηκαν σε ορισμένες τοπικές Εκκλησίες και ιδιαιτέρως στην Εκκλησία της Ρώμης.
Στο κεφάλαιο Β΄ καταγράφουμε τη θέση του επισκόπου Ρώμης στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων: πώς ερμηνεύτηκαν από τους Πατέρες οι λόγοι του Κυρίου προς τον Απ. Πέτρο και ποιος ο ρόλος του επισκόπου Ρώμης στην Εκκλησία του Χριστού σύμφωνα με τις δηλώσεις των Πατέρων Ανατολής και Δύσεως και τη συνοδική αλληλογραφία.
Στο κεφάλαιο Γ΄ ερευνούμε ποιες οι αρμοδιότητες του επισκόπου Ρώμης στις Οικουμενικές Συνόδους, τόσο ως προς το διαδικαστικό τους μέρος (προετοιμασία, συμμετοχή, προεδρία), όσο και στο ουσιαστικό, της διεξαγωγής των εργασιών τους.
Στο κεφάλαιο Δ΄ ασχολούμαστε επισταμένως με τις αποφάσεις μιας εκάστης Συνόδου χωριστά που συνδέονται με τον επίσκοπο Ρώμης, καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από τις υπογραφές και τους καταλόγους των μελών των Συνόδων. Θίγουμε, επίσης, και τη σχέση του «πρωτείου θρόνου» και του «πρωτείου αληθείας» στη ζωή της Εκκλησίας.
Στο κεφάλαιο Ε΄ προβαίνουμε σε λεπτομερή εξέταση των 24 ιερών κανόνων της αρχαίας Εκκλησίας που αφορούν άμεσα ή έμμεσα στην Εκκλησία και τον επίσκοπο Ρώμης. Ιδιαιτέρως μας απασχόλησε ο περίφημος και καθοριστικός ως προς το ερευνώμενο θέμα 28ος κανόνας της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
Η εργασία ολοκληρώνεται με τα επιλεγόμενα στα οποία, μαζί με τα συμπεράσματά μας, αναφερόμαστε και σε ζητήματα που έχουν προκύψει από τον επίσημο Θεολογικό Διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τη Ρώμη αναφορικά με το πρωτείο του πάπα.
Έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η παρούσα εργασία δεν εξαντλεί το μεγάλο και κρίσιμο αυτό θέμα την καταθέτω με την ευχή και προσευχή η Θ. Χάρις να μας επισκιάσει, και τότε Αυτή θα αναπληρώσει τις ελλείψεις, θα θεραπεύσει τις ασθένειες και θα μας αξιώσει τώρα, στις αρχές της γ΄ χιλιετίας, διορθώνοντας τα εσφαλμένα της β΄, να φθάσουμε στην περιπόθητη πραγματική ενότητα της πίστεως και την κοινωνία που έζησε η Εκκλησία μας κατά την α΄ χιλιετία της ζωής Της.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις