0
Your Καλαθι
Εν αρχή ήν ο Λόγος
Περιγραφή
Ο Γκούλντ χρησιμοποιώντας ένα δυναμικό, έξυπνο, καλοδουλεμένο και εξαιρετικά
διαυγές ύφος γραφής διαφωτίζει ένα δίλημμα το οποίο κατατρύχει τον σκεπτόμενο
άνθρωπο από την εποχή της Αναγέννησης: αντί να είμαστε αναγκασμένοι να
διαλέξουμε ανάμεσα σε επιστήμη και θρησκεία, μήπως είναι καλύτερο να επιλέξουμε
τη μέση οδό;
Στο επίκεντρο της οξυδερκέστατης επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει ο Γκούλντ, υπάρχει μια σύγχρονη αρχή, την οποία ονομάζει ΝΟΜΑ (δηλαδή αρχή των μη αλληλοκαλυπτόμενων πεδίων), μία "εξαιρετικά απλή και εντελώς συμβατική λύση", η οποία επιτρέπει στην επιστήμη και τη θρησκεία να συνυπάρχουν ειρηνικά, σε μία σχέση όπου η μία σέβεται και δεν παρεμβαίνει στο πεδίο της άλλης. Η επιστήμη προσδιορίζει τον φυσικό κόσμο και η θρησκεία τον ηθικό.
Καθώς ο Γκούλντ επεξεργάζεται και διατυπώνει αυτήν την έννοια, ταυτόχρονα
ερευνά την ιστορία της επιστήμης και σκιαγραφεί τις συγκλονιστικές προσπάθειες
μερικών μεγάλων μορφών της επιστήμης και της θρησκείας να κατανοήσουν ζητήματα
σχετικά με την πίστη και την λογική. Η ιστορία προσωπικοτήτων όπως ο Γαλιλαίος,
ο Δαρβίνος και ο Τόμας Χένρι Χάξλει καθιστά ακόμη πιο πειστικό το επιχείρημα
του συγγραφέα ότι τόσο τα άτομα όσο και οι διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις
θα πρέπει να καλλιεργούν τον πνευματικό βίο όσο και την ορθολογική έρευνα
προκειμένου να βιώσουν την πληρότητα της ανθρώπινης ζωής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και της Νέας Υόρκης, ο Στίβεν Τζέι Γκουλντ ανήκει στους πιο γνωστούς θεωρητικούς της Εξελικτικής Βιολογίας, δημοφιλείς δοκιμιογράφους και ικανούς εκλαϊκευτές της επιστήμης τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς. Εξίσου γνωστός είναι για τον ολοκληρωτικό «πόλεμο» που έχει κηρύξει στη δεκαετία του 1970 και έκτοτε διεξάγει συστηματικά κατά της κοινωνιοβιολογίας, της απόπειρας να εξηγηθεί η κοινωνική συμπεριφορά με βιολογικούς όρους, αλλά και κατά του συνοδοιπόρου και κατ' άλλους διαδόχου της στη δεκαετία του 1980, της εξελικτικής ψυχολογίας. Υπερασπίζοντας τη θεωρία της «στιγμιαίας ισορροπίας», δηλαδή την ιδέα ότι ξαφνικές και γρήγορες μεταβολές στην εξελικτική ιστορία ακολουθούνται από μεγάλες περιόδους σχετικής ευστάθειας, ο Γκουλντ έχει στο πλευρό του το διεθνούς φήμης γενετιστή του Κέμπριτζ Richard Lewontin και απέναντί του την ομάδα των «δαρβινικών φονταμενταλιστών», όπως τους αποκαλεί, δηλαδή τους υποστηρικτές της παραδοσιακής δαρβινικής φυσικής επιλογής και εξέλιξης Steven Pinker, E.O.Wilson, και Richard Dawkins.
Εβραίος στο θρήσκευμα, αλλά δηλώνοντας ευθαρσώς στρατευμένος άθεος, για την ακρίβεια αγνωστικιστής ή ανοιχτόμυαλος σκεπτικιστής, όπως αρέσκεται να λέει, υιοθετώντας τον ορισμό του μαχητικού αγνωστικιστή του 19ου αιώνα Thomas Η. Huxley, ο σήμερα εξηντάχρονος Γκουλντ πιστεύει για τον εαυτό του πως κινείται στα βήματα του Γαλιλαίου ενώ, κατά κοινή ομολογία, συγκαταλέγεται στις πλέον επιθετικές και συχνά εριστικές φωνές κατά του δημιουργισμού και άλλων ποικιλιών ανορθολογισμού και ψευδοεπιστήμης. Με βάση τα παραπάνω, κανείς δεν θα περίμενε από τον Γκουλντ να εκδηλωθεί με συμπάθεια για τη θρησκεία. Ωστόσο, το 1999 ξάφνιασε τους πάντες με το βιβλίο «Rocks of Ages: Science and Religion in the Fullness of Life», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο την τελευταία φράση του βιβλίου: «Εν αρχή ην ο Λόγος». Εδώ ο Γκουλντ όχι μόνο γράφει για πρώτη φορά ένα βιβλίο με θέμα τις σχέσεις μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, αλλά προτείνει και έναν τρόπο για τη συμφιλίωση, την ειρηνική συμβίωση και τη συλλειτουργία των δύο πεδίων και των υποστηρικτών τους. Σύμφωνα με τη θεώρηση του Γκουλντ, είναι απολύτως λογικό να αντιμετωπίζουμε την επιστήμη και τη θρησκεία ως διακριτές αλλά συμπληρωματικές μορφές της ανθρώπινης πνευματικής αναζήτησης: «Η επιστήμη επιχειρεί να καταγράψει τον πραγματικό χαρακτήρα του φυσικού κόσμου... Αντιθέτως η θρησκεία λειτουργεί στο εξίσου σημαντικό αλλά εντελώς διαφορετικό πεδίο των ανθρώπινων σκοπών, νοημάτων και αξιών, θέματα τα οποία η θέση της επιστήμης μπορεί ενδεχομένως να διαφωτίσει, χωρίς ωστόσο να μπορεί ποτέ να επιλύσει». Ετσι, η επιστήμη πραγματεύεται θέματα όπως «από τι είναι φτιαγμένος ο κόσμος (τα δεδομένα) και γιατί λειτουργεί με τον τρόπο αυτό (θεωρία). Το πεδίο της θρησκείας επεκτείνεται σε ερωτήματα σχετικά με το υπέρτατο νόημα και τις ηθικές αξίες». Ενας δυϊσμός σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις των αντιπάλων του Γκουλντ, οι οποίοι απορρίπτουν σαφέστατα την ύπαρξη πνεύματος ή ψυχής. Μάλιστα, στο βιβλίο του με τίτλο Consilience (Σύναλμα: η ενότητα της γνώσης, εκδ. Σύναλμα), ο E.O.Wilson είναι κατηγορηματικός: «Ολα τα αντιληπτά φαινόμενα, από τη γέννηση των αστέρων ώς τη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών, βασίζονται σε υλικές διεργασίες, οι οποίες σε τελική ανάλυση ανάγονται ...στους νόμους της φυσικής».
Στο βιβλίο του ο Γκουλντ δίνει έμφαση στη θέση ότι η αναγωγή της ηθικής στην κοινωνιοβιολογία ή η απλή υπαγωγή μιας θεωρίας σε μια άλλη, με σκοπό την ενοποίηση της γνώσης, είναι όχι μόνο μη αποδεκτή, αλλά πρακτικά αδύνατη. Η επιστήμη δεν επαρκεί ως ερμηνευτικό σύστημα για τα πάντα. Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι ο Γκουλντ πέρασε στο στρατόπεδο των δημιουργιστών; Κάθε άλλο. Αλλωστε, αυτό αποδεικνύεται από την αφιέρωση σχεδόν ολόκληρου του κεφαλαίου 3 στη σαφή παρουσίαση και κατηγορηματική αντίθεσή του αναφορικά με την προσπάθεια των δημιουργιστών να θεσμοθετήσουν την εκτεταμένη διδασκαλία της βιβλικής άποψης περί δημιουργίας στα σχολεία των ΗΠΑ. Απλώς αποφάσισε να συμβάλει στην άρση μιας σύγχυσης, μιας «υποτιθέμενης διαμάχης», όπως γράφει στο προοίμιο του βιβλίου, η οποία υπάρχει «μόνο στο μυαλό και σε κάποιες κοινωνικές πρακτικές των ανθρώπων και όχι στη λογική ή την πραγματική χρησιμότητα αυτών των δύο, εντελώς διαφορετικών αλλά εξίσου σημαντικών θεμάτων».
Η πρόταση του Γκουλντ περί ανεξαρτησίας μεταξύ των δύο πεδίων δεν είναι νέα. Ενας από τους σπουδαιότερους εν ζωή απολογητές του χριστιανισμού, ο φυσικός (συνεργάτης τού Ε. Fermi) και θεολόγος Ian Barbour την έχει συμπεριλάβει στους τέσσερις δυνατούς τρόπους (σύγκρουση, ανεξαρτησία, διάλογος, ενσωμάτωση) συσχέτισης επιστήμης και θρησκείας, ενώ παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε μεταπολεμικά από αρκετούς φιλελεύθερους θεολόγους και φιλοσόφους της θρησκείας, προεξάρχοντος του προτεστάντη Rudolf Bultmann. Το βασικό νήμα της πρότασης του Γκουλντ το οποίο διατρέχει το βιβλίο είναι η «ΝΟΜΑ» (Non-Overlapping MAgisteria), δηλαδή η αρχή των μη αλληλεπικαλυπτόμενων πεδίων.
Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σελ. 183, «η ΝΟΜΑ επιχειρεί ένα απλό, ανθρώπινο, ορθολογικό και γενικότερο συμβατικό επιχείρημα υπέρ του αμοιβαίου σεβασμού και βασίζεται στη μη αλληλεπικάλυψη των ζητημάτων ανάμεσα στα δύο συστατικά της σοφίας, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης ζωής στην παρόρμησή μας να κατανοήσουμε την πραγματική διάσταση της φύσης ...και στην ανάγκη μας να καθορίσουμε το νόημα της ζωής μας και το ηθικό υποστήριγμα των πράξεών μας». Ευθύς εξαρχής ο Γκουλντ υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι για τους επιστήμονες να συνειδητοποιήσουν τη δικαιοδοσία τους: «...δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι κατέχουν μια υψηλότερη θέαση της ηθικής αλήθειας, η οποία πηγάζει από κάποια ανώτερη γνώση της εμπειρικής σύστασης του κόσμου» (σελ. 20). Επικριτικός για τη φιλοδοξία και την αλαζονεία των επιστημόνων, ειδικότερα όταν η τελευταία επεκτείνεται σε περιοχές όπως η ηθική, όπου η επιστήμη δεν έχει αρμοδιότητα (εδώ ο Γκουλντ γίνεται ιδιαίτερα καυστικός αναφέροντας μια σχετική σάτιρα του Μαρκ Τουέιν), χρησιμοποιεί τη ΝΟΜΑ ως «απαγορευτική αρχή»: «Η ΝΟΜΑ απαγορεύει ρητά την είσοδο της επιστήμης σε χώρους στους οποίους πολλοί φιλόδοξοι επιστήμονες αρέσκονται να βαδίζουν και τον έλεγχο των οποίων επιθυμούν διακαώς» (σελ. 101).
Παράλληλα, αναγνωρίζει το δικαίωμα σε κάποιον «επιστήμονα να είναι πιστός και θεοσεβής, αλλά να διατηρεί μίαν αντίληψη για το Θεό ως το μεγαλοπρεπή ρυθμιστή της αρχής του χρόνου στην εκδοχή αυτή της ΝΟΜΑ, που αφήνει εντελώς ελεύθερη την επιστήμη μέσα στο δικό της πεδίο». Ο Γκουλντ είναι σαφής: Πρέπει «να αναγνωρίσουμε τον προσωπικό χαρακτήρα του ανθρώπινου αγώνα για την ηθική και το νόημα και να πάψουμε να αναζητούμε οριστικές απαντήσεις για τη δημιουργία της φύσης» (σελ. 186). Ταυτόχρονα, απαντά στους υποστηρικτές της εγγενούς καλοσύνης της φύσης, εκείνους που θεωρούν πως «το ηθικό νόημα της ζωής βρίσκεται εκτεθειμένο στην πραγματικότητα της φύσης», ότι τα δεδομένα της φύσης δεν μπορούν να θέσουν τα θεμέλια της ανθρώπινης ηθικής: «Ο φυσικός κόσμος ...δεν έχει τη δυνατότητα να υπαγορεύσει καμία ηθική οδηγία για την ανθρώπινη ευπρέπεια».
Κάθε απόπειρα να εξαγάγουμε την ηθική αλήθεια από τα δεδομένα της φύσης οδηγεί μόνο στην κατεύθυνση ενός καταστροφικού ηθικού σχετικισμού. Η φύση δεν έχει ήθος. Χωρίς να είναι ανήθικη, έχει δημιουργηθεί δίχως αναφορές στην αυστηρά ανθρώπινη αυτή έννοια. Μπορούμε να εφαρμόσουμε τους νόμους της φύσης και τη γνώση που διαθέτουμε, προκειμένου να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά η επιστήμη δεν έχει πρόσβαση σε ερωτήματα του υπέρτατου «γιατί», που παραπέμπουν στον απώτερο σκοπό ή στις αιώνιες αξίες. Η εξουσία της επιστήμης μπορεί να προαχθεί και να εδραιωθεί μόνο στο γόνιμο έδαφος του δικού της πεδίου.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/11/2001
διαυγές ύφος γραφής διαφωτίζει ένα δίλημμα το οποίο κατατρύχει τον σκεπτόμενο
άνθρωπο από την εποχή της Αναγέννησης: αντί να είμαστε αναγκασμένοι να
διαλέξουμε ανάμεσα σε επιστήμη και θρησκεία, μήπως είναι καλύτερο να επιλέξουμε
τη μέση οδό;
Στο επίκεντρο της οξυδερκέστατης επιχειρηματολογίας που αναπτύσσει ο Γκούλντ, υπάρχει μια σύγχρονη αρχή, την οποία ονομάζει ΝΟΜΑ (δηλαδή αρχή των μη αλληλοκαλυπτόμενων πεδίων), μία "εξαιρετικά απλή και εντελώς συμβατική λύση", η οποία επιτρέπει στην επιστήμη και τη θρησκεία να συνυπάρχουν ειρηνικά, σε μία σχέση όπου η μία σέβεται και δεν παρεμβαίνει στο πεδίο της άλλης. Η επιστήμη προσδιορίζει τον φυσικό κόσμο και η θρησκεία τον ηθικό.
Καθώς ο Γκούλντ επεξεργάζεται και διατυπώνει αυτήν την έννοια, ταυτόχρονα
ερευνά την ιστορία της επιστήμης και σκιαγραφεί τις συγκλονιστικές προσπάθειες
μερικών μεγάλων μορφών της επιστήμης και της θρησκείας να κατανοήσουν ζητήματα
σχετικά με την πίστη και την λογική. Η ιστορία προσωπικοτήτων όπως ο Γαλιλαίος,
ο Δαρβίνος και ο Τόμας Χένρι Χάξλει καθιστά ακόμη πιο πειστικό το επιχείρημα
του συγγραφέα ότι τόσο τα άτομα όσο και οι διαφορετικές πολιτισμικές παραδόσεις
θα πρέπει να καλλιεργούν τον πνευματικό βίο όσο και την ορθολογική έρευνα
προκειμένου να βιώσουν την πληρότητα της ανθρώπινης ζωής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Καθηγητής στα Πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και της Νέας Υόρκης, ο Στίβεν Τζέι Γκουλντ ανήκει στους πιο γνωστούς θεωρητικούς της Εξελικτικής Βιολογίας, δημοφιλείς δοκιμιογράφους και ικανούς εκλαϊκευτές της επιστήμης τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς. Εξίσου γνωστός είναι για τον ολοκληρωτικό «πόλεμο» που έχει κηρύξει στη δεκαετία του 1970 και έκτοτε διεξάγει συστηματικά κατά της κοινωνιοβιολογίας, της απόπειρας να εξηγηθεί η κοινωνική συμπεριφορά με βιολογικούς όρους, αλλά και κατά του συνοδοιπόρου και κατ' άλλους διαδόχου της στη δεκαετία του 1980, της εξελικτικής ψυχολογίας. Υπερασπίζοντας τη θεωρία της «στιγμιαίας ισορροπίας», δηλαδή την ιδέα ότι ξαφνικές και γρήγορες μεταβολές στην εξελικτική ιστορία ακολουθούνται από μεγάλες περιόδους σχετικής ευστάθειας, ο Γκουλντ έχει στο πλευρό του το διεθνούς φήμης γενετιστή του Κέμπριτζ Richard Lewontin και απέναντί του την ομάδα των «δαρβινικών φονταμενταλιστών», όπως τους αποκαλεί, δηλαδή τους υποστηρικτές της παραδοσιακής δαρβινικής φυσικής επιλογής και εξέλιξης Steven Pinker, E.O.Wilson, και Richard Dawkins.
Εβραίος στο θρήσκευμα, αλλά δηλώνοντας ευθαρσώς στρατευμένος άθεος, για την ακρίβεια αγνωστικιστής ή ανοιχτόμυαλος σκεπτικιστής, όπως αρέσκεται να λέει, υιοθετώντας τον ορισμό του μαχητικού αγνωστικιστή του 19ου αιώνα Thomas Η. Huxley, ο σήμερα εξηντάχρονος Γκουλντ πιστεύει για τον εαυτό του πως κινείται στα βήματα του Γαλιλαίου ενώ, κατά κοινή ομολογία, συγκαταλέγεται στις πλέον επιθετικές και συχνά εριστικές φωνές κατά του δημιουργισμού και άλλων ποικιλιών ανορθολογισμού και ψευδοεπιστήμης. Με βάση τα παραπάνω, κανείς δεν θα περίμενε από τον Γκουλντ να εκδηλωθεί με συμπάθεια για τη θρησκεία. Ωστόσο, το 1999 ξάφνιασε τους πάντες με το βιβλίο «Rocks of Ages: Science and Religion in the Fullness of Life», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο την τελευταία φράση του βιβλίου: «Εν αρχή ην ο Λόγος». Εδώ ο Γκουλντ όχι μόνο γράφει για πρώτη φορά ένα βιβλίο με θέμα τις σχέσεις μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, αλλά προτείνει και έναν τρόπο για τη συμφιλίωση, την ειρηνική συμβίωση και τη συλλειτουργία των δύο πεδίων και των υποστηρικτών τους. Σύμφωνα με τη θεώρηση του Γκουλντ, είναι απολύτως λογικό να αντιμετωπίζουμε την επιστήμη και τη θρησκεία ως διακριτές αλλά συμπληρωματικές μορφές της ανθρώπινης πνευματικής αναζήτησης: «Η επιστήμη επιχειρεί να καταγράψει τον πραγματικό χαρακτήρα του φυσικού κόσμου... Αντιθέτως η θρησκεία λειτουργεί στο εξίσου σημαντικό αλλά εντελώς διαφορετικό πεδίο των ανθρώπινων σκοπών, νοημάτων και αξιών, θέματα τα οποία η θέση της επιστήμης μπορεί ενδεχομένως να διαφωτίσει, χωρίς ωστόσο να μπορεί ποτέ να επιλύσει». Ετσι, η επιστήμη πραγματεύεται θέματα όπως «από τι είναι φτιαγμένος ο κόσμος (τα δεδομένα) και γιατί λειτουργεί με τον τρόπο αυτό (θεωρία). Το πεδίο της θρησκείας επεκτείνεται σε ερωτήματα σχετικά με το υπέρτατο νόημα και τις ηθικές αξίες». Ενας δυϊσμός σε πλήρη αντίθεση με τις απόψεις των αντιπάλων του Γκουλντ, οι οποίοι απορρίπτουν σαφέστατα την ύπαρξη πνεύματος ή ψυχής. Μάλιστα, στο βιβλίο του με τίτλο Consilience (Σύναλμα: η ενότητα της γνώσης, εκδ. Σύναλμα), ο E.O.Wilson είναι κατηγορηματικός: «Ολα τα αντιληπτά φαινόμενα, από τη γέννηση των αστέρων ώς τη λειτουργία των κοινωνικών θεσμών, βασίζονται σε υλικές διεργασίες, οι οποίες σε τελική ανάλυση ανάγονται ...στους νόμους της φυσικής».
Στο βιβλίο του ο Γκουλντ δίνει έμφαση στη θέση ότι η αναγωγή της ηθικής στην κοινωνιοβιολογία ή η απλή υπαγωγή μιας θεωρίας σε μια άλλη, με σκοπό την ενοποίηση της γνώσης, είναι όχι μόνο μη αποδεκτή, αλλά πρακτικά αδύνατη. Η επιστήμη δεν επαρκεί ως ερμηνευτικό σύστημα για τα πάντα. Μήπως όλα αυτά σημαίνουν ότι ο Γκουλντ πέρασε στο στρατόπεδο των δημιουργιστών; Κάθε άλλο. Αλλωστε, αυτό αποδεικνύεται από την αφιέρωση σχεδόν ολόκληρου του κεφαλαίου 3 στη σαφή παρουσίαση και κατηγορηματική αντίθεσή του αναφορικά με την προσπάθεια των δημιουργιστών να θεσμοθετήσουν την εκτεταμένη διδασκαλία της βιβλικής άποψης περί δημιουργίας στα σχολεία των ΗΠΑ. Απλώς αποφάσισε να συμβάλει στην άρση μιας σύγχυσης, μιας «υποτιθέμενης διαμάχης», όπως γράφει στο προοίμιο του βιβλίου, η οποία υπάρχει «μόνο στο μυαλό και σε κάποιες κοινωνικές πρακτικές των ανθρώπων και όχι στη λογική ή την πραγματική χρησιμότητα αυτών των δύο, εντελώς διαφορετικών αλλά εξίσου σημαντικών θεμάτων».
Η πρόταση του Γκουλντ περί ανεξαρτησίας μεταξύ των δύο πεδίων δεν είναι νέα. Ενας από τους σπουδαιότερους εν ζωή απολογητές του χριστιανισμού, ο φυσικός (συνεργάτης τού Ε. Fermi) και θεολόγος Ian Barbour την έχει συμπεριλάβει στους τέσσερις δυνατούς τρόπους (σύγκρουση, ανεξαρτησία, διάλογος, ενσωμάτωση) συσχέτισης επιστήμης και θρησκείας, ενώ παρόμοια προσέγγιση υιοθετήθηκε μεταπολεμικά από αρκετούς φιλελεύθερους θεολόγους και φιλοσόφους της θρησκείας, προεξάρχοντος του προτεστάντη Rudolf Bultmann. Το βασικό νήμα της πρότασης του Γκουλντ το οποίο διατρέχει το βιβλίο είναι η «ΝΟΜΑ» (Non-Overlapping MAgisteria), δηλαδή η αρχή των μη αλληλεπικαλυπτόμενων πεδίων.
Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στη σελ. 183, «η ΝΟΜΑ επιχειρεί ένα απλό, ανθρώπινο, ορθολογικό και γενικότερο συμβατικό επιχείρημα υπέρ του αμοιβαίου σεβασμού και βασίζεται στη μη αλληλεπικάλυψη των ζητημάτων ανάμεσα στα δύο συστατικά της σοφίας, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης ζωής στην παρόρμησή μας να κατανοήσουμε την πραγματική διάσταση της φύσης ...και στην ανάγκη μας να καθορίσουμε το νόημα της ζωής μας και το ηθικό υποστήριγμα των πράξεών μας». Ευθύς εξαρχής ο Γκουλντ υπογραμμίζει πόσο σημαντικό είναι για τους επιστήμονες να συνειδητοποιήσουν τη δικαιοδοσία τους: «...δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι κατέχουν μια υψηλότερη θέαση της ηθικής αλήθειας, η οποία πηγάζει από κάποια ανώτερη γνώση της εμπειρικής σύστασης του κόσμου» (σελ. 20). Επικριτικός για τη φιλοδοξία και την αλαζονεία των επιστημόνων, ειδικότερα όταν η τελευταία επεκτείνεται σε περιοχές όπως η ηθική, όπου η επιστήμη δεν έχει αρμοδιότητα (εδώ ο Γκουλντ γίνεται ιδιαίτερα καυστικός αναφέροντας μια σχετική σάτιρα του Μαρκ Τουέιν), χρησιμοποιεί τη ΝΟΜΑ ως «απαγορευτική αρχή»: «Η ΝΟΜΑ απαγορεύει ρητά την είσοδο της επιστήμης σε χώρους στους οποίους πολλοί φιλόδοξοι επιστήμονες αρέσκονται να βαδίζουν και τον έλεγχο των οποίων επιθυμούν διακαώς» (σελ. 101).
Παράλληλα, αναγνωρίζει το δικαίωμα σε κάποιον «επιστήμονα να είναι πιστός και θεοσεβής, αλλά να διατηρεί μίαν αντίληψη για το Θεό ως το μεγαλοπρεπή ρυθμιστή της αρχής του χρόνου στην εκδοχή αυτή της ΝΟΜΑ, που αφήνει εντελώς ελεύθερη την επιστήμη μέσα στο δικό της πεδίο». Ο Γκουλντ είναι σαφής: Πρέπει «να αναγνωρίσουμε τον προσωπικό χαρακτήρα του ανθρώπινου αγώνα για την ηθική και το νόημα και να πάψουμε να αναζητούμε οριστικές απαντήσεις για τη δημιουργία της φύσης» (σελ. 186). Ταυτόχρονα, απαντά στους υποστηρικτές της εγγενούς καλοσύνης της φύσης, εκείνους που θεωρούν πως «το ηθικό νόημα της ζωής βρίσκεται εκτεθειμένο στην πραγματικότητα της φύσης», ότι τα δεδομένα της φύσης δεν μπορούν να θέσουν τα θεμέλια της ανθρώπινης ηθικής: «Ο φυσικός κόσμος ...δεν έχει τη δυνατότητα να υπαγορεύσει καμία ηθική οδηγία για την ανθρώπινη ευπρέπεια».
Κάθε απόπειρα να εξαγάγουμε την ηθική αλήθεια από τα δεδομένα της φύσης οδηγεί μόνο στην κατεύθυνση ενός καταστροφικού ηθικού σχετικισμού. Η φύση δεν έχει ήθος. Χωρίς να είναι ανήθικη, έχει δημιουργηθεί δίχως αναφορές στην αυστηρά ανθρώπινη αυτή έννοια. Μπορούμε να εφαρμόσουμε τους νόμους της φύσης και τη γνώση που διαθέτουμε, προκειμένου να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά η επιστήμη δεν έχει πρόσβαση σε ερωτήματα του υπέρτατου «γιατί», που παραπέμπουν στον απώτερο σκοπό ή στις αιώνιες αξίες. Η εξουσία της επιστήμης μπορεί να προαχθεί και να εδραιωθεί μόνο στο γόνιμο έδαφος του δικού της πεδίου.
ΘΕΟΦΑΝΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/11/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις