Βέβηλη πτήση

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €9.00
150520
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες:214
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2003
ISBN:9789603754985


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


ΚΡΙΤΙΚΗ



Πάντα άρεσε στον Βασίλη Γκουρογιάννη να ακροβατεί σε τεντωμένο σχοινί πάνω από την άβυσσο, χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Να μιλά για τη σύγκρουση παράδοσης και ιστορικής αλλαγής με αιρετικό τρόπο, μέσα από μια λογοτεχνία υψηλής αισθητικής. Αυτή τη φορά όμως, βάζει ένα ακόμα πιο δύσκολο στοίχημα. Διότι σκαλίζει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που μας ταλανίζουν σήμερα (και θα μας απειλούν αύριο) ως έθνος και ως κοινωνία. Και τα σκαλίζει τόσο βαθιά και καίρια, ώστε σχεδόν προκαλεί δυσφορία στον αναγνώστη.

Στο καινούργιο, τρίτο, μυθιστόρημά του όλα ξεκινούν αρκετά χρόνια μετά το 2004, όταν ένα μαχητικό αεροσκάφος πετά με ιλιγγιώδη ταχύτητα ξυστά πάνω από τον Παρθενώνα που... τον έχουμε σενιάρει σαν μπιμπελό, με γύψινες και τσιμεντένιες προσθήκες και χρωματάκια, να μοιάζει με την ιδανική του εικόνα. Η βέβηλη πτήση προκαλεί τέτοιους κραδασμούς, που αποκαλύπτονται όλα τα μπαλώματα. Και οι κίονες του ναού, που είχαν επίτηδες στοιχηθεί λοξά για να δείχνουν ίσιοι στο μάτι, ισιώνουν. Άρα δείχνουν κυρτοί, οπότε, (το εύρημα είναι ευφυέστατο), θα έπρεπε να τους ξαναστραβώσουμε! Οι Τούρκοι φυσικά αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξη στο γεγονός, παρ' ότι τις ίδιες ημέρες είχαν προβεί σε μια επίδειξη δύναμης αποβιβάζοντας καταδρομείς στην Κω. Η διεθνής κοινότητα μένει απαθής. Ο στρατός έχει εκτεθεί, οι Ελληναράδες ξεσαλώνουν, τα ΜΜΕ αναλαμβάνουν ρόλο εισαγγελέα γενικώς, το κοινό είναι αγανακτισμένο και σε σύγχυση. Και πάνω στον Παρθενώνα, αρχαιολόγοι, συντηρητές, εργάτες, στρατιώτες-φύλακες, συγκρούονται μεταξύ τους με αφορμή την αποκατάσταση των ζημιών.

Από τη μια είναι οι «Έλληνες εξ Ελλήνων» (οι νεολογισμοί του Γκουρογιάννη είναι χαρακτηριστικοί για τα ζητήματα που θέτει) και από την άλλη οι «αλλοεθνείς ομογενείς», τα «εγγονάκια του Αλή Πασά» που έχουν πια βγάλει ελληνικά Πανεπιστήμια, ελληνικές Στρατιωτικές Σχολές, σώζουν τα αρχαία μάρμαρα αλλά και διεκδικούν δικαίωμα στην αρχαία κληρονομιά, χωρίς ωστόσο να έχουν ακόμα αναπτύξει ελληνική συνείδηση. Και πώς να την αναπτύξουν όταν οι «εξ Ελλήνων» διαρκώς τούς ξεχωρίζουν...

Ο τραυματισμένος Παρθενώνας -και τα προβλήματα που θέτει η αποκατάστασή του (ο συγγραφέας τα γνωρίζει λεπτομερώς)-, είναι μια αλληγορία για τη γεμάτη ρωγμές, πια, ελληνική ταυτότητα. Όπως στην αναστήλωση του μνημείου το στοίχημα είναι να επιτευχθεί ξανά η οπτική ευθεία αντί της γεωμετρικής, έτσι και στην καινούργια Ελλάδα, το σημαντικό δεν είναι πια να είσαι Έλληνας αλλά να νιώθεις Έλληνας κι ας μην έχεις ελληνική καταγωγή. Το «μνημείο χρειάζεται εντατική ψυχοθεραπεία», λέει χαρακτηριστικά ένας αιρετικός αρχαιολόγος (που θυμίζει τον Μανώλη Κορρέ), εννοώντας ότι ο Παρθενώνας χρειάζεται ένα νέο νόημα. Όπως καινούργιο νόημα χρειάζεται και η ελληνική ταυτότητα, από τη στιγμή που το νέο αίμα των μεταναστών κόβει τη μαγιονέζα των εθνικών μας φαντασιώσεων και διαμορφώνει μια νέα κατάσταση.

Αυτή η νέα κατάσταση πρωταγωνιστεί τελικά στη «Βέβηλη Πτήση» και όχι οι επιμέρους ήρωες, που είναι καθημερινοί άνθρωποι, φορείς συγκρουόμενων επιχειρημάτων. Είναι μάλιστα τόσο ισχυρά και πειστικά τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών (φαίνεται ότι ο Γκουρογιάννης είναι δικηγόρος), που ο αναγνώστης παγιδεύεται: Τι φαίνεται και τι είναι προοδευτικό, τι αντιδραστικό; Τι είναι ξενοφοβικό, τι όχι; Ποια είναι η ευθεία, ποια η απόκλιση; Τι είναι νοσηρό, τι υγιές;

Ο Ηπειρώτης συγγραφέας μάς ξεβολεύει, ακροβατώντας στην κόψη του ξυραφιού. Αυτή τη φορά έχει εγκαταλείψει τη γλώσσα του μαγικού ρεαλισμού που τον ξεχώριζε και έχει υιοθετήσει μια γλώσσα σαρκαστική και ειρωνική, που την τραβά μέχρι τα άκρα, μέχρι την αμφισημία, ρισκάροντας ακόμα και να κατηγορηθεί για εθνικιστικά ολισθήματα. Πετυχαίνει, ωστόσο, τον σκοπό του: μέσα από διαλόγους σαν μαχαιριές και γρήγορη, σφιχτή πλοκή προκαλεί έναν ουσιαστικό προβληματισμό για να καταλήξει στην άποψη ότι ερήμην νόμων, ρυθμίσεων, κυρώσεων, προπαγάνδας κ.λπ. η ζωή θα βρει μόνη της τον δρόμο της. «Η Ιστορία γράφεται με σπέρμα», όπως λέει μια ηρωίδα, όταν όλο το συνεργείο ξαναβρίσκεται σε έναν μεικτό γάμο...

ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ, ΤΑ ΝΕΑ , 15-03-2003








ΚΡΙΤΙΚΗ



Μυθιστόρημα σατιρικής διάθεσης, πλήρες αλληγοριών και προφητικών αναλαμπών. Εκ πρώτης όψεως μελλοντολογικής πνοής, μια και τοποθετείται αρκετά χρόνια μετά το 2004, έτος που αναμφιβόλως θα μείνει ως ορόσημο για ολόκληρη τη χώρα. Το πιθανότερο, να διαδραματίζεται εντός της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, ώστε να έχουν προλάβει τα παιδιά των σημερινών μεταναστών να ενηλικιωθούν και σπουδασμένα πλέον να επανδρώσουν τις πάσης φύσεως ελληνικές υπηρεσίες. Τελικά δεν πιστεύουμε σε ολόκληρη την ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας οι μετανάστες μιας χώρας να έχουν απασχολήσει σε παρόμοια έκταση την ντόπια παραγωγή. Και είμαστε ακόμη μόλις στην αρχή. Τους εκ Βορρά ερχόμενους αρχικά τους εναγκαλίστηκε ένα μέρος της επιφυλλιδογραφίας με τη συμπαράσταση των λοιπών δημοσιογραφικών γραφίδων, μετά έσπευσε η πεζογραφία δημιουργώντας ένα καινούργιο παρακλάδι της νεοηθογραφίας. Οπως φαίνεται, διανοούμενοι και συγγραφείς αναγνώρισαν μετά συγκινήσεως ανάμεικτης με ενοχές στο πρόσωπο οικιακών βοηθών, κηπουρών ή και μπογιατζήδων τα ίχνη ενός ευτυχώς γι' αυτούς παρωχημένου παρελθόντος. Ενα βήμα μακρύτερα προχωρεί ο Β. Γκουρογιάννης φαντασιώνοντας τη δεύτερη γενιά των μεταναστών ως νέων ανθρώπων όχι αφομοιωμένων όπως, καλή ώρα, η δεύτερη γενιά των απανταχού της γης ελλήνων μεταναστών αλλά διαπνεομένων από αισθήματα περιφρόνησης και απαξίωσης για τους γηγενείς. Κατά τη συγγραφική συλλογιστική η αιτία βρίσκεται στη συμπεριφορά των Ελλήνων επί των ημερών μας, που κρίνεται άκρως ρατσιστική σε σύγκριση με αυτήν των Γερμανών, Γάλλων και λοιπών Ευρωπαίων έναντι των ξένων μεταναστών. Στο μυθιστορηματικό σύμπαν τη θέση του ελληνικού λαού έχει πάρει το «ελληνικό πλήθος» που απαρτίζεται από δύο ομάδες, διαπληκτιζόμενες αλλά και συνευρισκόμενες: τους «Ελληνες εξ Ελλήνων», δηλαδή τους «ελληνικής καταγωγής σε βάθος χρόνου και από τις δύο γενεαλογικές ρίζες», και τους αλλογενείς.



Το διπλό χτύπημα



Αυτό είναι και το μοναδικό μελλοντολογικό άνοιγμα του μυθιστορήματος αφού, κατά τα άλλα, ο μύθος παρουσιάζεται ως γελοιογραφική προβολή τής σήμερον. Οπως δηλώνει και ο τίτλος, το κορυφαίο συμβάν είναι το εναρκτήριο: ένα μαχητικό αεροσκάφος αδιευκρίνιστης εθνικής ταυτότητας περνά ξυστά πάνω από τον Παρθενώνα. Οι προκληθέντες κραδασμοί δεν θα καταστρέψουν μόνο τις προσθετικές εργασίες των διαδοχικών αναστηλώσεων αλλά θα έχουν και ένα ακόμη τρομακτικό επακόλουθο στα όρια του γκροτέσκο. Οι κίονες του μνημείου και θα ισιώσουν και θα ευθυγραμμιστούν αφανίζοντας την οφθαλμαπάτη αιώνων που έδινε η αρχική κεκλιμένη τοποθέτηση και λοξή στοίχισή τους. Αυτό το εξαιρετικό συμβάν συνδυάζεται με ένα άλλο πλέον κοινότοπο: τη δόλια τουρκική απόβαση στη νήσο Κω. Το διπλό εξ Ανατολών χτύπημα φέρνει στο μυθιστορηματικό στόχαστρο δύο ευαίσθητες περιοχές της εθνικής υπερηφάνειας: την αρχαιοελληνική καταγωγή και τις σχέσεις με τη γείτονα χώρα, οι οποίες, στη σατιρική εκδοχή τους, αποκτούν τις ψυχονευρωτικές διαστάσεις της αρχαιολατρίας και της τραυματικής καθήλωσης έναντι των Τούρκων, χάρη και στις γλαφυρές παρομοιώσεις γενετήσιου περιεχομένου.

Ο αντίκτυπος των τρομερών συμβάντων κατά τα δύο επόμενα χρόνια και οι προσπάθειες επαναφοράς του Παρθενώνα συνθέτουν ένα μυθιστόρημα με υποτυπώδη πλοκή και δράση περιορισμένη στον χώρο της Ακροπόλεως και των παρακείμενων λόφων. Παρεμπιπτόντως, μας φαίνεται ανέφικτος ο στρατηγικός ελιγμός που θέλει το αντιαεροπορικό μεταφερόμενο από τον Λόφο των Μουσών σε αυτόν του Φιλοπάππου καθ' όσον οι δύο ονομασίες αναφέρονται στον ίδιο λόφο. Από την εφημεριδογραφία στις παραμονές του 2004, όπου γίνεται λόγος για θεραπείες αναίμακτες ή μη του Παρθενώνα, ο συγγραφέας εμπνεύστηκε την παρουσίαση του μνημείου ως ασθενούς. Η προσωποποίηση, όμως, θα έμενε ανάπηρη αν δεν παντρευόταν με την υποβλητικότητα της αλληγορίας: το μνημείο, που «δεν συνεργάζεται στις απαιτούμενες χειρουργικές επεμβάσεις» και χρήζει «συστηματικής ψυχοθεραπείας για να ξαναβρεί τη χαμένη του ταυτότητα», υποδηλώνει τον ελληνικό λαό. Για την περαιτέρω διεύρυνση της μεταφοράς επιστρατεύονται ο Λακάν και η μεταμοντέρνα ορολογία. Ενα παιδίον ο λαός συγκροτεί την ταυτότητά του αντικατοπτριζόμενος στον Παρθενώνα όπως σε καθρέφτη και δη μαγικό, αφού απεικονίζει το χθες ως σήμερον και ως αύριον. Ενώ το ξεμοντάρισμα του Παρθενώνα, που κρίνεται αναγκαίο για την αποκατάστασή του, αποκαλείται «αποδόμηση» ώστε να σηματοδοτεί τον επαναπροσδιορισμό της ελληνικής ταυτότητας σε ένα μελλοντικό περιβάλλον, ελληνίζον υπό διεθνή υποστήριξη και εποπτεία.



Το ελληνικό πλήθος



Σάτιρα πασίδηλη όσο και επίκαιρη καθώς αρθρώνεται με στερεότυπα και κορόνες των ΜΜΕ. Συνεχής η αφήγηση, εστιασμένη στο «ελληνικό πλήθος» και εντός αυτής νησίδες με τις στιχομυθίες των εργαζομένων στην αναστήλωση, όπου συμφύρονται καθαρόαιμοι Ελληνες, αναγιγνώσκοντες εφημερίδα με τον κραυγαλέο τίτλο «Εθνικός Συναγερμός», «εγγόνια του Αλήπασα» και ακόμη Ουκρανοί, Γεωργιανοί ή Πόντιοι. Πρόσωπα που μόλις και σκιαγραφούνται, με ονόματα που παραπέμπουν σε πραγματικά, όπως ο Αλβανός Οδυσσέας Τσενάι, αριστούχος μαθητής το 1998 και παραλίγο σημαιοφόρος, που γίνεται Οδυσσέας Τσελάι, ή και άλλα πλασματικά, κάποτε και αστεία, δηλωτικά της ταυτότητάς τους, ενώ η ευρύτερη ελληνική κοινωνία εμφανίζεται μέσα από τις ρήσεις ορισμένων επιφανών που αναφέρονται με τα αρχικά τους. Μοναδικός ήρωας εκτός σκωπτικού πλαισίου ο καθηγητής Μ.Κ., που υποτίθεται πως αποκαλύπτει στους φοιτητές του τις μεγάλες αλήθειες για την ιστορία του έθνους. Λόγος μακρύς και ρητορικός, που δεν σατιρίζει αλλά προτείνει ένα ιδεολογικό σχήμα για τον Παρθενώνα και τις αναστηλώσεις του. Ούτε ουμανιστικές ούτε χρησιμοθηρικές διαφορές διακρίνει ο κύριος καθηγητής ανάμεσα στις παλαιότερες επεμβάσεις, του 1896 ή του 1922, και στις πρόσφατες. Μέσα στον οίστρο του μάλιστα υποπίπτει και σε μικροανακρίβειες. Οπως λ.χ. όταν αναφέρει τις «επιστολές του Παύλου Μελά προς τη σύζυγό του, σταλμένες από το μέτωπο». Μακεδονομάχος υπήρξε ο καημένος ο Μελάς και δεν πρόλαβε κανένα μέτωπο.

Από τη μέση του μυθιστορήματος και ύστερα, καθώς το αρχικό έναυσμα αποδυναμώνεται, επινοούνται κάποια κωμικά περιστατικά, μάλλον αλλότρια. Οπως ο καβγάς που ξεσπά όταν Ελληνες και Αλβανοί αγωνιούν να αναγνωρίσουν τους προγόνους τους στις μορφές της ζωφόρου του Παρθενώνα ή μια είδηση που θέλει ελληνίδα διπλωματούχο να καταντά οικιακή βοηθός αλβανίδας γερόντισσας. Πάντως, όπως αρμόζει σε μια «βέβηλη» αφήγηση, η λύση του μυθιστορήματος χάνεται στις θολές φαντασιώσεις των συντακτών του «Εθνικού Συναγερμού», ενώ μια ουκρανή διανοούμενη δεύτερης γενιάς επαναλαμβάνει: «...Η ιστορία δεν γράφεται με αίμα αλλά με σπέρμα!». Να σημειώσουμε ότι ήδη από τις πρώτες σελίδες ο αναγνώστης έχει εμπεδώσει πως «...τα γνήσια ελληνόπουλα πενηνταρίζουν συλλέγοντας διδακτορικά... μέχρι να σαπίσει το σπέρμα τους».



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 20-04-2003





ΚΡΙΤΙΚΗ



Στη μέχρι τώρα μυθιστορηματική παραγωγή του Βασίλη Γκουρογιάννη, οι εθνοτικές και πολιτισμικές ανακατατάξεις σε διάφορες ιστορικές φάσεις και οι παρεπόμενες ταυτοτικές ανακατασκευές, καθώς και οι ποικιλότροπες προσλήψεις τους ή οι αποσιωπήσεις τους, αποτελούν βασικό στοιχείο της προβληματικής του. Στο «Ο θίασος των Αθηναίων», η περίοδος της μετάβασης από την αρχαία ελληνική θρησκεία και παράδοση στο χριστιανισμό και η προοπτική μιας νέας σύνθεσης είναι το πλαίσιο της μυθοπλασίας του, ενώ στο «Το ασημόχαρτο ανθίζει» περιγράφει με γενναιότητα και αφηγηματική δεινότητα, ένα απωθημένο και αποσιωπημένο επεισόδιο μιας βίαιης μειονοτικής εκκαθάρισης στην Ηπειρο, την περίοδο της κατοχής. Στο τελευταίο, τρίτο στη σειρά, μυθιστόρημά του, με τον τίτλο «Βέβηλη πτήση», ο Γκουρογιάννης, με ένα διαφορετικό, ιστορικά και χρονικά, μυθοπλαστικό πλαίσιο, συλλαμβάνει τις σύγχρονες κοινωνίες και πιο ειδικά την ελληνική, στην αντιφατική κατάσταση του ανοίγματος και της υποδοχής νέων πληθυσμών και πολιτισμών και ταυτόχρονα της όξυνσης των φοβικών και εθνοκεντρικών συνδρόμων. Στο κοντινό μέλλον, μερικά χρόνια μετά τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, ξεσπά μια πολεμική κρίση με την Τουρκία, η οποία εκδηλώνεται με δύο επεισόδια: με την πολύωρη κατάληψη του αεροδρομίου της Κω από τους Τούρκους και με την πτήση ενός πολεμικού αεροπλάνου, ελάχιστα πάνω απ' τον Παρθενώνα, με καταστρεπτικές συνέπειες. Μετά απ' αυτά, στη σχεδόν πολυεθνική ήδη ελληνική κοινωνία, επικρατεί μια γενικευμένη αμφισβήτηση των κάθε είδους κρατούντων και ένα αίσθημα εθνικής ανασφάλειας και ηττοπάθειας. Το κλίμα καλλιεργεί επιπλέον και εκμεταλλεύεται τεχνηέντως ο ακροδεξιός και εθνικιστικός Τύπος, που καταγγέλλει συνεχώς την παρακμή και την εθνολογική αλλοίωση της χώρας.

Η συγκυρία που κατασκευάζει ο Γκουρογιάννης, συμπυκνώνεται και εκδιπλώνεται στο χώρο της Ακρόπολης, όπου έχουν αρχίσει οι θεωρητικές και πρακτικές εργασίες για την αποκατάσταση του Παρθενώνα και κινείται ένα ετερόκλητο, ως προς την εθνοτική καταγωγή και τις ειδικότητες, πλήθος ανθρώπων, όπως αρχαιολόγοι, καθηγητές, τεχνίτες, φύλακες και στρατιώτες ακόμα. Γύρω απ' τον τραυματισμένο Παρθενώνα και τις προσπάθειες για τη «θεραπεία» του, διαδραματίζονται και διατυπώνονται πολλά. Ξεναγήσεις και καταγγελίες της «βέβηλης πτήσης», όπως ονομάστηκε το συμβάν, αλλά και απόψεις για την ιστορική διαδρομή του Παρθενώνα, τις πολλαπλές μεταμορφώσεις και χρήσεις του σ' αυτήν και τα αποτυπώματά τους επάνω του, για το εάν πρέπει να αναστηλωθεί ή να αφεθεί στη φθορά του, για τη σχέση του με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, εκδηλώνεται με ειρωνείες και ύβρεις για την καταγωγή τους, με σεξουαλικά υπονοούμενα, με διεκδίκηση ακόμα και της φανταστικής ομοιότητας των προσώπων τους με τις ανάγλυφες μορφές των μαρμάρων του μνημείου, η έντονη αντίθεση ανάμεσα στους Ελληνες εξ Ελλήνων, όπως, έκδηλα ειρωνικά, ονομάζονται οι εκ καταγωγής Ελληνες, και στους ήδη ενσωματωμένους, εργασιακά και εκπαιδευτικά μετανάστες, κυρίως απ' τις βαλκανικές χώρες. Μονίμως δε, η ακροδεξιά εφημερίδα «Εθνικός Συναγερμός», φανατικός αναγνώστης της οποίας είναι ένας φύλακας, με τα σκίτσα και τα εμπρηστικά της άρθρα, δημαγωγεί ασύστολα και προωθεί την ξενοφοβία και την άρνηση της δημοκρατίας και της ανοχής. Ο γάμος όμως ανάμεσα σε μια αρχαιολόγο, «Ελληνίδα εξ Ελλήνων» και έναν αξιωματικό ξενικής καταγωγής, επιβεβαιώνει την προσέγγιση πια των δυο πλευρών και δείχνει την ενδεχόμενη προοπτική της συγχώνευσης και της αφομοίωσης.

Ο Γκουρογιάννης στήνει επιδέξια το σκηνικό μιας συγκυρίας κρίσης, όπως αυτές που ακολούθησαν την παραλίγο σύρραξη στα Ιμια ή τη σύλληψη Οτσαλάν, με τα ανάλογα πολεμικά και πολιτικά γεγονότα και αναδεικνύει με επιτυχία τον ιδιαίτερο τρόπο πρόσληψής της απ' την ελληνική κοινωνία και τους μηχανισμούς της και το όλο περιρρέον κλίμα της υστερίας, της υπερβολής, της «ταπείνωσης» και του εθνικιστικού παροξυσμού. Ο συγγραφέας - αφηγητής περιγράφει τα διαδραματιζόμενα με μια ματιά άκρως ειρωνική και παρωδεί τα εθνικά στερεότυπα και κλισέ, τις τηλεοπτικές κυρίως αλλά και έντυπες υπερπατριωτικές ρητορείες και τους δημαγωγικούς καταγγελτικούς λόγους. Η ειρωνεία και η σάτιρα των καταστάσεων, αλλά κυρίως των λόγων που εκπέμπονται, είναι διάχυτες στην αφήγηση και το κύριο χαρακτηριστικό της. Στο ήδη φορτισμένο σκηνικό, ο Γκουρογιάννης εισάγει και την παρουσία των μεταναστών που δεν είναι πλέον υποτακτικοί και παθητικοί, αλλά διεκδικητικοί, με συναίσθηση πλέον της θέσης τους στην ελληνική κοινωνία, γεγονός που τροφοδοτεί, δίπλα στην εθνικιστική αντίδραση, την ξενοφοβία και το ρατσισμό. Ο συγγραφέας, πέρα από τη διακωμώδηση της υπερβολής και της υστερίας και τον έντονο σαρκασμό των εθνικών ιδεολογημάτων, συγκροτεί ένα αφηγηματικό πεδίο όπου σχηματίζονται ευδιάκριτα αντιτιθέμενοι πολιτικοκοινωνικοί λόγοι, όπως αυτοί της φοβίας, του εθνοκεντρισμού, της άρνησης του Αλλου ή της αποδοχής της διαφορετικότητας, της ανεκτικότητας, της ενσωμάτωσης. Καταγράφεται δε και ο λόγος των μεταναστών, ευθύς και δυναμικός, όπως για παράδειγμα η απάντηση ότι οι ίδιοι «γέμισαν και τα σχολεία» στην κατηγορία ότι «γέμισαν τις φυλακές». Η επιλογή του Παρθενώνα ως τόπου εκτύλιξης της μυθοπλασίας δεν έγινε βέβαια τυχαία. Στο χώρο του ύψιστου αυτού κλασικού μνημείου, με τη δεσπόζουσα θέση στη νεοελληνική ιδεολογία και στην ιστορική και τη σύνολη πολιτισμική εθνική αφήγηση, η κοινωνία έρχεται συμβολικά αντιμέτωπη με τη νέα πολυεθνική πραγματικότητα και την πρόκληση της συμβίωσης, της αμοιβαίας αποδοχής και της σμίλευσης μιας νέας ταυτότητας. Παρά το ευδιάκριτο νόημα όμως που παράγει και παρότι η «Βέβηλη πτήση» δηλώνεται ως μυθιστόρημα, η ειδολογική του κατάταξη προβληματίζει. Από ένα σημείο και μετά η πλοκή ατονεί, οι δε ήρωές της δεν υφίστανται ως ζωντανοί χαρακτήρες ούτε δρουν στο πλαίσιο της μυθοπλασίας. Εν γνώσει μάλλον του συγγραφέα, είναι σχηματικοί φορείς ιδεών και απόψεων και κάνουν αισθητή την παρουσία τους μόνο με την εκφορά του λόγου τους. Η γλώσσα δε, είναι προσαρμοσμένη στην προβληματική και τη δομή της αφήγησης, με ενιαίο συνολικά και ομογενοποιημένο ύφος, λιτή και στρωτή, χωρίς περιττά στολίδια.

Η «Βέβηλη πτήση» με τη θεματική και τον τρόπο διαχείρισης της, την παράθεση κυρίως απόψεων, τη συγκεκριμένη κίνηση των ηρώων της, τη δοκιμιακή της γραφή, συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά ενός αφηγήματος ιδεών, και ως τέτοιο πρέπει να κριθεί. Ο Γκουρογιάννης πραγμάτωσε τους αφηγηματικούς και νοηματικούς του στόχους και με τόλμη, αιχμηρή ειρωνεία και έντονο σαρκασμό φέρνει την ελληνική κοινωνία αντιμέτωπη με την εικόνα του εαυτού της και τις ταυτοτικές προκλήσεις του μέλλοντος.



ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/05/2003

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!