Κείμενα για την αρχιτεκτονική

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 15.90
11.13
Τιμή Πρωτοπορίας
+
46513
Συγγραφέας: Γκράσι, Τζόρτζιο
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:235
Μεταφραστής:ΠΑΤΕΣΤΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/02/1998
ISBN:9789600320855
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Αν θελήσουμε να περιγράψουμε μονολεκτικά τα κύρια χαρακτηριστικά του συνολικού έργου του Τζόρτζιο Γκράσι, η λέξη που έρχεται αμέσως στον νου είναι ”συνέπεια”- συνέπεια μεταξύ του θεωρητικού λόγου και των έργων του,αλλά και μεταξύ των ίδιων των έργων που απαρτίζουν τη σχεδιαστική του γραφή,όπως διαμορφώθηκε σε μία μακροχρόνια πορεία άνω των τριάντα πέντε χρόνων. Συνέπεια και εμμονή,επίσης,όχι τόσο σε κάποιες συγκεκριμένες μορφοπλαστικές επιλογές,όσο στον τρόπο ανάλυσης και επίλυσης του σχεδιαστικού καθήκοντως που κάθε φορά εμφανίζεται,μέσα από την επαγγελματική δραστηριότητα ή την έρευνα στο πλαίσιο της διδασκαλίας,στην αρχιτεκτονική σχολή.

Τα κείμενα που επιλέξαμε για την παρούσα έκδοση καλύπτουν ένα μεγάλο χρονικό διάστημα,από το τέλος της δεκαετίας του ’60 έως τις μέρες μας,κατά το οποίο καταγράφηκαν πολλές γενικές και ειδικές αλλαγές,κρίσιμες και σημαντικές. Ωστόσο,τα γραπτά αυτά,ακόμα και εκείνα του τέλους της δεκαετίας του ’60 και των αρχών της επομένης,διατηρούν ακόμη την επικαιρότητα τους,γιατί αναφέρονται όχι μόνο σε ζητήματα διαχρονικού χαρακτήρα,αλλά και σε ζητήματα που,στις μέρες μας,επιστρέφουν με νέα ορμητικότητα





ΚΡΙΤΙΚΗ




Ο Τζόρτζιο Γκράσι μετά την αποφοίτησή του από την Αρχιτεκτονική Σχολή του Μιλάνου, το 1960, άρχισε να εργάζεται στην επιτροπή σύνταξης του περιοδικού «Casabella» υπό τον Ε. Ν. Ρότζερς, σε ένα χώρο δηλαδή που συνέβαλε όσο λίγοι την περίοδο αυτή στην ανανέωση της αρχιτεκτονικής σκέψης διεθνώς. Ο Γκράσι συνεργάστηκε στο περιοδικό με τον Β. Γκρεγκότι και κυρίως με τον Α. Ρόσι (1931-1997), με τον οποίο ανέπτυξε ισχυρούς ιδεολογικούς δεσμούς στο πλαίσιο του ιταλικού κινήματος «Tendenza». Οι Ρόσι και Γκράσι προχώρησαν σε μια παράλληλη συστηματοποίηση της θεωρητικής τους προσέγγισης για τον σχεδιασμό με τα διεθνώς γνωστά βιβλία «Η αρχιτεκτονική της πόλης» (1966) και «Η λογική συγκρότηση της αρχιτεκτονικής» (1967). Ο Γκράσι, ιδιαίτερα, σκόπευε στην εκ βάθρων επαναθεμελίωση των όρων που διέπουν την ίδια την αρχιτεκτονική σύνθεση, με μια ιδεολογική ένταση και ασκητική συνέπεια που συνεχίζεται ως σήμερα, όταν άλλοι διάσημοι συνοδοιπόροι του διεθνούς νεορασιοναλισμού προχωρούσαν τις επόμενες δεκαετίες σε έναν «εκσυγχρονισμό» των σχεδιαστικών τους μέσων υιοθετώντας ακόμη και τα κηρύγματα του περιθωριακού πλέον μεταμοντέρνου.

Τα 15 γραπτά του ιταλού αρχιτέκτονα και καθηγητή στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μιλάνου, που ο Κ. Πατέστος («μαθητής» κατά κάποιο τρόπο του Γκράσι) επέλεξε και μας προσφέρει σε δόκιμα ελληνικά, εκτείνονται από το 1969 ώς το 1995 και είναι ήδη δημοσιευμένα σε βιβλία του καθώς και σε περιοδικά, ιταλικά και ιδίως γερμανικά. Η επιλογή των κειμένων ομολογείται ότι έγινε με κριτήριο την αναμφίβολη διαχρονική επικαιρότητα του περιεχομένου τους, αλλά, πιστεύω, και με βάση ορισμένα ζητήματα που παραδοσιακά απασχολούν την ελληνική αρχιτεκτονική. Θα πρέπει να πούμε αμέσως ότι τα κείμενα του Ιταλού διατυπώνουν μια μεθοδολογική προσέγγιση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αδυσώπητη και χωρίς την ελάχιστη παραχώρηση: ο συγγραφέας δείχνει να λέει στους αρχιτέκτονες «να ξεχάσουν αυτά που ξέρουν», να ξεχάσουν τα τερτίπια. Είναι κρυστάλλινα σαφής στη διατύπωση της στάσης και των καίριων ερωτημάτων του, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι ποτέ αφοριστικός και υιοθετεί την αμφιβολία ως τη μόνη δημιουργικά αποδεκτή στάση: «Όταν βλέπω ένα διδάσκοντα να διορθώνει, με το μολύβι στο χέρι, τη μελέτη ενός φοιτητή, πρέπει να ομολογήσω πως αισθάνομαι μια κάποια ζήλια. Δε θα 'ξερα να το κάνω, δε θα 'ξερα από πού να ξεκινήσω (πιστεύω πως δε χρησιμοποίησα ποτέ το μολύβι συζητώντας μια μελέτη στη σχολή). Όμως αισθάνομαι και μια κάποια ντροπή για τη δουλειά μας αυτή ως διδασκόντων, που μας επιτρέπει να προσποιούμαστε με τόση ευκολία γιατί, σήμερα, μπροστά σε μιαν αρχιτεκτονική μελέτη διδάσκων και διδασκόμενος βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο: πλήρεις δισταγμών και αμφιβολιών (αλλά και με την αίσθηση, τώρα πια οικεία, πως πράττουν κάτι ανώφελο, χωρίς νόημα). (...) Είναι προτιμότερη μια αδέξια (αλλά αιτιολογημένη, ως προς το χαρακτήρα της) αρχιτεκτονική μελέτη από μιαν αναιτιολόγητη ωραία μελέτη».

Ο Γκράσι αντιλαμβάνεται την αρχιτεκτονική ως μια αυστηρά ιεραρχημένη διαδικασία ανάλυσης και σχεδιασμού της λύσης που προκύπτει ως τύπος, επειδή ανταποκρίνεται με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα στην ανάγκη διατύπωσης οριστικών (διάβαζε διαχρονικών) απαντήσεων σε συγκεκριμένα ζητήματα της αρχιτεκτονικής. Στο πλαίσιο αυτό το πρόβλημα της μορφής μηδενίζεται. Η αληθινή μορφή είναι γι' αυτόν «η μορφή που δεν αναζητήθηκε ποτέ». Είναι σαφής η άρνηση της συγκινησιακής-πειραματικής προσέγγισης της αρχιτεκτονικής και η έμφαση στον θεωρητικό-διανοητικό χαρακτήρα της σύνθεσης ως λογικής διάταξης των επιλογών. Ο Γκράσι δεν αναζητεί μια «νέα» αρχιτεκτονική. Υποστηρίζει αντίθετα, αναφέροντας τον Laugier και την περίφημη καλύβα του, ότι «ένας και μόνον είναι ο τρόπος για να κάνουμε ν' ανταποκριθεί η αρχιτεκτονική στην αξίωση για αλήθεια, στην αναζήτηση μιας εκφραστικής ειλικρίνειας: εκείνος του να την οδηγήσουμε εκ νέου στη συνθήκη αρχετύπου, δηλαδή ν' αποκαταστήσουμε ξανά τη σχέση ανάγκης που συνδέει την αρχιτεκτονική με τις πρωταρχικές της αιτίες».

Στο σημείο αυτό είναι ενδιαφέρουσα η παραβολή ελληνικής και ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής: η πρώτη αποτελεί προ-ιστορικό, αφηρημένο αρχέτυπο του ναού και του δημόσιου χώρου μόνο η δεύτερη εγκαινιάζει τη δυτική αρχιτεκτονική «που γνωρίζουμε» γιατί με την ποικιλία στόχων που θέτει δίνει οριστική απάντηση ­ μεθοδολογική και τεχνική ­ στα προβλήματα που αφορούν την αρχιτεκτονική της μεγάλης πόλης. Είναι χαρακτηριστική εδώ η ρήση του Adolf Loos την οποία επικαλείται ο συγγραφέας: «Δεν είναι τυχαίο το ότι οι Ρωμαίοι δε στάθηκαν ικανοί να επινοήσουν ένα νέο ρυθμό κιόνων, ένα νέο διάκοσμο· ήταν ήδη πολύ προχωρημένοι για να το κάνουν». Ο Γκράσι επισημαίνει την αναγκαιότητα της τεχνικής: η αρχιτεκτονική αποτελεί στατικό γεγονός και κάθε τεχνική λύση ή «επινόηση» θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την αξιωματική αυτή συνθήκη. Για την πραγματοποίηση της αρχιτεκτονικής το μόνο απαραίτητο εργαλείο είναι το σχέδιο το οποίο δεν έχει καμία αυτοτέλεια: είναι αποκλειστικά μέσο, όχι αμφίσημο ως εικαστικό capriccio αλλά απόλυτα ακριβές, της τεχνικής-κατασκευαστικής επάρκειας της αρχιτεκτονικής ιδέας. Η επάρκεια αυτή δεν μπορεί να οδηγεί παρά σε ένα αποτέλεσμα μνημειακό. Ο Γκράσι υποστηρίζει ότι η μνημειακότητα δεν είναι κάποια επιλογή αλλά μια εγγενής ιδιότητα της καλής αρχιτεκτονικής ανεξαρτήτως περιόδου, γιατί το κτίριο αποτελεί προνομιούχο και διαρκή μάρτυρα μιας εποχής και πραγματοποιήθηκε με στόχο τη στερεότητα, τη χρησιμότητα και τη διάρκεια και μόνο εχθρό τη φθορά του χρόνου.

Ένα άλλο θεμελιώδες ζήτημα της προβληματικής του Γκράσι αφορά τη σημασία της Ιστορίας καθώς και τον ρόλο του Μοντέρνου Κινήματος και της σχετικής με αυτό ιστοριογραφίας. Για τον ιταλό αρχιτέκτονα το μόνο εφικτό σημείο αναφοράς της σύγχρονης αρχιτεκτονικής είναι η ιστορική της εμπειρία, η οποία εμπειρία αποτελεί το σταθερό μέτρο και παρέχει ουσιαστικό περιεχόμενο στην ανάλυση, νοούμενη ως διεκδίκηση «του χαρακτήρα καθολικότητας της αρχιτεκτονικής». Θυμίζει τον αφορισμό του Ιγκόρ Στραβίνσκι ότι «όλα όσα δεν είναι παράδοση, είναι απάτη». Η αρχιτεκτονική του παρελθόντος δεν μπορεί εν τούτοις να αποτελέσει υφολογικό συνταγολόγιο, ενώ ταυτόχρονα δεν είναι δυνατός ο «πειραματισμός» πάνω σε αρχέτυπες πλέον ιστορικές μορφές, σε μορφές που έχουν πλέον διατυπώσει οριστικά έναν κανόνα. Υποστηρίζει ότι ορισμένα έργα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής (π.χ. το περίπτερο του Mies στη Βαρκελώνη, το «σπίτι στον καταρράκτη» του Wright ή η βίλα Savoye του Λε Κορμπυζιέ) θεωρούνται μεν αρχέτυπα της νέας αρχιτεκτονικής αλλά ουσιαστικά αποτελούν πλαστικά μόνο γεγονότα, δεν έχουν ιδιαίτερη σχέση με το πρόβλημα της κατοικίας του ανθρώπου στην ιστορία. Ο Γκράσι εμφανίζεται ιδιαίτερα κριτικός απέναντι στη δεισιδαιμονία του νέου που κυριαρχεί στη μοντέρνα αρχιτεκτονική: καυτηριάζει τις αρχιτεκτονικές θεωρίες του αιώνα μας που υποστηρίζουν ότι η μοντέρνα αρχιτεκτονική είναι νέα («πρέπει να είναι» νέα) και τελείως διαφορετική από εκείνη του παρελθόντος. Η ιστοριογραφία του Μοντέρνου υπήρξε για τον Γκράσι μεροληπτική και προχώρησε με βάση μια φορμαλιστική αξιολόγηση που τη δανείστηκε από τις εικαστικές και τις πλαστικές τέχνες. Μεγάλη αρχιτεκτονική είναι εκείνη που «συγκεφαλαιώνει την κεκτημένη σοφία και δεξιοτεχνία»: για τον λόγο αυτόν ο Γκράσι ανατρέχει με τόση συχνότητα στο έργο του Schinkel ή του Palladio, ή στο έργο ενός αρχιτέκτονα παρεξηγημένου που ο ιταλός δάσκαλος αγάπησε με σπάνια ένταση: το έργο του Heinrich Tessenow (1876-1950).

Μια τελευταία παρατήρηση, μάλλον μελαγχολική: τα σημαντικά κείμενα του Γκράσι (που είναι ουσιαστικά άγνωστος στην Ελλάδα γιατί δεν τον ενδιαφέρει ο πολυδιαφημισμένος κόσμος του αρχιτεκτονικού διεθνούς σταρ σύστεμ) είναι αφενός το αποτέλεσμα μιας ανεπτυγμένης και πολυετούς παραγωγής ιδεών για την αρχιτεκτονική σε μια συγκεκριμένη χώρα, αφετέρου γίνονται κατανοητά και λειτουργούν ακριβώς σε ένα πλαίσιο που μπορεί να επαναπροτείνει με σταθερότητα και συνέχεια τους όρους της σχετικής συζήτησης. Ποια μπορεί να είναι η λειτουργικότητά τους στην Ελλάδα, πού εντάσσονται εδώ; Στον τόπο μας έχουν εμφανιστεί σποραδικά και άλλες ανάλογες εκδόσεις (το βιβλίο του Ρόσι, για παράδειγμα, που ήδη αναφέραμε ή «Η πολυπλοκότητα και η αντίφαση στην αρχιτεκτονική» του Ρ. Βεντούρι). Η συμβολή τους όμως στην ανάπτυξη του αρχιτεκτονικού διαλόγου στη χώρα μας φαίνεται μάλλον περιθωριακή, ενώ δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί και το φαινόμενο μιας πόλωσης αντιλήψεων την οποία ενδεχομένως δημιουργούν (θα πρέπει να μπορούμε να διαλέγουμε τους δασκάλους, λέει ο ίδιος ο Γκράσι). Θα πρέπει να αναπτυχθεί περισσότερο η σχετική μεταφραστική δραστηριότητα ή το ζητούμενο είναι η αυτοδύναμη, και δημόσια κοινοποιημένη, ανάπτυξη του προβληματισμού για την αρχιτεκτονική; Το ερώτημα είναι παλιό αλλά δυστυχώς πάντα επίκαιρο.

Αντρέας Γιακουμακάτος, ΤΟ ΒΗΜΑ, 30-08-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!