0
Your Καλαθι
Το κίνημα των Αρσενιατών
1261-1310, ιδεολογικές διαμάχες την εποχή των πρώτων Παλαιολόγων
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι γνωστό ότι στον κόσμο του Βυζαντίου και ιδιαίτερα σ' εκείνον των τελευταίων αιώνων της ζωής του η διαφορά μεταξύ πνευματικών και κοσμικών πραγμάτων ήταν δυσδιάκριτη και σπανίως προσδιορισμένη. Ψυχή και σώμα της βυζαντινής κοινωνίας ήταν η Εκκλησία και το Κράτος, στοιχεία κυρίαρχα και άμεσα συνεξαρτώμενα. Το ιδεώδες της συνύπαρξής τους, όπως το είχε διακηρύξει τον 9ο αιώνα ο Πατριάρχης Φώτιος, μπορούσε να εκφρασθεί μόνο μέσα από την αρμονική συνεργασία του Αυτοκράτορα και του Πατριάρχη, των δύο δηλαδή κορυφαίων φορέων της κοσμικής και της πνευματικής εξουσίας, επιφορτισμένων με τη «φροντίδα» των σωμάτων και των ψυχών των ανθρώπων της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο αυτή η αρμονική «ψυχοσωματική» συνεργασία, όπως την είχε οραματισθεί ο Φώτιος, πολλές φορές διαταράχθηκε, άλλοτε εξαιτίας του ενός παράγοντα και άλλοτε του άλλου, αφού και οι δύο υπερέβαιναν συχνά τα όρια της δικαιοδοσίας τους. Είναι αλήθεια ότι η διαίρεση της βυζαντινής κοινωνίας μιας κοινωνίας κατ' εξοχήν θεοκρατικής συχνά προκλήθηκε ή αποδόθηκε σε θρησκευτικά και θεολογικά αίτια. Αρκεί να θυμηθούμε τις σοβαρές παρενέργειες που προξένησαν σ' αυτήν οι χριστολογικές έριδες των πρώτων αιώνων, και κυρίως τις οδυνηρές επιπτώσεις που επέφερε στον πνευματικό και κοινωνικό της βίο η οξύτατη εικονομαχική κρίση που ξέσπασε στους κόλπους της τον 8ο και τον 9ο αιώνα. Στην εποχή των Παλαιολόγων, κατά τους δύο τελευταίους αιώνες της ζωής της Αυτοκρατορίας, τα θεμέλια της βυζαντινής κοινωνίας συγκλόνισαν τρία μεγάλα ζητήματα παρόμοιας φύσεως, τα οποία σηματοδότησαν την παρακμή και την κατάρρευσή της. Πρόκειται για το κίνημα των Αρσενιατών, που εκδηλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και διήρκεσε μισόν αιώνα, την ησυχαστική έριδα που συνετάραξε την Αυτοκρατορία τον 14ο αιώνα και την οξύτατη αντιπαράθεση γύρω από το ζήτημα της Ένωσης των Εκκλησιών Ανατολής και Δύσης, που επέσπευσε το τέλος της. Η σοβαρή μελέτη ενός εκάστου εξ αυτών δείχνει σε ποιον βαθμό, στη συνείδηση του βυζαντινού ανθρώπου εκείνης της εποχής, η θρησκεία ήταν ταυτισμένη με την πολιτική, κατά πόσον δηλαδή θρησκεία και πολιτική αποτελούσαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Στο βιβλίο Το κίνημα των Αρσενιατών (1261-1310), Ιδεολογικές διαμάχες την εποχή των πρώτων Παλαιολόγων, ο συγγραφέας του Πάρις Γουναρίδης πραγματεύεται το πρώτο από τα τρία ζητήματα που προαναφέρθηκαν και απασχόλησαν έντονα την κοινωνία του όψιμου Βυζαντίου, ανανεώνοντας έτσι το ενδιαφέρον των ερευνητών για ένα μεγάλο ιστορικό πρόβλημα, το οποίο αρκετές δεκαετίες πριν είχε απασχολήσει δύο ιστορικούς του Βυζαντίου, τον Ιωάννη Συκουτρή και τον Vitalien Laurent. Από τότε ως σήμερα το «σχίσμα» των Αρσενιατών όρος που επικράτησε στην παλαιότερη βιβλιογραφία πέρασε στο περιθώριο των ερευνητικών ενασχολήσεων μιας σειράς γνωστών μελετητών της εποχής των Παλαιολόγων, παρά τη μεγάλη σημασία του ως θρησκευτικού, κοινωνικού και πολιτικού φαινομένου της εποχής.
Ο μονόπλευρος και ελλιπής χαρακτήρας που παρουσιάζουν οι ad hoc μελέτες των παραπάνω ιστορικών ώθησε τον Γουναρίδη ειδικό της Παλαιολόγειας εποχής να μελετήσει βαθύτερα το συγκεκριμένο θέμα, να εξετάσει όλες τις παραμέτρους του και να του προσδώσει τις πραγματικές του διαστάσεις. Μια αλυσίδα από γεγονότα έδωσαν την αφορμή στη γέννηση του κινήματος: η τύφλωση του «νόμιμου» βασιλέα Ιωάννη Δ' Λασκάρεως από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, η αντίδραση σ' αυτή την ανίερη πράξη του Πατριάρχη Αρσενίου με τον αφορισμό του αυτοκράτορα και, τέλος, η μεθόδευση από τον τελευταίο της εκθρόνισης του Πατριάρχη. Τα πολιτικά, ωστόσο, και κοινωνικά γεγονότα ήταν εκείνα που έδωσαν σάρκα και οστά στο κίνημα και συνέβαλαν στην ανάπτυξη και στη διαμόρφωσή του.
Η ανακατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τα στρατεύματα του εξόριστου αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου το 1261 και η αυτονόητη μεταφορά του κέντρου βάρους από τη Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη επέφεραν την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας από την πολιτική εξουσία της Αυτοκρατορίας και τη συνακόλουθη οικονομική εξαθλίωση των κατοίκων της. Είναι αυτά ακριβώς τα γεγονότα που ώθησαν ευρύτερα λαϊκά στρώματα, κυρίως από τον χώρο της Μικράς Ασίας, να συστρατευθούν στο πλευρό των μοναχών-οπαδών του Αρσενίου, να αγκαλιάσουν το κίνημά τους και να ενισχύσουν σημαντικά τις τάξεις του.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το κίνημα εξελίχθηκε, όπως υποστηρίζει ο Γουναρίδης στην Εισαγωγή του, «μέσα από μια δυναμική διαδικασία αλλαγών στην οργάνωση και στον πολιτικό προσανατολισμό κάτω από έναν ιδεολογικό μανδύα που έμοιαζε να είναι ενιαίος». Δεν ήταν μόνο κίνηση κάποιων φανατικών μοναχών και δεν περιορίστηκε μόνο στους κόλπους της Εκκλησίας αλλά, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο συγγραφέας του βιβλίου, «αποτέλεσε ένα ολικό φαινόμενο, που αναπτύχθηκε μέσα στη βυζαντινή κοινωνία και βρέθηκε στο κέντρο της πολιτικής ζωής της Αυτοκρατορίας για μισόν ακριβώς αιώνα». Τον βασικό πυρήνα του αποτέλεσε στην αρχή, όπως προαναφέρθηκε, ο πληθυσμός της Μικράς Ασίας, ενώ στη συνέχεια η βάση του διευρύνθηκε και η επιρροή του επεκτάθηκε και στην Κωνσταντινούπολη, κυρίως ανάμεσα στις τάξεις των μοναχών και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Λειτούργησε ως πόλος συσπείρωσης ενάντια στην πολιτική απόφαση του βυζαντινού αυτοκράτορα να επιχειρήσει προσέγγιση με τη Δύση μέσω της Ένωσης των Εκκλησιών και κατέστη θεσμική αντιπολίτευση τόσο στην επίσημη πολιτική εξουσία όσο και στην επίσημη Εκκλησία.
Η καταγραφή των γεγονότων που έδωσαν αφορμή στη γέννηση του κινήματος, ο προσδιορισμός της κοινωνικής του βάσης και της ιδεολογικής υποδομής πάνω στην οποία αναπτύχθηκε, ο καθορισμός των ιστορικών σταδίων από τα οποία διήλθε, ο εντοπισμός των όρων κάτω από τους οποίους έγινε δυνατή η λαϊκή υποστήριξη σ' αυτό, η οργάνωσή του, η ανάλυση των ιδεολογικών συζητήσεων που προκάλεσε η παγίωσή του, η αποσαφήνιση των πολιτικών συνθηκών με τις οποίες πέτυχε να αναπαραχθεί στην πορεία της ζωής του και, τέλος, η διερεύνηση των προβλημάτων που το κίνημα δημιούργησε στην Εκκλησία, την Πολιτεία και την Κοινωνία αποτελούν τους κύριους άξονες στους οποίους ο συγγραφέας στήριξε την έρευνά του.
Η προσέγγιση λοιπόν του θέματος που επιχειρεί ο Γουναρίδης μέσα από τη μελέτη των ποικίλων πτυχών του προσδίδει στο κίνημα των Αρσενιατών νέες διαστάσεις και προσδιορίζει την πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του, ως φαινομένου θρησκευτικού, πολιτικού και κοινωνικού. Υπό την έννοια αυτή, προσφέρει στον αναγνώστη καλύτερη γνώση της κοινωνίας, των πολιτικών εξελίξεων και των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων στη διάρκεια της βασιλείας των δύο πρώτων Παλαιολόγων, μιας εποχής που σηματοδοτεί την απαρχή του τέλους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Σοφία Πατούρα, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-12-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις