0
Your Καλαθι
Κεραυνός εν αιθρία ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Παλιά καλή κωμωδία παρεξηγήσεων χρωματισμένη από σουρεαλιστικό χιούμορ είναι η ιδικότητα του Πέλαμ Γκρένβιλ Γουντχάους ο οποίος, ως γνήσιος ήρωας των βιβλίων του, μόλις χρίστηκε ιππότης από τη βασίλισσα της Αγγλίας και απέκτησε ομοίωμα στο μουσείο Τυσώ, απεβίωσε ευτυχής.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Φασαρίες προμηνύονται στον Πύργο Μπλάντινγκς
Ι
O Πύργος Μπλάντινγκς κοιμόταν στη λιακάδα. Πάνω από το περιποιημένο χορτάρι και τις πλακόστρωτες βεράντες η αχλύς της ζέστης τρεμόπαιζε σαν παιχνιδιάρικο κυματάκι. Τον αέρα γέμιζε ο νανουριστικός βόμβος των εντόμων. Ήταν εκείνη η γοητευτική ώρα του καλοκαιριάτικου απογεύματος, κάπου μετά το γεύμα και πριν το τσάι, που η Φύση θαρρείς πως ξεκουμπώνει το γιλέκο της και ακουμπά τα πόδια στο σκαμνί.
Υπό τον ίσκιο της πικροδάφνης στον πίσω κήπο του μεγαλοπρεπούς αυτού οίκου της Αγγλίας, ο Μπητς, μπάτλερ του Κλάρενς, ένατου κόμητος του Έμσγουορθ και ιδιοκτήτου του παρόντος, καθόταν και απολάμβανε το περιεχόμενο ενός ψηλού ποτηριού διαβάζοντας παράλληλα ένα εβδομαδιαίο περιοδικό, η ύλη του οποίου είναι αφιερωμένη στις δραστηριότητες της υψηλής κοινωνίας και του καλλιτεχνικού κόσμου. Την προσοχή του είχε μόλις τραβήξει κάποια φωτογραφία σε οβάλ πλαίσιο, σε κάποια από τις μεσαίες σελίδες. Επί ένα περίπου λεπτό, ο Μπητς παρατηρούσε τη φωτογραφία χωρίς βιασύνη, με βλέμμα οξύ και διεισδυτικό, έτσι ώστε να του εντυπωθεί και η παραμικρή λεπτομέρεια. Έπειτα, με ένα χαμηλόφωνο γελάκι, έβγαλε ένα κοπίδι από το σακάκι του, έκοψε τη φωτογραφία και την τοποθέτησε στην τσέπη του.
Τη στιγμή εκείνη, η πικροδάφνη, η οποία έως τότε είχε μείνει σιωπηλή, είπε: "Πσσστ!"
Ο μπάτλερ ταράχτηκε. Ένα ρίγος διαπέρασε την πληθωρική κορμοστασιά του.
"Ε! Μπητς!" είπε ο θάμνος.
Τώρα κάτι άρχιζε να ξετρυπώνει από τα φυλλώματα. Θα μπορούσε ίσως να είναι κάποια νύμφη των δασών, αλλά ο μπάτλερ θεώρησε πως μάλλον όχι και είχε δίκιο. Ήταν ένας ψηλός νεαρός άνδρας με ξανθά μαλλιά. Ο Μπητς αναγνώρισε τον γραμματέα του εργοδότη του, τον κύριο Χιούγκο Κάρμοντι, και σηκώθηκε από την καρέκλα του με εμφανώς ενοχλημένο και επιτιμητικό ύφος. Η καρδιά του ακόμη χτυπούσε σαν τρελή και επιπλέον είχε δαγκώσει άσχημα τη γλώσσα του.
"Σε τρόμαξα, Μπητς;"
"Τα μάλα, κύριε".
"Συγγνώμη. Πάντως μια μικρή τρομάρα είναι ό,τι πρέπει για το συκώτι. Μπητς, τι θα έλεγες για μια έξτρα λίρα;"
Η αυστηρή έκφραση του μπάτλερ μαλάκωσε. Το σκληρό βλέμμα χάθηκε από τα μάτια του.
"Μάλιστα, κύριε".
"Μπορείς να πετύχεις τη δεσποινίδα Μίλισεντ μόνη της;"
"Βεβαίως, κύριε".
"Δώσε της, τότε, αυτό το σημείωμα, και πρόσεξε μη σε δει κανένας. Ειδικά όχι -και στο σημείο αυτό θα ήθελα να με προσέξεις ιδιαιτέρως, Μπητς- ειδικά λοιπόν όχι η λαίδη Κόνστανς Κημπλ".
"Θα το φροντίσω ευθύς αμέσως, κύριε".
Χαμογέλασε με το πατρικό του χαμόγελο. Ο Χιούγκο χαμογέλασε κι αυτός. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο βασίλευε η τέλεια συνεννόηση. Ο Μπητς αντιλαμβανόταν ότι δεν ήταν σωστό να δίνει στην ανιψιά του εργοδότη του λαθραία σημειώματα. Και ο Χιούγκο, από την πλευρά του, καταλάβαινε ότι δεν έπρεπε να υποχρεώνει έναν καλό άνθρωπο να φορτωθεί τέτοιο βάρος στη συνείδησή του.
"Ίσως ο κύριος να μην έχει υπ' όψιν", είπε ο μπάτλερ, "ότι η Λαίδη έχει μεταβεί στο Λονδίνο με το τρένο των τρεις και τριάντα".
Ο Χιούγκο έβγαλε ένα επιφώνημα απογοήτευσης.
"Θες να μου πεις δηλαδή ότι όλα αυτά τα ινδιάνικα κόλπα, να πηγαίνω από θάμνο σε θάμνο προσέχοντας μην τυχόν και τσακίσω κανένα κλαράκι, όλα αυτά ήταν σκέτο χάσιμο χρόνου;" Βγήκε από την κρυψώνα του ξεσκονίζοντας τα ρούχα του. "Μακάρι να το ήξερα αυτό από πριν", είπε. "Έχω σίγουρα τραυματίσει ένα καλό κοστούμι, ενώ το ερώτημα εάν βρίσκεται κάποιο μαμούνι στην πλάτη μου ή όχι παραμένει ανοικτό. Πάντως, η προσοχή ποτέ δεν έβλαψε κανέναν".
"Πράγματι, κύριε".
Ανακουφισμένος από την πληροφορία ότι η θεία της κοπέλας που αγαπούσε βρισκόταν, μαζί με το ερευνητικό της μάτι, κάπου αλλού, ο κύριος Κάρμοντι έγινε πιο ομιλητικός.
"Ωραία μέρα σήμερα, Μπητς".
"Μάλιστα, κύριε".
"Ξέρεις κάτι, Μπητς; Η ζωή είναι πολύ περίεργη. Εννοώ δηλαδή πως ποτέ δεν ξέρεις τι σου επιφυλάσσει το μέλλον. Να με, λοιπόν, εγώ εδώ, στον Πύργο Μπλάντινγκς, να περνάω θαυμάσια. Χαρά και ευτυχία. Κι όμως, όταν πρωτοτέθηκε το θέμα του ερχομού μου εδώ, τολμώ να σου πω ότι η καρδιά μου είχε μαραζώσει από το βάρος της θλίψης".
"Αλήθεια, κύριε;"
"Ναι. Είχε μαραζώσει εμφανώς. Εάν γνώριζες τις περιστάσεις, θα καταλάβαινες το γιατί".
Ο Μπητς τις γνώριζε τις περιστάσεις. Λίγα ήταν τα στοιχεία σχετικά με τους ενοίκους του Πύργου Μπλάντινγκς που του έμεναν άγνωστα για καιρό. Είχε υπ' όψιν ότι ο νεαρός κύριος Κάρμοντι ήταν, μέχρι πρότινος, συνεταίρος του κυρίου Ρόναλντ Φις, ανιψιού του λόρδου Έμσγουορθ, σε κάποιο νάιτ κλαμπ ονόματι "Χοτ Σποτ", λίγο πέρα από την οδό Μποντ, ακριβώς εκεί όπου χτυπάει η καρδιά της διασκέδασης στο Λονδίνο. Ότι, παρά την προνομιούχο θέση του, το κλαμπ αποδείχθηκε οικονομική αποτυχία. Ότι ο κύριος Ρόναλντ είχε πάει μαζί με τη μητέρα του, τη λαίδη Τζούλια Φις, ταξίδι στο Μπιαρίτζ για να συνέλθει. Και ότι ο Χιούγκο, κατόπιν επιμονής του Ρόνυ ότι, αν δε βρισκόταν κάποια θέση για τον παιδικό του φίλο, δεν υπήρχε περίπτωση ούτε να πλησιάσει στο Μπιαρίτζ ή σε οποιοδήποτε άλλο βρωμότοπο, είχε έρθει στο Μπλάντινγκ για να εργασθεί ως ιδιαίτερος γραμματεύς του λόρδου Έμσγουορθ.
"Να υποθέσω ότι ο κύριος δεν ήταν πολύ πρόθυμος να εγκαταλείψει το Λονδίνο;"
"Ακριβώς. Τώρα όμως, Μπητς, είτε το πιστεύεις είτε όχι, εγώ από την πλευρά μου το Λονδίνο το δίνω χάρισμα σε όποιον το θέλει. Και πρόσεξε, δε λέω ότι μια βραδιά στο Πικαντίλι θα μου έπεφτε άσχημα. Αλλά για μόνιμη διαμονή, ψηφίζω Πύργο Μπλάντινγκς μακράν. Τι μέρος είναι αυτό!"
"Μάλιστα, κύριε".
"Να το αποκαλέσω Κήπο της Εδέμ;"
"Εφ' όσον ο κύριος το επιθυμεί, βεβαίως".
"Και τώρα που έρχεται και ο Ρόνυ, η χαρά μου δε γνωρίζει όρια, μπορεί να πει κανείς".
"Αναμένεται ο κύριος Ρόναλντ, κύριε;"
"Αύριο-μεθαύριο, έρχεται. Πήρα γράμμα του σήμερα το πρωί. Και μια που το θυμήθηκα, σου στέλνει χαιρετίσματα και μου ζητάει να σου πω να ποντάρεις και το πουκάμισό σου ακόμα στον Μπέιμπι Μπόουνς για την ιπποδρομία του Μέντμπουρι".
Ο μπάτλερ σούφρωσε τα χείλη με αμφιβολία.
"Παρακινδυνευμένη επιλογή. Δεν προτιμάται γενικώς".
"Εντελώς αουτσάιντερ. Άσ' το καλύτερα, λέω εγώ".
"Ωστόσο ο κύριος Ρόναλντ είναι σε γενικές γραμμές πολύ φερέγγυος. Πάνε πολλά χρόνια από τότε που άρχισε να με συμβουλεύει σε τέτοια θέματα και έχω γνωρίσει μεγάλη επιτυχία χάρη στις συμβουλές του. Ακόμη και τότε που ήταν μικρός, στο Ήτον, οι πληροφορίες του ήταν πάντοτε άκρως επιτυχείς".
"Τι να σου πω, όπως θες", είπε αδιάφορα ο Χιούγκο. "Τι ήταν αυτό που έκοβες από την εφημερίδα;"
"Μια φωτογραφία του κυρίου Γκάλαχαντ, κύριε. Έχω ένα λεύκωμα στο οποίο κολλώ οποιοδήποτε δημοσίευμα αφορά την Οικογένεια".
"Εκείνο που χρειάζεται το λεύκωμά σου είναι την περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα για το πώς η λαίδη Κόνστανς Κημπλ πέφτει από το παράθυρο και τσακίζει το σβέρκο της".
Μια πάντα ευπρόσδεκτη αίσθηση κοσμιότητος απέτρεψε τον Μπητς από το να εκφράσει λεκτικά την επιδοκιμασία του για την άποψη αυτή, ο αναστεναγμός του όμως έλεγε από μόνος του αρκετά. Πολλές φορές είχε αισθανθεί κι αυτός κάτι παρόμοιο για την πυργοδέσποινα του Μπλάντινγκς.
"Μήπως ο κύριος θα επιθυμούσε να δει το απόκομμα; Περιέχει αναφορά στο λογοτεχνικό έργο του κυρίου Γκάλαχαντ".
Οι περισσότερες φωτογραφίες στο εβδομαδιαίο περιοδικό το οποίο χάζευε ο Μπητς ήταν από συζύγους λόρδων που προσπαθούσαν να μοιάζουν με χορεύτριες του καμπαρέ ή από χορεύτριες του καμπαρέ που προσπαθούσαν να μοιάζουν με συζύγους λόρδων. Η συγκεκριμένη φωτογραφία όμως απεικόνιζε το τσαχπίνικο πρόσωπο ενός μάλλον μικρόσωμου, καλοβαλμένου κυρίου κοντά στα εξήντα. Κάτω από τη φωτογραφία, με μεγάλα γράμματα, υπήρχε μία και μόνο λέξη:
ΓΚΑΛΥ
Κάτω απ' αυτό, με μικρότερα γράμματα, ήταν γραμμένα τα εξής:
Ο εντιμότατος Γκάλαχαντ Θρίπγουντ, αδελφός του λόρδου Έμσγουορθ. Ακούσαμε από κάποιο πουλάκι ότι ο "Γκάλυ" βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον Πύργο Μπλάντινγκς, στο Σρόπσαϊρ, την προπατορική έδρα της οικογενείας, και ασχολείται εντατικά με τη συγγραφή των Απομνημονευμάτων του. Και όπως θα συμφωνούσε κάθε μέλος της Παλαιάς Φρουράς, προβλέπονται τουλάχιστον τόσο καυτά όσο κι ο ήλιος της εποχής.
Ο Χιούγκο επεξεργάστηκε επιμελώς το αντικείμενο και μετά το επέστρεψε στον Μπητς, για να τοποθετηθεί στο αρχείο.
"Ναι", παρατήρησε, "θα έλεγα ότι αυτό τα καλύπτει περίπου όλα. Ο γερόλυκος θα πρέπει να ήταν πολύ σπουδαία περίπτωση στα νιάτα του, φαντάζομαι, επί Εδουάρδου του Εξομολογητού".
"Ο κύριος Γκάλαχαντ ήταν κάπως ζωηρός ως νέος", συμφώνησε ο μπάτλερ με έναν τόνο σχεδόν φεουδαλικής έπαρσης στη φωνή. Η ομόφωνη άποψη του Σώματος του Υπηρετικού Προσωπικού ήταν ότι ο εντιμότατος Γκάλαχαντ προσέδιδε μια ιδιαίτερη λάμψη στον Πύργο Μπλάντινγκς.
"Σου περνάει καμιά φορά από το μυαλό, Μπητς, η σκέψη ότι το βιβλίο αυτό θα κάνει κάμποσο θόρυβο, όταν κυκλοφορήσει;"
"Αρκετά συχνά, κύριε".
"Τέλος πάντων, εγώ θα φυλάξω λεφτά για ένα αντίτυπο. Παρεμπιπτόντως, κάτι ήθελα να σε ρωτήσω. Μπορείς να μου δώσεις καμιά πληροφορία σχετικά με κάποιον τύπο ονόματι Μπάξτερ;"
"Ο κύριος Μπάξτερ; Χρημάτισε ιδιαίτερος γραμματεύς της αυτού εξοχότητος".
"Ναι, αυτό το έχω καταλάβει. Η λαίδη Κόνστανς μού μίλαγε γι' αυτόν σήμερα το πρωί. Διασταυρωθήκαμε την ώρα που έκανα μια βόλτα με το άλογο για να ξεσκάσω, και δε φάνηκε ιδιαιτέρως ευχαριστημένη για τη συνάντησή μας. "Διαθέτετε πολύ ελεύθερο χρόνο, κύριε Κάρμοντι", μου είπε. "Ο κύριος Μπάξτερ", συνέχισε ρίχνοντάς μου ένα βλέμμα όλο νόημα, "ποτέ δεν έβρισκε χρόνο να κάνει ιππασία, όσο εργαζόταν ως γραμματεύς του λόρδου Έμσγουορθ. Ο κύριος Μπάξτερ ήταν πάντοτε πάρα πολύ εργατικός. Αλλά βέβαια", πρόσθεσε η γριά καρακάξα με ακόμη περισσότερο ύφος, "ο κύριος Μπάξτερ λάτρευε τη δουλειά του. Ο κύριος Μπάξτερ αντιμετώπιζε τα καθήκοντά του με πραγματικό ενδιαφέρον. Ω, πράγματι ήταν εκπληκτικά ευσυνείδητος άνθρωπος ο κύριος Μπάξτερ, εκπληκτικά ευσυνείδητος!" ή κάτι παρόμοιο. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά το θεώρησα αρκετά χοντρή σπόντα. Αυτό που θέλω να μάθω όμως είναι το εξής: Αφού ο Μπάξτερ ήταν τέτοιο φαινόμενο, γιατί τέλος πάντων τον απέλυσαν;"
Ο μπάτλερ κοίταξε τριγύρω του με καχυποψία.
"Από ό,τι φαντάζομαι, κύριε, υπήρχε κάποιο πρόβλημα".
"Σούφρωνε κουταλάκια, ε; Πάντα έτσι γίνεται με τους ενθουσιώδεις εργαζομένους".
"Ποτέ δεν κατάφερα να μάθω όλες τις λεπτομέρειες, αλλά φαίνεται ότι κάτι συνέβη με κάποιες γλάστρες".
"Τι, σούφρωνε γλάστρες;"
"Τις εκτόξευε εναντίον της αυτού εξοχότητος, από ό,τι έχω αντιληφθεί".
Ο Χιούγκο πήρε ένα θιγμένο ύφος. Ήταν ένας νέος με υψηλά αισθήματα, που εξανίστατο μπροστά στην αδικία.
"Ε, που να με πάρει", είπε, "αδυνατώ να καταλάβω από πού κι ως πού μπορεί αυτός ο Μπάξτερ να θεωρείται τόσο ανώτερος από εμένα ως γραμματέας. Μπορεί, βέβαια, εγώ να είμαι κάπως νωχελικός, μπορεί να ξεχνώ να απαντήσω σε γράμματα, μπορεί καμιά φορά, κάτι ζεστά απογεύματα, να υποκύπτω σε έναν υπνάκο, αλλά τουλάχιστον εγώ δεν πετάω γλάστρες στον κόσμο. Ούτε στυπόχαρτο δεν έχω πετάξει εγώ στον λόρδο Έμσγουορθ. Τέλος πάντων, πρέπει να επιστρέφω σιγά-σιγά στα καθήκοντά μου. Εκείνη η βόλτα με το άλογο το πρωί κι ένας σύντομος υπνάκος που πήρα μετά το μεσημεριανό έχουν πάει τη δουλειά λίγο πίσω. Δε θα το ξεχάσεις το σημείωμα, έτσι;"
"Όχι, κύριε".
Ο Χιούγκο έμεινε για λίγο συλλογισμένος.
"Τώρα που το ξανασκέφτομαι", είπε, "καλύτερα δώσ' το μου πίσω. Είναι πιο ασφαλές να μην κυκλοφορούν πολλά γραπτά εδώ γύρω. Πες μόνο στη δεσποινίδα Μίλισεντ ότι θα με βρει στο ροδώνα στις έξι ακριβώς".
"Στο ροδώνα..."
"Στις έξι ακριβώς".
"Πολύ καλά, κύριε. Θα φροντίσω να λάβει την πληροφορία".
ΙΙ
Κατά τις επόμενες δύο ώρες τίποτε απολύτως δε συνέβη εντός ορίων του Πύργου Μπλάντινγκς. Στο τέλος αυτού του διαστήματος, μέσα από τη γλυκιά, νυσταλέα σιγή ακούστηκε ένα γλυκό, νυσταλέο κουδούνισμα. Ήταν το ρολόι πάνω από τους στάβλους, που χτυπούσε πέντε. Ταυτοχρόνως, μια μικρή αλλά αξιοπρόσεκτη πομπή εμφανίστηκε από την πόρτα του σπιτιού και, διασχίζοντας το λουσμένο στο φως χλοοτάπητα, κατευθύνθηκε προς το σημείο όπου ένας μεγάλος κέδρος έριχνε καλοπροαίρετα τη σκιά του. Της πομπής προηγείτο ο Τζέιμς, ένας υπηρέτης, ο οποίος κουβαλούσε ένα φορτωμένο δίσκο. Πίσω του ακολουθούσε ο Τόμας, άλλος υπηρέτης, με ένα πτυσσόμενο τραπέζι. Την πομπή έκλεινε ο Μπητς, που δεν κουβαλούσε τίποτε, αλλά απλώς έδινε τον τόνο.
Το ένστικτο που προειδοποιεί όλους τους σωστούς Άγγλους ότι το τσάι είναι έτοιμο, άρχισε να εκτελεί το αθόρυβο καθήκον του. Τη στιγμή ακριβώς που ο Τόμας ακουμπούσε κάτω το τραπέζι, ανταποκρινόμενος, θα πίστευε κανείς, σε κάποιο μυστικό σύνθημα, εμφανίστηκε ένας ηλικιωμένος κύριος με λεκιασμένο τουίντ κοστούμι κι ένα καπέλο για το οποίο κανονικά θα έπρεπε να ντρέπεται. Ήταν ο Κλάρενς, ένατος κόμης του Έμσγουορθ, αυτοπροσώπως. Ένας ψηλόλιγνος, ξερακιανός κύριος γύρω στα εξήντα, εκείνη τη στιγμή ελαφρώς πιτσιλισμένος με λάσπες, αφού είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος ασκόπως περιφερόμενος ανά το χοιροστάσιο. Τώρα επιθεωρούσε τις προετοιμασίες για το τσάι με ένα απροσδιόριστο βλέμμα καλοκαγαθίας να διακρίνεται μέσα από τα γυαλιά, που ήταν στερεωμένα στη μύτη του.
"Τσάι;"
"Μάλιστα, εξοχότατε".
"Μπα;" είπε ο λόρδος Έμσγουορθ. "Τι; Τσάι, ε; Τσάι. Ναι. Τσάι. Βεβαίως. Ασφαλώς, τσάι. Θαυμάσια".
Από τα σχόλιά του μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι είχε συνειδητοποιήσει πως η ώρα για το τσάι είχε έρθει και πως ήταν πολύ ευχαριστημένος γι' αυτό. Έσπευσε να μοιραστεί την ανακάλυψή του με την ανιψιά του, τη Μίλισεντ, η οποία, ακολουθώντας το ίδιο σιωπηρό κάλεσμα, είχε μόλις εμφανιστεί δίπλα του.
"Τσάι, Μίλισεντ".
"Ναι".
"Εεε... τσάι", είπε ο λόρδος Έμσγουορθ, ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του.
Η Μίλισεντ έκατσε στο τραπέζι και ανέλαβε δράση. Ήταν μια κοπέλα ψηλή, ξανθή, με ανοιχτά γαλάζια μάτια κι ένα πρόσωπο αγγελικό. Το όλο της παρουσιαστικό ακτινοβολούσε μια αμιγή αθωότητα. Ούτε ειδικός επί τέτοιων θεμάτων δε θα μπορούσε να μαντέψει ότι ένας δωροδοκημένος μπάτλερ τής είχε μόλις μεταφέρει ένα ψιθυριστό μήνυμα, το οποίο την παρότρυνε να συναντηθεί στις έξι ακριβώς στις τριανταφυλλιές με έναν ουδόλως περιζήτητο νεαρό.
"Είχες πάει να δεις την Αυτοκράτειρα, θείε Κλάρενς;"
"Ε; Α, ναι. Ναι, χρυσό μου. Ήμουν μαζί της όλο το απόγευμα".
Τα καλοκάγαθα μάτια του λόρδου Έμσγουορθ ακτινοβολούσαν. Πάντοτε ακτινοβολούσαν, όταν γινόταν αναφορά σ' εκείνο το ευγενές ζωντανό, την Αυτοκράτειρα του Μπλάντινγκς. Ο ένατος κόμης ήταν ένας άνθρωπος με λιγοστές και απλές φιλοδοξίες. Ποτέ στη ζωή του δεν ένιωσε την επιθυμία να σμιλεύσει τις τύχες του Κράτους, να διαμορφώσει τους νόμους και να εκφωνήσει στη Βουλή των Λόρδων λόγους, οι οποίοι θα ανάγκαζαν όλους τους συναδέλφους και τους επισκόπους να σηκωθούν από τις θέσεις τους και να τον ζητωκραυγάσουν ανεμίζοντας τα καπέλα τους. Το μόνο που ποθούσε διακαώς, προκειμένου να κερδίσει κι αυτός μια θέση στο πάνθεον των διασήμων της Αγγλίας, ήταν να φροντίζει το βραβευμένο του γουρούνι, την Αυτοκράτειρα του Μπλάντινγκς, με τόση φιλοπονία, ώστε να ξανακερδίσει για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια το αργυρό μετάλλιο στην κατηγορία "Παχύτερο Γουρούνι", στην Αγροτική Έκθεση του Σρόπσαϊρ. Και ο λόρδος Έμσγουορθ ένιωθε πως, κάθε μέρα που περνούσε, το αστραφτερό τρόπαιο πλησίαζε όλο και περισσότερο προς την πλευρά του.
Νωρίτερα το ίδιο καλοκαίρι, είχε ζήσει μια στιγμή δολοφονικής σχεδόν αγωνίας κι η καταστροφή φαινόταν να διαγράφεται καθαρά. Ήταν τότε που ο γείτονάς του, ο σερ Γκρέγκορι Πάρσλοου-Πάρσλοου, που κατοικούσε στο Μάτσινγκχαμ Χολ, είχε δολίως παρασύρει μακριά από το Μπλάντινγκς τον υπεύθυνο του χοιροστασίου του, τον εξαιρετικά προικισμένο Τζορτζ Σίριλ Ουελμπιλόβεντ, με την υπόσχεση υψηλότερου μισθού. Για κάποιο διάστημα ο λόρδος Έμσγουορθ ανησυχούσε μήπως η Αυτοκράτειρα, νοσταλγώντας τον παλιό φίλο και προσωπικό της υπηρέτη, αρχίσει να αρνείται το φαγητό και απολέσει το υψηλό επίπεδο παχυσαρκίας της. Οι φόβοι του όμως είχαν αποδειχθεί αβάσιμοι. Η Αυτοκράτειρα πήρε ευθύς εξ αρχής με καλό μάτι τον Πέρμπραϊτ, διάδοχο του Τζορτζ Σίριλ, και εξαφάνιζε τα γεύματά της με το ίδιο τρελό κέφι όπως και παλιά. Το Δίκαιον θριαμβεύει στον κόσμο τούτο πολύ συχνότερα απ' όσο νομίζουμε.
"Μα τι της κάνεις;" ρώτησε όλο περιέργεια η Μίλισεντ. "Της διαβάζεις παραμύθια;"
Ο λόρδος Έμσγουορθ σούφρωσε τα χείλια του. Ήξερε την έννοια της λέξης σεβασμός και δεν του άρεσαν καθόλου οι αστεϊσμοί πάνω σε σοβαρά θέματα.
"Ό,τι και να κάνω, χρυσή μου, φαίνεται ότι ο σκοπός του επιτυγχάνεται. Η Αυτοκράτειρα είναι σε θαυμάσια φόρμα".
"Δεν το ήξερα ότι έχει και φόρμα. Την τελευταία φορά που την είδα, δεν είχε καν ακριβές σχήμα".
Αυτή τη φορά ο λόρδος Έμσγουορθ χαμογέλασε συγκαταβατικά. Τα σαρκαστικά σχόλια περί της σφαιρικότητας της Αυτοκράτειρας ουδόλως τον άγγιζαν. Αυτό το στυλ "πετσί και κόκαλο", που τόσο ήταν της μόδας μεταξύ των μαθητριών, δεν εξέφραζε διόλου τις προσδοκίες του για εκείνη.
"Πρώτη φορά τρώει με τόση όρεξη", είπε. "Είναι απόλαυση να την παρακολουθείς".
"Πολύ χαίρομαι. Ο κύριος Κάρμοντι", είπε η Μίλισεντ, σκύβοντας να χαϊδέψει ένα σπάνιελ που είχε φτάσει ως εκεί εις άγραν μεζέ, "μου είπε ότι δεν έχει ξαναδεί ωραιότερο ζώο στη ζωή του".
"Τον συμπαθώ αυτόν τον νεαρό", είπε με έμφαση ο λόρδος Έμσγουορθ. "Έχει υγιή άποψη περί γουρουνιών. Το κεφάλι του έχει μυαλό μέσα".
"Ναι, πολύ καλύτερος από τον Μπάξτερ, έτσι δεν είναι;"
"Τον Μπάξτερ!" Ο λόρδος παραλίγο να πνιγεί με το τσάι του.
"Δεν τον πολυσυμπαθούσες τον Μπάξτερ, ε, θείε Κλάρενς;"
"Δε βρήκα ούτε μια στιγμή γαλήνης όσο ήταν αυτός εδώ. Φρικτός τύπος! Όλο κάτι σκάλιζε. Συνέχεια απαιτούσε να κάνω πράγματα. Συνέχεια με περίμενε στη γωνία μ' εκείνα τα διαβολικά γυαλιά του να αστράφτουν και μ' έβαζε να υπογράφω χαρτιά, τη στιγμή που εγώ ήθελα να βγω στον κήπο. Και πέραν τούτων, ήταν και τρελός. Δόξα τω Θεώ, έχω ξεμπερδέψει πια μ' αυτόν τον Μπάξτερ".
"Είσαι σίγουρος πως έχεις ξεμπερδέψει;"
"Τι εννοείς;"
"Κατά τη γνώμη μου", είπε η Μίλισεντ, "η θεία Κόνστανς δεν έχει εγκαταλείψει ακόμη την ιδέα να τον επαναφέρει".
Ο λόρδος Έμσγουορθ τινάχτηκε τόσο απότομα, που τα γυαλιά του ξεσκάλωσαν από τη μύτη του. Η Μίλισεντ είχε αναφερθεί στον καλύτερο εφιάλτη του. Καμιά φορά ξυπνούσε μέσα στη νύχτα τρέμοντας, με την αίσθηση ότι ο παλιός του γραμματέας είχε επιστρέψει στον Πύργο. Και παρ' όλον ότι πάντοτε σε εκείνες τις περιπτώσεις ξαναέπεφτε για ύπνο μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο ανακούφισης στα χείλη, ποτέ δεν είχε πάψει να στοιχειώνει μέσα του ο φόβος πως η αδελφή του η Κόνστανς, με τις σατανικές της μεθόδους, σχεδίαζε την επαναφορά του υποκειμένου αυτού στα παλαιά του καθήκοντα.
"Για όνομα του Θεού! Σου είπε τίποτε εσένα;"
"Όχι. Αλλά έχω ένα προαίσθημα. Ξέρω πως δε συμπαθεί τον κύριο Κάρμοντι".
Ο λόρδος Έμσγουορθ εξανέστη.
"Βλακείες! Πλήρεις, απόλυτες, ολοσχερείς βλακείες. Ήθελα να 'ξερα τι το επίμεμπτο βρίσκει στον νεαρό κύριο Κάρμοντι. Ικανότατο και εξυπνότατο παιδί. Με αφήνει στην ησυχία μου. Δε με πιλατεύει συνέχεια. Πώς θα 'θελα κι εκείνη να..."
Σταμάτησε απότομα και κάρφωσε ένα κενό βλέμμα στην ευπαρουσίαστη μεσόκοπη κυρία που μόλις είχε βγει από το σπίτι και διέσχιζε το γκαζόν.
"Α! Είναι εδώ!" είπε η Μίλισεντ, με εξ ίσου μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη. "Νόμιζα πως είχες πάει στο Λονδίνο, θεία Κόνστανς".
Η λαίδη Κόνστανς Κημπλ βρισκόταν πλέον δίπλα στο τραπέζι. Με ένα αφηρημένο νεύμα αρνήθηκε την τιμητική θέση, δίπλα στην τσαγιέρα, που της προσέφερε η ανιψιά της, και βυθίστηκε σε μια πολυθρόνα. Ήταν μια γυναίκα που παρέμενε εντυπωσιακά όμορφη, με υπέροχα μάτια και χαρακτηριστικά που απέπνεαν κύρος. Τη στιγμή εκείνη, πάντως, τα μάτια της ήταν σκοτεινά.
"Έχασα το τρένο", εξήγησε. "Τέλος πάντων, τις δουλειές που έχω στο Λονδίνο μπορώ να τις κάνω και αύριο. Θα ανεβώ με των έντεκα και τέταρτο. Από μια άποψη θα είναι και πιο βολικό, γιατί θα μπορεί να με φέρει πίσω με το αυτοκίνητο ο Ρόναλντ. Θα περάσω από τη Νόρφολκ Στριτ και θα τον πάρω από εκεί".
"Πώς και το έχασες το τρένο;"
"Ναι", είπε ο Λόρδος Έμσγουορθ γκρινιάρικα, "αφού έφυγες εγκαίρως".
Τα μάτια της αδελφής του σκοτείνιασαν ακόμη περισσότερο.
"Συνάντησα τον σερ Γκρέγκορι Πάρσλοου". Στο άκουσμα του ονόματος, ο λόρδος Έμσγουορθ σφίχτηκε. "Με έπιασε στην πάρλα. Είναι τρομερά ανήσυχος". Ο λόρδος Έμσγουορθ φάνηκε ευχαριστημένος. "Μου έλεγε ότι ήξερε τον Γκάλαχαντ πολύ καλά πριν από κάμποσα χρόνια και έχει θορυβηθεί πάρα πολύ μ' αυτό το βιβλίο που ετοιμάζει".
"Βάζω στοίχημα πως δεν είναι ο μόνος", μουρμούρισε η Μίλισεντ.
Και είχε δίκιο. Από τη στιγμή που κάποιος με τις καταβολές του εξοχότατου Γκάλαχαντ Θρίπγουντ παίρνει μολύβι και χαρτί κι αρχίζει να αναπολεί διασκεδαστικά περιστατικά που συνέβησαν στον παλιόφιλό του τον Τάδε, ποτέ δεν ξέρεις πού θα σταματήσει. Από άκρου σε άκρο της Αγγλίας, όλοι οι γηραιότεροι των ευγενών και των καλών οικογενειών είχαν καταληφθεί από ένα είδος πανικού, από τότε που κυκλοφόρησαν τα νέα σχετικά με τις λογοτεχνικές του δραστηριότητες. Από τον σερ Γκρέγκορι Πάρσλοου-Πάρσλοου του Μάτσινγκχαμ Χολ μέχρι στυλοβάτες της κοινωνίας με γκρίζα μαλλιά στο μακρινό Κάμπερλαντ και στο Κεντ, αγέλες ολόκληρες σεβάσμιων κυρίων, που στα νιάτα τους είχαν την επιπολαιότητα να πιάσουν φιλίες με τον εντιμότατο Γκάλαχαντ, ανασύρουν τώρα από τη μνήμη τους ανοησίες που διέπραξαν ενώπιόν του και αναρωτιούνται με ταραχή πόσο ισχυρή είναι η μνήμη και του άλλου του μπαγάσα.
Γιατί στον καιρό του ο Γκάλαχαντ ξεχώριζε. Ήταν ένας ωραίος ιππότης στο "Ρομάνο". Αναγνώστης της Pink'Un. Μέλος του Pelican Club. Κολλητός του Χιούι Ντράμοντ και του Φάτι Κόουλμαν. Τσιμπητός του Πίτσερ, του Σίφτερ, του Πίτερ Μπλομπς και όλων όσων ανήκαν σ' εκείνον τον ενδιαφέροντα, αλλά όχι και πολύ καθώς πρέπει κύκλο1. Οι μπούκηδες τον φώναζαν με το παρατσούκλι του, οι γκαρσόνες χαχάνιζαν με τα γαλαντόμα του πειράγματα. Είχε δει τόσες και τόσες φορές τον ήλιο ν' ανατέλλει. Ήξερε τι θα πει γλέντι τρικούβερτο. Kαι όταν έμπαινε στο "Γκαρντίνια", οι υπεύθυνοι ασφαλείας του εστιατορίου τσακώνονταν ποιος θα είχε το προνόμιο να τον πετάξει έξω. Επρόκειτο, εν ολίγοις, για έναν άνθρωπο που, για το καλό όλων, ουδέποτε θα έπρεπε να έχει μάθει να γράφει και που, εφ' όσον κατείχε ατυχώς το χάρισμα τούτο, θα έπρεπε με νομοθετικό βούλευμα να του έχει απαγορευθεί η συγγραφή απομνημονευμάτων.
Αυτή ήταν η άποψη της λαίδης Κόνστανς, της αδελφής του. Αυτή ήταν η άποψη του σερ Γκρέγκορι Πάρσλοου-Πάρσλοου, του γείτονά του. Αυτή ήταν η άποψη και όλων των στυλοβατών της κοινωνίας στο μακρινό Κάμπερλαντ και στο Κεντ. Όσο κι αν διέφεραν σε άλλες απόψεις, στο θέμα αυτό υπήρχε απόλυτη ομοφωνία.
"Μου ζήτησε να προσπαθήσω ν' ανακαλύψω αν ο Γκάλαχαντ γράφει τίποτε γι' αυτόν".
"Δεν τον ρωτάς τώρα καλύτερα;" είπε η Μίλισεντ. "Μόλις βγήκε από το σπίτι και φαίνεται πως έρχεται προς τα εδώ".
Η λαίδη Κόνστανς στράφηκε απότομα. Και κοιτάζοντας προς την κατεύθυνση που υπεδείκνυε το τεντωμένο δάχτυλο της ανιψιάς της, το πρόσωπό της συσπάστηκε. Η εικόνα και μόνο του επίμεμπτου αδελφού της αρκούσε για να προκαλέσει μια σύσπαση δυσαρέσκειας στο πρόσωπό της. Όποτε εκείνος μιλούσε κι εκείνη ήταν αναγκασμένη να ακούει, η σύσπαση μεταμορφωνόταν σε ρίγος. Η συζήτηση μαζί του είχε πάντα ως αποτέλεσμα να της δημιουργεί μια αίσθηση λες και είχε καταπιεί κάτι ιδιαιτέρως όξινο.
"Πάντα γελάω", είπε η Μίλισεντ, "όταν σκέφτομαι πόσο θάλασσα τα έκαναν οι νονοί και οι νονές του θείου Γκάλυ όταν τον βάφτιζαν".
Η Μίλισεντ παρατηρούσε τον προσεγγίζοντα συγγενή της με εκείνη την τρυφερή επιείκεια -σχεδόν με θαυμασμό- που τα νεαρά άτομα του φύλου της, έστω κι αν έχουν το πρόσωπο Παναγίας, τείνουν να επιδαψιλεύουν σε εκείνα τα γηραιότερα μέλη της οικογένειας που διαθέτουν ενδιαφέρον παρελθόν.
"Μα δεν είναι ένα θαύμα αυτός ο άνθρωπος;" είπε. "Είναι πραγματικά απίστευτο πώς ένας άνθρωπος, που έχει περάσει τόσο καλά στη ζωή του, μπορεί να είναι τώρα τόσο εκπληκτικά υγιής. Όπου και να κοιτάξεις, βλέπεις ανθρώπους που ζουν υποδειγματική ζωή να μας αφήνουν χρόνους στο άνθος της ηλικίας τους, ενώ ο θείος ο Γκάλυ, που μέχρι τα πενήντα του πιθανότατα δεν είχε κοιμηθεί ούτε μια ώρα, εξακολουθεί να τριγυρνάει εδώ κι εκεί, γερός και ροδομάγουλος όπως πάντα".
"Όλοι μας στην οικογένεια είχαμε πάντοτε άριστη κράση", είπε ο λόρδος Έμσγουορθ.
"Και βάζω στοίχημα πως ο θείος Γκάλυ τη χρειάστηκε την οικογενειακή κράση και με το παραπάνω", είπε η Μίλισεντ.
Ο Συγγραφεύς, έχοντας διασχίσει με ελαφρό πηδηχτό βήμα το γκαζόν, βρισκόταν τώρα μαζί με τους υπόλοιπους μπροστά στο τραπέζι του τσαγιού. Όπως έδειχνε και στη φωτογραφία, ήταν ένας κοντούλης, αδύνατος, κομψός κύριος, από εκείνους που αυτομάτως συνδέει κανείς νοερά με καρό κοστούμια, στενά παντελόνια, στρογγυλά και σκληρά λευκά καπέλα, ροζ γαρίφαλα στο πέτο και κυάλια ιπποδρομιών να κοπανάνε μονίμως στον αριστερό γοφό τους. Αν και ασκεπής εκείνη τη στιγμή, χωρίς σακάκι και με το χαρακτηριστικό του λογοτεχνικού βίου λεκέ από μελάνι στη μύτη, εξακολουθούσε να φαίνεται εκτός τόπου εφ' όσον δε βρισκόταν στον ιππόδρομο ή σε κάποιο αμέρικαν μπαρ. Τα λαμπερά του μάτια, με τις λεπτές ρυτίδες στην άκρη, κοίταζαν ολόισια μπροστά λες και παρακολουθούσαν άλογα να στήνονται για την εκκίνηση. Το πόδι του με το κομψό παπούτσι έφερνε υποσυνείδητα στο μυαλό κάτι από οπλή αλόγου που σκαλίζει ανυπόμονα την άμμο. Γενικά, επρόκειτο για έναν κύριο κεφάτο και ζωηρό και, όπως είπε η Μίλισεντ, εκπληκτικά γερό και ροδομάγουλο. Ο επιμελώς άσωτος βίος που είχε διαγάγει, είχε αφήσει τον εντιμότατο Γκάλαχαντ Θρίπγουντ, αντίθετα προς οποιαδήποτε στοιχειώδη αίσθηση δικαίου, σε μια φυσική κατάσταση τέλεια, πληθωρικά τέλεια, θα μπορούσαμε να πούμε. Το πώς ένας άνθρωπος, που κανονικά θα έπρεπε να έχει ένα συκώτι για πέταμα, κατάφερνε να φαίνεται και να συμπεριφέρεται έτσι αποτελούσε ένα διαρκές μυστήριο για όλους τους γύρω του. Τα μάτια του δεν είχαν χάσει τίποτε από τη λάμψη τους, η δύναμή του δεν είχε αμβλυνθεί ούτε στο ελάχιστο. Και όταν, ακροπατώντας αμέριμνα επάνω στο γκαζόν, σκόνταψε πάνω στο σπάνιελ, επανέκτησε την ισορροπία του με τόση χάρη και ευλυγισία, ώστε δε χύθηκε ούτε μια σταγόνα από το ουίσκι με σόδα που είχε ανά χείραν. Συνέχισε να κρατά το ποτήρι όρθιο σαν ηρωικό λάβαρο, κάτω από το οποίο είχε τόσες φορές αγωνιστεί και νικήσει. Αντί για κηλίδα στην ιστορία της υπερήφανης οικογένειας, θα μπορούσε να έχει γίνει ένας εκ πεποιθήσεως υγιεινιστής ακροβάτης.
Αφού ξέμπλεξε από το σπάνιελ και χάιδεψε τα πληγωμένα αισθήματα του ζώου, επιτρέποντάς του να μυρίσει το ουίσκι με σόδα, ο εντιμότατος Γκάλαχαντ έβγαλε από το τσεπάκι του ένα μονόκλ με μαύρο σκελετό, το στερέωσε στο μάτι του και εξέτασε τα εκθέματα του τραπεζιού με μια αποδοκιμαστική έκφραση δυσφορίας.
"Τσάι;"
Η Μίλισεντ έκανε να πιάσει ένα φλιτζάνι.
"Κρέμα και ζάχαρη, θείε Γκάλυ;"
Εκείνος τη σταμάτησε με μια κίνηση αηδίας και κατάπληξης.
"Το ξέρεις ότι ποτέ δεν πίνω τσάι. Έχω κάποιον σεβασμό για τον οργανισμό μου. Μη μου πεις ότι κι εσύ καταστρέφεις τον οργανισμό σου μ' αυτό το δηλητήριο".
"Λυπάμαι, θείε Γκάλυ. Μ' αρέσει".
"Να προσέχεις", την προέτρεψε ο εντιμότατος Γκάλαχαντ, ο οποίος είχε αδυναμία στην ανιψιά του και δεν του άρεσε καθόλου να τη βλέπει να κατρακυλάει σε κακές συνήθειες. "Να προσέχεις πάρα πολύ, αυτό το πράμα δεν είναι για να παίζεις. Σου έχω πει για τον κακομοίρη τον Μπάφυ Στραγκλς, τότε, το '93; Κάποιο χαμένο κορμί παρέσυρε τον κακομοίρη τον Μπάφυ σε μια από εκείνες τις διαλέξεις περί εγκράτειας, όπου δείχνουν και διαφάνειες, και την επομένη έρχεται στο σπίτι μου κάτωχρος, ο κακομοίρης, κάτωχρος. "Γκάλυ", μου λέει. "Τι διαδικασία λες να απαιτείται για να αγοράσει κανείς τσάι; Τι πρέπει να κάνει κανείς;" "Τσάι;" λέω εγώ. "Τι το θες το τσάι;" "Για να το πιω", μου απαντάει ο Μπάφυ. "Συγκεντρώσου, φίλε μου", λέω εγώ. "Τώρα λες τρελά πράγματα. Δεν πρόκειται να πιεις τσάι. Βάλε ένα μπράντι με σόδα". "Τέρμα το αλκοόλ για μένα", είπε ο Μπάφυ. "Ξέρεις τι κάνει το αλκοόλ στο γεωσκώληκα τον κοινό;" "Μόνο που εσύ δεν είσαι ο γεωσκώληξ ο κοινός", λέω εγώ, εντοπίζοντας αμέσως το αδύναμο σημείο του επιχειρήματός του. "Ναι, αλλά θα γίνω πολύ σύντομα, αν συνεχίσω να πίνω αλκοόλ", λέει ο Μπάφυ. Τι να κάνω κι εγώ, τον παρακάλεσα με δάκρυα στα μάτια να μην κάνει τίποτε απονενοημένο, αλλά εκείνος παρέμεινε ασυγκίνητος. Παρήγγειλε πέντε κιλά απ' αυτήν την αηδία και μέσα σ' ένα χρόνο πέθανε".
"Θεέ και Κύριε! Αλήθεια;"
Ο εντιμότατος Γκάλαχαντ ένευσε με σημασία.
"Τα τίναξε κανονικότατα. Τον πάτησε ένα αμαξάκι, τον κακομοίρη, την ώρα που διέσχιζε την Πικαντίλι. Θα τη βρείτε την ιστορία στο βιβλίο μου".
"Πώς πάει το βιβλίο;"
"Υπέροχα, χρυσή μου. Θεσπέσια. Δεν είχα ιδέα ότι το γράψιμο ήταν τόσο εύκολη υπόθεση. Βγαίνει από μόνο του. Κλάρενς, ήθελα να σε ρωτήσω σχετικά με μια ημερομηνία. Ποια χρονιά ήταν τότε που έγινε εκείνος ο φοβερός καβγάς ανάμεσα στον Γκρέγκορι Πάρσλοου το νεότερο και στον λόρδο Μπέρπερ, τότε που ο Πάρσλοου έκλεψε την τεχνητή οδοντοστοιχία του γέρου και την έβαλε ενέχυρο σ' ένα μαγαζί στην Έτζγουερ Ρόουντ; Το '96; Εγώ θα έλεγα πιο αργά - μάλλον το '97 ή το '98. Αλλά μπορεί και να 'χεις και δίκιο. Εγώ θα σημειώσω για την ώρα '96, με επιφύλαξη".
Η λαίδη Κόνστανς έβγαλε μια σύντομη κραυγή. Η ζωή της είχε ξαφνικά βυθιστεί, θαρρείς, στο σκοτάδι. Ένιωθε πάλι, όπως συνέβαινε πολύ συχνά όταν βρισκόταν κάπου κοντά ο αδελφός της, σαν να της μασουλούσαν αλεπούδες τα σωθικά. Ούτε καν η σκέψη ότι τώρα ήταν σε θέση να δώσει στον σερ Γκρέγκορι Πάρσλοου-Πάρσλοου την πληροφορία που της είχε ζητήσει δεν ήταν ικανή να την παρηγορήσει.
"Γκάλαχαντ! Δεν εννοείς ασφαλώς ότι προτίθεσαι να δημοσιεύσεις τέτοιου είδους συκοφαντικά λιβελλογραφήματα για τον γείτονά μας;"
"Και βέβαια το εννοώ". Ο εντιμότατος Γκάλαχαντ ρουθούνισε με μαχητικότητα. "Και όσο για το αν είναι λιβελλογραφήματα, αν θέλει ας μου κάνει μήνυση. Θα τον πολεμήσω μέχρι να φτάσει το θέμα στη Βουλή των Λόρδων. Είναι η επαρκέστερα στοιχειοθετημένη ιστορία στο βιβλίο μου. Καλά Κλάρενς, αν επιμένεις, ήταν το '96... Να σου πω τι θα κάνω", είπε με μια ξαφνική έμπνευση ο εντιμότατος Γκάλαχαντ. "Θα γράψω "κατά τα τέλη της δεκαετίας του '90". Στο κάτω-κάτω, η ακριβής ημερομηνία δεν είναι και τόσο σημαντική. Τα γεγονότα είναι που μετράνε".
Και υπερπηδώντας με χάρη το σπάνιελ, απομακρύνθηκε αθόρυβα.
Η λαίδη Κόνστανς καθόταν στην καρέκλα της εντελώς ακίνητη. Τα σχιστά της μάτια τώρα είχαν ελαφρώς γουρλώσει, τα χαρακτηριστικά της είχαν τραβηχτεί. Αυτό το πρόσωπο, και όχι της Μόνα Λίζα, θα έλεγε κανείς βλέποντάς την, ήταν το πρόσωπο που συγκέντρωνε όλους τους καημούς του κόσμου.
"Κλάρενς!"
"Ναι, χρυσή μου;"
"Τι σκοπεύεις να κάνεις σχετικά μ' αυτό;"
"Να κάνω;"
"Δεν το βλέπεις πως κάποιος πρέπει να κάνει κάτι; Καταλαβαίνεις πως, αν εκδοθεί αυτό το απαίσιο βιβλίο του Γκάλαχαντ, θα αποξενωθούμε από τους μισούς μας φίλους; Θα νομίζουν πως εμείς φταίμε. Θα πουν ότι έπρεπε να τον έχουμε σταματήσει με κάποιον τρόπο. Σκέψου πώς θα νιώσει ο σερ Γκρέγκορι αν διαβάσει αυτήν τη φρικτή ιστορία!"
Το ευπροσήγορο πρόσωπο του λόρδου Έμσγουορθ σκοτείνιασε.
"Ουδόλως με απασχολεί το πώς θα νιώσει ο Πάρσλοου. Εξάλλου, πράγματι την έκλεψε την οδοντοστοιχία του Μπέρπερ. Τον θυμάμαι που μου την έδειχνε. Την είχε τυλιγμένη σε ένα βαμβακερό πανί και τη φύλαγε σ' ένα μικρό κουτί από πούρα".
Η κίνηση που κοινώς ονομάζεται "τραβάω τα μαλλιά μου" σπανίως συμβαίνει στην πραγματική ζωή, αλλά εκείνη τη στιγμή η λαίδη Κόνστανς Κημπλ έκανε κάτι που θα μπορούσε, πολύ ελεύθερα, να περιγραφεί με αυτόν τον όρο.
"Ω, μακάρι να ήταν εδώ ο κύριος Μπάξτερ!" γόγγυσε.
Ο λόρδος Έμσγουορθ τρόμαξε τόσο, που τα γυαλιά του δραπέτευσαν από τη μύτη του και το κέικ που κρατούσε του έφυγε από το χέρι.
"Τι τον θες εδώ πέρα αυτόν τον απαίσιο τύπο;"
"Αυτός θα μπορούσε να βρει μια λύση. Ήταν πάντοτε τόσο αποτελεσματικός σε ό,τι έκανε..."
"Ο Μπάξτερ είναι για δέσιμο".
Η λαίδη Κόνστανς έβγαλε ένα επιφώνημα έκπληξης και αποδοκιμασίας.
"Κλάρενς, πραγματικά ώρες-ώρες μπορείς να γίνεις ο πιο εκνευριστικός άνθρωπος στον κόσμο. Όταν σου κολλήσει κάτι στο μυαλό, δε σου ξεκολλάει ό,τι και να σου λένε οι άλλοι. Ο κύριος Μπάξτερ είναι ο πιο ικανός άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου".
"Ναι, ικανός για όλα", απάντησε ο λόρδος Έμσγουορθ με θέρμη. "Αφού άρχισε να μου πετάει γλάστρες νυχτιάτικα. Ξύπνησα κάποια βάρβαρη ώρα και είδα κάτι γλάστρες να εκτοξεύονται προς το παράθυρο του υπνοδωματίου μου και, όταν κοίταξα έξω, είδα αυτόν τον Μπάξτερ, όρθιο στη βεράντα, με τις καναρινί πιτζάμες του, να πετάει τη μια γλάστρα μετά την άλλη, λες και ήταν μυδραλιοβόλο. Φαντάζομαι πως θα τον έχουν κλείσει πια σε κάποιο άσυλο, δεν μπορεί".
Η λαίδη Κόνστανς είχε πάρει μια παντζαρί απόχρωση. Τόσο έξαλλη με την κεφαλή της οικογένειας δεν είχε ξανανιώσει, ούτε καν όταν ήταν αμφότεροι παιδιά.
"Το ξέρεις πάρα πολύ καλά ότι υπήρχε μια εντελώς απλή εξήγηση γι' αυτό. Είχε κλαπεί το διαμαντένιο μου κολιέ και ο κύριος Μπάξτερ ήταν της άποψης ότι ο κλέφτης το είχε κρύψει σε μια γλάστρα. Βγήκε τότε στη βεράντα για να το βρει, αλλά κλείστηκε έξω και στην προσπάθειά του να τραβήξει την προσοχή κάποιου..."
"Όπως και να έχει το πράγμα, εγώ προτιμώ να πιστεύω ότι ο άνθρωπος ήταν τρελός και αυτή τη γραμμή θα ακολουθήσει και ο Γκάλαχαντ στο βιβλίο του".
"Στο...! Θα βάλει αυτήν την ιστορία στο βιβλίο του ο Γκάλαχαντ;"
"Και βέβαια θα τη βάλει στο βιβλίο του. Λες να άφηνε τόσο θαυμάσιο υλικό να πάει χαμένο; Όπως είπα, λοιπόν, η γραμμή την οποία θα ακολουθήσει ο Γκάλαχαντ -και πρόκειται περί ενός ανθρώπου με καθαρό μυαλό και ορθή κρίση- είναι ότι ο Μπάξτερ ήταν τρελός για δέσιμο. Εγώ πάω τώρα να ρίξω άλλη μια ματιά στην Αυτοκράτειρα".
Και πήρε την άγουσα προς το γουρούνι.
ΙΙΙ
Για λίγα λεπτά αφ' ότου αποχώρησε, στο τραπέζι επικράτησε σιγή. Η Μίλισεντ ακούμπησε στην πλάτη της καρέκλας της, ενώ η λαίδη Κόνστανς καθόταν στη δική της με τη ράχη ίσια και τεντωμένη όλο ένταση. Μια ελαφριά αύρα έφερε μαζί της το άρωμα λουλουδιών και τους πρώτους ψιθύρους που έλεγαν πως κι η βραδινή ψυχρούλα βρισκόταν καθ' οδόν.
"Γιατί θες τόσο πολύ να ξαναφέρεις εδώ τον κύριο Μπάξτερ, θεία Κόνστανς;" ρώτησε η Μίλισεντ.
Η λαίδη Κόνστανς χαλάρωσε. Είχε επανέλθει στον ήρεμο, δυναμικό εαυτό της ξανά. Απέπνεε τον αέρα γυναίκας που έχει μόλις λύσει ένα δύσκολο πρόβλημα.
"Θεωρώ την παρουσία του εδώ απαραίτητη", είπε.
"Ο θείος Κλάρενς δε φαίνεται να συμφωνεί μαζί σου".
"Ο θείος σου ο Κλάρενς ήταν ανέκαθεν θεότυφλος απέναντι στο συμφέρον του. Έκανε πολύ κακώς που απέλυσε τον μοναδικό γραμματέα, απ' όσους έχουν περάσει από εδώ, που ήξερε πώς να χειρίζεται τις υποθέσεις του".
"Ο κύριος Κάρμοντι δεν είναι καλός;"
"Όχι. Δεν είναι καλός. Και δεν πρόκειται να ηρεμήσω πραγματικά, αν δεν επιστρέψει στο πόστο του ο κύριος Μπάξτερ".
"Τι έχει δηλαδή ο κύριος Κάρμοντι;"
"Είναι χονδροειδέστατα αδιάφορος. Και επίσης, χρυσό μου", συνέχισε η λαίδη Κόνστανς ξεγυμνώνοντας, θα λέγαμε, το ξίφος της, "θεωρώ ότι περνά υπερβολικά πολύ χρόνο τριγυρίζοντας εσένα. Μάλλον νομίζει ότι ο μοναδικός λόγος παρουσίας του στον Πύργο Μπλάντινγκς είναι να χαριεντίζεται μαζί σου".
Η επίθεση φάνηκε άδικη στη Μίλισεντ. Σκέφτηκε να αντιτάξει το επιχείρημα ότι σπανίως συναντιόταν με τον Χιούγκο και, όποτε γινόταν αυτό, ήταν στα κλεφτά? κατόπιν ωρίμου σκέψεως όμως έκρινε ότι θα αποτελούσε απερισκεψία εκ μέρους της να επικαλεστεί κάτι τέτοιο. Έσκυψε και χάιδεψε το σπάνιελ. Ένας οξυδερκής παρατηρητής θα είχε διαγνώσει πίσω από την κίνηση αυτή μια αμυντική διάθεση. Η Μίλισεντ θύμιζε έντονα κοπέλα που ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει ανοιχτά τη θεία της.
"Βρίσκεις διασκεδαστική τη συντροφιά του;"
Η Μίλισεντ χασμουρήθηκε.
"Του κυρίου Κάρμοντι; Όχι, όχι ιδιαίτερα".
"Είναι κάπως βαρετός νεαρός, κατά τη γνώμη μου".
"Μέχρι θανάτου".
"Άνοστος".
"Μέχρι ενός βαθμού".
"Παρ' όλα αυτά, την περασμένη Τρίτη πήγες μαζί του για ιππασία".
"Από το να πήγαινα μόνη μου, καλύτερα μ' αυτόν".
"Και παίζεις και τένις μαζί του".
"Ε, αν εσύ μπορείς να παίζεις τένις μόνη σου, εγώ δεν μπορώ".
Η λαίδη Κόνστανς έσφιξε τα χείλη της.
"Μακάρι να μην είχε πείσει ο Ρόναλντ τον θείο σου τότε να προσλάβει αυτόν τον άνθρωπο. Έπρεπε ο Κλάρενς να τον είχε καταλάβει με την πρώτη ματιά ότι είναι απαράδεκτος". Για λίγο έμεινε σιωπηλή.
"Ωραία που έρχεται ο Ρόναλντ και θα τον έχουμε κοντά μας", είπε μετά.
"Ναι".
"Θα πρέπει να προσπαθήσεις να βρεις λίγο χρόνο να περάσεις μαζί του. Εάν βέβαια", συνέχισε η λαίδη Κόνστανς με έναν τρόπο που οι οικείοι της έβρισκαν σημαντικά λιγότερο ευχάριστο σε σχέση με τους υπόλοιπους τρόπους της, "ο κύριος Κάρμοντι σε αφήσει και καμιά φορά από την επιτήρησή του".
Έριξε ένα πλάγιο βλέμμα στην ανιψιά της. Η Μίλισεντ όμως ήξερε πολύ καλά πώς να τα αποκρούει αυτά τα πλάγια βλέμματα -είχε εξασκηθεί από τότε που έκλεινε τα δεκάξι της χρόνια. Ανήκε επίσης στην κατηγορία εκείνη των κοριτσιών που πιστεύουν ότι η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση.
"Νομίζεις πως έχω ερωτευτεί τον κύριο Κάρμοντι, θεία Κόνστανς;"
Η λαίδη Κόνστανς δεν ήταν από τους ανθρώπους οι οποίοι εκτιμούν την ευθύτητα που χαρακτηρίζει τη νέα γενιά. Αμέσως κοκκίνισε.
"Ουδέποτε μου πέρασε τέτοιο πράγμα από το μυαλό".
"Ωραία. Γιατί φοβόμουν ότι σου είχε περάσει".
"Ένα μυαλωμένο κορίτσι σαν εσένα αμέσως καταλαβαίνει, βέβαια, ότι θα ήταν απολύτως αταίριαστος ο γάμος με έναν άνθρωπο της δικής του θέσης. Χρήματα δεν έχει καθόλου και προοπτικές ελάχιστες. Και, φυσικά, ο θείος σου διαχειρίζεται το δικό σου καταπίστευμα και σε καμία περίπτωση δε θα το αποδέσμευε, εάν εσύ εξέφραζες την επιθυμία να συνάψεις έναν τόσο ακατάλληλο γάμο".
"Τελικά δηλαδή, ευτυχώς που δεν τον έχω ερωτευτεί, ε;"
"Ευτυχέστατα".
Η λαίδη Κόνστανς έκανε μια μικρή παύση και μετά έθεσε ένα θέμα, στο οποίο είχε ήδη ακροθιγώς αναφερθεί αρκετές φορές. Η Μίλισεντ το έβλεπε από ώρα στα μάτια της θείας της ότι δε θα το γλίτωνε.
"Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν παντρεύεσαι τον Ρόναλντ. Θα σου ταίριαζε από πάσης απόψεως. Και είστε τόσο αγαπημένοι οι δυο σας από τότε που ήσασταν ακόμη παιδιά".
"Ναι, τον συμπαθώ πολύ τον Ρόνυ".
"Πολύ έχει απογοητευθεί μ' αυτό η θεία σου η Τζούλια".
"Να της πεις να μην απογοητεύεται. Αφού το έχει βάλει στόχο, είναι σίγουρο ότι θα καταφέρει τελικά να τον παντρέψει".
H λαίδη Κόνστανς πήρε ένα ελαφρά αποδοκιμαστικό ύφος.
"Το θέμα δεν είναι να... Να με συγχωρείς που θα σου το πω έτσι, καλή μου, αλλά νομίζω ότι έχεις επιτρέψει στον εαυτό σου να θεωρεί τον Ρόναλντ υπερβολικά δεδομένο. Πολύ φοβούμαι ότι έχεις την εντύπωση πως θα είναι πάντα εκεί και θα περιμένει υπομονετικά εσένα να αποφασίσεις. Μάλλον δεν έχεις συνειδητοποιήσει εντελώς ότι πρόκειται για έναν πολύ ελκυστικό νέο".
"Όσο το καθυστερώ τόσο περισσότερο χρόνο έχει για να γίνει ακόμη πιο ακαταμάχητος".
Σε κάποια άλλη, λιγότερο ηλεκτρισμένη στιγμή, η λαίδη Κόνστανς θα είχε οπωσδήποτε κατακεραυνώσει αυτήν την έκφραση αναίδειας. Στην προκειμένη περίπτωση όμως έκρινε ότι θα ήταν σφάλμα να παρεκβεί από το κυρίως θέμα.
"Έχει ακριβώς εκείνον τον τύπο που ελκύει τα κορίτσια. Και μάλιστα είναι και κάτι άλλο που ήθελα να σου πω. Πήρα ένα γράμμα από τη θεία Τζούλια και μου γράφει ότι στο Μπιαρίτζ ο Ρόναλντ γνώρισε μια γοητευτικότατη κοπέλα, Αμερικάνα, τη δεσποινίδα Σκούνμεϊκερ, ο πατέρας της οποίας αποδείχθηκε ότι ήταν και παλιός φίλος του θείου σου του Γκάλαχαντ. Η κοπέλα φαίνεται ενθουσιασμένη με τον Ρόναλντ και αντιστρόφως. Μάλιστα τη συνόδευσε και μέχρι το Παρίσι και μετά επέστρεψε από εκεί".
"Τι άστατα πλάσματα που είναι οι άντρες!" αναστέναξε η Μίλισεντ.
"Είχε κάποια ψώνια να κάνει η κοπέλα", είπε κοφτά η λαίδη Κόνστανς. "Τώρα θα είναι μάλλον στο Λονδίνο. Η Τζούλια την προσκάλεσε να έρθει να επισκεφθεί το Μπλάντινγκς κι εκείνη δέχθηκε. Μπορεί να έρθει ανά πάσα στιγμή. Και πραγματικά νομίζω, χρυσό μου", συνέχισε η λαίδη Κόνστανς πολύ σοβαρά, "ότι, πριν την άφιξή της, θα πρέπει εσύ να καθίσεις και να αναλογισθείς με μεγάλη προσοχή τα αισθήματά σου απέναντι στον Ρόναλντ".
"Θες να πεις πως, αν δεν προσέξω, αυτή η δεσποινίς Ντουπενχάκερ μπορεί να μου κλέψει τον Ρόνυ μου;"
Η λαίδη Κόνστανς ενδεχομένως να μην το είχε θέσει ακριβώς έτσι, αλλά και αυτή η διατύπωση απέδιδε εξ ίσου καλά το βασικό νόημα.
"Ακριβώς".
Η Μίλισεντ γέλασε. Ήταν προφανές ότι το δέρμα της αρνιόταν κατηγορηματικά να ανατριχιάσει ενώπιον της προοπτικής αυτής.
"Καλή της τύχη, λοιπόν", είπε. "Μπορεί να κοιμάται ήσυχη ότι θα πάρει τουλάχιστον μια ασημένια σπάτουλα δώρο από μένα και επιπλέον γίνομαι και παράνυμφος όποτε μου το ζητήσουν. Δεν το καταλαβαίνεις, θεία Κόνστανς, ότι δεν έχω την παραμικρή επιθυμία να παντρευτώ τον Ρόνυ; Είμαστε φιλαράκια, κολλητοί και τα σχετικά, αλλά δεν είναι ο τύπος μου. Κατ' αρχάς είναι πολύ κοντός".
"Κοντός;"
"Είμαι μερικούς πόντους ψηλότερη απ' αυτόν. Έτσι και με οδηγούσε στην εκκλησία, θα έμοιαζα σαν να έχω βγάλει βόλτα τον μικρό μου αδελφό".
Η λαίδη Κόνστανς θα είχε σίγουρα κάνει κάποιο σχόλιο πάνω σ' αυτήν την ατάκα, αλλά, πριν προλάβει, επανεμφανίσθηκε όλως εξ αίφνης η γνωστή πομπή προσκομίζοντας νέα δώρα. Ο υπηρέτης Τζέιμς κουβαλούσε ένα μεγάλο δίσκο με φρούτα, ο υπηρέτης Τόμας έναν άλλο, μικρότερο, με ένα κανατάκι για κρέμα επάνω του. O Μπητς, όπως και προηγουμένως, αρκέστηκε σε έναν αυστηρά διακοσμητικό ρόλο.
"Αχά!" είπε η Μίλισεντ με ευαρέσκεια. Και το σπάνιελ, που εκτιμούσε οτιδήποτε σχετικό με κρέμα, προέβη σε ένα σιωπηρό νεύμα επιδοκιμασίας.
"Καλά λοιπόν", είπε η λαίδη Κόνστανς όταν η πομπή αποσύρθηκε. "Αφού δε θες να παντρευτείς τον Ρόναλντ, τι να κάνουμε;" Είχε μόλις εγκαταλείψει τη μάχη.
"Έτσι είναι", συμφώνησε η Μίλισεντ σκεπάζοντας με κρέμα τα φρούτα της.
"Εν πάση περιπτώσει, τουλάχιστον ησύχασα τώρα που ξεκαθαρίσαμε ότι δεν τρέχει τίποτε ανάμεσα σε σένα και στον κύριο Κάρμοντι. Γιατί κάτι τέτοιο δε θα το ανεχόμουν ποτέ".
"Δεν είσαι και πολύ ξετρελαμένη μαζί του, όπως φαίνεται".
"Τον αντιπαθώ βαθύτατα".
"Αναρωτιέμαι γιατί όμως. Θα έλεγα ότι για νεαρός είναι μάλλον εντάξει. Κι ο θείος Κλάρενς τον συμπαθεί. Κι ο θείος Γκάλυ επίσης".
Η λαίδη Κόνστανς διέθετε μια μύτη ελαφρώς ανασηκωμένη, ιδανική για ρουθουνίσματα αποδοκιμασίας. Και τώρα τη χρησιμοποίησε εξαντλώντας όλο το εύρος των δυνατοτήτων της.
"Ο κύριος Κάρμοντι ανήκει ακριβώς στο είδος εκείνο των νεαρών που, χωρίς αμφιβολία, θα συμπαθούσε ο θείος σου ο Γκάλαχαντ. Προφανώς του θυμίζει εκείνους τους απαίσιους τύπους με τους οποίους γυρνούσε στο Λονδίνο, όταν ήταν νέος".
"Ο κύριος Κάρμοντι δεν έχει καμία σχέση μ' αυτούς".
"Α, ναι;" Η λαίδη Κόνστανς ρουθούνισε εκ νέου. "Ε, λοιπόν, Μίλισεντ, παρ' όλον ότι δε χαίρομαι που θα σου το πω -καθ' ότι είμαι παλαιών αρχών και πιστεύω ότι τα κορίτσια πρέπει να προφυλάσσονται από την ακριβή επίγνωση σχετικά με τον κόσμο στον οποίο ζούμε- έχω την πληροφορία ότι ο κύριος Κάρμοντι δεν είναι καθόλου ο συμπαθής νεαρός που νομίζεις. Γνωρίζω από άκρως φερέγγυα πηγή ότι είναι μπλεγμένος με κάποια ακατονόμαστη χορεύτρια".
Δεν είναι εύκολη υπόθεση να σηκωθεί κανείς απότομα σε ορθή γωνία όντας προηγουμένως μισοξαπλωμένος σε μια άνετη πολυθρόνα κήπου. Τον άθλο αυτόν όμως η Μίλισεντ τον κατάφερε.
"Τι!"
"Μου το είπε η λαίδη Όλαρνταϊς".
"Κι αυτή πού το ξέρει;"
"Της το είπε ο γιος της, ο Βέρνον. Είναι κάποια ονόματι Μπράουν. Ο Βέρνον Όλαρνταϊς λέει ότι την είχε δει επανειλημμένως σε εστιατόρια και σε χορούς με τον κύριο Κάρμοντι".
Ακολούθησε μακρά σιωπή.
"Καλό παιδί ο Βέρνον", είπε η Μίλισεντ.
"Τα λέει όλα στη μητέρα του".
"Αυτό ακριβώς εννοώ. Το βρίσκω πολύ γλυκό εκ μέρους του". Η Μίλισεντ σηκώθηκε. "Καλά. Εγώ πάω να κάνω μια βολτίτσα".
Και κατευθύνθηκε προς το ροδώνα.
IV
Ένας νεαρός που έχει κανονίσει να συναντηθεί με την κοπέλα που αγαπά στο ροδώνα στις έξι ακριβώς, είναι φυσικό να βρίσκεται εκεί από τις πέντε και είκοσι πέντε, ώστε να μην αργήσει. Ο Χιούγκο Κάρμοντι είχε κάνει ακριβώς αυτό, με αποτέλεσμα στις έξι παρά τρία να αισθάνεται ήδη άπονα παρατημένος και εγκαταλελειμμένος εκεί, ανάμεσα στα τριαντάφυλλα, από την αρχή του καλοκαιριού.
Αν κάποιος, έξι μήνες πριν, είχε πει στον Χιούγκο Κάρμοντι ότι στα μέσα Ιουλίου θα ξεροστάλιαζε σε κάτι τέτοια θέατρα πονηρών ραντεβού, με ολόκληρο το είναι του σε συναγερμό για την έλευση ενός κοριτσιού, εκείνος θα απαντούσε με χλευασμό. Θα περιγελούσε την όλη ιδέα. Όχι πως δεν είχε ξανασυμπαθήσει κορίτσι. Ανέκαθεν του άρεσαν τα κορίτσια. Μέχρι τότε όμως δεν τα έβλεπε παρά σαν τα παιχνίδια, κατά κάποιον τρόπο, του οικονομικού μεγιστάνα στον ελεύθερό του χρόνο. Πριν από έξι μήνες, ο Χιούγκο ήταν ένας στυγνός επιχειρηματίας, με όλη του την ενέργεια και όλες του τις σκέψεις εστιασμένες στη διαχείριση του "Χοτ Σποτ".
Τώρα όμως στεκόταν εκεί πέρα κουνώντας ανυπόμονα το πόδι του, κοιτάζοντας αμέσως όλο προσμονή και ταραχή προς την κατεύθυνση οποιουδήποτε ήχου έφθανε στα αυτιά του, ενώ τα λεπτά περνούσαν βαριά σαν μολύβι, αργά και τεμπέλικα. Κάποια στιγμή η αναμονή του απέκτησε νέο ενδιαφέρον χάρη σε μια σφήκα που τον τσίμπησε στο χέρι. Ο Χιούγκο άρχισε να χοροπηδάει δεξιά κι αριστερά, γλύφοντας την πληγή του, όταν αντελήφθη το κορίτσι των ονείρων του να πλησιάζει από το μονοπάτι.
"Α!" ανέκραξε ο Χιούγκο.
Σταμάτησε το χοροπηδητό και έτρεξε να σφίξει στην αγκαλιά του την αγαπημένη του. Πολλοί άνθρωποι συστήνουν τη γνωστή μας αμμωνία για την αντιμετώπιση του τσιμπήματος από σφήκα, ο Χιούγκο όμως προτίμησε ως θεραπεία τη μέθοδο που αναφέραμε παραπάνω.
Προς μεγάλη του κατάπληξη, η Μίλισεντ τραβήχτηκε μακριά του. Και δεν ήταν από εκείνα τα κορίτσια που κάνουν πίσω σε τέτοιες περιστάσεις.
"Τι συμβαίνει", τη ρώτησε περίλυπος. Ένιωθε λες και κάποιος είχε καρφώσει μια σιδερόβεργα στην καρδιά μιας ιερής στιγμής.
"Τίποτα".
Ο Χιούγκο ανησύχησε. Δεν του άρεσε καθόλου ο τρόπος που τον κοίταζε η Μίλισεντ. Τα γλυκά γαλάζια μάτια της έμοιαζαν σαν να είχαν γίνει δύο πέτρες.
"Άκου να δεις τι έγινε!" είπε ο Χιούγκο. "Μόλις τώρα με τσίμπησε μια θηριώδης σφήκα".
"Ωραία!" είπε η Μίλισεντ.
Ο τρόπος που του μιλούσε του φαινόταν χειρότερος από τον τρόπο που τον κοιτούσε.
Η ανησυχία του Χιούγκο μεγάλωσε.
"Έλα, τι τρέχει;"
Το γρανιτένιο βλέμμα της σκλήρυνε ακόμη περισσότερο.
"Θες να μάθεις τι τρέχει;"
"Ναι, τι τρέχει;"
"Θα σου πω τώρα τι τρέχει".
"Ε, λοιπόν, τι τρέχει;" ρώτησε ο Χιούγκο και περίμενε κάποια διαφωτιστική απάντηση, η κοπέλα όμως είχε περιπέσει σε μια παγερή σιωπή.
"Ξέρεις", είπε ο Χιούγκο σπάζοντας τη σιωπή αυτή, "έχω αρχίσει να τη βαριέμαι πια όλη αυτήν τη μυστικοπάθεια και το κρυφτούλι. Για να σε δω πέντε λεπτά τη μέρα -και αν- πρέπει να φορέσω ψεύτικα μουστάκια και να κρύβομαι μέσα στους θάμνους. Ξέρω ότι η Κημπλ με βλέπει περίπου σαν διασταύρωση λεπρού με μπουκετάκι δηλητηριώδη άνθη, με τον θείο όμως τα πάω θαύμα. Θα του πιάσω κουβέντα και για γουρούνια. Μπορείς να πεις ότι τον παίζω περίπου στα δάχτυλα. Οπότε τι πειράζει να πάω να του πω ευθέως, αντρίκεια ότι εσύ κι εγώ αγαπιόμαστε και θέλουμε να παντρευτούμε;"
Το μαρμάρινο πρόσωπο της Μίλισεντ ρυτιδώθηκε από ένα στιγμιαίο, γρήγορο, πικρό μειδίαμα, από εκείνα που δεν προμηνύουν τίποτε καλό.
"Και γιατί να πούμε ψέματα στον θείο Κλάρενς;"
"Ε;"
"Λέω, γιατί να του πούμε κάτι που δεν αληθεύει;"
"Δε σε πιάνω".
"Τότε θα πάω πιο αργά", είπε ψυχρά η Μίλισεντ. "Δεν είμαι καθόλου βέβαιη ούτε και αν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ στη ζωή μου, είτε σ' αυτήν είτε στην επόμενη. Όλα θα εξαρτηθούν από το πόσο καλά μπορείς να εξηγήσεις μερικά πράγματα. Έμαθα από εγκυρότατη πηγή ότι είσαι μπλεγμένος με μια χορεύτρια. Τι λες, λοιπόν;"
Ο Χιούγκο κλονίστηκε. Εδώ που τα λέμε, ακόμη κι ο Άγιος Αντώνιος θα κλονιζόταν, αν έτρωγε ξαφνικά μια τέτοια κατηγορία στο κεφάλι. Στην καλύτερη περίπτωση, ο άνθρωπος χρειάζεται κάποιο χρόνο μέχρι να πάρει πάλι μπρος το μυαλό. Ο Χιούγκο ήταν ξανά ετοιμοπόλεμος μετά από μερικές στιγμές.
"Ψέματα!"
"Λέγεται Μπράουν".
"Ψέματα από την αρχή μέχρι το τέλος! Ούτε που την έχω ξαναδεί στα μάτια μου τη Σου Μπράουν από τότε που γνώρισα εσένα".
"Όχι βέβαια. Αφού ήσουν συνέχεια εδώ".
"Και τον καιρό που την έβλεπα -ε, που να πάρει- η συμπεριφορά μου ήταν από την αρχή ως το τέλος άμεμπτη, αθωότατη, εκατό τοις εκατό αδελφική. Μια αγνή φιλία. Αδελφική. Τίποτε περισσότερο. Μ' αρέσει ο χορός, της άρεσε κι εκείνης και συνδυαστήκαμε καλά. Κατά καιρούς, λοιπόν, βγαίνουμε μαζί και ρίχνουμε καμιά στροφή. Αυτό είναι όλο. Καθαρά αδελφική σχέση. Τίποτε περισσότερο. Της είμαι κάτι σαν αδελφός".
"Αδελφός, ε;"
"Εντελώς αδελφός. Και, να χαρείς, γλυκιά μου", συνέχισε σοβαρά ο Χιούγκο, "μη σου κολλήσει τώρα καμιά ιδέα ότι η Σου Μπράουν είναι η μεγάλη βαμπ. Είναι ένα συμπαθέστατο κορίτσι".
"Συμπαθέστατο, λοιπόν..."
"Σκέτη γλύκα. Μία στο εκατομμύριο. Πραγματικά καλή πάστα. Ένα κορίτσι διαμάντι".
"Και όμορφη, φαντάζομαι".
Η εγγενής ευθυκρισία των Κάρμοντι λειτούργησε έστω και την τελευταία στιγμή.
"Όμορφη, όχι", είπε σταθερά ο Χιούγκο. "Όχι, δεν είναι όμορφη. Καθόλου όμορφη. Κάθε άλλο παρά όμορφη. Ούτε ίχνος σεξ-απήλ, η καημενούλα. Αλλά συμπαθέστατη. Καλός άνθρωπος. Ξεκάθαρα πράγματα. Αδελφικά".
Η Μίλισεντ έμεινε σκεφτική.
"Χμ", είπε.
Η φύση ολόκληρη σιωπούσε κι αφουγκραζόταν. Τα πουλιά σταμάτησαν να κελαηδούν, τα τζιτζίκια διέκοψαν το τραγούδι τους. Λες και όλα τα πλάσματα ήξεραν πως η μοίρα του νεαρού αυτού κρεμόταν από μια κλωστή και τα αποτελέσματα θα φαίνονταν συντόμως.
"Καλά λοιπόν", είπε τελικά η Μίλισεντ. "Προφανώς δεν έχω άλλη επιλογή παρά να σε πιστέψω".
"Έτσι μπράβο, το κορίτσι μου!"
"Ένα θα σου πω όμως και να το θυμάσαι. Έτσι και καταλάβω τίποτε βρωμοδουλειές από 'δώ και πέρα..."
"Λες και..."
"Άλλη μια κρίση αδελφικής αγάπης από μέρους σου..."
"Μα τώρα..."
"Καλώς".
Ο Χιούγκο πήρε μια πολύ-πολύ βαθιά αναπνοή. Ένιωθε σαν να είχε μόλις ξεφύγει από τα νύχια πληγωμένης τίγρης.
"Γιούπι", είπε. "Ακόμη μαζί!"
V
O Πύργος Μπλάντινγκς μισοκοιμόταν στο λυκόφως. Οι διάφοροι ένοικοί του ήταν διαφόρως απασχολημένοι. Ο Κλάρενς, ένατος κόμης του Έμσγουορθ, μετά από πλείστες όσες τελευταίες ματιές, είχε καταφέρει τελικώς να ξεκολλήσει από το μπουντουάρ της Αυτοκράτειρας και τώρα διάβαζε το σχεδόν τριμμένο πια αντίτυπο των Βρετανικών Γουρουνιών του. Ο εντιμότατος Γκάλαχαντ, αφού έστρωσε την παράγραφο περί τους Πάρσλοου και Μπέρπερ, περνούσε άλλη μια φορά τη "σοδειά" της ημέρας με εκείνο το χαρακτηριστικά καλλιτεχνικό αίσθημα ικανοποίησης ότι έχει βγάλει ωραίο πράγμα. Ο Μπητς ο μπάτλερ κολλούσε στο άλμπουμ του τη φωτογραφία του εντιμότατου Γκάλαχαντ. Η Μίλισεντ, στο δωμάτιό της, χάζευε σκεφτική μπροστά στον καθρέφτη της. Ο Χιούγκο, στην αίθουσα μπιλιάρδου, εξασκείτο σε διανοητικές καραμπόλες και συλλογιζόταν τη δέσποινα των στοχασμών του, παρεμβάλλοντας κάπου-κάπου τη σκέψη πόσο τέλεια θα ήταν και μια επισκεψούλα-αστραπή στο Λονδίνο, έτσι και κατάφερνε να το κανονίσει.
Και στο δεύτερο όροφο, στο μπουντουάρ της, η λαίδη Κόνστανς Κημπλ με την πένα της ανά χείρα έσκυβε πάνω από μια κόλλα χαρτί.
"Αγαπητέ κύριε Μπάξτερ", έγραψε.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις