0
Your Καλαθι
Η υποσημείωση. Μια παράξενη ιστορία
Έκπτωση
20%
20%
Περιγραφή
Το κείμενο πείθει, οι υποσημειώσεις τεκμηριώνουν. Με αυτό τον τρόπο δηλώνεται συνήθως η διττή υπόσταση της ιστορικής γραφής. Πότε όμως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η υποσημείωση και από ποιον; Πέρα από τα συγκεκριμένα ιστορικά προβλήματα που θέτει ο συγγραφέας προκειμένου να απαντήσει στο εύλογο αυτό ερώτημα, ένα είναι βέβαιο: η ιστορία της υποσημείωσης δεν είναι μονοσήμαντη, όπως άλλωστε μονοσήμαντη δεν είναι και η λειτουργία της. Η υποσημείωση μοιάζει ανεπανόρθωτα διχασμένη ανάμεσα στην αξίωση να αναχθεί σε αυτόνομο λογοτεχνικό είδος και στον υποβιβασμό της σε απόβλητο του ιστορικού κειμένου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μία από τις ασθένειες της σύγχρονης λογιοσύνης είναι η υπερτροφία των υποσημειώσεων (...). Πρέπει να αντισταθούμε σε αυτόν τον εύσχημο τρόπο μόλυνσης και να μην παραθέτουμε όλα όσα γνωρίζουμε ή έχουμε διαβάσει και τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με το εξεταζόμενο ζήτημα.
Georges Dumezil, 1975
Το κείμενο πείθει - οι υποσημειώσεις τεκμηριώνουν: η επιγραμματική αυτή διατύπωση δηλώνει την αυτονόητη σήμερα δισυπόστατη λογική της επιστημονικής γραφής. Η επιχειρηματολογία του κυρίως κειμένου οφείλει να δείξει τις πηγές της, τα ερείσματά της, τις συστατικές αρχές της, και αυτό γίνεται στον υποσελίδιο χώρο όπου συνωθούνται και διασταυρώνονται πληροφορίες και σχόλια, αντεπιχειρήματα και παραθέματα, συγγραφείς, τίτλοι, χρονολογίες, έγγραφα και τόμοι. Είναι ο χώρος της «αυθεντικοποίησης» των λεγομένων, ο «φέρων οργανισμός» του αφηγηματικού εποικοδομήματος, η έμπρακτη απόδειξη της ευρυμάθειας, της επίμοχθης έρευνας και της επιστημονικής συνείδησης. Ο έμπειρος αναγνώστης ή ο ειδήμων ενός θέματος συχνά μπορεί να σχηματίσει γνώμη για μια μελέτη ή να την ελέγξει διατρέχοντας απλώς το σώμα των υποσημειώσεών της. Υπάρχουν όμως όρια ανάμεσα στην τεχνική και στην τέχνη της υποσημείωσης; Πώς, πότε και γιατί αυτό το ανασταλτικό στοιχείο στη συνεχή ροή της αφήγησης έγινε σήμα κατατεθέν της επιστημονικότητας; Ποια η γενεαλογία της λόγιας, ιστοριογραφικής υποσημείωσης;
Ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, που επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε αυτά περίπου τα ερωτήματα, είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και εξέχον μέλος της σύγχρονης ιστοριογραφικής κοινότητας, ως εκ τούτου το ενδιαφέρον του στρέφεται αποκλειστικά στην ανατομία και στη λειτουργία της υποσημείωσης στον χώρο του οικείου ακαδημαϊκού κλάδου. Η εκκίνηση γίνεται με την περίπτωση του Ranke (1795-1886), ο οποίος παραδοσιακά θεωρείται ο εμπνευστής και στυλοβάτης της υπομνηματισμένης, ακαδημαϊκής ιστορίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο συστηματικός αρχειοδίφης με την εμμονή στην αναφορά των πηγών και των αποδεικτικών στοιχείων, τη μεθοδική επιλογή και ανάλυσή τους. Η τεκμηριωμένη άποψη του Γκράφτον ανατρέπει λίγο τούτη την εικόνα, εφόσον υποστηρίζει ότι ο γερμανός ιστορικός αντιμετώπιζε τις υποσημειώσεις ως «αναγκαίο κακό» και τις προσέθετε εκ των υστέρων στις μελέτες του, αφού είχε ολοκληρώσει την ενιαία ιστορική του αφήγηση, φροντίζοντας πάντα να είναι λιτές και όχι διεξοδικές ώστε να παραμορφώνουν όσο γίνεται λιγότερο τον συνεχή λόγο. Λίγες δεκαετίες νωρίτερα όμως, στον αγγλόφωνο χώρο, ο Γίββων (Gibbon, 1737-1794), αδιαφιλονίκητος στυλίστας της κριτικής υποσημείωσης, είχε ήδη καταξιώσει το ιδιαίτερο ρητορικό καθεστώς του υπομνηματισμού. Δεν νοείται ανάγνωση της Παρακμής και πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του (1776) δίχως τον χαμηλόφωνο και πνευματώδη σχολιασμό της κυρίως αφήγησης, ουσιαστικά ένα δεύτερο κείμενο υψηλών λογοτεχνικών προδιαγραφών που τρέχει παράπλευρα στο πρώτο και του ανοίγει νέα προοπτική. Το σώμα των γιββωνικών σχολίων αρχικά έκλεινε ως επίμετρο την ιστορική μελέτη και μόνο με την επιμονή του φιλοσόφου David Hume οι καταληκτήριες σημειώσεις (endnotes) έγιναν υποσελίδιες (footnotes), διευκολύνοντας την αναγνωστική πρακτική. Την καυστική, πνευματώδη υποσημείωση καλλιέργησε συστηματικά στον αγγλόφωνο χώρο και ο Πωπ: στη Δουνσιάδα του (1729), σατιρικό έπος της σύγχρονης ανοησίας, η αιχμή του δόρατος βρίσκεται στους ευφυείς και καίριους υπαινιγμούς του φιλολογικά άψογου κριτικού υπομνηματισμού του κειμένου. Ενα βήμα παραπέρα θα μας οδηγήσει στη σάτιρα της ίδιας της υποσημείωσης: πράγματι, το 1743 εμφανίζεται στη Γερμανία βιβλίο με τον εξωφρενικό τίτλο Noten ohne Text (Σημειώσεις άνευ κειμένου)! Ο συγγραφέας ομολογεί ευθαρσώς ότι στις ημέρες του δεν εκτιμάται πλέον τόσο η συγγραφή ενός βιβλίου όσο ο εμβριθής σχολιασμός των βιβλίων των άλλων, συνεπώς παρακάμπτει τη σύνταξη του κειμένου και οδεύει προς την ακαδημαϊκή καταξίωση ετοιμάζοντας εμπεριστατωμένες σημειώσεις: το κείμενο στο οποίο αυτές οι σημειώσεις θα προσαρτηθούν εκ των υστέρων μπορεί να περιμένει...
Παρά ταύτα, ούτε οι δύο τηλαυγείς αστέρες της νεότερης ιστοριογραφίας Ράνκε και Γίββων είναι οι κυρίως επινοητές της λογίας υποσημείωσης. Αποφλοιώνοντας συνεχώς τα αυτονόητα και τα δεδομένα και μεταξύ διαφόρων εγκυκλοπαιδιστών και πολυιστόρων, ο Γκράφτον υπογραμμίζει λόγου χάριν την περίπτωση του γάλλου φιλοσόφου Pierre Bayle, ο οποίος είχε την έμπνευση να παρουσιάσει το 1696 ένα μεγαλεπήβολο Ιστορικό και Κριτικό Λεξικό (Dictionnaire Historique et Critique) με κύριο στόχο τον εντοπισμό των λανθασμένων παραπομπών και παραθεμάτων σε προγενέστερες μελέτες αναφοράς. Στο λεξικό αυτό, best seller της εποχής του, με πολλές επαυξημένες εκδόσεις, απαραίτητο εργαλείο σχεδόν κάθε καλλιεργημένου Ευρωπαίου στη διάρκεια του 18ου αιώνα, ο αναγνώστης μπορούσε να απολαύσει σημειώσεις που είχαν... τις υποσημειώσεις τους και η μία ανασκεύαζε την άλλη, πλέκοντας έναν ατέρμονα ιστό παραπομπών και παραθεμάτων σαν άλλη Πηνελόπη.
Παρά τις τιμές που η περίοδος των Φώτων επιδαψιλεύει στην τέχνη της υποσημείωσης, η εποχή της Αναγέννησης και οι λόγιοι ουμανιστές προώθησαν κυρίως το αίτημα της τεκμηρίωσης και της αρχειοδιφικής έρευνας, προστάδιο απαραίτητο για τη συγγραφή μιας κριτικής ιστορίας. Λόγου χάριν ο Γάλλος De Thou μπορεί να μην υπομνημάτισε τη μακροσκελή ιστορική αφήγησή του για την ευρωπαϊκή ιστορία του όψιμου 16ου αιώνα, ασπαζόμενος το κλασικό αίτημα για «καθαρή σελίδα», χρησιμοποίησε όμως ένα τεράστιο δίκτυο προσωπικών μαρτυριών, αρχειακών εγγράφων και λοιπών τεκμηρίων που του εξασφάλιζε η πλούσια αλληλογραφία του με τους κορυφαίους λογίους της εποχής του ανά την Ευρώπη, έτσι ώστε το τελικό του κείμενο να αποτελεί προϊόν πολλαπλών επαληθεύσεων, διασταυρώσεων και διορθωτικών ελέγχων.
Απόδειξη ή άλλοθι, τέχνη και συνάμα επιστήμη, άγονη παραθεματολογία ή χώρος υπέρβασης του μονολόγου και αναγωγή στον διάλογο, στη συζήτηση, η υποσημείωση γνώρισε ημέρες δόξας και ημέρες παρακμής. Στην πρωτότυπη μελέτη που της αφιερώνει ο Γκράφτον, η εξιστόρηση δεν είναι γραμμική, η χρονολογική σειρά αρκετά συχνά διαταράσσεται με παρεκβάσεις προκειμένου να συσχετιστούν ή να διαφοροποιηθούν κάποιες περιπτώσεις, γεγονός που χρειάζεται τη διαρκή εγρήγορση του αναγνώστη ώστε να παρακολουθεί με άνεση πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Το πρόβλημα της υποσημείωσης έχει επί μακρόν απασχολήσει τον συγγραφέα, ο οποίος αναδεικνύεται εμπράκτως άξιος απόγονος των ευφυών πολυιστόρων που τόσο καλά περιγράφει: ένα εργοτάξιο 380 λειτουργικών υποσημειώσεων συνοδεύει την ιστορική αφήγησή του, εκθέτοντας τις τεχνικές προϋποθέσεις της παραγωγής της και προσδίδοντάς της αδιαμφισβήτητο επιστημονικό κύρος.
Πρόκειται για ένα βιβλίο, μεταφρασμένο ήδη σε εννέα γλώσσες, που έχει σπάσει το φράγμα των «ειδικών» ενδιαφερόντων, φιλολογικών είτε ιστορικών. Η παρούσα μετάφραση, εφοδιασμένη με εκτενή κατατοπιστικό πρόλογο, ακολουθεί την αντίστοιχη γαλλική (1998), καθ' ότι εμπλουτισμένη σε σχέση με το αρχικό αγγλικό κείμενο. Κάποιες αβλεψίες ή παρανοήσεις και ενίοτε προβληματική γλώσσα σίγουρα αδικούν το πρωτότυπο και κάνουν αισθητή την έλλειψη μιας καλής επιμέλειας. Τέλος, ο φιλομαθής αναγνώστης πολλά θα κέρδιζε αν (ξανα)διάβαζε συμπληρωματικά το οικείο κεφάλαιο («les notes») της χρήσιμης μελέτης του Gerard Genette, Seuils (1987) για τα λεγόμενα παρακειμενικά στοιχεία ενός βιβλίου. Μια μελέτη κλασική ήδη στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας που καλό θα ήταν να βρει τον δρόμο της και στην ελληνική βιβλιαγορά.
Λίζυ Τσιριμώκου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-11-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε κάποια φάση της ιστορίας της, η υποσημείωση θεωρήθηκε τέχνη, σήμερα όμως δεν είναι παρά μια καθιερωμένη ακαδημαϊκή και λόγια πρακτική. Αυτή η πρακτική κανονικά, ακόμη και όταν είναι εντελώς ουδέτερη και απλώς πληροφοριακή, έχει θετική λειτουργία, αλλά συχνά δεν αποσκοπεί στην πληρότητα του κειμένου, αλλά σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των λογίων, εκπίπτοντας έτσι σε μια πολεμική. Σε αυτή την περίπτωση, η υποσημείωση αποτελεί μια δεύτερη αφήγηση που για να νομιμοποιηθεί παρουσιάζεται πως αναπτύσσεται παράλληλα με το κυρίως κείμενο, αλλά στην πραγματικότητα αποκλίνει λίγο έως πολύ από αυτό. Η υποσημείωση συνιστά επίσης μια δεύτερη αφήγηση, στην περίπτωση που αυτή λειτουργεί διαλεκτικά με το κείμενο, σχολιάζοντάς το. Αντίθετα, επομένως, από την αντιπαράθεση, τώρα η ανταπόκριση ανάμεσα στην αφήγηση του κυρίως κειμένου και σε εκείνη της υποσημείωσης είναι στενή και θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως έχουμε μία και μόνον αφήγηση, που αναπτύσσεται διαλογικά ανάμεσα σε δύο φορείς της: έναν επίσημο (του κειμένου) και έναν ανεπίσημο, περισσότερο ευέλικτο, επιφυλακτικό και σκεπτικιστικό (της υποσημείωσης).
Στη λόγια πρακτική της υποσημείωσης υπάρχουν και σκοτεινότερες περιοχές από εκείνη της αντιπαράθεσης, η οποία, άλλωστε, όταν δεν είναι προσωπική αλλά θεωρητική ή και ιδεολογική, είναι δυνατό να έχει γόνιμη λειτουργία. Η πιο σκοτεινή από αυτές είναι εκείνη που υπηρετεί έναν σκοπό που είναι εντελώς αντίθετος από τον αυτονόητο σκοπό της υποσημείωσης: όχι την αναγραφή των πηγών αλλά την απόκρυψή τους. Αυτή η απόκρυψη συνήθως γίνεται δυνατή με την αναφορά παραπλανητικών πηγών, και κύρια αιτία αυτής της τακτικής αποτελεί είτε η προσπάθεια να αποσιωπηθεί η πραγματική προέλευση μιας ιδέας (δηλαδή να απαλειφθεί η επίδραση) είτε η παρουσία προσωπικής αντιπάθειας, που συχνά φτάνει στο σημείο να γίνει μίσος: τα αρνητικά συναισθήματα είναι συχνά ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς και τους λογίους, δημιουργώντας πολύ ισχυρούς δεσμούς, που εξελίσσονται σε ζευγάρια αντιπάλων, τα οποία διατηρούν τη σχέση της αρνητικής αλληλοαναφοράς πολλές φορές για όλη (την υπόλοιπη) ζωή των δύο μονομάχων -που τις περισσότερες φορές σκιαμαχούν. Συχνά, αυτή η κατάσταση δίνει τη δυνατότητα «ανάγνωσης» της φιλολογικής «μικροϊστορίας» μιας περιόδου, αλλά παράλληλα αποτελεί έναν εξαιρετικά ανασταλτικό παράγοντα, μια και αυτά τα φοβερά «ζεύγη» δημιουργούν πολλά προβλήματα στο επίπεδο της έρευνας, της επιστήμης, της τέχνης και της εκπαίδευσης, επειδή η υπερίσχυση επί του αντιπάλου γίνεται το βασικό κίνητρο μιας διανοητικής δράσης που κάτω από κανονικές συνθήκες θα έπρεπε αποκλειστικά να υπηρετεί την αναζήτηση της αλήθειας.
Παρ' όλα αυτά, ακόμη και σήμερα υπάρχουν υποσημειώσεις που δεν είναι απλώς μέσο πολεμικής, ούτε διεκπεραιώνουν τυπικά την αποστολή τους, παραθέτοντας ή σχολιάζοντας τις πηγές ή παραπέμποντας σε παραπλήσια έργα: υπάρχουν υποσημειώσεις που προωθούν δυναμικά την επιχειρηματολογία του κυρίως κειμένου, που ανοίγουν με αυτό έναν διάλογο και γίνονται όργανο ενός κριτικού αυτοελέγχου.
Ο τραγικός χορός των υποσημειώσεων
Κανείς έως τώρα δεν είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο βιβλίο στην ιστορία των υποσημειώσεων. Με τον τρόπο αυτόν, το βιβλίο του Anthony Grafton διαθέτει μια ερευνητική πρωτοτυπία, αποτελώντας μια ιστορία της υποσημείωσης, μέσα στην οποία εντοπίζονται και παρουσιάζονται οι διαφορετικές φάσεις, παρουσιάζοντας με τον τρόπο αυτόν ένα παρελθόν της υποσημειωσολογίας που σε σχέση με το παρόν υπήρξε σίγουρα ένδοξο.
Ο συγγραφέας είναι ιστορικός και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα απλώνονται από την ιστορία των ιδεών στην Αναγέννηση, έως τη μελέτη των επιστημολογικών προϋποθέσεων της νεότερης ιστοριογραφίας. Είναι φυσικό αυτά τα ενδιαφέροντα να καθορίζουν τη μορφή της ιστορίας του, που ξεκινά από το γερμανικό ιστορισμό του 19ου αιώνα, για να πάει προς τα πίσω, στην Αναγέννηση και την πρώιμη νεωτερικότητα, με ενδιάμεσους σταθμούς την ιστοριογραφία του Διαφωτισμού και του «προκριτικού» 17ου αιώνα. Η διαδρομή μέσα στους αιώνες, παράλληλα με τις διαφορές και την ποικιλία, επιχειρεί να αναδείξει μια συνέχεια ανάμεσα στη νεότερη ιστοριογραφία και στην παράδοση των αρχαιοδιφών του 14ου και 15ου αιώνα. Ως κορυφαίες, ωστόσο, στιγμές σε αυτή την πορεία, δέχεται και εξετάζει την πληθωρική Αναγέννηση και το 19ο αιώνα, και πιο συγκεκριμένα το έργο του Leopold von Ranke, με το οποίο αναδύεται η επιστήμη της Ιστορίας.
Η υποσημείωση γίνεται δεκτή από το συγγραφέα ως ένα ιδιαίτερο και αυτοδύναμο είδος λόγου, που, πριν καταλήξει σε μια ακαδημαϊκή και λόγια πρακτική, λειτούργησε ως μέσο ειρωνικού ή και καυστικού σχολιασμού του κειμένου. Αυτή η σχολιαστική λειτουργία, που από το συγγραφέα χαρακτηριστικά αποκαλείται «τραγικός χορός των υποσημειώσεων», υποχωρεί κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, ακολουθώντας μια πορεία τυποποίησης που αντιστοιχεί σε μια σταδιακή απομάκρυνση από μια τέχνη της υποσημείωσης που έχει ερείσματα φιλοσοφικά (τα οποία αναζητούνται στους Descartes, Leibniz, Hume και Hegel). Με τον τρόπο αυτόν, η υποσημείωση προσφέρεται για την αποκάλυψη του διπλού χαρακτήρα της Ιστορίας ως αφήγησης και ως τεχνικής έρευνας ή, αλλιώς, ως τέχνης και ως επιστήμης. Ο Grafton εμφανίζεται να επιχειρεί μια σύγκλιση των δύο διαστάσεων, δεχόμενος την ιστορική αφήγηση ως ένα μικτό είδος, στο οποίο όμως το υπόβαθρο αποτελεί όχι η αφήγηση αλλά η υποσημείωση, επειδή η τελευταία παρέχει τα ερευνητικά δεδομένα και τα κριτικά επιχειρήματα: οι υποσημειώσεις είναι για τις επιστήμες του ανθρώπου ό,τι τα αριθμητικά δεδομένα για τις θετικές επιστήμες. Παρέχουν στις αφηγούμενες ιστορίες και στα προβαλλόμενα επιχειρήματα ένα εμπειρικό υπόβαθρο μέσω του οποίου είναι δυνατό μια ιστορική θεωρία να επαληθευτεί ή να απορριφθεί.
Η άγραφη ιστορία της ιστορικής γνώσης
Η προσπάθεια του Grafton να συνδυάσει διιστάμενες αντιλήψεις για την Ιστορία γίνεται φανερή και σε έναν άλλο στόχο του βιβλίου του: στη συνύφανση διαφορετικών θεωριών σχετικά με το χρόνο γέννησης της υποσημείωσης (η οποία αντίστοιχα έχει τοποθετηθεί στο 12ο, 17ο, 18ο και 19ο αιώνα, με σοβαρά σε κάθε περίπτωση επιχειρήματα), αλλά και στην αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο οι σχετικές επιχειρηματολογίες διαπλέκονται συγκροτώντας έναν πίνακα από πνευματικά και ανθρώπινα στοιχεία που είναι εξίσου πλούσια με άλλες πλευρές της πνευματικής ιστορίας, οι οποίες γενικώς χαίρουν μεγαλύτερης εκτίμησης.
Η συνδυαστική αντίληψη του συγγραφέα αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματική στην απόδοση της γενεαλογίας της υποσημείωσης ως ιστορίας της έντασης ανάμεσα στην αφηγηματική τέχνη και στην επιστημονική γνώση, η οποία ένταση χαρακτηρίζει τη νεότερη ιστοριογραφία. Θεμελιώδη παράγοντα της παραπάνω αποτελεσματικότητας αποτελεί η πεποίθηση του συγγραφέα πως η υποσημείωση δεν είναι ούτε τόσο απλή ούτε τόσο δεδομένη όσο τη θεωρούν πολλοί ιστορικοί. Αντιθέτως, υπήρξε καρπός της επινοητικότητας προικισμένων και ετερόκλητων ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους πολλοί ήταν φιλόσοφοι και ιστορικοί. Αλλά πέρα από την επινόησή της, και η ανάπτυξή της δεν ήταν απλή, αλλά αργή και ταραχώδης. Για τους λόγους αυτούς, η επιχειρούμενη από τον Grafton αφήγηση του πεπρωμένου της φωτίζει πολλές σκοτεινές πλευρές της άγραφης ιστορίας της ιστορικής γνώσης.
Η μετάφραση της Γκόλφως Μαγγίνη είναι καρπός μιας εκ των έσω γνώσης του μεταφραζόμενου έργου, δηλαδή καρπός της γνώσης μιας ιστορικού. Επίσης, ο εκτενής πρόλογός της είναι διαφωτιστικός για τη φύση της ιστορικής υποσημείωσης, αλλά και για την ιστορία, τις αρχές και τα προβλήματα της υποσημειωσολογίας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/04/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μία από τις ασθένειες της σύγχρονης λογιοσύνης είναι η υπερτροφία των υποσημειώσεων (...). Πρέπει να αντισταθούμε σε αυτόν τον εύσχημο τρόπο μόλυνσης και να μην παραθέτουμε όλα όσα γνωρίζουμε ή έχουμε διαβάσει και τα οποία δεν σχετίζονται άμεσα με το εξεταζόμενο ζήτημα.
Georges Dumezil, 1975
Το κείμενο πείθει - οι υποσημειώσεις τεκμηριώνουν: η επιγραμματική αυτή διατύπωση δηλώνει την αυτονόητη σήμερα δισυπόστατη λογική της επιστημονικής γραφής. Η επιχειρηματολογία του κυρίως κειμένου οφείλει να δείξει τις πηγές της, τα ερείσματά της, τις συστατικές αρχές της, και αυτό γίνεται στον υποσελίδιο χώρο όπου συνωθούνται και διασταυρώνονται πληροφορίες και σχόλια, αντεπιχειρήματα και παραθέματα, συγγραφείς, τίτλοι, χρονολογίες, έγγραφα και τόμοι. Είναι ο χώρος της «αυθεντικοποίησης» των λεγομένων, ο «φέρων οργανισμός» του αφηγηματικού εποικοδομήματος, η έμπρακτη απόδειξη της ευρυμάθειας, της επίμοχθης έρευνας και της επιστημονικής συνείδησης. Ο έμπειρος αναγνώστης ή ο ειδήμων ενός θέματος συχνά μπορεί να σχηματίσει γνώμη για μια μελέτη ή να την ελέγξει διατρέχοντας απλώς το σώμα των υποσημειώσεών της. Υπάρχουν όμως όρια ανάμεσα στην τεχνική και στην τέχνη της υποσημείωσης; Πώς, πότε και γιατί αυτό το ανασταλτικό στοιχείο στη συνεχή ροή της αφήγησης έγινε σήμα κατατεθέν της επιστημονικότητας; Ποια η γενεαλογία της λόγιας, ιστοριογραφικής υποσημείωσης;
Ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου, που επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σε αυτά περίπου τα ερωτήματα, είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον και εξέχον μέλος της σύγχρονης ιστοριογραφικής κοινότητας, ως εκ τούτου το ενδιαφέρον του στρέφεται αποκλειστικά στην ανατομία και στη λειτουργία της υποσημείωσης στον χώρο του οικείου ακαδημαϊκού κλάδου. Η εκκίνηση γίνεται με την περίπτωση του Ranke (1795-1886), ο οποίος παραδοσιακά θεωρείται ο εμπνευστής και στυλοβάτης της υπομνηματισμένης, ακαδημαϊκής ιστορίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα, ο συστηματικός αρχειοδίφης με την εμμονή στην αναφορά των πηγών και των αποδεικτικών στοιχείων, τη μεθοδική επιλογή και ανάλυσή τους. Η τεκμηριωμένη άποψη του Γκράφτον ανατρέπει λίγο τούτη την εικόνα, εφόσον υποστηρίζει ότι ο γερμανός ιστορικός αντιμετώπιζε τις υποσημειώσεις ως «αναγκαίο κακό» και τις προσέθετε εκ των υστέρων στις μελέτες του, αφού είχε ολοκληρώσει την ενιαία ιστορική του αφήγηση, φροντίζοντας πάντα να είναι λιτές και όχι διεξοδικές ώστε να παραμορφώνουν όσο γίνεται λιγότερο τον συνεχή λόγο. Λίγες δεκαετίες νωρίτερα όμως, στον αγγλόφωνο χώρο, ο Γίββων (Gibbon, 1737-1794), αδιαφιλονίκητος στυλίστας της κριτικής υποσημείωσης, είχε ήδη καταξιώσει το ιδιαίτερο ρητορικό καθεστώς του υπομνηματισμού. Δεν νοείται ανάγνωση της Παρακμής και πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του (1776) δίχως τον χαμηλόφωνο και πνευματώδη σχολιασμό της κυρίως αφήγησης, ουσιαστικά ένα δεύτερο κείμενο υψηλών λογοτεχνικών προδιαγραφών που τρέχει παράπλευρα στο πρώτο και του ανοίγει νέα προοπτική. Το σώμα των γιββωνικών σχολίων αρχικά έκλεινε ως επίμετρο την ιστορική μελέτη και μόνο με την επιμονή του φιλοσόφου David Hume οι καταληκτήριες σημειώσεις (endnotes) έγιναν υποσελίδιες (footnotes), διευκολύνοντας την αναγνωστική πρακτική. Την καυστική, πνευματώδη υποσημείωση καλλιέργησε συστηματικά στον αγγλόφωνο χώρο και ο Πωπ: στη Δουνσιάδα του (1729), σατιρικό έπος της σύγχρονης ανοησίας, η αιχμή του δόρατος βρίσκεται στους ευφυείς και καίριους υπαινιγμούς του φιλολογικά άψογου κριτικού υπομνηματισμού του κειμένου. Ενα βήμα παραπέρα θα μας οδηγήσει στη σάτιρα της ίδιας της υποσημείωσης: πράγματι, το 1743 εμφανίζεται στη Γερμανία βιβλίο με τον εξωφρενικό τίτλο Noten ohne Text (Σημειώσεις άνευ κειμένου)! Ο συγγραφέας ομολογεί ευθαρσώς ότι στις ημέρες του δεν εκτιμάται πλέον τόσο η συγγραφή ενός βιβλίου όσο ο εμβριθής σχολιασμός των βιβλίων των άλλων, συνεπώς παρακάμπτει τη σύνταξη του κειμένου και οδεύει προς την ακαδημαϊκή καταξίωση ετοιμάζοντας εμπεριστατωμένες σημειώσεις: το κείμενο στο οποίο αυτές οι σημειώσεις θα προσαρτηθούν εκ των υστέρων μπορεί να περιμένει...
Παρά ταύτα, ούτε οι δύο τηλαυγείς αστέρες της νεότερης ιστοριογραφίας Ράνκε και Γίββων είναι οι κυρίως επινοητές της λογίας υποσημείωσης. Αποφλοιώνοντας συνεχώς τα αυτονόητα και τα δεδομένα και μεταξύ διαφόρων εγκυκλοπαιδιστών και πολυιστόρων, ο Γκράφτον υπογραμμίζει λόγου χάριν την περίπτωση του γάλλου φιλοσόφου Pierre Bayle, ο οποίος είχε την έμπνευση να παρουσιάσει το 1696 ένα μεγαλεπήβολο Ιστορικό και Κριτικό Λεξικό (Dictionnaire Historique et Critique) με κύριο στόχο τον εντοπισμό των λανθασμένων παραπομπών και παραθεμάτων σε προγενέστερες μελέτες αναφοράς. Στο λεξικό αυτό, best seller της εποχής του, με πολλές επαυξημένες εκδόσεις, απαραίτητο εργαλείο σχεδόν κάθε καλλιεργημένου Ευρωπαίου στη διάρκεια του 18ου αιώνα, ο αναγνώστης μπορούσε να απολαύσει σημειώσεις που είχαν... τις υποσημειώσεις τους και η μία ανασκεύαζε την άλλη, πλέκοντας έναν ατέρμονα ιστό παραπομπών και παραθεμάτων σαν άλλη Πηνελόπη.
Παρά τις τιμές που η περίοδος των Φώτων επιδαψιλεύει στην τέχνη της υποσημείωσης, η εποχή της Αναγέννησης και οι λόγιοι ουμανιστές προώθησαν κυρίως το αίτημα της τεκμηρίωσης και της αρχειοδιφικής έρευνας, προστάδιο απαραίτητο για τη συγγραφή μιας κριτικής ιστορίας. Λόγου χάριν ο Γάλλος De Thou μπορεί να μην υπομνημάτισε τη μακροσκελή ιστορική αφήγησή του για την ευρωπαϊκή ιστορία του όψιμου 16ου αιώνα, ασπαζόμενος το κλασικό αίτημα για «καθαρή σελίδα», χρησιμοποίησε όμως ένα τεράστιο δίκτυο προσωπικών μαρτυριών, αρχειακών εγγράφων και λοιπών τεκμηρίων που του εξασφάλιζε η πλούσια αλληλογραφία του με τους κορυφαίους λογίους της εποχής του ανά την Ευρώπη, έτσι ώστε το τελικό του κείμενο να αποτελεί προϊόν πολλαπλών επαληθεύσεων, διασταυρώσεων και διορθωτικών ελέγχων.
Απόδειξη ή άλλοθι, τέχνη και συνάμα επιστήμη, άγονη παραθεματολογία ή χώρος υπέρβασης του μονολόγου και αναγωγή στον διάλογο, στη συζήτηση, η υποσημείωση γνώρισε ημέρες δόξας και ημέρες παρακμής. Στην πρωτότυπη μελέτη που της αφιερώνει ο Γκράφτον, η εξιστόρηση δεν είναι γραμμική, η χρονολογική σειρά αρκετά συχνά διαταράσσεται με παρεκβάσεις προκειμένου να συσχετιστούν ή να διαφοροποιηθούν κάποιες περιπτώσεις, γεγονός που χρειάζεται τη διαρκή εγρήγορση του αναγνώστη ώστε να παρακολουθεί με άνεση πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις. Το πρόβλημα της υποσημείωσης έχει επί μακρόν απασχολήσει τον συγγραφέα, ο οποίος αναδεικνύεται εμπράκτως άξιος απόγονος των ευφυών πολυιστόρων που τόσο καλά περιγράφει: ένα εργοτάξιο 380 λειτουργικών υποσημειώσεων συνοδεύει την ιστορική αφήγησή του, εκθέτοντας τις τεχνικές προϋποθέσεις της παραγωγής της και προσδίδοντάς της αδιαμφισβήτητο επιστημονικό κύρος.
Πρόκειται για ένα βιβλίο, μεταφρασμένο ήδη σε εννέα γλώσσες, που έχει σπάσει το φράγμα των «ειδικών» ενδιαφερόντων, φιλολογικών είτε ιστορικών. Η παρούσα μετάφραση, εφοδιασμένη με εκτενή κατατοπιστικό πρόλογο, ακολουθεί την αντίστοιχη γαλλική (1998), καθ' ότι εμπλουτισμένη σε σχέση με το αρχικό αγγλικό κείμενο. Κάποιες αβλεψίες ή παρανοήσεις και ενίοτε προβληματική γλώσσα σίγουρα αδικούν το πρωτότυπο και κάνουν αισθητή την έλλειψη μιας καλής επιμέλειας. Τέλος, ο φιλομαθής αναγνώστης πολλά θα κέρδιζε αν (ξανα)διάβαζε συμπληρωματικά το οικείο κεφάλαιο («les notes») της χρήσιμης μελέτης του Gerard Genette, Seuils (1987) για τα λεγόμενα παρακειμενικά στοιχεία ενός βιβλίου. Μια μελέτη κλασική ήδη στον χώρο της λογοτεχνικής κριτικής και θεωρίας που καλό θα ήταν να βρει τον δρόμο της και στην ελληνική βιβλιαγορά.
Λίζυ Τσιριμώκου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-11-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε κάποια φάση της ιστορίας της, η υποσημείωση θεωρήθηκε τέχνη, σήμερα όμως δεν είναι παρά μια καθιερωμένη ακαδημαϊκή και λόγια πρακτική. Αυτή η πρακτική κανονικά, ακόμη και όταν είναι εντελώς ουδέτερη και απλώς πληροφοριακή, έχει θετική λειτουργία, αλλά συχνά δεν αποσκοπεί στην πληρότητα του κειμένου, αλλά σε μια αντιπαράθεση μεταξύ των λογίων, εκπίπτοντας έτσι σε μια πολεμική. Σε αυτή την περίπτωση, η υποσημείωση αποτελεί μια δεύτερη αφήγηση που για να νομιμοποιηθεί παρουσιάζεται πως αναπτύσσεται παράλληλα με το κυρίως κείμενο, αλλά στην πραγματικότητα αποκλίνει λίγο έως πολύ από αυτό. Η υποσημείωση συνιστά επίσης μια δεύτερη αφήγηση, στην περίπτωση που αυτή λειτουργεί διαλεκτικά με το κείμενο, σχολιάζοντάς το. Αντίθετα, επομένως, από την αντιπαράθεση, τώρα η ανταπόκριση ανάμεσα στην αφήγηση του κυρίως κειμένου και σε εκείνη της υποσημείωσης είναι στενή και θα μπορούσαμε να δεχτούμε πως έχουμε μία και μόνον αφήγηση, που αναπτύσσεται διαλογικά ανάμεσα σε δύο φορείς της: έναν επίσημο (του κειμένου) και έναν ανεπίσημο, περισσότερο ευέλικτο, επιφυλακτικό και σκεπτικιστικό (της υποσημείωσης).
Στη λόγια πρακτική της υποσημείωσης υπάρχουν και σκοτεινότερες περιοχές από εκείνη της αντιπαράθεσης, η οποία, άλλωστε, όταν δεν είναι προσωπική αλλά θεωρητική ή και ιδεολογική, είναι δυνατό να έχει γόνιμη λειτουργία. Η πιο σκοτεινή από αυτές είναι εκείνη που υπηρετεί έναν σκοπό που είναι εντελώς αντίθετος από τον αυτονόητο σκοπό της υποσημείωσης: όχι την αναγραφή των πηγών αλλά την απόκρυψή τους. Αυτή η απόκρυψη συνήθως γίνεται δυνατή με την αναφορά παραπλανητικών πηγών, και κύρια αιτία αυτής της τακτικής αποτελεί είτε η προσπάθεια να αποσιωπηθεί η πραγματική προέλευση μιας ιδέας (δηλαδή να απαλειφθεί η επίδραση) είτε η παρουσία προσωπικής αντιπάθειας, που συχνά φτάνει στο σημείο να γίνει μίσος: τα αρνητικά συναισθήματα είναι συχνά ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς και τους λογίους, δημιουργώντας πολύ ισχυρούς δεσμούς, που εξελίσσονται σε ζευγάρια αντιπάλων, τα οποία διατηρούν τη σχέση της αρνητικής αλληλοαναφοράς πολλές φορές για όλη (την υπόλοιπη) ζωή των δύο μονομάχων -που τις περισσότερες φορές σκιαμαχούν. Συχνά, αυτή η κατάσταση δίνει τη δυνατότητα «ανάγνωσης» της φιλολογικής «μικροϊστορίας» μιας περιόδου, αλλά παράλληλα αποτελεί έναν εξαιρετικά ανασταλτικό παράγοντα, μια και αυτά τα φοβερά «ζεύγη» δημιουργούν πολλά προβλήματα στο επίπεδο της έρευνας, της επιστήμης, της τέχνης και της εκπαίδευσης, επειδή η υπερίσχυση επί του αντιπάλου γίνεται το βασικό κίνητρο μιας διανοητικής δράσης που κάτω από κανονικές συνθήκες θα έπρεπε αποκλειστικά να υπηρετεί την αναζήτηση της αλήθειας.
Παρ' όλα αυτά, ακόμη και σήμερα υπάρχουν υποσημειώσεις που δεν είναι απλώς μέσο πολεμικής, ούτε διεκπεραιώνουν τυπικά την αποστολή τους, παραθέτοντας ή σχολιάζοντας τις πηγές ή παραπέμποντας σε παραπλήσια έργα: υπάρχουν υποσημειώσεις που προωθούν δυναμικά την επιχειρηματολογία του κυρίως κειμένου, που ανοίγουν με αυτό έναν διάλογο και γίνονται όργανο ενός κριτικού αυτοελέγχου.
Ο τραγικός χορός των υποσημειώσεων
Κανείς έως τώρα δεν είχε αφιερώσει ένα ολόκληρο βιβλίο στην ιστορία των υποσημειώσεων. Με τον τρόπο αυτόν, το βιβλίο του Anthony Grafton διαθέτει μια ερευνητική πρωτοτυπία, αποτελώντας μια ιστορία της υποσημείωσης, μέσα στην οποία εντοπίζονται και παρουσιάζονται οι διαφορετικές φάσεις, παρουσιάζοντας με τον τρόπο αυτόν ένα παρελθόν της υποσημειωσολογίας που σε σχέση με το παρόν υπήρξε σίγουρα ένδοξο.
Ο συγγραφέας είναι ιστορικός και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα απλώνονται από την ιστορία των ιδεών στην Αναγέννηση, έως τη μελέτη των επιστημολογικών προϋποθέσεων της νεότερης ιστοριογραφίας. Είναι φυσικό αυτά τα ενδιαφέροντα να καθορίζουν τη μορφή της ιστορίας του, που ξεκινά από το γερμανικό ιστορισμό του 19ου αιώνα, για να πάει προς τα πίσω, στην Αναγέννηση και την πρώιμη νεωτερικότητα, με ενδιάμεσους σταθμούς την ιστοριογραφία του Διαφωτισμού και του «προκριτικού» 17ου αιώνα. Η διαδρομή μέσα στους αιώνες, παράλληλα με τις διαφορές και την ποικιλία, επιχειρεί να αναδείξει μια συνέχεια ανάμεσα στη νεότερη ιστοριογραφία και στην παράδοση των αρχαιοδιφών του 14ου και 15ου αιώνα. Ως κορυφαίες, ωστόσο, στιγμές σε αυτή την πορεία, δέχεται και εξετάζει την πληθωρική Αναγέννηση και το 19ο αιώνα, και πιο συγκεκριμένα το έργο του Leopold von Ranke, με το οποίο αναδύεται η επιστήμη της Ιστορίας.
Η υποσημείωση γίνεται δεκτή από το συγγραφέα ως ένα ιδιαίτερο και αυτοδύναμο είδος λόγου, που, πριν καταλήξει σε μια ακαδημαϊκή και λόγια πρακτική, λειτούργησε ως μέσο ειρωνικού ή και καυστικού σχολιασμού του κειμένου. Αυτή η σχολιαστική λειτουργία, που από το συγγραφέα χαρακτηριστικά αποκαλείται «τραγικός χορός των υποσημειώσεων», υποχωρεί κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, ακολουθώντας μια πορεία τυποποίησης που αντιστοιχεί σε μια σταδιακή απομάκρυνση από μια τέχνη της υποσημείωσης που έχει ερείσματα φιλοσοφικά (τα οποία αναζητούνται στους Descartes, Leibniz, Hume και Hegel). Με τον τρόπο αυτόν, η υποσημείωση προσφέρεται για την αποκάλυψη του διπλού χαρακτήρα της Ιστορίας ως αφήγησης και ως τεχνικής έρευνας ή, αλλιώς, ως τέχνης και ως επιστήμης. Ο Grafton εμφανίζεται να επιχειρεί μια σύγκλιση των δύο διαστάσεων, δεχόμενος την ιστορική αφήγηση ως ένα μικτό είδος, στο οποίο όμως το υπόβαθρο αποτελεί όχι η αφήγηση αλλά η υποσημείωση, επειδή η τελευταία παρέχει τα ερευνητικά δεδομένα και τα κριτικά επιχειρήματα: οι υποσημειώσεις είναι για τις επιστήμες του ανθρώπου ό,τι τα αριθμητικά δεδομένα για τις θετικές επιστήμες. Παρέχουν στις αφηγούμενες ιστορίες και στα προβαλλόμενα επιχειρήματα ένα εμπειρικό υπόβαθρο μέσω του οποίου είναι δυνατό μια ιστορική θεωρία να επαληθευτεί ή να απορριφθεί.
Η άγραφη ιστορία της ιστορικής γνώσης
Η προσπάθεια του Grafton να συνδυάσει διιστάμενες αντιλήψεις για την Ιστορία γίνεται φανερή και σε έναν άλλο στόχο του βιβλίου του: στη συνύφανση διαφορετικών θεωριών σχετικά με το χρόνο γέννησης της υποσημείωσης (η οποία αντίστοιχα έχει τοποθετηθεί στο 12ο, 17ο, 18ο και 19ο αιώνα, με σοβαρά σε κάθε περίπτωση επιχειρήματα), αλλά και στην αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο οι σχετικές επιχειρηματολογίες διαπλέκονται συγκροτώντας έναν πίνακα από πνευματικά και ανθρώπινα στοιχεία που είναι εξίσου πλούσια με άλλες πλευρές της πνευματικής ιστορίας, οι οποίες γενικώς χαίρουν μεγαλύτερης εκτίμησης.
Η συνδυαστική αντίληψη του συγγραφέα αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματική στην απόδοση της γενεαλογίας της υποσημείωσης ως ιστορίας της έντασης ανάμεσα στην αφηγηματική τέχνη και στην επιστημονική γνώση, η οποία ένταση χαρακτηρίζει τη νεότερη ιστοριογραφία. Θεμελιώδη παράγοντα της παραπάνω αποτελεσματικότητας αποτελεί η πεποίθηση του συγγραφέα πως η υποσημείωση δεν είναι ούτε τόσο απλή ούτε τόσο δεδομένη όσο τη θεωρούν πολλοί ιστορικοί. Αντιθέτως, υπήρξε καρπός της επινοητικότητας προικισμένων και ετερόκλητων ανθρώπων, ανάμεσα στους οποίους πολλοί ήταν φιλόσοφοι και ιστορικοί. Αλλά πέρα από την επινόησή της, και η ανάπτυξή της δεν ήταν απλή, αλλά αργή και ταραχώδης. Για τους λόγους αυτούς, η επιχειρούμενη από τον Grafton αφήγηση του πεπρωμένου της φωτίζει πολλές σκοτεινές πλευρές της άγραφης ιστορίας της ιστορικής γνώσης.
Η μετάφραση της Γκόλφως Μαγγίνη είναι καρπός μιας εκ των έσω γνώσης του μεταφραζόμενου έργου, δηλαδή καρπός της γνώσης μιας ιστορικού. Επίσης, ο εκτενής πρόλογός της είναι διαφωτιστικός για τη φύση της ιστορικής υποσημείωσης, αλλά και για την ιστορία, τις αρχές και τα προβλήματα της υποσημειωσολογίας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις