0
Your Καλαθι
Τα νερά της χερσονήσου
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Ο ΧΩΡΟΣ: Η χερσόνησος βορειοανατολικά της Ελλάδος και νοτιοανατολικά της Ευρώπης.
ΟΙ ΗΡΩΕΣ: Τρεις νέοι άνδρες διαφορετικής εθνικότητας και μια γυναίκα βιασμένη.
Η ΥΠΟΘΕΣΗ: Οι άντρες αναζητούν τα εβδομήντα θαυματουργά αγιάσματα. Στην πορεία όλα κρίνονται: πίστη, ταυτότητα, ερωτική συμπεριφορά.
Η ΕΠΟΧΗ: Το καυτό καλοκαίρι του 1906.
ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ: Φίλιπποι, Φιλιππούπολη, Αδριανούπολη, Κωνσταντινούπολη.[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα ο επαναπροσδιορισμός του ιστορικού μυθιστορήματος. Παραδόξως, το θέμα προκύπτει με αφορμή την πεζογραφική παραγωγή δύο χρονικά διιστάμενων περιόδων, της πρώτης πεντηκονταετίας από της ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους και της τελευταίας δεκαετίας. Στην πρώτη περίπτωση γίνεται προσπάθεια οροθέτησης του ιστορικού μυθιστορήματος ως προς το ρομαντικό, ώστε να του αφαιρεθεί η πρωτοκαθεδρία την οποία απολάμβανε χάρη σε ορισμένους δοκιμιογράφους και κριτικούς της γενιάς του '30. Όσον αφορά τα πρόσφατα μυθιστορήματα που διαδραματίζονται σε παλαιότερες ιστορικές περιόδους, οι αντιρρήσεις ως προς τον χαρακτηρισμό ιστορικό μυθιστόρημα, τις περισσότερες φορές, σηματοδοτούν τη γενικότερη αμφισβήτηση του μυθοπλαστικού εγχειρήματος. Στο στόχαστρο, ρομαντικά μυθιστορήματα όπως αυτά των αδελφών Σούτσου, αλλά και τα μυθιστορήματα του Νίκου Μπακόλα, του Πάνου Θεοδωρίδη, της Μάρως Δούκα ή της Ρέας Γαλανάκη.
Δύο είναι οι σκόπελοι· πρώτον, η απαιτούμενη χρονική απόσταση ανάμεσα στον χρόνο δράσης του μυθιστορήματος και στην εποχή συγγραφής του και, δεύτερον, η ενδεδειγμένη μορφή. Το πρώτο σημείο κυρίως συζητείται με αφορμή την παλαιότερη πεζογραφία, όπου και γίνεται πλέον αποδεκτό ότι απαιτείται η απόσταση μιας ή και δύο γενεών για να κάνουμε λόγο περί ιστορικού μυθιστορήματος. Ως προς το θέμα της μορφής, η επικρατέστερη άποψη τοποθετεί το ιστορικό μυθιστόρημα στην επικράτεια του ρεαλισμού. Συμπέρασμα, ούτε οι ρομαντικοί συγγραφείς του 19ου αιώνα, πλην εξαιρέσεων, ούτε οι σύγχρονοι με τους μορφικούς πειραματισμούς στους οποίους αρέσκονται να επιδίδονται συνθέτουν ιστορικά μυθιστορήματα.
Το πρόσφατο μυθιστόρημα του Θ. Γρηγοριάδη, κατά πάσα πιθανότητα, θα επαναφέρει τη συζήτηση. Εκ πρώτης όψεως πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, μια και ο συγγραφέας, γεννημένος το 1956, απέχει μισό αιώνα, από την τρικυμιώδη εποχή που επιλέγει για τη μυθοπλασία του. Αμεση εμπειρία από τους διωγμούς εναντίον των Ελλήνων στην Ανατολική Ρωμυλία και στη Θράκη, στις αρχές του αιώνα, ασφαλώς και δεν έχει. Ωστόσο, το χωριό του, το Παλαιοχώρι Παγγαίου, είναι μακεδονικός τόπος, οπότε δεν αποκλείεται να πρόλαβε κάποιους γέροντες που έζησαν εκείνα τα αιματηρά γεγονότα. Σε κάθε περίπτωση, στα 17 χρόνια παρουσίας του στον λογοτεχνικό χώρο, αν αρχίσουμε να μετράμε από την πρώτη δημοσίευση, το 1981, στο περιοδικό της Καβάλας «Σκαπτή Υλη» η πρώτη εμφάνιση με βιβλίο θα έρθει σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, το 1990 , δεν δείχνει να εμπνέεται από παλαιά συμβάντα. Πάντως στα βιβλία του μένει προσκολλημένος στον τόπο. Η Μακεδονία είναι μια σταθερή συνιστώσα στο συγγραφικό σύμπαν του Θ. Γρηγοριάδη, που όμως πρώτη φορά δοκιμάζει ένα μυθιστόρημα εποχής.
Ο συγγραφέας ιστορεί το οδοιπορικό τριών ανθρώπων το μακρινό καλοκαίρι του 1906. Ενός νεαρού άγγλου, αριστοκρατικού γόνου, ο οποίος ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη στα ίχνη παλαιότερων άγγλων ιεραποστόλων που κατέγραψαν αγιάσματα και τεκέδες στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Του έλληνα διερμηνέα του, από την Αγχίαλο της Ανατολικής Ρωμυλίας (τη σημερινή Πομόρια Βουλγαρίας), σπουδαγμένου στην Κωνσταντινούπολη. Και ενός οθωμανού σπουδαστή που μόλις έχει δραπετεύσει από το Ιμαρέτ, τη μουσουλμανική θεολογική σχολή της Καβάλας. Στους Φιλίππους θα συναντηθούν οι δύο πρώτοι με τον μουσουλμάνο. Οι τρεις μαζί θα διαβούν τη βουνοσειρά της Ροδόπης, ακολουθώντας πορεία προς τη Φιλιππούπολη, μετά νοτιοανατολικά προς την περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών, όπου τους περιμένει το μοιραίο, στο οποίο μόνο ο μουσουλμάνος πιστεύει. Από εκεί θα συνεχίσουν οι δύο επιζήσαντες προς την Ανδριανούπολη με τελικό προορισμό την Κωνσταντινούπολη, κατ' εξοχήν τόπο αγιασμάτων.
Ο συγκεκριμένος ιστορικός τόπος και χρόνος δημιουργεί την προσδοκία ενός περιπετειώδους μυθιστορήματος, αν όχι με πλοκή, σίγουρα με δράση. Τμήμα της Βουλγαρίας η Ανατολική Ρωμυλία από την εξέγερση των Βουλγάρων το 1885, όμως η συστηματική εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού αρχίζει το καλοκαίρι του 1906. Στις 16 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, έγινε στη Φιλιππούπολη πάνδημο συλλαλητήριο των Βουλγάρων εναντίον των Ελλήνων. Τότε ερειπώθηκε η μητρόπολη και λεηλατήθηκαν ναοί, σχολεία, κοινοτικά ιδρύματα, ως και το πρόσφατο απόκτημα της ελληνικής κοινότητας, η Μαράσλειος Σχολή, ενώ η πολύτιμη βιβλιοθήκη της κάηκε. Οι τρεις ταξιδιώτες όμως θα φτάσουν στη ρημαγμένη Φιλιππούπολη ακριβώς μία εβδομάδα μετά την καταστροφή, θα βρουν τους Ελληνες τρομοκρατημένους και θα ακούσουν διηγήσεις.
Παρομοίως, την επόμενη Κυριακή, στις 30 Ιουλίου, οι Βούλγαροι θα επιτεθούν στην Αγχίαλο. «Το καμάρι των Αγχιαλιτών, η μαρμαρόχτιστη εκκλησία τους, η Παναγία, η μεγαλύτερη ελληνική εκκλησία σ' όλη τη Βουλγαρία, τινάχτηκε στον αέρα... όλη η πόλη κάηκε... Η πλούσια, η ευτυχισμένη, η εύθυμη αυτή πολιτεία με τα ωραία κρασιά της και τα μπόλικα ψάρια της, με τη μεγάλη παραγωγή του πιο καθάριου αλατιού της Βαλκανικής.... και τα όμορφα κορίτσια της, που είχε χτιστεί δυόμισι χιλιάδες χρόνια πρωτύτερα από τους Μιλήσιους και διατήρησε ως εκείνη τη στιγμή την ελληνική της ψυχή, δεν υπήρχε πια». Αυτά αφηγείται ο Κώστας Βάρναλης που παραθερίζει στον Πύργο και βλέπει στην απέναντι ακτή τις φλόγες και τον καπνό («Φιλολογικά Απομνημονεύματα», εκδ. Κέδρος, 1981). Αλλά στο μυθιστόρημα οι τρεις ταξιδιώτες εκείνη την Κυριακή θα διανυκτερεύσουν σε μοναστήρι κοντά στον Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας. Ο Έλληνας θα δει στο όνειρό του την καταστροφή της γενέτειράς του και πολύ αργότερα θα ακούσει διηγήσεις.
Ενδεικτικά τα παραδείγματα· στο μυθιστόρημα του Θ. Γρηγοριάδη ιστορικά συμβάντα όπως τα ανωτέρω δεν στέκονται αφορμή για δράση αλλά μάλλον για ενδοσκόπηση και συζητήσεις. Από μία άποψη, το μυθιστόρημα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μυθιστόρημα ιδεών. Στόχος του συγγραφέα, το πλάσιμο τριών αντιπροσωπευτικών χαρακτήρων με διαφορετική εθνική και πολιτισμική συνείδηση και ξεχωριστό ο καθένας τρόπο θρησκευτικής πίστης, ώστε να σκιαγραφηθούν οι πολιτικές, θρησκευτικές και εθνικές συγκρούσεις που τάραζαν τη βαλκανική χερσόνησο στις απαρχές του αιώνα. Πράγματι, ενδιαφέρουσα η αντιπαράθεση αγγλικής και ελληνικής οπτικής, μόνο που οι ερμηνείες και τα σχόλια για τις διαφορές Ελλάδος, Βουλγαρίας και Τουρκίας, καθώς και για τον ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων χρωματίζονται με το σημερινό πνεύμα, κουβαλώντας εκτιμήσεις μάλλον του τέλους του 20ού αιώνα παρά των αρχών.
Πλασματικοί οι τρεις ήρωες, όμως τοποθετούνται σε ένα πολλαπλώς εξακριβωμένο ιστορικό πλαίσιο. Μάλιστα, την αληθοφάνεια των χαρακτήρων εξασφαλίζει η συχνή αναφορά σε άγγλους επιφανείς του 19ου αιώνα, όπως ο Εδουάρδος Κάρπεντερ, γνωστός για τις μυστικιστικές και αναρχικές ιδέες του περί δημοκρατίας. Αντίθετα, ο αξιωματούχος της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Σεπτέμβριο 1906, προκάτοχος του Ιωνα Δραγούμη, που αναλαμβάνει καθήκοντα Μάιο 1907, δεν ονοματίζεται. Ωστόσο το πραγματολογικό πλέγμα του μυθιστορήματος σε ορισμένα σημεία δείχνει να βαραίνει την αφήγηση. Κατά τη γνώμη μας, περιττεύει και το σημείωμα με τις πηγές στο τέλος του βιβλίου. Η λογοτεχνία είναι μετάπλαση και για να λειτουργήσει, ο συγγραφέας επιβάλλεται να σβήνει τα ίχνη της έρευνάς του.
Ο Θ. Γρηγοριάδης ευστοχεί στον τρόπο της αφήγησης· από κεφάλαιο σε κεφάλαιο η εστίαση μετατοπίζεται κυκλικά, αναδεικνύοντας τις διιστάμενες νοοτροπίες των τριών ηρώων. Αναμφιβόλως, ο ευτυχέστερος στον σχεδιασμό του χαρακτήρας είναι ο Αγγλος. Περιηγητής και ιχνογράφος τοπίων, αυτάρεσκος και ορθολογιστής, χρειάζεται να ονοματίσει τα πράγματα για να υπάρξουν. Όντως, στις αρχές του αιώνα συναντάμε ακόμη κάποιους Αγγλους, υπολείμματα της εποχής του ρομαντισμού, λάτρεις της αρχαίας Ελλάδας και αλαζόνες απέναντι στους συγκαιρινούς τους Ελληνες. Γι' αυτούς η στροφή προς την Ανατολή είχε σχεδόν υπαρξιακό χαρακτήρα. Στον αντίποδα βρίσκεται ο Έλληνας, διαπνεόμενος από πατριωτικά αισθήματα. Ενώ ο μουσουλμάνος αναδύεται υπεράνω εθνικών αντιθέσεων. Με ασκητική διαβίωση και παρθενία, αναπτύσσει μια μυστικιστική σχέση με το υγρό στοιχείο (προσφιλές θέμα του συγγραφέα και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του). Λουόμενος φθάνει στην έκσταση και στη θεοληψία, στοιχεία που βρίσκουμε στα τάγματα των Δερβίσηδων, Μεβλεβήδων και Μπεκτατσήδων.
Ένα μυθιστόρημα ιδιαίτερα φιλόδοξο ως σύλληψη, που ωθεί τον συγγραφέα για την πραγμάτωσή του εκτός του ρεαλιστικού πλαισίου, στον χώρο της μεταφυσικής. Επίσης, πέραν του πεζού λόγου σε ποιητική πρόζα με ένθετους στίχους ξένων ποιητών και δικούς του. Μόνο με αυτές τις διαφυγές μπορεί να αποδοθεί μυθοπλαστικά το παρακινδυνευμένο όραμα του Θ. Γρηγοριάδη. Ο μουσουλμάνος μεταμορφώνεται σε Ορφέα, σαν αλληγορικό πάντρεμα των πολιτισμών, ενώ μια σχέση φιλίας αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτόν και στον Έλληνα, που φθάνει ως την ερωτική ένωση «εις σάρκα μία».
Το 1995 ο Παν. Μουλλάς είχε παρουσιάσει μια ενδιαφέρουσα άποψη: «Αν το ιστορικό μυθιστόρημα δεν υπάρχει στις μέρες μας, είναι γιατί δεν υπάρχει το όραμα που περικλείεται στο ιστορικό μυθιστόρημα... το όραμα της εθνικής ολοκλήρωσης ή ενότητας· αυτό που οικοδομεί τον ελληνισμό ως ενιαίο σύνολο...». Και πρόσθετε ότι η μεταπολεμική εικοσαετία, 1945-1967, ήταν ιδεολογικά φορτισμένη, σε αντίθεση με την εποχή που ακολούθησε τη μεταπολίτευση, η οποία διαρκώς αποφορτίζεται.
Και όμως, προσφάτως, με τις αναταραχές στη βαλκανική χερσόνησο, όμοια αιματηρές με εκείνες των αρχών του αιώνα, υπάρχει εκ νέου φόρτιση και ταυτόχρονα αρχίζει και πάλι να προβάλλει όραμα, ανεξάρτητα αν αυτή τη φορά δεν είναι ένα αλλά περισσότερα. Γιατί λοιπόν να μην προκύψει και πάλι ιστορικό μυθιστόρημα, αφού είναι εμφανής η διάθεση κυρίως των νεότερων συγγραφέων να κάνουν διάλογο με το παρελθόν ως τρόπο παρέμβασης στο παρόν.
Μάρη Θεοδοσοπούλου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-10-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις