0
Your Καλαθι
Οι στιγματισμένοι
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Άραγε η παιδική ηλικία στην Ιρλανδία είναι πιο ενδιαφέρουσα; Γιατί έχουµε τόσες αριστοτεχνικές αφηγήσεις της παιδικής εµπειρίας από Ιρλανδούς; (Ας θυµίσουµε µονάχα τον Ρόντ Ντόυλ και το περίφηµο "Πάντυ Κλαρκ" του ή τις "Στάχτες της Άντζελα", την µεγάλη επιτυχία του Φρανκ Μακ Κωρτ.) Οι "Στιγµατισµένοι" είναι µια ακόµη αφήγηση µιας δύσκολης και ταραγµένης παιδικής ηλικίας στην Ιρλανδία του 1950. Σ' αυτήν την κάθε άλλο παρά τακτοποιηµένη και αρµονική παιδική ηλικία, τα πάντα προκαλούν σύγχυση: ο πατέρας είναι ένας βάναυσος Ιρλανδός εθνικιστής και η µητέρα, µια γλυκοµίλητη Γερµανίδα µε αντιναζιστικό παρελθόν. Ο πρώτος πιέζει τον νεαρό ήρωα να µιλάει µόνο ιρλανδικά· η δεύτερη τον ενθαρρύνει να εκφράζεται αποκλειστικά στα γερµανικά. Όµως το µόνο που θέλει ο µικρός Ούγκο είναι να µιλάει αγγλικά, τη γλώσσα και των άλλων παιδιών του Δουβλίνου - για να µη διαφέρει απ' αυτά, για να µην υφίσταται τους χλευασµούς τους (το παρατσούκλι που του έχουν βγάλει οι συµµαθητές του είναι Άιχµαν), για να µην τον σέρνουν στην παραλία, προκειµένου να αναπαραστήσουν τη δίκη του ναζί εγκληµατία, τον ρόλο του οποίου είναι υποχρεωµένος να παίζει αποκλειστικά ο Ούγκο. Ο Χάµιλτον γράφει µε εντυπωσιακή αµεσότητα, σε πρώτο πρόσωπο, µε αδρή περιγραφικότητα. Το παιδί που υπήρξε κάποτε παλεύει να ορίσει τον εαυτό του, ανοίγοντας δρόµο µέσα από τις πιο αντικρουόµενες πληροφορίες, προσπαθώντας να καταλάβει τη διαπολιτισµικότητα όπως την βιώνει µέσα στο σπίτι του, συνειδητοποιώντας, τέλος, µέσα από οδυνηρές εµπειρίες, ότι δεν χρειάζεται να είναι ούτε Ιρλανδός, ούτε Γερµανός αλλά ένα µοναδικό (και γι’ αυτό συναρπαστικό) µείγµα στοιχείων και από τις δύο ταυτότητες.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η εντεινόμενη συζήτηση περί παγκοσμιοποίησης και το αυξανόμενο κύμα μετανάστευσης από τις πρώην αποικίες προς τη Δύση, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εύλογα έχει φέρει στο προσκήνιο και το επίμαχο θέμα της πολυπολιτισμικότητας και της διαπολιτισμικότητας, τη συμβίωση και τη διασταύρωση αλλότριων πολιτισμών. Ομως σήμερα με τους παραπάνω όρους συνηθίζουμε να εννοούμε τη συνάντηση του δυτικού με τον Τρίτο Κόσμο κυρίως. Ξεχνάμε ότι διαφορετικοί πολιτισμοί συγκρούονται και συμβιώνουν επίσης εντός των ορίων της ίδιας της δυτικής παράδοσης, την οποία τείνουμε πλέον να θεωρούμε λίγο ή πολύ ομοιογενή. Ο Χιούγκο Χάμιλτον με το μυθιστόρημα «Οι στιγματισμένοι» δεν μας υπενθυμίζει μόνο τις έντονες πολιτικο-πολιτισμικές αντιθέσεις της γηραιάς Ευρώπης, όπως εκδηλώνονται σε μικρογραφία μέσα από τη ζωή μιας οικογένειας, αλλά μας δίνει αφορμή και για μια άλλη, ακόμα σημαντικότερη, επισήμανση: ότι κάθε εθνική ή εθνοτική ταυτότητα είναι εξ υπαρχής διαμεσολαβημένη και όχι αμιγής και αυθύπαρκτη, όπως κηρύσσουν οι διάφορες εθνικιστικές ιδεολογίες. Είναι αποτέλεσμα ποικίλων και συχνά αντιφατικών επιρροών που δεν μπορούν να αναχθούν σε ένα ακριβές, αυθεντικό σημείο απαρχής. Το να μετέχει κανείς σε πολλούς πολιτισμούς δεν είναι επομένως μια διάρρηξη του δήθεν ενιαίου της ταυτότητας, αλλά, αντιθέτως, εμπλουτισμός της ήδη υβριδικής υπόστασής της.
Η άγνοια αυτής της αρχής, και η συστηματική απώθησή της από το κοινωνικό περιβάλλον, είναι που βασανίζει το μικρό ήρωα του μυθιστορήματος, παγιδευμένος όπως είναι ανάμεσα σε δύο παραδόσεις που εκπροσωπούν πεισματικά ο Ιρλανδός πατέρας και η Γερμανίδα μητέρα του, ενώ ζει και μεγαλώνει στο αγγλόφωνο Δουβλίνο. Αυτός ο μεικτός γάμος διχάζει το παιδί, αφού ο φανατικά εθνικιστής πατέρας επιθυμεί να δημιουργήσει μια πρότυπη ιρλανδική οικογένεια, όπου η αγγλική, η γλώσσα των εισβολέων της Ιρλανδίας, αποκλείεται ρητά, υπό την απειλή σκληρών ποινών για τους παραβάτες του πατρικού νόμου. Ταυτόχρονα, η δημοκρατική, τρυφερή μητέρα προσπαθεί κι εκείνη να συντηρήσει τη δική της μητρική κουλτούρα, ενθαρρύνοντας τα παιδιά της να εκφράζονται στα γερμανικά. Σ' αυτόν τον «πόλεμο γλωσσών» ο πρωταγωνιστής καταλήγει να προσποιείται τον Ιρλανδό ενώ νιώθει Γερμανός και ταυτόχρονα λαχταράει την αφομοίωση στη ζωντανή αγγλική κουλτούρα της εποχής του. Και πληρώνει εξίσου τη διπλή καταγωγή του, λόγω του ξενοφοβικού κλίματος εντός και εκτός οικογενείας. Από το ένα μέρος, δεν μπορεί να κοινωνικοποιηθεί φυσιολογικά, αφού του απαγορεύεται ακόμα και να σχετιστεί με συνομήλικους που δεν μιλούν ιρλανδικά, και από το άλλο μέρος, γίνεται θύμα του κοινού αντιγερμανικού αισθήματος μεταπολεμικά, την περίοδο που διαδραματίζεται η ιστορία της ενηλικίωσής του. Τα άλλα παιδιά τον εμπαίζουν ανελέητα για τη γερμανική καταγωγή του και μάλιστα κάποτε τον υποβάλλουν σε εικονική αλλά εξαιρετικά βίαιη δίκη, κατά παραλληλία με εκείνη του ναζιστή Αϊχμαν, όπως τον αποκαλούν κοροϊδευτικά.
Η οικογένεια του Χάμιλτον είναι «οι στιγματισμένοι», στους οποίους αναφέρεται ο τίτλος. Η ιστορία των μελών της αποτυπώνει τη βία τού μη-ανήκειν, τα βάσανα της διαπολιτισμικότητας, που προκαλούνται από το ολοκληρωτικό ιδεώδες ενός ομοιογενούς και αυθεντικού πολιτισμού. Αυτά τα βάσανα εντείνει ο αυταρχικός πατέρας με την υστερική προσκόλλησή του σε μια πρωταρχική ιρλανδική ταυτότητα, ενώ η μητέρα προσπαθεί να τα λειάνει, έχοντας ζήσει τις ακρότητες του ναζισμού στη χώρα της.
Σε αυτό το περιβάλλον ο ήρωας αναπόφευκτα βιώνει τη διαφορετικότητά του με σύγχυση και οδύνη, οι οποίες εντείνονται από τη μυστικοπάθεια των γονέων του σχετικά με το παρελθόν τους. Στηρίζεται σε σπαράγματα πληροφοριών και κρυμμένα τεκμήρια για να ανακατασκευάσει τις αινιγματικές όψεις της γενεαλογίας του. Και όντως ανακαλύπτει ενοχές και τραύματα. Ο φανατικά αντιβρετανός πατέρας προσπαθεί να αποκρύψει ότι ο δικός του γονιός υπηρέτησε στο Βρετανικό Ναυτικό, ενώ η μητέρα είχε υποστεί συστηματική κακοποίηση και βιασμό από το ναζιστή εργοδότη της στη Γερμανία. Η Γερμανίδα αντιναζίστρια μητέρα προβάλλει πιο ηρωϊκή και ανθρώπινη από τον Ιρλανδό, αντισημίτη πατέρα, αποδεικνύοντας την ολέθρια φαυλότητα των πολιτισμικών στερεοτύπων, όπως λειτουργούν ακόμα και σε ενδο-οικογενειακό επίπεδο.
Σε αυτό το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα ο Χάμιλτον, βραβευμένος συγγραφέας στην Ιρλανδία και τη Γαλλία, πλευρίζει την Ιστορία μέσω των βιωμάτων μιας δύσκολης παιδικής ηλικίας -ένα προσφιλές πεδίο στους λογοτέχνες της Ιρλανδίας, όπου ο συνεχιζόμενος θρησκευτικός φανατισμός, η αγροτική, πατριαρχική παράδοση και η ταπεινωτική αγγλική κατοχή δεν ευνοούν μια αμέριμνη στάση ζωής. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, παρ' ότι φαινομενικά απλή, κερδίζει τους αναγνώστες με την εναλλαγή χιούμορ και τραγικότητας, τη δεξιοτεχνική μείξη διήγησης και ενδοσκόπησης, το πλέξιμο του παρόντος με το παρελθόν, της ιστορίας του παιδιού με εκείνη των γονιών του.
Η οπτική του παιδιού, που υιοθετεί το μυθιστόρημα, δεν είναι βέβαια καινούρια τεχνική, όμως ο Χάμιλτον τη χειρίζεται επιδέξια καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης, κάποτε ανακαλώντας το περίφημο «Πορτρέτο του καλλιτέχνη» τού Τζόις. Η πρόσληψη του κόσμου από ένα παιδί, που νιώθει και παρατηρεί, αλλά δεν καταλαβαίνει, επιτρέπουν μια αποστασιοποιημένη θέαση των πραγμάτων -ο τονισμός πέφτει αλλού από το συνηθισμένο, αφυπνίζοντας τις συνειδήσεις μας ως προς τη σκληρότητα αλλά και το θαύμα της ζωής. Ο καταπιεσμένος και κατατρεγμένος ήρωας έχει διδαχθεί από τον πατέρα του ότι «η γλώσσα είναι η πατρίδα», όμως εκείνος δεν μπορεί να αγκιστρωθεί από πουθενά -νιώθει ξένος ως προς τη νεκρή γλώσσα του πατέρα του, καταδιώκεται ως ξένος λόγω της εθνικότητας της μητέρας του και έτσι μετεωρίζεται χαμένος. Η εμπειρία του θέτει την έννοια της πατρίδας εν αμφιβόλω, αποκαλύπτοντας το φαντασιακό υπόβαθρό της.
Βαθμιαία, και αφού ο πατέρας του φαίνεται ότι έχει ηττηθεί στον πόλεμο γλωσσών που είχε κηρύξει, το παιδί αρχίζει να κατανοεί ότι «η Ιρλανδία δεν έχει μόνο μία ιστορία, αλλά πολλές» και ότι εκείνοι είναι μέρος της ιρλανδο-γερμανικής ιστορίας. Μαθαίνει επίσης ότι δεν μπορείς να διορθώσεις τα λάθη που έχει διαπράξει η ανθρωπότητα με τα όπλα - «καλύτερα να χρησιμοποιείς τη γραφομηχανή, γιατί αν κάνεις λάθη, μπορείς να τα διορθώσεις χωρίς να σκοτώσεις κανέναν». Αυτό το δίδαγμα θέτει σε εφαρμογή ο Χάμιλτον, επιχειρώντας τα διορθώσει τα δικά του λάθη και των άλλων, γράφοντας.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις