Άννα Αχμάτοβα

Η θυελλώδης ζωή μιας μεγάλης ποιήτριας
291564
Συγγραφέας: Hassner, Wolfgang
Εκδόσεις: Μελάνι
Σελίδες:224
Μεταφραστής:ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΙΤΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2007
ISBN:9789608309807


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η θυελλώδης προσωπική ζωή της μεγάλης ρωσίδας ποιήτριας Αννας Αχμάτοβα, οι απογοητεύσεις, οι διωγμοί, αλλά και το ποιητικό της ταλέντο, αποτυπώνονται σ' αυτή τη βιογραφία του Βόλφγκανγκ Χέσνερ.

Το πραγματικό της όνομα ήταν Αννα Αντρέγεβνα Γκορένκο. Γεννήθηκε το 1889 και πέρασε το μεγαλύτερο κομμάτι της παιδικής της ηλικίας στην Αγία Πετρούπολη και τη γύρω περιοχή. Όταν άρχισε να γράφει ποίηση ο πατέρας της την ανάγκασε να υιοθετήσει ένα ψευδώνυμο, για να μη χαλάσει το καλό όνομα της οικογένειάς της ως «παρακμιακή ποιήτρια». Η Αννα διάλεξε το επώνυμο Αχμάτοβα, που ανήκε σε μία προγιαγιά της από τη φυλή των Τατάρων, απόγονη του θρυλικού Τζένγκις Χαν. Το όνομα ακουγόταν ρομαντικό και μυστήριο, γεμάτο αυτοπεποίθηση, υπογραμμίζοντας μια αίσθηση πεπρωμένου που είχε νιώσει η Αννα από πολύ νωρίς και που ποτέ δεν την εγκατέλειψε. Η Αννα Αχμάτοβα χαρακτηρίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς «αγία και πόρνη». Μία ασκητική φιγούρα που κατάφερε να μετουσιώσει το προσωπικό της δράμα σε συλλογική εμπειρία και να εκφράσει μέσα από τα ποιήματά της τον πόνο ενός ολόκληρου λαού, που την ανακήρυξε αγία μαθαίνοντας απέξω τους στίχους της και απαγγέλλοντάς τους κρυφά, μακριά από τα αυτιά του Στάλιν.

Συγχρόνως όμως ήταν μια γυναίκα που εξέπεμπε τεράστια γοητεία και έκανε τους άντρες να τρέχουν πίσω της μαγεμένοι. Αλλά αυτή η όμορφη και υπεροπτική γυναίκα, αντί να εκμεταλλεύεται τους θαυμαστές της, κατέληγε σχεδόν πάντα παρατημένη και απογοητευμένη. Οι δυστυχισμένοι γάμοι και οι καταστροφικές σχέσεις συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής της.


Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει επίσης πολλά ποιήματά της, σχόλια και εξηγήσεις, προσφέροντας έτσι μια σε βάθος γνωριμία με την ποιήτρια και το έργο της.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου


Για την Αχμάτοβα:


Οταν η ζωή γίνεται ποίηση


Πρόσωπο ωχρό, τονισμένα ζυγωματικά, απαλά γκριζοπράσινα μάτια «όπως οι λεοπαρδάλεις του χιονιού», αισθησιακό στόμα, λεπτή και ευλύγιστη σιλουέτα και μύτη επιβλητική, σήμα κατατεθέν της γοητείας της. Ωραία, επιβλητική, μυστηριώδης, ιδιοφυής, αισθαντική, προφητική. Κόρη πλούσιας οικογένειας από το Τσαρκόγιε Σέλο, κοντά στην Αγία Πετρούπολη - όπου βρίσκονταν τα θερινά ανάκτορα των Τσάρων και όπου έζησε ο άλλος μεγάλος, η εμβληματική μορφή της ρωσικής λογοτεχνίας Αλεξάντρ Πούσκιν. Φοιτήτρια της Νομικής στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου, απόφοιτος της Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης - όταν λίγες γυναίκες σπούδαζαν και ακόμη λιγότερες έκαναν συλλογή πτυχίων. Πολυταξιδεμένη, με τον τρόπο των περιηγητών του περασμένου αιώνα - ευλαβική προσκυνήτρια της τοσκανικής γης, εξωτική κοσμοπολίτισσα στο Παρίσι. Εκεί θα συναντήσει τον Μοντιλιάνι, θα συνδεθεί μαζί του στενά, κι εκείνος θα αρχίσει να τη ζωγραφίζει πυρετικά, παράγοντας δεκάδες πορτρέτα, από τα οποία θα επιβιώσει μονάχα ένα. Και μολονότι ίσως ήταν ο καλύτερος προσωπογράφος της, δεν ήταν ο μόνος: επί μισόν αιώνα, η μορφή της σχεδιάστηκε, ζωγραφίστηκε, απεικονίστηκε πλαστικά, χαράχτηκε και φωτογραφήθηκε από αναρίθμητους καλλιτέχνες.


Δεν υπήρξε ποιήτρια του ρωσικού 20ού αιώνα που να μυθοποιήθηκε περισσότερο από την Αννα Αχμάτοβα - ίσως γιατί η ιστορία της προσωπικής της ζωής είναι τόσο συγκλονιστική και συναρπαστική όσο και η ποίησή της. «Το ορατό μέρος της ύπαρξής της σου έκοβε την ανάσα», γράφει ο νομπελίστας ποιητής και φίλος της Γιόζεφ Μπρόντσκι· «όσο για το αόρατο, βρισκόταν σε πλήρη αντιστοιχία μ' εκείνο». Το πραγματικό της όνομα ήταν Αννα Γκορένκο· όταν όμως ο πατέρας της την παρακάλεσε να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο στην πρώτη της δημοσίευση, «για να μην αμαυρώσει ένα έντιμο όνομα», εκείνη διάλεξε το «Αννα Αχμάτοβα», που με την εξωτική του, ανατολίτικη, σχεδόν τατάρικη, χροιά, με τα «πέντε ανοιχτά του α», ασκούσε σ' όποιον το άκουγε μια σχεδόν υπνωτιστική δράση. «Ηταν κατά κάποιον τρόπο ο πρώτος πετυχημένος στίχος της» γράφει ο Γιόζεφ Μπρόντσκι. «Αυτό μαρτυρά πολλά για τη διαίσθηση και την ακουστική ευαισθησία της δεκαεφτάχρονης τότε κοπέλας». Ολα απ' αυτό το όνομα θα ξεκινούσαν και εκεί θα κατέληγαν.


Στην αρχή της ποιητικής της σταδιοδρομίας η Αννα Αχμάτοβα υπήρξε μια ντροπαλή μαθήτρια του πρώτου άντρα της, του ποιητή Νικολάι Στεπάνοβιτς Γκουμιλιόβ· και ξαφνικά, όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο κριτικός και φίλος της Κ. Τσουκόφσκι, μεταμορφώθηκε μέσα σε τρία χρόνια στη θηλυκή ενσάρκωση του μεγαλείου. «Δεν τη χαρακτήριζαν ούτε η έπαρση ούτε η αυταρέσκεια», γράφει ο Τσουκόφσκι. «Μονάχα το μεγαλείο. Ακόμη και στις ουρές για ψωμί ήταν ευγενική, απόμακρη, αξιοπρεπής. Και ταυτόχρονα θερμή και απλή. Ηξερε να μοιράζεται τα πάντα· τα όμορφα αντικείμενα που την περιέβαλαν (χαλιά, παλιά κηροπήγια, γκραβούρες, βυζαντινές εικόνες) μπορούσαν να εξαφανιστούν χωρίς να ακυρώσουν την ομορφιά του δωματίου της. Μόνη η παρουσία της αρκούσε, για να κάνει έναν χώρο να λάμπει».


Αυτή η όμορφη και ακατάδεχτη νεαρή, που θα γίνει, από τα είκοσί της κιόλας χρόνια, μούσα των νεωτεριστών ποιητών της εποχής της -των «ακμεϊστών», όπως είχαν βαφτίσει οι ίδιοι τους εαυτούς τους, συγγραφέων που αντιδρούσαν στον ερμητισμό της μεσουρανούσης τότε σχολής των συμβολιστών, αντιπαραθέτοντας στο σκοτάδι της την «ωραία διαύγεια» των στίχων τους- δεν θα μείνει για πολύ ανέπαφη από την οδύνη. Στα χρόνια της σταλινικής τρομοκρατίας και του πολέμου θα βιώσει συμπυκνωμένη «όλη την αγωνία του κόσμου»· αργότερα, στο γέρμα της ζωής της, επουλώνοντας της πληγές της, γαλήνια πια και αυτοκρατορική μητριαρχική μορφή, θα εμπνεύσει γενιές νεότερων ομοτέχνων της, από τον Γιόζεφ Μπρόντσκι ώς τον Εβγκένι Ριν, και θα αποτελέσει για τους Δυτικούς ηθικά, και χωρίς αμφιβολία πολιτικά, ένα σύμβολο. Για όσους επιμένουν σε μία μονοδιάστατη προσέγγιση της προσωπικότητάς της, η Αννα Αχμάτοβα είναι η συγγραφέας που θα ανταμειφθεί για την επιμονή, τη σταθερότητα, τη γενναιότητα και την αφοσίωσή της στη λογοτεχνία, ρωσική και παγκόσμια. Εκείνη που δεν θα πάψει να διατρανώνει την πίστη της στην αληθινή της πατρίδα, όχι τη μισητή Σοβιετική Ενωση, αλλά την Αγία Ρωσία.


Μεγάλος πειρασμός μια τέτοια, άκρως αγιογραφική, εικόνα. Η ποίηση της Αχμάτοβα, όμως, δεν θα πάψει να την επικυρώνει· ο βίος της να τη δικαιώνει. Η γεννημένη στις 23 Ιουνίου του 1889 νεαρή αριστοκράτισσα, με την ονειρική παιδική ηλικία και την έντονη νεότητα, θα παντρευτεί στα 1909 τον ακμεϊστή ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόβ και στα 1912 θα δημοσιεύσει την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Η εσπέρα», κατακτώντας τους κριτικούς. Θα ακολουθήσουν «Το ροζάρι», το «Λευκό κοπάδι», το «Αγριολούλουδο». Η Αχμάτοβα είναι προσιτή ποιήτρια: γλώσσα καθαρή και ακριβής, μεγάλη μουσικότητα, φως, ρυθμική γοητεία. Μια γοητεία καθαρά προσωπική: «το φως της ποίησής της είναι το φως των ματιών της», έγραψε κάποιος κριτικός. Ομως σύντομα θα έρθει η μεγάλη ανατροπή, η Οκτωβριανή Επανάσταση. Ο Γκουμιλιόβ θα συλληφθεί και θα εκτελεστεί από τις μυστικές υπηρεσίες, με άμεση, καθώς φημολογείται, διαταγή του Βλαντιμίρ Λένιν, αφήνοντάς τη μ' έναν γιο· η Αχμάτοβα θα ξαναπαντρευτεί τον καθηγητή Ανατολικών Σπουδών Β. Τσιλέικο, θα δημοσιεύσει στα 1923 το «Anno Domini MCMXXI» και ύστερα θα βυθιστεί στη σιωπή. Θα παρακολουθήσει από πολύ κοντά τις διώξεις και το μαρτύριο του Οσιπ και της Ναντέζντα Μάντελσταμ, την εξορία και τον αδόκητο θάνατο του ποιητή, και θα βοηθήσει τη Ναντέζντα όσο μπορεί. Θα ζήσει τη φρίκη της σταλινικής τρομοκρατίας, θα δει τον γιο της να συλλαμβάνεται και να μεταφέρεται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης (στα 1935) και τον τρίτο της σύζυγο, τον ιστορικό τέχνης Νικολάι Πούνιν, να καταδικάζεται σε καταναγκαστικά έργα και να πεθαίνει στη φυλακή. Θα δει τη γενιά της να ξεθεμελιώνεται· τους διανοούμενους να εξουθενώνονται, τους ποιητές να βουβαίνονται ή να οδηγούνται στα γκούλαγκ και τα ψυχιατρεία. Και φυσικά, δεν μπορεί να εκδώσει τα ποιήματά της· ζει ταπεινά, κάνοντας μεταφράσεις. Ο πόλεμος τη βρίσκει στο Λένινγκραντ· ταξιδεύει στη ρωσική ενδοχώρα, διαβάζει τα ποιήματά της στους τραυματίες, υμνεί τη γενναία αντίσταση του ρωσικού λαού, προσβάλλεται από τύφο· τα ίχνη της χάνονται. Ομως, στα 1944, την ξανασυναντάμε στο Λένινγκραντ. Η σταλινική τρομοκρατία βρίσκεται στο αποκορύφωμά της - ο Ζντάνοφ ελέγχει τα πάντα. Η ποιήτρια αποφεύγει τη σύλληψη, καταδικάζεται όμως και πάλι σε σιωπή ώς το 1958. Τότε θα εμφανιστεί μια πρώτη ανθολογία με ποιήματά της, ακολουθούμενη από μια δεύτερη το 1961, η οποία και θα πουλήσει 50.000 αντίτυπα σε λίγες ώρες. Εκείνο τον καιρό, η Αχμάτοβα θα συνθέσει και θα δημοσιεύσει στο εξωτερικό τα δύο μεγάλα ποιήματά της που θεωρούνται και τα αριστουργήματά της. Το «Ποίημα χωρίς ήρωες» στη Νέα Υόρκη το 1960 και το «Ρέκβιεμ» (που το βρίσκουμε και στα ελληνικά, μεταφρασμένο πρώτα από τον Αρη Αλεξάνδρου και αργότερα από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ) στο Μόναχο, το 1963. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της θα ζήσει γαλήνια, χάρη στη χρουστσοφική ανεκτικότητα. Ο γιος της θα επιστρέψει από την εξορία. Ενα διεθνές βραβείο στην Ιταλία και ένα διδακτορικό τιμής ένεκεν από την Οξφόρδη θα της επιτρέψουν να ταξιδέψει επιτέλους στην Ευρώπη. Αλλά θα υποκύψει σε μια καρδιακή κρίση στις 5 Μαρτίου 1966 στο Ντομοντέντοβο, κοντά στη Μόσχα.


Η Αχμάτοβα έγραψε ρωμαλέα και ευαίσθητη ποίηση. Νέα ακόμη, αφιέρωσε τα μικρά ελλειπτικά της δράματα στις χαρές και τα βάσανα του έρωτα, στην ορθόδοξη πίστη και στον συγκινησιακό της πλούτο, στους αμμόλοφους της Βαλτικής και τις προκυμαίες του Νέβα, υπηρετώντας μια τέχνη όπου η απλότητα, η αμεσότητα, οι βαρύνουσες σιωπές προετοιμάζουν την έκπληξη και την αποκάλυψη. Αργότερα, όταν τα πράγματα θα δυσκολέψουν, όταν η λογοκρισία θα αρχίσει να απλώνει όλο και πιο μακριά το ατσάλινο χέρι της και η τέχνη θα πρέπει να αφυδατωθεί, να μεγαληγορήσει, να στρατευθεί για να της επιτραπεί να υπάρξει, η «ωραία Αννα» θα αντικαταστήσει τα ποιήματα για τον έρωτα με τα ποιήματα in memoriam: τόσους νεκρούς είχε θάψει, τόσους φίλους είχε θρηνήσει. «Ο θάνατος, που πριν θα τον επικαλούνταν ως λύση για τη μία ή την άλλη συναισθηματική ένταση, έγινε τόσο πραγματικός, ώστε δεν μπορούσε να αφορά κανένα αίσθημα. Από σχήμα λόγου, έγινε ένα σχήμα που αφήνει άφωνο τον αναγνώστη» - για να επικαλεστώ και πάλι τον Γιόζεφ Μπρόντσκι.


Για να μπορέσει να επιβιώσει, για να μπορέσει να γράψει, η Αχμάτοβα θα κατασκευάσει όχι μόνο ένα, αλλά μια σειρά εαυτών σαν όχημα αυτοέκφρασης. Στο «Ρέκβιεμ», π.χ., κορυφαίο έργο της δεύτερης περιόδου της, επική ανάπλαση της τραγωδίας ενός λαού που συνθλίβεται από τον αυταρχισμό και την καταπίεση, η ποιητική περσόνα είναι ταυτόχρονα, τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά, χρονογράφος και ήρωας, παρατηρητής και θύμα, διαμεσολαβητής και μνημείο, «εγώ» αλλά και «αυτοί» και «εμείς». Στο «Ποίημα χωρίς ήρωες», ένα είδος ποιητικής αυτοβιογραφίας, ένα παιχνίδι με μάσκες, που αφηγείται τη διπλή ιστορία της γυναίκας και της ποιήτριας, η Αχμάτοβα αναπλάθει την εμπειρία της, ενορχηστρώνει η ίδια το έργο της: η σύλληψη της ζωής της ως χορού μεταμφιεσμένων είναι πολύ πιο εύγλωττη απ' όσο φαίνεται: τα προσωπεία δεν είναι μόνο των άλλων, αλλά και δικά της.


Τέτοιου είδους ποιήματα δεν μπορούν να εκδοθούν, ούτε καν να καταγραφούν ή να δακτυλογραφηθούν. Μπορούν μόνο να κρατηθούν στη μνήμη - της ίδιας της ποιήτριας και των άλλων, όσων απαγγέλλουν στα κρυφά τους στίχους της για λίγη παρηγοριά, όσων τους ψιθυρίζουν από στόμα σε στόμα. Γιατί ένα κομμάτι χαρτί με λίγους στίχους θα μπορούσε να στοιχίσει τη ζωή, όχι τόσο τη δική της όσο του γιου της, για την απελευθέρωση του οποίου προσπάθησε απελπισμένα δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια. Στο «Ρέκβιεμ» η Αχμάτοβα είναι πράγματι αυτοβιογραφική - όμως στο μνημόσυνό της αυτό δεν πενθεί τόσο τους νεκρούς όσο τους πενθούντες: μητέρες που έχασαν τους γιους τους, γυναίκες που έμειναν χήρες, μερικές φορές και τα δύο μαζί, όπως εκείνη. Το «Ρέκβιεμ» της είναι «μια τραγωδία στην οποία ο χορός χάνεται πριν από τον ήρωα», καθώς λέει τόσο σπαρακτικά ο Γιόζεφ Μπρόντσκι.


Είναι μερικές περίοδοι της ιστορίας όπου μόνον η ποίηση μπορεί να αρθρώσει το αδιανόητο. Η ζωή της Αννας Αχμάτοβα είναι η ποίησή της - και αντιστρόφως.


Κατερίνα Σχοινά, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2007


Κριτική:


«Ποιος μπορεί να αρνηθεί να ζήσει τη ζωή του;» σχολίασε κάποτε η Ρωσίδα Αννα Αχμάτοβα, απαντώντας σε μια εκδήλωση συμπάθειας για τα δεινά που είχε η ίδια υποστεί. Η αποδοχή τής κάθε δοκιμασίας και πρόκλησης χωρίς μοιρολατρία, αλλά με θάρρος και επιδέξιο χειρισμό μέχρι να ξεπεραστεί η κρίση, τη βοήθησε να αντέξει τις κακουχίες και να παράξει το έργο της, που την τοποθέτησε ανάμεσα στους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα. Η ενσωμάτωση της εμπειρίας σε αυτό, επίσης, προσέδωσε βάθος και αμεσότητα και το έκανε προσιτό ακόμα και σε μη αναγνώστες της ποίησης, μια αμεσότητα που μόνο το καθαρό βίωμα μπορεί να προσδώσει. Η συνέπεια στις αρχές της, η άφθαρτη πίστη της και η ακεραιότητα της στάσης της απέναντι στην τέχνη της, παρά τις πολυάριθμες δοκιμασίες, τον αποκλεισμό, την παραποίηση, την περιφρόνηση και την αδιαφορία, τη βοήθησαν να αντεπεξέλθει σε ταραχώδεις και δύσκολους καιρούς και να συνθέσει το έργο της, το οποίο επέζησε, βγήκε από τα σύνορα της χώρας της και κατόρθωσε να απευθυνθεί και να συγκινήσει όχι μόνο τους Ρώσους συμπατριώτες της αλλά και το παγκόσμιο κοινό.


Η Αχμάτοβα μισούσε τη λέξη ποιήτρια (Poetess) και δεν ήθελε να την αποκαλούν έτσι, καθώς η ίδια η λέξη στην εποχή της διέθετε μια υποτιμητική χροιά και έναν άμεσο υπαινιγμό για τη γυναικεία ανικανότητα σύνθεσης έργων υψηλότερης αισθητικής αξίας. Παρ' όλα αυτά οι περισσότεροι σχολιαστές της αποφαίνονται πως η ποίησή της είναι βαθιά γυναικεία και η θηλυκότητά της, βασικό και αδιαχώριστο στοιχείο της ποιητικής ιδιοφυΐας της. Τα ποιήματά της διαθέτουν κλασική αυστηρότητα με διάχυτο λυρισμό, ενώ ταυτόχρονα ανταποκρίνονται στο μοντέλο των ακμεϊστών, ένα από τα ποιητικά ρώσικα ρεύματα, στο οποίο αρχικά ανήκε η Αχμάτοβα και το οποίο απαιτούσε ακριβείς, ρεαλιστικές αναπαραστάσεις του αισθητού κόσμου, δηλαδή μιας θηλυκής ματιάς του κόσμου. Ο δε Χέσνερ επισημαίνει πως «η γραφή τής Αχμάτοβα είναι κατεξοχήν γυναικεία, με την έννοια ότι αποκαλύπτει εξαρχής την προσωπικότητα μιας γυναίκας σε ένα μεγάλο φάσμα ποιητικής υποκειμενικότητας. Η υποκειμενικότητα αυτή εμφανίζεται στα ποιήματα εξόχως δυναμική, ακριβής και διακριτή... επιπλέον οι στίχοι της δεν επιτρέπουν μια περιορισμένη ερμηνεία της ποίησής της σε επίπεδο ιδιωτικό ή προσωπικό».


Στη μονογραφία του Ανατολικογερμανού Βόλφγκανγκ Χέσνερ, επιχειρείται η προσέγγιση του έργου της ποιήτριας συνδέοντάς το με τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής της αλλά και της χώρας της, επισημαίνοντας -εκεί όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο- τον τρόπο που αυτά επέδρασαν στην ποίησή της, καθώς η ίδια υπήρξε μάρτυρας των αλλαγών που επέφερε ο 20ός αιώνας. Επιστρατεύοντας αποσπάσματα από ποιήματα, επιστολές και μαρτυρίες εντοπίζει την επίδραση, την καταστολή, αλλά και την έμπνευση που προήλθε από τα ίδια αυτά δραματικά γεγονότα. Από τις πρώτες σελίδες, επίσης, δηλώνει πως κύριο μέλημά του είναι να προσπαθήσει να εντοπίσει ένα «είδος συστήματος συντεταγμένων των βασικών παραγόντων, εντός του οποίου διαμορφώθηκε η προσωπικότητα της ποιήτριας». Ταυτόχρονα, επιχειρεί να «αποκαταστήσει» τη φήμη της Αχμάτοβα και να ανατρέψει την κυρίαρχη τάση στη χώρα του, κυρίως πριν από τη δεκαετία του '60, όπου οι σχολιαστές εστίαζαν στη μελέτη των πρώτων της έργων και αποφαίνονταν πως επρόκειτο κυρίως για «ποίηση δωματίου», με καθοριστικό στοιχείο τη νοσταλγία και την παραίτηση, παρακάμπτοντας τα ώριμα και οργισμένα ποιήματά της, δίνοντας μία ακόμα μονόπλευρη εικόνα μιας ποιήτριας της οποίας το κύριο μέλημα ήταν «να φτάσει στον λαό».


Η Αχμάτοβα δεν υπήρξε μια απλή μάρτυρας μιας συνταρακτικής εποχής γεμάτης γεγονότα, κοσμοϊστορικές αλλαγές και καταστροφές, αλλά χτυπήθηκε και η ίδια με τρόπο τραγικό από τα γεγονότα. Ο Χέσνερ, επιστρατεύοντας μαρτυρίες φίλων και συνεργατών της, μας αποκαλύπτει τον τρόπο που η ποιήτρια, σε πείσμα του αποκλεισμού και των δημόσιων λοιδοριών από τους ιθύνοντες της σοβιετικής πολιτικής και τέχνης, αντιστάθηκε και παρέμεινε ζωντανή στη συνείδηση των συμπατριωτών της, συμπληρώνοντας, όπου χρειάζεται, και τις εκτιμήσεις άλλων σύγχρονων με εκείνη ποιητών που βλάστησαν σε ένα έδαφος στο οποίο σπάνια αμφισβητούνταν η κρατούσα αντίληψη. Δεν παραλείπει, επίσης να παραθέτει και τις ποιητικές αναφορές της ίδιας της Αχμάτοβα σε ποιητές της Ρωσίας και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, προκειμένου να καταδείξει το ευρύτερο υπόβαθρο της έμπνευσης αλλά και την έκταση της επιρροής της ποίησής της.


Η Αννα Αχμάτοβα χαρακτηρίστηκε από το σοβιετικό καθεστώς «αγία και πόρνη», ή ακόμα και «μυστικίστρια και καλόγρια», προσδιορισμοί ιδιαίτερα αφοριστικοί, παρότι η ποιήτρια διέθετε μια προσωπικότητα υποκείμενη σε έναν αριθμό αντιφάσεων. Η ίδια πίστευε για τον εαυτό της ότι τη διάλεξε ή την καταράστηκε η μοίρα, ακριβώς για να κυοφορεί μέσα της αυτές τις αντιφάσεις. Στην ποίησή της, όμως, αυτές συγκλίνουν, χωρίς να επηρεάζουν την ακεραιότητα και την καθαρότητα των εικόνων της, παρά τη ρευστότητα και τις συνεχείς εναλλαγές. Ο λόγος είναι ελλειπτικός, απαλλαγμένος από περιττές εκζητήσεις, και το νόημα εκφέρεται μέσα από εικόνες που μεταφέρουν την αγωνία, την πάλη και την κάθαρση. Η συνύπαρξη του υψηλού με το ταπεινό και το καθημερινό ήταν ίσως και ο λόγος που στάθηκε δυνατόν να διαβαστεί όχι μόνο από μια μικρή ελίτ αλλά και από ένα μεγάλο πλήθος Ρώσων πολιτών που είχαν στενά ταυτιστεί μαζί της. Χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο ύφος, ήταν σε θέση να τους ενθαρρύνει στους δύσκολους καιρούς που περνούσε η χώρα της, ιδιαίτερα κατά την περίοδο των παγκόσμιων πολέμων. Ο συνδυασμός σοβαρής ποίησης με μια ποίηση που απολαμβάνει την ευρύτερη αποδοχή και τη δημοτικότητα, δεν συναντάται εύκολα στη δυτική ποιητική παράδοση.


Σαν να ήταν στο συνειδητό μου πρότερη μνήμη/ Χυμένη λάβα κι αναβράζουσα,


Σαν να έπινα τα ίδια μου τα αναφιλητά/ Από τις παλάμες ενός αγνώστου.


Από το «Ρέκβιεμ» (1945)


Ο Χέσνερ μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε μία από τις σημαντικότερες φωνές του 20ού αιώνα αλλά και να έρθουμε σε επαφή με μια ποιήτρια της οποίας η ίδια η ζωή αποτελεί ένα μάθημα επιβίωσης σε δύσκολους καιρούς. Στην παρούσα έκδοση περιλαμβάνονται, μαζί με την εκτεταμένη εισαγωγή της Μυρσίνης Γκανά, παραπεμπτικά σχόλια και σημειώσεις καθώς και πλήθος αποσπασμάτων από ποιήματα, σε απόδοση του ποιητή Γιάννη Αντιόχου, τα οποία δημιουργούν στον αναγνώστη τη διάθεση να ανατρέξει στο σύνολο του έργου τής Α. Αχμάτοβα.


Αργυρώ Μαντόγλου, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/05/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!