0
Your Καλαθι
Μια άσπρη μερσεντές με φτερά
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
'Οσο πιο ξενική και κραυγαλέα η φωνή, φαίνεται, τόσο μεγαλύτερο το πλεονέκτημά της. Ο Τζέιμς Χόουζ είναι ο τελευταίος από μια σειρά εντυπωσιακών φωνών στην Αγγλική λογοτεχνία, του οποίου το θορυβώδες πρώτο μυθιστόρημα πούλησε κατευθείαν δικαιώματα για να γίνει ταινία και δικαιώματα μετάφρασης σε δέκα χώρες.
Μια ομάδα κοινωνικά απροσάρμοστων ατόμων, οι οποίοι αντικαθρεφτίζουν πέντε έθνη, καταστρώνει ένα σχέδιο να ληστέψει μια ιδιωτική τράπεζα. Αλλά η γραφή του Χόουζ είναι που προκαλεί μεγαλύτερο αντίκτυπο, καθώς περιγράφει με λεπτομέρειες κάθε υποκουλτούρα που το Λονδίνο μπορεί να παράγει. Δίνει τη δυνατότητα έκφρασης-αναρχική, εγκατάλειψης, απειλητική- στους στερημένους, "άνθρωποι τόσο χαμένοι που θα κάνουν τα πάντα προκειμένου να ενταχθούν σε μια φυλη". Τα ναρκωτικά, η πορνεία, ο ΙΡΑ είναι θεματικά συνδεδεμένα στη βάση του ότι "το έγκλημα είναι καθ' όλα πολιτικό".
Ο Χόουζ ασχολείται με το περιθώριο. Ο αφηγητής είναι ένας 28χρονος χωρίς προοπτικές δουλειάς, χωρίς όνομα, ένας απόφοιτος που ζει σε ένα υπόστεγο στηριζόμενο στο σπίτι της αδελφή του στο Δυτικό Λονδίνο. 'Εχει απορρίψει το χαμηλό- μεσοαστικό υπόβαθρό του ούτως ώστε να κυνηγήσει ένα κομμάτι αληθινού πλούτου το οποίο θα του επιτρέψει την είσοδο στον "μεσοαστικό παράδεισο". Αλλά χωρίς επαγγελματικές προοπτικές, μηχανεύεται ένα δαιμόνιο σχέδιο για να το κλέψει. "Αυτή είναι η μοναδική ευκαιρία που έχουμε, τα σάβανα δεν έχουν τσέπες".
ΚΡΙΤΙΚΗ
Διαβάζοντας το «Μια άσπρη Μερσεντές με φτερά», το λογοτεχνικό ντεμπούτο του βρετανού συγγραφέα Τζέιμς Χόουζ, στο μυαλό του αναγνώστη προβάλλεται η εικόνα ενός ανθρώπου που φλυαρεί ακατάπαυστα και συνοδεύει τον λόγο του με έντονες χειρονομίες. Ο ήρωας - αφηγητής διατηρεί την ανωνυμία του κατά τη διάρκεια ολόκληρου του μυθιστορήματος, ο πανικός ωστόσο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα προβλήματά του μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιος στον αναγνώστη: τρεις μήνες προτού κλείσει τα 29 του χρόνια ανακαλύπτει έντρομος ότι η περίοδος επαγγελματικής χάριτος έχει φθάσει στο τέλος της και η ηλικία των 30 ενδέχεται να τον βρει υποαπασχολούμενο, φαλακρό και εγκατεστημένο σε ένα παράπηγμα στον κήπο της μεγάλης του αδερφής.
Στο πρόσωπο του ήρωα συγκεντρώνονται τα χαρακτηριστικά της Γενιάς Χ, που περιλαμβάνει τους γεννηθέντες κατά το διάστημα 1963 - 1975: υψηλό μορφωτικό επίπεδο· τρόμος λόγω της εξάπλωσης των γιάπις στη δεκαετία του '80· μεγάλο διάστημα ευκαιριακής απασχόλησης· οργή για μια κοινωνική κατάσταση που μόνο πληκτικές καριέρες μπορεί να προσφέρει. «Στ' αλήθεια δεν θα έπρεπε να στέλνουν ανθρώπους σαν και εμάς στο Πανεπιστήμιο. Θα 'πρεπε να είναι πιο ρεαλιστές και να μας βάζουν να δουλέψουμε σε καμιά τράπεζα από τα δεκαοκτώ μας, ή, το πολύ πολύ, να μας στέλνουν στο πανεπιστήμιο για να μαθαίνουμε λογιστική και τέτοια πράγματα». Κάτοχος πτυχίου Ιστορίας από αξιοπρεπές ίδρυμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχοντας μελετήσει Βιτγκενστάιν και Κάφκα, ο αφηγητής απαρνείται τα ακαδημαϊκά του προσόντα, διότι θεωρούνται περισσότερα από αυτά που χρειάζονται για τις διαθέσιμες δουλειές. Ετσι περνά στον δρόμο που φωτίζει ο «μεγάλος θεός της Προσωρινής Εργασίας» με διαδοχικές ευκαιριακές απασχολήσεις: στον Εθνικό Οργανισμό κατά των Πειραμάτων στα Ζώα, σε αλυσίδα ξενοδοχείων αρχειοθετώντας τιμολόγια και αποδείξεις, στην εταιρεία ηλεκτρονικών υπολογιστών ΙΒΜ. Το μυθιστορηματικό παρόν τον βρίσκει να εργάζεται ωρομίσθιος στις κινηματογραφικές παραγωγές Μπάρον και μάλιστα με ψεύτικο όνομα, προκειμένου να λαμβάνει τις επιταγές πληρωμής του από το Ταμείο Ευρέσεως Εργασίας.
Γεννημένος το 1960, ο Τζέιμς Χόουζ σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και το 1987 άρχισε να εκπονεί στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου τη διδακτορική του διατριβή στον Νίτσε και στον Κάφκα. Ως τότε εργάστηκε ως ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, καθηγητής αγγλικών στην Ισπανία, πωλητής ηλεκτρονικών υπολογιστών, αρχαιολόγος, πλανόδιος μουσικός ενώ για κάποιο διάστημα συντηρήθηκε από το Ταμείο Ανεργίας. Σήμερα διδάσκει σε Πανεπιστήμιο της Ουαλίας και σε ό,τι αφορά την προσωπική του ζωή είναι νυμφευμένος και πατέρας ενός τέκνου.
«Είναι παράξενο. Είμαι περήφανος για το Σχέδιο, όχι επειδή είναι δικό μας, αλλά γιατί είναι τέλειο. Για την ακρίβεια δεν είμαι περήφανος γι' αυτό, αλλά είμαι περήφανος που υπάρχει». Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο Σχέδιο και στις μεγάλες ιδέες που παρουσιάζονται και καταστρώνονται κάθε Σαββατόβραδο στο παμπ υπό την επήρεια αλκοόλ είναι ότι προγραμματίζεται η υλοποίησή του. Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του βιβλίου το Σχέδιο περιβάλλεται από ένα πέπλο μυστηρίου, σταδιακά όμως τα συστατικά του στοιχεία έρχονται στο φως: έλλειψη αληθινών όπλων (γιατί «η ένοπλη ληστεία είναι η αριστοκρατία του εγκλήματος»), μικρός κίνδυνος αποκάλυψης της σπείρας (ακόμη και αν τους συλλάβουν, δύσκολα θα μπορέσουν να αποδείξουν τις μεταξύ τους σχέσεις), βοήθεια από τον IRA, χρησιμοποίηση της διαθήκης ενός φορέα του AIDS για την παραλαβή μέρους των χρημάτων, ενοικίαση μιας άσπρης Μερσεντές με φτερά («το νούμερο ένα αυτοκίνητο των νταβατζήδων»), στόχος η ιδιωτική τράπεζα του Μάικλ Γουίνερ. Το αίτημα είναι η ταξική ανύψωση και το μήνυμα η κοινωνική αδικία: «Το έγκλημα δεν είναι τίποτα άλλο από τον πιο φυσικό τρόπο εξισορρόπησης της διαφοράς μεταξύ των εισοδημάτων» διαπιστώνει ο ήρωας προς το τέλος του βιβλίου.
Ο ευέξαπτος φετιχιστής που έχει πάθος με την ταινία «Reservoir Dogs» και ακούει στο όνομα Μπράντι, ο «χοντρός, μεγαλόσωμος και μάγκας» Τσίκο από τη Σαραγόσα και η Σούζι, η Μαύρη Χήρα με την επίπεδη κοιλιά, την άψογη αριστοκρατική προφορά και τις εξαιρετικές ικανότητες στην οδήγηση, συμπληρώνουν το ανομοιογενές μοτίβο των μελών της συμμορίας. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες ξεπηδούν από τις σελίδες του βιβλίου σαν ήρωες ταινίας κινουμένων σχεδίων για ενηλίκους: ο κύριος Σούπερσερβις, ένας λεπτός, ψηλός και μυώδης μαύρος, που ασχολείται με το εμπόριο αυτοκινήτων· ο Φρεντ, ο 50ρης υπεύθυνος ασφαλείας και σοφέρ της Μπάρον Φιλμς, που «μοιάζει με σκίτσο σε κείμενο για τη θεωρία της εξέλιξης»· η Σάμι, 38χρονη δημοσιογράφος με μακριά μαλλιά, που μοιάζει να βγήκε από αναγεννησιακό πίνακα και «δεν ψάχνει για Αντρες στη ζωή της, αλλά για Ουσία»· ο Φέργκαλ Φ. Φιτζπάτρικ, με το λεπτό, χλωμό και θλιμμένο πρόσωπο ενός ιερομάρτυρα, πρώην καθοδηγητής του αφηγητή στην Επαναστατική Κομμουνιστική Οργάνωση και νυν σύντροφος της Σάμι, με την οποία αποτελούν «το πιο ευτυχισμένο, σταθερό και ταιριαστό ζευγάρι της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς»· ο Ντάι Σαμπστάνσιαλ, o ομοφυλόφιλος με το κορμί ανθρακωρύχου, τη φωνή του Ντίλαν Τόμας και το συκώτι πολικής αρκούδας.
Ετερόκλητοι εκπρόσωποι κοινωνικών ομάδων ζωντανεύουν έναν κόσμο ναρκωτικών, αλκοολικών καταχρήσεων, πορνείας, ερωτικών επιλογών, εθνικιστικών προφάσεων και πολιτικών φιλοδοξιών. «Ολοι χρειάζονται μια φυλή. Αν δεν είσαι μέλος μιας φυλής είσαι ένα τίποτα, κανείς δεν θα έρθει στις γιορτές σου, ούτε καν στην κηδεία σου, θα περάσεις όλη σου τη ζωή ζώντας μέσα σε μια πνευματική γκαρσονιέρα». Δευτεραγωνιστές στην πασαρέλα κοινωνικής επίδειξης παρελαύνουν αυτοκίνητα κάθε μάρκας, χρώματος και μεγέθους: ένα παλιό, αυτόματο Μίνι Κούπερ, μία χρυσή Φεράρι και σε μορφή διαφήμισης στο περιοδικό της κυριακάτικης εφημερίδας «Mirror», πιστά αντίγραφα μινιατούρες Φεράρι και Μπέντλεϊ που συμβολίζουν «την Υπέροχη Κλίμακα ενός Μοντέλου Ζωής». Στο βιβλίο του ο Χόουζ δείχνει να τα χρησιμοποιεί ως σύμβολα κοινωνικής τάξης: «είναι αριστερός, αλλά πιστεύω πως απόκτησε πολιτική συνείδηση όταν διαπίστωσε πως δεν μπορούν όλοι να οδηγούν Βόλβο και αυτό στα μάτια του φάνταζε άδικο και κακό» παρατηρεί για την αλλαγή πολιτικής ιδεολογίας ενός από τους ήρωές του.
Ολα αυτά ντύνονται με ένα γλωσσικό παραλήρημα. Η αμεσότητα στην έκφραση αντικατοπτρίζεται σε πλήθος λεκτικών και οπτικών τεχνασμάτων: φράσεις κοφτές και επαναλαμβανόμενες, καταιγισμός αλλεπάλληλων διαπιστώσεων, ερωταποκρίσεις υπό τη μορφή πολλαπλών επιλογών, ακροστιχίδες, κοφτοί διάλογοι, φράσεις ακραίες και σοκαριστικές, λόγος που συχνά δίνει την εντύπωση ότι διακόπτει για διαφημιστικά μηνύματα («περισσότερα για αυτά σε λίγο... περισσότερα γι' αυτό αμέσως τώρα»).
Η γλωσσική ένταση και η αθυροστομία του αφηγητή, όταν δεν κουράζει τον αναγνώστη, μεταφέρει επιτυχώς τα συναισθήματα άρνησης, απογοήτευσης και αυτοσαρκασμού μιας χαμένης γενιάς: «Είμαστε η γενιά της ειρωνείας, μπορούμε να τα κοροϊδεύουμε όλα αυτά, να γελάμε σαν να διαβάζουμε ροζ αγγελίες, αλλά η ειρωνεία στην πραγματικότητα είναι μαγκιά, με την ειρωνεία σταματάει ο πόνος, η ειρωνεία είναι μια μορφή διαμαρτυρίας ενάντια στη ζωή. Μπορούμε να είμαστε είρωνες γιατί δεν έχουμε τίποτα να ρισκάρουμε, δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο αξίζει να μοχθήσουμε».
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-03-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις