0
Your Καλαθι
Η μακριά σιωπή του Μάριο Σαλβιάτι
Περιγραφή
Η ηρωίδα, μια νεαρή ζωγράφος που εργάζεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Κέιπ Τάουν, φτάνει σε μια μικρή πόλη των Καρού για να αγοράσει ένα γλυπτό για τη Βουλή της Νότιας Αφρικής. Το άγαλμα, που θα αντιπροσωπεύει και θα τιμά το πνεύμα μιας νέας Νότιας Αφρικής, έχει βρεθεί, αλλά ο καλλιτέχνης δε φαίνεται διατεθειμένος να το πουλήσει. Η πρωταγωνίστρια θα μείνει στην πόλη προσπαθώντας να κερδίσει την εμπιστοσύνη του γλύπτη και κατά τη διάρκεια της παραμονής της θα αποκαλυφθούν τα μυστικά και τα σκάνδαλα που κρατούν δέσμια της σιωπής ολόκληρη την κοινότητα. Πιο σιωπηλός από όλους το Μάριο Σαλβάτι, τεχνίτης της πέτρας, Ιταλός αιχμάλωτος πολέμου, με μόνες αισθήσεις για να έρχεται σε επαφή με τον κόσμο την αφή και την όσφρηση.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Την «ψυχή» του κατοίκου μιας χώρας, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο, ανεξαρτήτως γεωγραφικού διαμερίσματος στο οποίο διαμένει, τη συλλαμβάνει στην ποικιλία των εξωτερικών και εσωτερικών διακυμάνσεών της η λογοτεχνία και όχι το ιστορικό γενονός. Οι όποιες επιπτώσεις του πάνω στον ψυχολογικό του παράγοντα, που αποκαλύπτουν το παρόν του και διαμορφώνουν κατάλληλα τη μελλοντική του υπόσταση, μόνο μέσα από την καθημερινή του περιπέτεια μπορούν να εντοπιστούν και ν' αξιολογηθούν. Η λογοτεχνία έχει το «μαγικό» χάρισμα να βυθίζεται στα έγκατα της Ιστορίας και να συναντά τον άνθρωπο, και τον υπεύθυνο δημιουργό της και τον απλό πολίτη που πρέπει να υποστεί το βάρος και τις συνέπειές της. Απ' αυτή την άποψη δεν θα γνώριζε κανείς απολύτως τίποτε για το Νοτιοαφρικανό άνθρωπο αν έμενε μόνο στην ιστορικη καταγραφή του τοπίου του και δεν ερχόταν το λογοτεχνικό έργο να του αποκαλύψει την οδύσσεια του «εξωτικού μαύρου αδερφού» να κατακτήσει τον εαυτό του, να συνειδητοποιήσει την ταυτότητά του, ν' απαλλαγεί από προκαταλήψεις και να δηλώσει νόμιμος ιθαγενής του χώρου που του ανήκει δικαιωματικά.
Το σημαντικό μυθιστόρημα του Νοτιοαφρικανού Ετιέν βαν Χέερντεν, καθηγητή της λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν, του οποίου η εργασία περιλαμβάνει ποίηση, διήγημα και μυθιστόρημα, με το οποίο κάνει τη γνωριμία του το ελληνικό κοινό, δεν μας αποκαλύπτει μόνο μια ενδιαφέρουσα πτυχή-γραφή της νοτιοαφρικανικής λογοτεχνίας, αλλά κυρίως τον παλμό, την ανάσα και την ποιότητα ενός ολόκληρου λαού. Αλλά το σπουδαιότερο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι ότι επιτυγχάνει το στόχο του μέσα από έναν λογοτεχνικών προδιαγραφών γοητευτικό, συναρπαστικό, πολύχρωμο και πολυδιάστατο μύθο, βουτηγμένο στις μοσχοβολιές, τα χρώματα, τις γεύσεις, τη μουσική, το όνειρο και το πάθος εντός του οποίου «χωνεύεται» αριστοτεχνικά το πλούσιο πραγματολογικό υλικό, που δεν περιλαμβάνει μόνο το ιστορικό γεγονός αλλά και τη λαογραφία, το θρύλο, την παράδοση, το παραμύθι και τις ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες της καθημερινότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια φωτεινή, λαμπερή, απαστράπτουσα τοιχογραφία, της οποίας οι επιμέρους σκηνές, εικόνες, τα στιγμιότυπα και συμβάντα, καθώς επίσης και οι διάφορες ιστορίες που τη συνθέτουν, συνενώνονται αρμονικά και δημιουργικά σε ένα ενιαίο πολυφωνικό «έπος», διανθισμένο με λυρικές αποχρώσεις και ποιητικούς τόνους, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί με γνώση ώστε να σχεδιάσει αποκρυπτογραφικά το πορτρέτο των ηρώων του, κατοίκων όχι μόνο της μυθιστορίας του αλλά και της περιοχής όπου διαβιώνουν. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει καθόλου ότι εκτρέπεται προς τη γραφικότητα και τον εξωτισμό. Κάθε άλλο μάλιστα. Τα εξωτερικά στοιχεία που χρησιμοποιεί περιστασιακά δεν είναι παρά το «υλικό» της καθημερινότητας του συγκεκριμένου γεωγραφικού τοπίου, με το οποίο ο άνθρωπος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος, ενώ ο ίδιος πάλλεται από ζωή πατώντας στο χώμα ακόμη κι όταν ως ιδιοσυγκρασία υπερίπταται στους ουρανούς των ονείρων και των οραμάτων του.
Στο κέντρο του μύθου, ο οποίος παρ' όλη τη ρεαλιστική διεκπεραίωσή του υπονομεύεται συνεχώς από τις «παράλογες», ποιητικές κατά βάθος συμπεριφορές των ανθρώπων -ο συγγραφέας εκμεταλλεύεται έξυπνα και δημιουργικά όλες τις δυνατότητες που του προσφέρει ο λεγόμενος μαγικός ρεαλισμός- κινείται η Ινγκι Φριντλέντερ, νεαρή ζωγράφος που εργάζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Κέιπ Τάουν, εκ μέρους της οποίας πηγαίνει στη φανταστική πόλη Γιαρσόνετ (μια πιο «ήπια» φοκνερική Γιοκναπατάουφα), για ν' αγοράσει ένα ξυλόγλυπτο άγαλμα. Το γεγονός θα της «γνωρίσει» ένα πλήθος ανθρώπων, χαρακτηριστικών εκπροσώπων τής πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο εποχής. Εναν ονειροπόλο γλύπτη, έναν μεγαλοϊδεάτη οραματιστή, έναν μπον βιβέρ έμπορο φτερών στρουθοκαμήλου, και τον κωφάλαλο Μάριο Σαλβιάτι, Ιταλό αιχμάλωτο πολέμου. Αλλά και ερωτικές γυναίκες που εξάπτουν τα πάθη είτε με την ηδονική παρουσία τους είτε με τη γοητευτική φωνή τους. Οι μεταξύ όλων αυτών των προσώπων σχέσεις, έντονες, εκρηκτικές, φλογερές και παθιασμένες, δεν αποκαλύπτουν μόνο την εσωτερική υπόσταση και ιδιοσυγκρασία τους ως απλών ηρώων της προσωπικής τους περιπέτειας, αλλά κυρίως το ιδιαίτερο εκείνο «βλέμμα» ενός ολόκληρου λαού που προσβλέπει σ' ένα πιο ανθρώπινο μέλλον. Μια άμαξα σαν άπιαστο όνειρο, που θα υλοποιήσει και θα οικοδομήσει με το περιεχόμενό της αυτό το αύριο, διασχίζει συμβολικά ολόκληρο το μουσικό και ποιητικό σώμα του έργου, πάνω απ' το οποίο λικνίζεται ένας σχεδόν γήινος άγγελος, σχολιάζοντας με τη χαμογελαστή, όλο κατανόηση και συμπόνια σιωπή του, τις «μάταιες» πράξεις των ανθρώπων. Ισως γιατί είναι ο μόνος που «ξέρει» τη σημασία τους και το αναπόφευκτό τους, το «μυστήριο» που λέγεται άνθρωπος, ένα φυσικό ον «καταδικασμένο» να αυτοαναλώνεται παρόλο που γνωρίζει ότι στο τέλος το μόνο που του μένει -και σ' αυτό συνίσταται η τραγικότητά του- δεν είναι παρά ο οριστικός αποχαιρετισμός. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το μυθιστόρημα «κλείνει» με μια αναχώρηση, ενώ «μια αγέλη από γαζέλες καλπάζουν στις βραχώδεις κοιλάδες ελεύθερες, γεμάτες σφρίγος, γοργοπόδαρες, πανευτυχείς που ήταν ζωντανές».
Ο Βαν Χέερντεν έχει τη σπάνια ικανότητα να συλλαμβάνει τη μελαγχολική ανάσα του ανθρώπου μέσα από έναν ολοζώντανο μύθο, που είναι οικοδομημένος με απόλυτη γνώση της αρχιτεκτονικής, τη σωστή οργάνωση της σκηνής, την ακρίβεια στο διάλογο, τη λειτουργικότητα της λεπτομέρειας και τη μουσική χρήση της γλώσσας. Το έργο του τοποθετείται δίπλα στα «Εκατό χρόνια μοναξιάς», του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της νοτιοαφρικανικής σύγχρονης λογοτεχνίας, κι ο συγγραφέας του «το πιο λαμπρό αστέρι στο στερέωμα των νεότερων Νοτιοαφρικανών συγγραφέων» (Andre Brink).
Η μετάφραση της Κατερίνας Ροντογιάννη, ολοζώντανη και χυμώδης, μεταφέρει δημιουργικά στη γλώσσα μας όλο το άρωμα, την ποίηση, το πνεύμα, το ύφος και την ατμόσφαιρα του πρωτότυπου.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/12/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις