0
Your Καλαθι
Νέα παγκόσμια ιστορία της Ατιμίας
Περιγραφή
Το 1935, κυκλοφόρησε στην Αργεντινή το βιβλίο που θ' αποδεικνυόταντο δημοφιλέστερο απ' όλα όσα είχε ή έμελλε να εκδώσει ως το θάνατό του ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες: η "Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας" ("Historia universal de la infamia"), βασικός κορμός της οποίας ήταν επτά κείμενα, δημοσιευμένα στην εφημερίδα "Critica" μεταξύ 1933 και 1934, τα οποία πραγματεύονταν τον βίο και την πολιτεία επτά διαβόητων κακούργων της Ιστορίας.
Το 2004, ο ουαλός συγγραφέας Ρις Χιουζ αποφάσισε να... συμπληρώσει την πινακοθήκη του Μπόρχες, εν είδει κινηματογραφικού sequel, με άλλα επτά κακόφημα πορτρέτα και να τα εκδώσει υπό τον τίτλο "Νέα παγκόσμια ιστορία της ατιμίας" ("A New Universal History of Infamy"), συμπληρώνοντας τα, κατά το καθαγιασμένο πρότυπο, με διηγήματα, παραβολές και παρωδίες με τον τρόπο του Μπόρχες.
Ένα απολαυστικό, σπαρταριστό βιβλίο που, ακολουθώντας την οικουμενική συνταγή του μεγάλου δασκάλου, δε διστάζει να ανακατέψει Ιστορία, μαθηματικά και λογική στην απύθμενη χύτρα του μεταμοντέρνου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά μπορεί να καταδικάζεται κοινωνικά, αλλά σε ό,τι αφορά τη ροπή μας να αφηγούμαστε λειτουργεί σαν μια συνθήκη της μυθοπλασίας και σαν ένας οδηγός της αφήγησης, αποτελώντας από μόνη της τον πυρήνα μιας ιστορίας ή και -ανάλογα με τον βαθμό της παρέκκλισης- μια δυνάμει ιστορία. Αυτό συμβαίνει, όχι τόσο επειδή μια τέτοια συμπεριφορά προκαλεί ενδιαφέρον, οπότε και η απλή παρουσίασή της εξασφαλίζει μια αφήγηση της οποίας το αντικείμενο εξαρχής απομακρύνεται και διαφοροποιείται από το συνηθισμένο -και αφηγηματικά αδιάφορο-, όσο επειδή αυτή η διαφοροποίηση είναι ανάλογη με τη διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στο νόημα της καθημερινής επικοινωνίας και σε εκείνο της μυθοπλασίας. Η διαφορά αυτή αντιστοιχεί στη διάκριση ανάμεσα στο υπαρκτό και στο πραγματικό, όπου το δεύτερο περιλαμβάνει το πρώτο παράλληλα με την υπέρβασή του -δηλαδή παράλληλα με τις εκδοχές του, που είναι μεν δυνατές, αλλά δεν έχουν ακόμη συμβεί. Η παρεκ-κλίνουσα, επομένως, συμπεριφορά είναι δυνατό να γίνει αντιληπτή ως μια μεταφορά -στο επίπεδο της κοινωνικής δράσης- της μυθοπλαστικής αφήγησης.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός πως η μυθοπλαστική δραστηριότητα του Μπόρχες τέθηκε σε τροχιά με τη συγγραφή ενός βιβλίου που πραγματευόταν τον βίο και την πολιτεία επτά διαβόητων κακούργων της Ιστορίας: η παρεκκλίνουσα συμπεριφορά υπαρκτών προσώπων αποτέλεσε έναν αρχικό οδηγό -ή καθοδηγητή- της αφήγησης, ενώ το τεκμήριο της λογικής προϋπόθεσης και της πραγματολογικής προοπτικής μιας τέτοιας αφήγησης εξασφάλιζαν οι «Φανταστικοί βίοι» του Μαρσέλ Σβομπ, που ήταν καρπός της αφηγηματικής υλοποίησης της ιδέας της επινόησης του βίου ανθρώπων που ήταν μεν υπαρκτοί, αλλά για τους οποίους δεν γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα. Ο Μπόρχες, αντίθετα -ή αντίστοιχα-, με την επινόηση δεν συμπλήρωσε το άγνωστο μέρος του υπαρκτού, αλλά παραμόρφωσε ή παραποίησε το γνωστό μέρος του.
Αυτό το καθοριστικό βιβλίο είχε τον τίτλο «Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας», εκδόθηκε το 1935, και υπήρξε το δημοφιλέστερο από τα βιβλία που εξέδωσε έως τον θάνατό του. Εκτός από τα εφτά κείμενα για τους ισάριθμους κακούργους, σε αυτό περιλαμβάνεται και το πρώτο διήγημά του, καθώς και οκτώ μικρά κείμενα με τον γενικό τίτλο «Και τα λοιπά», που αποδίδονται από τον Μπόρχες σε άλλους -υπαρκτούς ή ανύπαρκτους- συγγραφείς.
Η διακειμενική αντίστιξη
Ενα τέτοιο έναυσμα της αφηγηματικής λειτουργίας, καθώς και η τροχιά που αυτή διέγραψε, εκφράζουν πλήρως τον μεταμοντερνισμό, τουλάχιστον ως προς την επαγγελματικά συγγραφική σημασία του, σύμφωνα με την οποία θα μπορούσε να ορισθεί ως η εποχή της συνειδητοποίησης της εξάντλησης των αφήγηματικών θεμάτων -ή, πιο φιλόδοξα, ως εποχή της αφηγηματικής αυτοσυνειδησίας. Από τη στιγμή, ωστόσο, που αυτή η αυτοσυνειδησία θεματοποιήθηκε, ανακαλύφθηκε μια νέα περιοχή αναζήτησης θεμάτων. Αυτή η νέα περιοχή στην αρχή φάνηκε αχανής (ενώ αργότερα επικράτησε η εντύπωση πως ήταν απλώς πλασματική), επειδή η έκτασή της εξασφαλιζόταν πλέον όχι τόσο με το άπλωμα πάνω στην επιφάνεια του λογοτεχνικού περιβάλλοντος όσο με τη διείσδυση στο (ιστορικό) βάθος του. Με τον τρόπο αυτόν, η διακειμενικότητα έγινε η νέα μορφή της μυθοπλασίας.
Μέσα σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο, ενισχυμένο συναισθηματικά από την ανάγκη απότισης φόρου τιμής σε έναν από τους σημαντικότερους ανανεωτές της μυθοπλασίας, ο σαραντάχρονος Ουαλός συγγραφέας Ρις Χιουζ το 2004 αποφάσισε να γράψει μια «Νέα Παγκόσμια Ιστορία της Ατιμίας». Ο σκοπός του, όπως εξηγεί ο ίδιος στον Πρόλογο που έγραψε για την ελληνική έκδοση, δεν ήταν να μιμηθεί παθητικά το ύφος και την πολυμάθεια του Μπόρχες, αλλά να μάθει από αυτόν. Το έναυσμα δόθηκε από την παρατήρηση του Αμερικανού συγγραφέα του φανταστικού Χάρλαν Ελισον πως είναι αδύνατο να αντιγραφεί ο Μπόρχες: επέλεξε, λοιπόν, για πατρόν το πρώτο επιτυχημένο βιβλίο του, ακολούθησε τη δομή του με τρόπο περισσότερο ανακλαστικό παρά παθητικό, προσπαθώντας να εξασφαλίσει το απαραίτητο περιθώριο για την ποικιλία και τη διαστρέβλωση.
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από επτά νέα πορτρέτα κακόφημων ηρώων, το δεύτερο αντιγράφει το τέχνασμα της απόδοσης των κειμένων του σε υπαρκτούς και ανύπαρκτους συγγραφείς, και το τρίτο αποτελεί μια συλλογή διηγημάτων που εκφράζουν την ποιητική του Χιουζ, η οποία χαρακτηρίζεται από τη ροπή του προς το αφηρημένο, το εννοιολογικό και το παράδοξο.
Σε αυτό το παλίμψηστο της ιστορίας της ατιμίας, η ελληνική έκδοση έχει τη δική της ιδιαίτερη θέση, επειδή δεν αποτελεί απλώς μετάφραση του έργου, αλλά μια διαφορετική έκδοσή του που προέκυψε από τη συνεργασία του Ουαλού με τον Ελληνα συγγραφέα Αχιλλέα Κυριακίδη που ανέλαβε τη μετάφραση στα ελληνικά. Αυτή η σημασία της ελληνικής έκδοσης οφείλεται κατ' αρχάς στην προσαρμογή των περιεχομένων, αλλά ενισχύεται από τη μετάφραση, που με έναν ειρωνικό γλωσσικό μανιερισμό τονίζει τη δευτερογενή ιδιότητα της αφήγησης ως διακειμενικού παιγνίου.
Ο μεταλλασσόμενος Ουαλός
Ο Χιουζ δίνει την εντύπωση πως είναι ευεπίφορος στη μετάλλαξη του έργου του, μια και κάτι ανάλογο έχει γίνει με την πορτογαλική μετάφραση-έκδοση δύο έργων του. Ισως αυτό να αποτελεί μέρος του παιχνιδιού του με τη λογοτεχνία, αλλά μάλλον αποκαλύπτει μια επιλογή θεωρητικής τάξεως: τη διαδικασία της συγκρότησης μιας μυθοπλασίας στη βάση ενός προϋπάρχοντος αφηγηματικού δεδομένου δεν την περιορίζει στο πλαίσιο των διακειμενικών σχέσεων ανάμεσα σε έργα που έχουν γραφεί από διαφορετικούς συγγραφείς, αλλά την επεκτείνει και σε ένα πλαίσιο σχέσεων που το έργο αναπτύσσει με αυτό το ίδιο - είτε μέσω της μετάφρασής του σε μια γλώσσα που αντιπροσωπεύει μια διαφορετική κουλτούρα από εκείνη του πρωτοτύπου είτε και μέσω μιας πιθανής επανέκδοσής του.
Το εγχείρημα της παράφρασης του Μπόρχες δεν πρέπει, βεβαίως, να το αποδώσουμε σε κάποια προσπάθεια αναμέτρησης με αυτόν, αλλά στην παιγνιώδη, μεταμοντέρνα αντίληψη της μυθοπλασίας. Γι' αυτό, η κριτική αποτίμηση του βιβλίου του Χιουζ στη βάση της σύγκρισής του με το αντίστοιχο του Μπόρχες δεν έχει κάποιο νόημα. Ποια κριτική αξία θα μπορούσε να υπάρξει στη διαπίστωση πως το πρώτο σε σύγκριση με το δεύτερο υστερεί ως προς την ευφυΐα, τη λεπτότητα και τον έλεγχο της αφήγησης, ως προς την ποικιλία των ιστοριών και τη σφαιρικότητα των χαρακτήρων; Ο Χιουζ δεν είναι ένας -έστω και μεταμοντέρνος- μιμητής του Μπόρχες, αλλά ένας αυτοδύναμος συγγραφέας με μια εντελώς δική του φωνή. Αυτό που τον ξεχωρίζει είναι μια γόνιμη αλλά συχνά ανεξέλεγκτη φαντασία: εκτός από τις εικόνες του (οι οποίες περιστασιακά παραβιάζουν το μέτρο, που είναι καρπός της αντίληψης που έχουμε για το πραγματικό, μεταπίπτοντας έτσι σε έναν άξεστο μαγικό ρεαλισμό), ακόμη και το αφηγηματικό του ύφος αντανακλά μια ασύδοτη δημιουργικότητα: η διαδοχή των προτάσεών του είναι τηλεγραφική, με ρυθμό στακάτο, ενώ ανάλογος είναι και ο ρυθμός της διαδοχής των ιδεών που υποβάλλονται.
Ενα τέτοιο ύφος είναι δυνατό να θεωρηθεί πως υστερεί απέναντι σε εκείνο του Μπόρχες, αλλά αυτό ακριβώς το ύφος αποτελεί ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αφήγησης του Χιουζ, ταιριάζοντας απολύτως στην ικανότητά του να συνδυάζει μεταξύ τους μεγάλες ιδέες και να δίνει στη μυθοπλασία απρόοπτες τροπές. Ταιριάζει επίσης στην αίσθηση της ειρωνείας, του παράδοξου, του κωμικού και της παρωδίας που διαρρέει το έργο του. Ο νέος Ουαλός συγγραφέας απέναντι στον μεγάλο Αργεντινό τηρεί μια πολύ ισορροπημένη στάση, δείχνοντας παράλληλα και ισότιμα δύο πράγματα: τον σεβασμό του στο πρόσωπο του Μπόρχες, αλλά και την αυτοπεποίθησή του ως συγγραφέα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/11/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις