0
Your Καλαθι
Χωρίς αντάλλαγμα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
3 απλοί άνθρωποι 1 υπέροχη ιδέα
Έκπτωση
82%
82%
Περιγραφή
ΠΩΣ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΕ ΣΤΗ ΚΑΛΟΣΥΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΞΕΚΙΝΗΣΕ Ν' ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, η μητέρα του, ο δάσκαλός του.
Τρείς απλοί άνθρωποι προσπαθούν να ξεπεράσουν τις αβεβαιότητες και τις ανασφάλειες που τους δημιούργησε η ατυχία τους. Ενώνουν την αισιοδοξία τους για ν' αλλάξουν τη συμπεριφορά των άλλων παρακινώντας τους να μεταδώσουν παραπέρα την καλοτυχία τους.
Για όσους επιμένουν να αντιστέκονται στον κυνισμό της εποχής μας, ίσως το κλειδί να βρίσκεται στη διάχυση θετικής ενέργειας στον άμεσο περίγυρό τους. Μια ιστορία για το σήμερα και το αύριο, που ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της, την έμπευσή της, αλλά και την τρυφερότητά της.
To Χωρίς αντάλλαγμαέγινε ταινία από την Warner Bros (Pay it forward), με πρωταγωνιστές τον Κέβιν Σπέισι, την Έλεν Χαντ και τον Χάλεϋ Τζόελ Όσμοντ, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το απίστευτο μοιάζει πιθανό σ' αυτή την καλογραμμένη ιστορία για την πίστη ενός παιδιού στην καλοσύνη των ανθρώπων
Booklist
Διαβάστε αποσπάσματα του βιβλίου
Από Το ημερολόγιο του Τρέβορ
Είδα αυτό το παράξενο πράγμα στις ειδήσεις πριν από δύο μέρες. Αυτό το παιδάκι απ' την Αγγλία που έχει αυτή την... αρρώστια. Δε νιώθει τον πόνο. Κάθε φορά που το έδειχναν, φορούσε κράνος και προστατευτικά μαξιλαράκια στους αγκώνες και τα γόνατα. Υποθέτω, επειδή φοβούνται ότι μπορεί να πληγωθεί. Αλλωστε, πώς θα το καταλάβαινε;
Στην αρχή σκέφτηκα "τον τυχεράκια". Όμως μετά δεν ήμουν τόσο σίγουρος.
Όταν ήμουν πιο μικρός, ρώτησα κάποτε τη μαμά γιατί πονάμε. Γιατί υπάρχει πόνος; Μου είπε ότι αυτό γίνεται για να μη βάζουμε τα χέρια μας πάνω στα αναμμένα μάτια της κουζίνας. Είπε ότι ο πόνος υπάρχει για να μαθαίνουμε. Αλλά, είπε, όταν έρχεται ο πόνος, είναι πολύ αργά και γι' αυτό υπάρχουν οι γονείς. Και γι' αυτό είναι κι εκείνη εδώ. Για να με μάθει. Έτσι έμαθα να μην πιάνω τα μάτια της κουζίνας.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι έχει και η μαμά μου αυτή την αρρώστια. Μόνο που την έχει εσωτερικά και δεν τη βλέπει κανένας, εκτός από μένα και ίσως τη Λορέτα και σίγουρα την Μπόνι. Μόνο που εγώ ξέρω ότι πονάει. Όμως έχει ακόμα το χέρι της πάνω στο μάτι της κουζίνας. Μέσα της εννοώ. Και δε νομίζω ότι φτιάχνουν κράνη ή προστατευτικά μαξιλαράκια γι' αυτές τις περιπτώσεις.
Μακάρι να μπορούσα να της μάθω...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
ΑΡΛΙΝ
Ο Pίκι δεν επέστρεψε ποτέ στο σπίτι, παρ' ότι εκείνη το πίστευε. Το φορτηγό όμως γύρισε. Αλλά πάλι, όχι όπως νόμιζε εκείνη ότι θα γυρίσει. Το είχε κουνήσει μερικές φορές, γενικά ήταν σε χειρότερη κατάσταση απ' ό,τι νόμιζε. Έπαιρνε μπρος, αλλά δεν προχωρούσε. Αλλο όμως να παίρνει μπρος κι άλλο να μπορεί να φτάσει κάπου.
Όσο κι αν μισούσε αυτό το καταραμένο Φορντ, που έμοιαζε να μιμείται τη δική της κατάσταση, μπορούσε να το συγχωρήσει γι' αυτό. Ή, τουλάχιστον, πίστευε ότι μπορούσε. Ήταν αυτό που την κρατούσε ξύπνια τη νύχτα. Κυρίως τώρα, που είχε πιάσει μια δεύτερη δουλειά στο Λέιζερ Λάουντζ, για να μπορεί να τα βγάζει πέρα. Και αφού εξαιτίας του φορτηγού δεν πήγαινε για ύπνο νωρίτερα απ' τις τρεις, θα μπορούσε τουλάχιστον να την αφήνει να κοιμηθεί. Σίγουρα, δε ζητούσε πολλά.
Να όμως που ήταν πάλι στο παράθυρο, να κοιτάζει για δεύτερη φορά το φως του φεγγαριού να γλιστράει πάνω στο αλλόκοτο σχήμα του οχήματος. Να διαθλάται η ασημένια του αντανάκλαση πάνω στη σκασμένη μπογιά. Μόνον ο Pίκι μπορούσε να καταστρέψει έτσι ένα φορτηγό και να σηκωθεί να φύγει. Τουλάχιστον ήταν προφανές ότι είχε φύγει, αφού το φορτηγό βρέθηκε, ενώ ο Pίκι όχι.
Να τον ξέσκισαν τα σκυλιά; Σταμάτα, Aρλίν, συγκρατήσου. Σίγουρα κάθεται σε κάποιο μπαρ, λέγοντας τα ίδια γλυκόλογα σε κάποιο κορίτσι που δεν έχει μάθει ακόμα πού καταλήγουν όλα αυτά. Ή πού δεν καταλήγουν.
Εκτός φυσικά, αν βγήκε κουτσαίνοντας και σύρθηκε με δυσκολία σε κάποιο νοσοκομείο. Ίσως να βγήκε από κει σώος, ίσως να πέθανε, μακριά από όσα τον συνέδεαν μ' ένα Ford, μακριά από όσα τον συνέδεαν με τις ειδήσεις της πόλης τους.
Θα μπορούσε λοιπόν να υπάρχει ένας τάφος κάπου, όμως πού να το ξέρει η Aρλίν; Και ακόμα κι αν το 'ξερε, δεν μπορούσε να ξέρει πού. Ακόμα και αν αγόραζε λουλούδια για τον Pίκι από τα λεφτά που μάζευε με τα φιλοδωρήματα, δε θα ήξερε πού να τα πάει.
Τα λουλούδια μπορεί να είναι κάτι κακό, μια κακή σκέψη, όταν δεν ξέρεις ούτε πού να τα ακουμπήσεις. Σταμάτα, Aρλίν. Πήγαινε για ύπνο.
Και πήγε, μόνο και μόνο για να ονειρευτεί ότι ο Pίκι ζούσε κάπου έξω από την πόλη για μήνες και ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να έρθει σε επαφή μαζί της, να την ειδοποιήσει.
Πετάχτηκε πάνω και πήγε πάλι στο παράθυρο, βλαστημώντας το καταραμένο φορτηγό που την κρατούσε ξύπνια.
"Για πες μου λοιπόν, τι θα γίνει αν το πάω σπίτι και μου κρεμάσει η πόρτα; Ξόδεψα μια διακοσάρα για το τίποτα;".
"Μα μόνος σου είπες ότι η πόρτα είναι ενισχυμένη, οπότε μπορείς να οδηγήσεις το φορτηγό χωρίς αυτή να σου κρεμάσει".
"Αυτό που λέω είναι τι θα γίνει αν... Αυτό μόνο".
"Ακουσε λοιπόν. Θα κρατήσω την επιταγή σου για δυο τρεις μέρες. Σε περίπτωση που δεν τα καταφέρεις με το φορτηγό, θα το φέρεις πίσω".
"Εντάξει, έγινε. Εκατόν εβδομήντα πέντε".
"Μόλις φύγεις από 'δω, μπορεί να την κοπανήσεις".
"Εντάξει, διακόσια", είπε χαμογελώντας πονηρά.
Αυτοί οι τύποι για κάποιο μυστήριο λόγο τη βρίσκουν να τους μιλάς έτσι.
Εκείνος έσκυψε πάνω απ' το κατεστραμμένο καπό του Φορντ κι άναψε ένα τσιγάρο. Μάλμπορο κόκκινα, σαν αυτά που κάπνιζε ο Pίκι. Θα το καταλάβαινε ακόμα και χωρίς να κοιτάξει. Ήταν λες κι όλος ο κόσμος, όλη η πόλη ήταν γεμάτη από άντρες που έμοιαζαν με τον Pίκι. Έτσι της φαινόταν τουλάχιστον. Και γι' αυτό την τράβαγε αυτός ο άντρας, ο Νταγκ ή Ντουέιν ή όπως στην οργή τον έλεγαν, ο πρώτος της πελάτης.
Ήξερε το λόγο κι αν έκανε τον κόπο να το ψάξει, θα έβγαιναν κι άλλα στην επιφάνεια. Ήξερε ότι αν τον ρώταγε θα της έλεγε ότι ο πατέρας του τον χτυπούσε και ότι είχε φύγει και ζούσε μόνος του από πολύ μικρός. Ήξερε ότι αν έβγαζε το μπλουζάκι του θα είχε ένα τατουάζ στον ώμο του, μ' ένα όνομα που είχε πια ξεθωριάσει τόσο, που δεν μπορούσε να διαβαστεί. Για κάποια που γνώρισε για κάνα δυο μήνες. Tότε που ήταν πολύ νέος για να ξέρει ότι το "για πάντα" ισχύει μόνο για το τατουάζ. Και στο μπλε μελάνι που έχει ποτίσει το δέρμα σου.
Tην κούραζε η έλξη που ένιωθε για τον Νταγκ ή Ντουέιν.
"Νομίζω ότι έχω πια αποκτήσει κρίση για τους άντρες", θα έλεγε αργότερα στην καλύτερή της φίλη, τη Λορέτα. "Δε θα ξαναπώ ποτέ πια πως δεν αξίζει να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου, όχι κύριε. Γιατί πώς αλλιώς θα πέφτω πάνω στον ίδιο τύπο ξανά και ξανά; Αρχίζω να πιστεύω πως έχω μια καταπληκτική ικανότητα να ψυχολογώ, μόνο που φαίνεται να δουλεύει για το καλό κάποιου άλλου".
Για την ώρα τής άρεσε να παρακολουθεί τους δυνατούς μυς των μπράτσων του, καθώς ξεβίδωνε τα μπουλόνια απ' τους μεντεσέδες της πόρτας. Και να νιώθει κούραση με κείνο το κομμάτι μέσα της, που αναζητούσε την επόμενη αναστάτωση στη ζωή της, προτού καλά-καλά καθαρίσει απ' την αυλή της τα συντρίμμια του προηγούμενου ναυαγίου της.
Πριν προλάβει να ολοκληρώσει αυτή την αποθαρρυντική σκέψη, η Tσέριλ Γουίλκοξ, η πρώην γυναίκα του Pίκι, σταμάτησε μπροστά στο σπίτι της, για να της πει ότι ήταν μια διπρόσωπη τσούλα.
Και δεν ήταν ακόμα ούτε 9 το πρωί.
Από το Εκείνοι που ήξεραν τον Τρέβορ μιλάνε του Κρις Τσάντλερ (1999)
Δε θέλω να τους απογοητεύσω όλους. Δεν ήταν ακριβώς σαν την άμωμο σύλληψη. Ήταν απ' τα πράγματα που μερικές φορές τ' αφήνεις να συμβούν. Μπορεί να φαίνεται λίγο ανόητο ή και αδιάφορο τώρα, μετά το γεγονός. Ωστόσο, δόξα τω Θεώ που έγινε έτσι.
Δε λέω ότι δεν έπαιξα με την ιδέα της προφύλαξης κάποια στιγμή εκείνο το βράδυ, όμως αυτή η ιδέα δεν προχώρησε παρακάτω. Φαινόταν λες κι όλες οι λέξεις που μπορεί να σχηματιστούν στο μυαλό είχαν χαθεί εκείνη τη στιγμή. Αν θέλεις να δεις έναν άντρα να επανέρχεται στα λογικά του, δοκίμασε να πεις κάτι σαν κι αυτό: "Μήπως κατά τύχη έχεις κανένα προφυλακτικό στο πορτοφόλι σου; Σου είπα ότι δεν παίρνω το χάπι;".
Επιπλέον, αυτός και η γυναίκα του, η Tσέριλ, προσπαθούσαν πολύ καιρό να κάνουν παιδί. Ποτέ δε σκέφτηκα ότι ίσως εκείνη είχε το πρόβλημα. Γιατί να σκεφτόμουν κάτι τέτοιο; Στην ουσία δεν υπολόγισα ότι ήταν πιο πιθανό να συμβεί σ' εκείνους που δεν το επιδιώκουν, άσχετα αν αυτό έχει συμβεί σε πολλούς ανθρώπους. Και μάλιστα ίσως μέσα μου το ήξερα.
Ήταν παντρεμένος. Στην αρχή. Είναι πράγματι κάπως μπερδεμένο.
Έτσι, το μόνο που έκανα ήταν να παραπονεθώ ότι δε θα πηγαίναμε ποτέ για χορό. Αν ζούσαμε στη Νέα Υόρκη, ίσως το κάναμε. Όχι όμως στο Ατασκάντερο. Εκεί όπου όλοι γνωρίζουν όλους, τουλάχιστον σε βαθμό που να ξέρουν ποιος είναι το ταίρι ποιανού.
"Θες να πάμε για χορό;", είπε. "Θα σε πάω". Και με πήγε. Πήγαμε με το αυτοκίνητο κάπου κατά μήκος της Κουέστα Γκρέιντ και κοιτάζαμε από ψηλά τα φώτα της πόλης, που πρέπει να πω έδειχναν πολύ όμορφα από τόση απόσταση. Βγήκαμε από κείνο το παλιό σεντάν, κι εκείνος άφησε το ραδιόφωνο αναμμένο, κάτι που υποθέτω δεν έπρεπε να κάνει, γιατί θα έμενε από μπαταρία. Αλλά αυτό δε μας ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Ούτε κι αργότερα, απ' όσο θυμάμαι.
Δοκίμασε τρεις σταθμούς μέχρι να βρει έναν με απαλή μουσική και μετά ήξερα τι θα ακολουθούσε, είναι όμως τόσο δύσκολο να το εξηγήσω. Ήταν σαν όλος ο κόσμος να βρισκόταν μέσα στη χούφτα του, στο ασήμαντο και μικρό κομμάτι της πλάτης μου. Και τίποτα δεν ήταν μεγαλύτερο απ' αυτό κι ούτε θα ήταν ποτέ. Και όταν έγειρε πάνω μου, η ζεστή αίσθηση της ανάσας του στο λαιμό μου ήταν σαν να βρισκόταν πάντα εκεί και δε θα έφευγε ποτέ εντελώς. Ήταν ένα απόλυτο ταίριασμα και δεν είμαι σίγουρη ότι φταίγαμε εμείς που το ανακαλύψαμε τόσο αργά. Μετά την ανταλλαγή δαχτυλιδιών και όρκων, για τους οποίους θα μετανιώναμε. Ήταν σαν ένας χάρτης, σκέφτηκα. Ξέρεις... Mε κόκκινο τα όρια κάθε πολιτείας, με μπλε γραμμές τα ποτάμια και καφετιές πτυχώσεις τις οροσειρές. Ποιο είναι πιο σημαντικό; Αυτή η συμφωνία που κάναμε όλοι ότι το Αϊνταχο σταματάει να είναι το Αϊνταχο ακριβώς εδώ ή τα βουνά και τα ποτάμια που ήταν εκεί πριν αρχίσει κανείς να τα σχεδιάζει στο χάρτη;
Ένιωθα σαν να ήμουν πάντα εγώ με τον Pίκι και ήμουν βέβαιη ότι αυτό ήταν πέρα απ' το χρόνο. Ακόμα κι αν δεν ήξερα πού την πήγε αυτή την αγάπη όταν έφυγε. Νόμιζα ότι ήταν μέσα του και στοιχημάτιζα ότι μπορούσε να νιώσει το βάρος της, είτε ταξίδευε είτε έμενε επιτέλους μια φορά ακίνητος. Μα φεύγω από το θέμα. Όλοι θέλουν να μάθουν για κείνη τη νύχτα.
Όταν κάναμε έρωτα εκείνη την πρώτη φορά, πριν ακόμα τελειώσει, ένιωσα σαν να είχα χάσει κάτι. Σκέφτηκα: "Δεν μπορώ να κρατήσω τίποτα. Τίποτα που να είναι πραγματικά δικό μου, όταν όλα αυτά θα έχουν τελειώσει".
Έκανα λάθος όμως. Είχα κάτι να κρατήσω.
Η Τσέριλ στάθηκε στο σαλόνι. "Δεν έχεις τίποτα να πιούμε εδώ πέρα;" είπε.
Είχε, παρ' όλο που το στήριγμά της, η Μπόνι, την είχε προειδοποιήσει να τα πετάξει. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να το αντιμετωπίσω πάντως, είχε πει στην Μπόνι. Αυτό είναι μια κουβέντα, παρατήρησε δύσπιστα η φίλη της. Έχεις μόνο πέντε μέρες διορία. Μόνο που δεν ήταν έτσι, γιατί ήπιε δύο ποτήρια.
Είναι ώρα να διορθώσεις τα πράγματα, να ξεκαθαρίσεις τα απομεινάρια του παρελθόντος σου, την είχε συμβουλέψει η Μπόνι. Γι' αυτό η Aρλίν κάλεσε την πρώην γυναίκα του Pίκι στο σπίτι της. Για να ζητήσει συγνώμη που κοιμήθηκε με τον Pίκι, όταν ήταν ακόμα παντρεμένος μαζί της. Για τα εννιά με δέκα χρόνια παράλληλης σχέσης.
Διαφορετικά, όταν η Tσέριλ σταμάτησε μπροστά στο σπίτι της για να της πει ότι ήταν μια διπρόσωπη τσούλα, μπορεί να της έλεγε "ευχαριστώ" και να την άφηνε εκεί να ωρύεται, με τη βαριά μυρωδιά απ' τα λάστιχα να πλανιέται στην ατμόσφαιρα. Παλιότερα μπορεί να το είχε κάνει. Ύστερα θα χαμογελούσε στον Νταγκ σαν να μη συνέβαινε τίποτα και θα ρωτούσε τι σχέδια είχε για το βράδυ.
Εκείνος όμως είχε φύγει να δοκιμάσει το φορτηγό, η Tσέριλ στεκόταν στο σαλόνι της και για όλα έφταιγε το στήριγμά της, η Μπόνι - η κοινωνική λειτουργός που την παρακολουθούσε. Αργότερα, όταν θα ήταν μεθυσμένη για τα καλά, θα 'πρεπε να τηλεφωνήσει στην Μπόνι για να της πει ακριβώς αυτό.
"Νομίζω πως ξέρεις πού βρίσκεται και απλώς δε μου το λες", φώναξε η Tσέριλ.
"Αν ήξερα πού είναι, δε θα έδινα το φορτηγό για να πάρω ίσως το ένα τρίτο απ' τα λεφτά μου πίσω. Θα τον έβρισκα και θα έστελνα τον τύπο που έρχεται για τη δόση του δανείου να πάει να τον βρει, και ας έκανε αποτίμηση με το θλιβερό τομάρι του".
"Αυτά παθαίνεις που συνυπέγραψες. Πήρες ό,τι σου άξιζε", επέμεινε η Tσέριλ.
Η Aρλίν ήθελε να της απαντήσει, όμως δεν μπορούσε να σκεφτεί τι και φοβήθηκε ότι θα μπορούσε να ήταν κάτι κακόβουλο, άσχετα με το πόσο προσεχτικά θα το έφτιαχνε στο μυαλό της. Αντί γι' αυτό λοιπόν, προτίμησε να βάλει δυο δάχτυλα παλιό καλό Jose Cuervo, τον μόνο άντρα στη ζωή της που δεν της έλεγε ποτέ ψέματα κι έτσι ήξερες πάντα τι να περιμένεις απ' αυτόν. Και δεν μπορούσες ποτέ να πεις ότι δεν ήξερες. "Tσέριλ, σ' έφερα εδώ για να σου πω ότι λυπάμαι".
"Ναι, αυτό λέω πάντα κι εγώ για σένα. Θα πρέπει να λυπάσαι πάρα πολύ που ήρθες έτσι στο σπίτι μου, σαν προσκεκλημένη, έφαγες από το φαγητό μου, λες και ήσουν κάποια φίλη, κάνοντάς μου την καλή".
Η Aρλίν σταμάτησε για να σκεφτεί πως είχε χάσει πόντους από ευγένεια και μόνο. "Γιατί μου τα λες όλα αυτά τώρα;".
Η Tσέριλ πήρε μια βαθιά ανάσα, όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν χτυπήσεις ένα αδύνατο σημείο τους, μια ουλή που προσπαθούν επιμελώς να κρύψουν. Τελευταία όλα έμοιαζαν με εκείνο το ακριβό ρημάδι στο γκαράζ του σπιτιού της, που είχε χρησιμοποιηθεί ελάχιστα και που τώρα οι πόρτες του δε φαίνονταν να ταιριάζουν με κανενός άλλου.
"Όταν άκουσα ότι το φορτηγό ήταν εδώ, νόμισα...", τραύλισε η Tσέριλ.
"Τι νόμισες; Ότι ήταν εδώ κι εκείνος;".
"Ίσως".
Η Aρλίν δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί τι είχε ο Pίκι που έκανε τις γυναίκες να εύχονται να γυρίσει πίσω κι ας τους δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα. "Λοιπόν, δεν είναι".
"Ναι, τώρα το βλέπω".
Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο γιος της Aρλίν. Τα μαλλιά του ήταν τελείως αχτένιστα, σφάλμα της που, στη βιασύνη να τακτοποιήσει εκείνο το χαμό στο γκαράζ της, είχε εγκαταλείψει το αγόρι στην τύχη του. Ο καβάλος του μπλουτζίν του ήταν σκισμένος, αλλά η Aρλίν δεν το είχε προσέξει καν. Ακόμα. Τουλάχιστον φορούσε καθαρά εσώρουχα, δόξα τω Θεώ.
"Τρέβορ, πού ήσουνα;".
"Είχα πάει στου Τζο".
"Είπα εγώ ότι μπορούσες να πας στου Τζο;".
"Όχι", είπε με χαμηλωμένα μάτια, έτσι που η Aρλίν σκέφτηκε ότι μπορεί να είχε κάνει πρόβα στον καθρέφτη. Ήξερε ποια ήταν η γυναίκα που ήταν με τη μαμά στο σαλόνι, αλλά δεν ήξερε γιατί ήταν εκεί. Πάντως ήξερε ότι δεν ήταν για καλό. Τα παιδιά ξέρουν. "Συγνώμη". Τα μάτια του έπεσαν στο ποτήρι της. Κανένα σχόλιο, μονάχα μια σιωπηλή αποδοκιμασία, πολύ ώριμη για ένα αγόρι στην ηλικία του, που ξέρει ορισμένα πράγματα, όπως το γιατί προσπαθούν οι μεγάλοι. Αλλά και πόσο δύσκολο είναι να πετύχουν.
"Εντάξει. Μπορείς να ξαναπάς".
"Μα, μόλις γύρισα".
"Θα μου κάνεις τη χάρη για μια φορά;".
Και το έκανε, χωρίς να αντιμιλήσει. Η Aρλίν σκέφτηκε εκείνη τη στιγμή να τον πάει για παγωτό αργότερα, το συνηθισμένο αντάλλαγμα για κάθε ασυνήθιστη συμπεριφορά από την πλευρά της. Κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να τρώνε πολύ παγωτό. Η πόρτα που έκλεισε πίσω του έκανε την Aρλίν να νιώσει έναν πόνο αποχωρισμού, λες και δεν είχε ακόμα συνηθίσει τον πόνο του ομφάλιου λώρου.
Ξαναγέμισε τα ποτήρια τους. "Σ' ευχαριστώ που δεν είπες τίποτα μπροστά στο παιδί".
"Μοιάζει τόσο πολύ στον Pίκι".
"Δεν είναι του Pίκι".
"Είναι φτυστός ο Pίκι".
"Είναι δώδεκα. Εγώ άρχισα να βλέπω τον Pίκι πριν από δέκα χρόνια".
Ήταν σαν να ένιωθε την παρουσία της Μπόνι και το βλέμμα της να της υπενθυμίζει. Δεν ήταν αυτή η ειλικρίνεια που θα τη βοηθούσε να βάλει τις βάσεις για μια καινούρια ζωή. Όμως ήταν ένα τόσο παλιό ψέμα και ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πει κάτι διαφορετικό ύστερα από τόσα χρόνια. Ήταν ένα ψέμα που είχε γίνει αλήθεια μετά από όλον αυτόν τον καιρό.
"Τον βλέπω σ' αυτό το αγόρι".
"Βλέπεις κάτι που δεν υπάρχει". Ή κάτι που ήθελες για τον εαυτό σου και δε θα το έχεις ποτέ. Αυτό που δεν έχουμε, το βλέπουμε παντού γύρω μας. Αυτό που δεν επιτρέπουμε στον εαυτό μας να κάνει, αρνούμαστε να το δεχτούμε στους άλλους ανθρώπους. Η Aρλίν είχε αρχίσει να το συνειδητοποιεί.
Στις εννιά το βράδυ η Μπόνι την επισκέφτηκε απροειδοποίητα.
"Θα σου φανεί περίεργο", είπε η Aρλίν. "Αλλά μόλις σκεφτόμουν να σου τηλεφωνήσω".
"Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήθελες να μιλήσεις".
"Είχες κανένα προαίσθημα;".
"Όχι, ακριβώς. Βρήκα ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή μου από το γιο σου".
Αυτά τα λόγια, εντελώς αναπάντεχα για την Aρλίν, της έφεραν δάκρυα στα μάτια, για λόγους που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Τελευταία, τα δάκρυα ήταν σαν να περίμεναν κάτω απ' την επιφάνεια και το παραμικρό τράνταγμα τα ανέβαζε επάνω. Aκόμα και ένα ξαφνικό ξέσπασμα γέλιου ή τρόμου τη δυσκόλευε να τα συγκρατήσει, κυρίως αν τα είχε πιέσει για πολλή ώρα.
Η Μπόνι εμφανίστηκε στην πόρτα με όλο το βάρος των 120 κιλών της και αγκάλιασε την Aρλίν σαν μεγάλο μαξιλάρι, πνίγοντάς την μ' ένα συναίσθημα κάθε άλλο παρά δυσάρεστο.
Μετά από λίγο πήγαν στα ντουλάπια και άδειασαν όλα τα ποτά στο νεροχύτη.
"Θα ξαναρχίσω αύριο απ' την αρχή. Ίσως το κάνω σωστά αυτή τη φορά".
"Γιατί όχι τώρα; Μπορείς ν' αρχίσεις οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, ξέρεις".
"Υποθέτω πως ναι".
Η Μπόνι την ακολούθησε στο υπνοδωμάτιο και κοίταξε μαζί με την Aρλίν έξω στον κήπο και το γκαράζ, τα λουσμένα απ' το φως του φεγγαριού απομεινάρια αυτού που κάποτε φαινόταν πως ήταν τα πάντα και άξιζε τα πάντα. Η Aρλίν πίστευε πως μ' αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να δείξει στην Μπόνι όλα όσα δεν είχε καταφέρει ποτέ να πει? ότι θα της έδειχνε το πρόβλημα. Το φάντασμα. Ήταν σαν να της έλεγε: "Αν σε κυνηγούσε κάτι τέτοιο, ποιος σου λέει ότι θα τα κατάφερνες καλύτερα από μένα;".
Η Aρλίν έγνεψε αργά. "Ακούς τα δέντρα;".
"Τι ν' ακούσω;".
"Μου τραγουδάνε τη νύχτα. Τόσο καθαρά που δεν μπορώ να κοιμηθώ πια. Τραγούδια του Pίκι. Δεν τ' ακούς; Σου το ορκίζομαι, πριν έρθει στο σπίτι εκείνο το καταραμένο φορτηγό, δεν τραγουδούσαν ποτέ αυτά τα τραγούδια. Πιστεύω πως κάτι θα τραγουδούσαν, αλλά όχι αυτά".
"Μόνο ο αέρας είναι, κορίτσι μου".
"Για σένα μπορεί".
Η Μπόνι την έβαλε στο κρεβάτι. "Θα 'ρθω το πρωί να δω πώς είσαι".
"Εδώ θα είμαι".
Και την άφησε μόνη της με όλα εκείνα τα τραγούδια.
Σηκώθηκε μετά από λίγο. Πήγε στο δωμάτιο του Τρέβορ. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού του και ανασήκωσε τα σγουρά μαύρα μαλλιά του απ' το μέτωπό του.
"Είσαι εντάξει, μαμά;" Δεν ήταν ξύπνιος, όμως πρόφερε αυτά τα λόγια λες και ένα κομμάτι του ύπνου του ήταν γεμάτο με την ανησυχία του για κείνη.
"Είσαι το μόνο καλό πράγμα που έκανα ποτέ". Αυτό του το έλεγε συχνά.
"Έλα τώρα, μαμά". Πάντα της απαντούσε το ίδιο.
Όταν τον άφησε, τα μάτια του ήταν ακόμα ανοιχτά. Ίσως να τα άκουγε κι εκείνος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
ΑΡΛΙΝ
Η Λορέτα καθόταν στην κουζίνα της Αρλίν πίνοντας καφέ και χτενίζοντας με τα δάχτυλά της τις πυκνές ξανθές μπούκλες μαλλιών που έπεφταν στο μέτωπό της.
Η Αρλίν σκέφτηκε ότι αν είχε κι αυτή τόσο πολλά μαλλιά θα ασχολιόταν συνεχώς μ' αυτά, αλλά δεν είχε ποτέ. Θα μπορούσε να τα είχε κάνει ξανθά, όπως η Λορέτα, προτιμούσε τα μαλλιά της όμως στο φυσικό τους χρώμα.
"Σου είπα ότι είναι μαύρος;".
"Όχι", απάντησε μονολεκτικά η Λορέτα.
"Α, ναι. Είναι μαύρος".
"Λοιπόν;".
"Δεν ξέρω. Απλά το αναφέρω".
"Σε πειράζει;".
"Δεν ξέρω. Όχι. Έτσι το λέω. Σου έχω πει για το πρόσωπό του όμως".
"Αμέτρητες φορές. Αυτό σ' ενοχλεί!".
"Όχι, δε θα το έλεγα. Ίσως, στην αρχή".
"Δε με ξεγελάς".
"Μετά από λίγο, να... το συνήθισα. Δεν το πολυσκέφτομαι πια".
"Τι γίνεται όμως όταν, ξέρεις... είσαστε πολύ κοντά; Τότε σ' ενοχλεί;".
Η Αρλίν πετάχτηκε ξαφνικά από την καρέκλα της, για να πλύνει το φλιτζάνι στο νεροχύτη, παρ' όλο που ο μισός καφές της ήταν ακόμα μέσα.
"Να σου πω...", είπε πάνω απ' τον ώμο της. "Με σένα μπορώ να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Δεν έχουμε βρεθεί ποτέ τόσο κοντά".
"Κι όταν σε φιλάει;". Η Λορέτα περίμενε υπομονετικά την απάντησή της, στην πραγματικότητα η Αρλίν είχε εκπλαγεί με τον εαυτό της, πόση ώρα έκανε να το παραδεχτεί. "Μη μου πεις πως δεν τον έχεις φιλήσει ποτέ!".
"Κι όμως!".
"Έχεις βγει μαζί του τέσσερις φορές. Δε νομίζεις πως κάτι τέτοιο μπορεί ν' αρχίσει να πληγώνει τα αισθήματά του μετά από λίγο;".
"Λοιπόν, ξέρω πως δε θα το πιστέψεις, Λορέτα". Αφησε το φλιτζάνι της και ξανακάθισε, γέρνοντας μπροστά και μιλώντας χαμηλόφωνα - μια κοριτσίστικη συνωμοσία. "Δεν είμαι εγώ επιφυλακτική".
"Έχεις δίκιο. Δε σε πιστεύω. Τώρα, μην πάρεις στραβά την ερώτησή μου. Δεν είχα τολμήσει να σου την κάνω μέχρι τώρα. Γιατί βγαίνεις ραντεβού μ' αυτόν τον άντρα; Δεν ελπίζεις πια ότι θα γυρίσει ο Ρίκι;".
"Όχι φυσικά".
"Τότε γιατί;".
"Εσύ γιατί νομίζεις; Πώς μπορείς να με ρωτάς κάτι τέτοιο; Είναι πάνω από χρόνος, Λορέτα. Δε νομίζεις πως έχω ανάγκες; Εξάλλου του αξίζει του Ρίκι, αν έρθει, να με βρει με κάποιον άλλον. Θα είναι η τιμωρία του".
Η Λορέτα έγειρε την πλάτη της πίσω στην καρέκλα, πιο δραματικά απ' ό,τι χρειαζόταν. "Α, έτσι!".
"Γιατί αυτό το ύφος;".
"Να σου πω. Αυτή είναι η χειρότερη δικαιολογία που άκουσα ποτέ, για να βγαίνεις ραντεβού με κάποιον.
"Δηλαδή; Εγώ δεν είπα τίποτα για λόγο".
"Είπες ότι θα του άξιζε του Ρίκι".
"Μιλούσα υποθετικά".
"Ώστε αυτός ο τύπος είναι μόνο για σεξ στο μεταξύ;".
"Ναι, ξέρω πως οι άντρες το σιχαίνονται αυτό".
"Μερικοί μπορεί να το σιχαίνονται".
"Όσους γνώρισα εγώ".
Η Αρλίν σήκωσε τα μάτια της ξαφνικά και είδε τον Τρέβορ να στέκεται στην πόρτα της κουζίνας. "Τρέβορ, πόση ώρα στέκεσαι εκεί;".
"Μόλις ξύπνησα".
"Δεν πρέπει να κρυφακούς, έτσι;".
"Ήρθα απλώς, για πρωινό".
"Πήγαινε έξω να παίξεις, εντάξει;".
"Μα δεν έφαγα το πρωινό μου".
"Καλά, κάθισε και θα σου φτιάξω κάτι".
Ο Τρέβορ κούνησε το κεφάλι του με φανερή σύγχυση και κάθισε στο τραπέζι ακουμπώντας το σαγόνι του στα δυο του χέρια.
"Λοιπόν, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις κάποιον για κάτι που μάλιστα δε σ' το δίνει".
Ο Τρέβορ τέντωσε τ' αφτιά του. "Για ποιον μιλάτε;".
"Αυτό δε σε αφορά, Τρέβορ. Και Λορέτα, οι μικροί παίκτες του μπέιζμπολ έχουν μεγάλα αφτιά, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ".
Η Λορέτα σήκωσε τους ώμους της και ξαναγέμισε το φλιτζάνι της από την καφετιέρα. "Τέλος πάντων. Εμένα μου φαίνεται σαν προσωπικό πρόβλημα. Αν ήμουνα στη θέση σου θα μίλαγα στην Μπόνι".
"Δεν έχω να της πω τίποτα, Λορέτα. Αφησέ το".
Έβαλε δύο φρυγανισμένες φέτες ψωμί μπροστά στο γιο της και μετά βγήκε στο χολ και πήρε την Μπόνι απ' το τηλέφωνο της κρεβατοκάμαρας. Ο τηλεφωνητής άνοιξε και η Αρλίν άφησε μήνυμα, όπου έλεγε πως είχε ένα προσωπικό πρόβλημα που θα ήθελε να συζητήσουν.
Για να φτάσει στο μικρό τροχόσπιτο της φίλης της, έκοψε δρόμο μέσα από διακοσμητικά, χειροποίητα κεντήματα, φτερά, κεραμικά, αντικείμενα φτιαγμένα από φυσητό γυαλί και πορσελάνινους κλόουν. Στην Μπόνι άρεσαν όλα αυτά και είχε πολλά γύρω απ' το σπίτι της, για να μην της λείπει ποτέ κάτι. Η Αρλίν βολεύτηκε σ' ένα μαλακό καναπέ, που ήταν γεμάτος από κεντητά μαξιλαράκια.
"Ώστε τελικά παραιτήθηκες απ' το Λέιζερ Λάουντζ", είπε η Μπόνι.
"Ναι. Ένας τύπος ήρθε κι αγόρασε τη μηχανή για οχτακόσια δολάρια κι έτσι έχω τις δόσεις για δύο μήνες ακόμα".
"Και μετά τους δύο μήνες; Τι θα κάνεις μετά;".
"Θα το αντιμετωπίσω όταν έρθει. Τουλάχιστον θα βρω τον ύπνο μου μέχρι τότε. Δεν ήρθα όμως να συζητήσουμε αυτό".
"Πώς μπορείς να έχεις προβλήματα σχέσης; Νομίζω πως είπαμε να μην κάνεις καμία καινούρια σχέση τον πρώτο χρόνο".
Η Αρλίν αναστέναξε και κοίταξε το ταβάνι. "Λυπάμαι, Μπόνι, αλλά για μια φορά δεν έκανα αυτό που μου είπες".
"Για μια φορά;". Η δυνατή φωνή της Μπόνι αντήχησε σαν σειρήνα. Αν υπήρχαν σκυλιά στην αυλή, η Αρλίν φαντάστηκε ότι θα άρχιζαν να ουρλιάζουν. Αλλά στο πάρκο που βρισκόταν το τροχόσπιτο της Μπόνι, ευτυχώς, δεν επιτρέπονταν σκυλιά! "Κορίτσι μου, πού έμαθες να μετράς; Ποτέ δεν έκανες αυτό που σου είπα. Με τον Ρίκι τι γίνεται;".
"Τον είδες πουθενά εδώ γύρω;".
"Όχι, αλλά αν τον δούμε;".
"Θα το αντιμετωπίσουμε κι αυτό όταν έρθει".
"Μ' άλλα λόγια, πάμε για ψώνια, χαλάμε του κόσμου τα λεφτά και ανησυχούμε για τους λογαριασμούς, όταν αρχίσουν να έρχονται".
"Δεν είπα αυτό".
"Εγώ αυτό κατάλαβα. Τέλος πάντων ποιο είναι το πρόβλημα;".
"Λοιπόν, έχω βγει μ' αυτόν τον τύπο τέσσερις φορές. Δεν έχει καν προσπαθήσει να με αγγίξει. Είναι σαν... ένας τέλειος... τζέντλεμαν".
"Καημένη μου, οι άντρες είναι τέτοια κτήνη".
"Τέσσερις φορές ωστόσο, Μπόνι, δε σου φαίνεται παράξενο;".
"Δεν αναγνωρίζεις έναν άντρα παρά μόνο αν σε ρίξει στο κρεβάτι;".
Η Αρλίν σκέφτηκε πως όχι, αλλά δεν έκανε τον κόπο να το πει. "Δεν έχει προσπαθήσει ούτε το χέρι να μου πιάσει. Πώς σου φαίνεται αυτό;".
"Μου φαίνεται πως ο τύπος έχει περισσότερο μυαλό από σένα και πως αν ήταν κάποιου είδους αναμέτρηση δε θα είχε ιδιαίτερη δυσκολία για να βγει νικητής. Δε θέλω να σε προσβάλλω, αλλά κοίτα, είσαι χωρίς ποτό μόνο εξήντα μέρες. Δεν υπάρχει χρόνος να προσθέσεις σεξουαλικά προβλήματα σ' αυτά που ήδη έχεις, όμως αν είναι να το κάνεις έτσι κι αλλιώς και ξέρω πως θα το κάνεις, για όνομα του Θεού πήγαινε με αργούς ρυθμούς".
"Κατάλαβα".
"Κορίτσι μου, άκουσες έστω και μια λέξη απ' όσα σου είπα;".
" Απλώς έχω κουραστεί τόσο πολύ κι έχω βαρεθεί να κοιμάμαι μόνη μου, Μπόνι. Έχω κουραστεί τόσο, μα τόσο πολύ. Και ξέρω πως έχει κουραστεί κι αυτός. Γιατί λοιπόν είναι τόσο τρομερό; Ποιο είναι το πρόβλημά του;".
"Εμένα ρωτάς;".
"Ναι. Γι' αυτό ήρθα μέχρι εδώ. Για να σε ρωτήσω".
"Δε σου χτυπάει λίγο παράξενα να ρωτάς εμένα γι' αυτό;".
"Εσύ είσαι το στήριγμά μου".
"Και γι' αυτό θα 'πρεπε να ξέρω πώς σκέφτεται αυτός ο άντρας που δεν έχω συναντήσει ποτέ μου;".
"Εννοείς να ρωτήσω αυτόν;".
Η Μπόνι έβγαλε ένα δυνατό, απροσδιόριστο ήχο και σήκωσε τα χέρια της σε μια κίνηση ήττας. "Και νομίζει πως είναι έτοιμη για να κάνει σχέση. Θεέ μου, βοήθησέ μας όλους". Συνόδεψε την Αρλίν μέχρι την πόρτα, μιας και η Αρλίν πήγαινε προς τα εκεί έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς βοήθεια.
"Έι! Ο τύπος είναι αυτός με τα σημάδια που μου είπες;".
"Ακριβώς".
"Είσαι σίγουρη πως ξέρει τι θέλεις από κείνον;".
"Νομίζω πως... σίγουρα, ξέρει. Δηλαδή, πρέπει να ξέρει. Γιατί να έβγαινα μαζί του, αν δεν ήθελα να προχωρήσει;".
"Καλύτερα να βεβαιωθείς πως το ξέρει. Μην πεις σε κανένα ότι το είπα αυτό. Υποτίθεται πως πρώτα πρέπει να περάσεις ένα χρόνο χωρίς να πιεις".
"Ναι, αλλά ήξερες πως δε θα το έκανα".
Η Μπόνι σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό κι έκλεισε την πόρτα.
Όταν τον στρίμωξε στη γωνία του σπιτιού της, ξανάνιωσε μαθήτρια. Λες και την περίμεναν οι γονείς της μέσα!
Το πρόβλημα ήταν πως ο Ρούμπεν πλήρωνε πάντα μια κοπέλα, για να μένει με το παιδί. Αυτό βέβαια δεν ήταν πρόβλημα, αντίθετα ήταν πολύ ωραίο. Ήταν όμως μέρος του προβλήματος, γιατί αν τον καλούσε μέσα, η κοπέλα θα ήταν εκεί. Δεν είχε αυτοκίνητο για να φύγει κι έτσι έπρεπε να την πάει εκείνος στο σπίτι της.
Η Αρλίν δεν είχε σκεφτεί κανέναν τρόπο για να το παρακάμψει αυτό. Έτσι, όταν τη συνόδεψε μέχρι την πόρτα της, το έκανε πάντοτε σαν αληθινός κύριος, του έκλεισε το δρόμο και έβαλε τα χέρια της γύρω απ' το λαιμό του.
"Πέρασα πολύ ωραία απόψε", ψιθύρισε στο δεξί του αφτί. Ένιωσε τους μυς στο λαιμό και τους ώμους του να σφίγγονται. Περίμενε απ' αυτόν να της πει κάτι τρυφερό. Έστω να της πει οτιδήποτε, να χαλαρώσει, να την αγκαλιάσει. Εκείνος όμως έμενε σιωπηλός με τα χέρια κρεμασμένα στο πλάι. "Γιατί είσαι τόσο νευρικός;".
"Φαίνομαι νευρικός;".
"Ναι. Έτσι σε νιώθω. Θέλεις να σταματήσω;".
"Νομίζω πως έχω ανάμεικτα συναισθήματα".
Αποθαρρυμένη όπως ήταν, αυτό φάνηκε να τη βγάζει για λίγο από τη δύσκολη θέση, γιατί σκέφτηκε πως το να έχει ανάμεικτα συναισθήματα ήταν καλύτερο από το να μην έχει καθόλου συναισθήματα. Έκανε δυο βήματα για να τον πλησιάσει περισσότερο, αλλά εκείνος οπισθοχώρησε και βρέθηκε με την πλάτη του κολλημένη στην πόρτα. Και μιας και δεν μπορούσε να της ξεφύγει, τον φίλησε. Δεν ένιωσε τίποτα διαφορετικό απ' ό,τι αν φιλούσε οποιονδήποτε άλλον.
Ήταν ένα απαλό φιλί. Δεν ήξερε γιατί, αλλά φαινόταν σαν να ήταν πρωτάρα και να μην είχε νιώσει ξανά ένα απαλό φιλί. Και της έφερε όλα αυτά τα τρυφερά συναισθήματα μέσα της, σαν μικρές ανάσες που προσπαθούσαν να βγουν προς τα έξω, σαν φτερούγισμα.
Πραγματικά δεν το περίμενε να της αρέσει τόσο πολύ.
Έκανε λίγο προς τα πίσω για να τον κοιτάξει, με τη σκέψη πως τώρα ήταν η στιγμή να ανακαλύψει με κάποιον τρόπο αν θα την ενοχλούσε το πρόσωπό του. Όμως εκείνος έστριψε λίγο το κεφάλι του κι εκείνη βρέθηκε να κοιτάζει περισσότερο τη δεξιά πλευρά του προσώπου του, που έτσι κι αλλιώς ήταν όμορφη και ευχάριστη - αυτό πάντα το πίστευε.
"Θα έρθεις μέσα απόψε;". Ήταν μια δύσκολη ερώτηση, γιατί είχε πείσει τον εαυτό της πως δε θα χρειαζόταν να κοιμηθεί μόνη της εκείνο το βράδυ, παρ' όλο που ήξερε πως μπορεί να έκανε λάθος. Αν ήταν πράγματι έτσι, δεν ήθελε να το μάθει ακόμα.
"Πρέπει να πάω την μπέιμπι-σίτερ στο σπίτι της".
"Μπορείς να γυρίσεις".
"Μα είναι ο Τρέβορ στο σπίτι". Όσο μιλούσαν, το κορμί της ήταν ακόμα κολλημένο επάνω του. Με τα χέρια τυλιγμένα γύρω απ' το λαιμό του, ένιωθε την αλλαγή στη φωνή του κι έβλεπε τις πιθανότητες να ανταποκριθεί να χάνονται.
"Αυτό το παιδί κοιμάται σαν πεθαμένο. Δεν μπορείς να το ξυπνήσεις, όσο κι αν προσπαθήσεις. Κάποτε, όταν ζούσαμε στο Πάσο Ρομπλς, το σπίτι που βρισκόταν δίπλα μας κάηκε τελείως. Σειρήνες ούρλιαζαν μες στη νύχτα, άνθρωποι στρίγκλιζαν. Αναγκάστηκα να τον βγάλω στο δρόμο με τη βοήθεια ενός πυροσβέστη κι εκείνος κρεμόταν στον ώμο μου κοιμισμένος. Μην ανησυχείς για τον Τρέβορ. Μιλάω πολύ, έτσι;". Εκείνος χαμογέλασε κι αυτό τη βοήθησε να ξαναβρεί το θάρρος της και τον ξαναφίλησε. "Θα γυρίσεις λοιπόν. Σωστά;".
"Αρλίν, δεν είμαι σίγουρος...".
Έβαλε το δάχτυλό της στα χείλη του πριν προλάβει να πει για ποιο πράγμα δεν ήταν σίγουρος. "Δεν έχεις κουραστεί να κοιμάσαι μόνος σου;".
"Φυσικά κι έχω κουραστεί".
"Δε νιώθεις τίποτα για μένα;".
Ξέφυγε από το αγκάλιασμά της και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. "Θεέ μου", είπε ξέπνοα. "Αυτό νομίζεις;". Ώστε ήθελε, μόνο που έπρεπε να πάει πιο μακριά για να της το πει.
"Είσαι σαν άγιος και γι' αυτό έχεις κι αυτό το όνομα. Σεντ (Αγιος) Ρούμπεν".
"Όχι. Δεν έχεις ιδέα πόσο απέχω από το να είμαι άγιος. Αν μπορούσες να μπεις για μια στιγμή στο πετσί μου, θα ήξερες".
"Θα γυρίσεις, λοιπόν".
Πήρε το χέρι του, από φόβο μην της φύγει πριν απαντήσει. Κι εκείνος υποσχέθηκε πως θα γύριζε.
Από τα άλλα πρόσωπα που συνέβαλαν στο Κίνημα
Είμαι τόσο ηλίθια! Ήταν φανερό! Θέλει πέντε λεπτά μέχρι το σπίτι της μπέιμπι-σίτερ και άλλα πέντε για να γυρίσει πίσω. Μα τι ανόητη που είμαι! Μου πήρε μία ώρα για να καταλάβω πως δε θα ερχόταν. Θα φανεί περίεργο, αλλά με πείραξε πολύ που δεν ήρθε. Περισσότερο απ' όσο ήθελα ή περίμενα.
Η Λορέτα είπε πως έχω συνηθίσει τόσο πολύ να με ποδοπατάνε οι άντρες, που όσο εκείνος δεν το 'κανε, τόσο το ζητούσε ο οργανισμός μου. Δεν ξέρω. Δεν τα πάω καλά με την ψυχολογία. Έτσι όπως το είπε ακουγόταν σαν αρρώστια, λες και ήθελα μόνο αυτό που δεν μπορούσα να αποκτήσω. Ίσως να μου άρεσε μόνο το ότι δε μου φέρθηκε φτηνιάρικα. Ίσως να μου άρεσε που ήμουνα για λίγο κοντά σ' έναν τζέντλεμαν, έτσι για αλλαγή.
Σκεφτόμουν συχνά όλα αυτά που είχαν αρχίσει να μου αρέσουν σ' εκείνον και μ' αυτές τις σκέψεις στενοχωριόμουν περισσότερο που δεν ερχόταν. Κατέληξα να κάθομαι στο σαλόνι περιμένοντας το αυτοκίνητό του να ακουστεί στο δρόμο. Κάθε φορά που άκουγα μηχανή, ένιωθα αυτό το φτερούγισμα στο στομάχι μου. Και κάθε φορά ήταν ένα άλλο αυτοκίνητο, που απομακρυνόταν... Ένιωθα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου. Έπρεπε να προσπαθήσω πάρα πολύ για να μην τ' αφήσω να κυλήσουν στο πρόσωπό μου.
Το αστείο ήταν πως μερικές φορές έμπλεκα με κάποιον, γιατί πίστευα πως, για κάποιο λόγο, απ' αυτόν το συγκεκριμένο δε θα πόναγα πολύ. Το αστείο ήταν πως πίστευα ακόμα ότι δε θα πληγωθώ. Παρά τα όσα είχα περάσει, παρ' ότι δεν το είχα πετύχει ποτέ στο παρελθόν!
Τελικά, δεν άντεξα άλλο και τηλεφώνησα στο σπίτι του. Το σήκωσε αμέσως. "Λυπάμαι, Αρλίν. Αληθινά λυπάμαι!".
"Αυτό ήταν λοιπόν; Δεν έχεις να πεις τίποτα άλλο;". Η φωνή μου έβγαινε με λυγμό. Το άκουγε, το καταλάβαινε κι αυτό το σιχαίνομαι.
"Δε θα μπορούσες να μου δώσεις λίγο χρόνο ακόμα;".
Ναι, αν ήταν απαραίτητο θα το προσπαθούσα κι αυτό, να κάνω για λίγο χρόνο υπομονή, αλλά για ένα πράγμα ήμουν σίγουρη. Θα έπαιρνα καινούρια μπέιμπι-σίτερ κι αυτή η καινούρια θα έπρεπε να έχει δικό της αυτοκίνητο!
Γέλασε όταν του το είπα. Χάρηκα που τον άκουσα να γελά. Πάντα βοηθάει να γελάς κάτι τέτοιες στιγμές. Αν δεν είχε γελάσει, μπορεί ποτέ να μην είχα καταλάβει πόσο πολύ φοβόταν.
Ναι, νομίζω πως μπορώ να τον περιμένω.
Γελάμε και την επόμενη στιγμή με παίρνουν τα κλάματα, χωρίς να προσπαθώ να το κρύψω. Είμαι πολύ συναισθηματική. Όλοι μου το λένε. Αν ήταν η Μπόνι εδώ, θα μου έλεγε πως αυτό ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη για το πόσο ανέτοιμη ήμουν, αλλά δόξα τω Θεώ δεν ήταν.
"Αρλίν! Είσαι καλά;".
"Να πάρει, απλώς δεν αντέχω να κοιμάμαι άλλο μόνη μου. Μπορεί να νόμιζες μέχρι τώρα πως τα καταφέρνω μια χαρά. Φοβάμαι όμως, νιώθω μοναξιά τα βράδια και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Παράτησα τη νυχτερινή μου δουλειά για να μπορώ να κοιμηθώ, αλλά τώρα είναι χειρότερα. Έχω περισσότερο χρόνο να μένω ξαπλωμένη στο κρεβάτι φοβισμένη και μόνη. Μερικές φορές σκέφτομαι να σηκωθώ και να πάω πάλι για δουλειά, μόνο και μόνο για να περάσει η νύχτα". Δεν ξέρω αν κατάλαβε ούτε τα μισά απ' όσα είπα, γιατί όταν κλαίω είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς τι λέω.
Για ένα λεπτό δεν είπε τίποτα. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν λεπτό, μου φάνηκε όμως τόσο πολύ. "Θέλεις να έρθω να μείνω μαζί σου για να κοιμηθείς;", η φωνή του ακούστηκε διστακτική.
"Ξέρεις, αυτό θα ήταν πολύ ωραίο, γιατί είχα πιστέψει πως μπορεί να έμενες εδώ απόψε".
"Δώσε μου δέκα λεπτά", είπε μετά από ολιγόλεπτη σιωπή.
Έκλεισα το τηλέφωνο και πήγα στο παράθυρο. Κοίταξα μέσ' απ' τα δέντρα εκείνο το μικρό μισοφέγγαρο να κρέμεται κίτρινο πάνω απ' το λόφο και χαμογέλασα. Ήταν γλυκό εκ μέρους του να προσφερθεί. Παρ' όλο που δεν μπορούσα να πιστέψω πως δε θα 'ρχόταν. Όταν την πατήσεις μια φορά... Αλλά αυτός ο άντρας ήταν γεμάτος εκπλήξεις. Μετά από λίγο καιρό έμαθα να μην προσπαθώ να μαντέψω τι πρόκειται να κάνει.
Είχε πάψει να περιμένει και είχε ξαπλώσει, όταν άκουσε το σιγανό χτύπημα στην πόρτα. Φόρεσε μια ρόμπα και πήγε να του ανοίξει. Και πράγματι, ήταν εκείνος! Εκείνος, κολλημένος στο κατώφλι! Αναγκάστηκε να τον πιάσει απ' το χέρι και να τον τραβήξει προς τα μέσα.
Ήθελε να τον αγκαλιάσει, αλλά είχε την εντύπωση πως, αν πήγαινε προς το μέρος του, εκείνος θα τραβιόταν προς τα πίσω, όπως είχε κάνει και ν....
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις