0
Your Καλαθι
Η ποιητική της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στα ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή της ποίησης, το περιεχόμενο και την επίδραση της στον δέκτη θα μπορούσε κανείς ν’ απαντήσει μελετώντας την αρχαία λογοτεχνία από τον Όμηρο μέχρι τους ποιητές της ελληνιστικής εποχής. Επειδή όμως αυτό το φιλόδοξο σχέδιο δύσκολα μπορεί να αναλάβει ένας και μόνο ερευνητής, ο δεύτερος τόμος της σειράς «Ελληνική και Ρωμαϊκή Ποιητική» περιορίζεται στην αρχαία ελληνική τραγωδία, εξετάζοντας επίσης "σε ξεχωριστό δοκίμιο" τις οικείες θεωρητικές θέσεις της αριστοτελικής Ποιητικής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένα ελληνικό βιβλίο για την αρχαία ελληνική τραγωδία είναι πάντοτε ευπρόσδεκτο, ιδιαίτερα μάλιστα αν η στάθμη του είναι υψηλή και η ανάγνωσή του προσφέρει ωφέλεια και απόλαυση. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με το βιβλίο του Δανιήλ Ι. Ιακώβ: σε τέσσερα καλογραμμένα κεφάλαια (ή δοκίμια, όπως χαρακτηρίζονται) ο συγγραφέας εξετάζει ορισμένες από τις σημαντικότερες πλευρές της κλασικής τραγωδίας και μας προσφέρει (τόσο με τις απαντήσεις του όσο και με την εκτενέστατη βιβλιογραφία του) ένα ευανάγνωστο, εύληπτο και συστηματικό βοήθημα για μια περαιτέρω ανάγνωση και κατανόηση του θέματος. Χαρακτηρίζω το βιβλίο του Δ. Ι. Ιακώβ συστηματικό βοήθημα για ορισμένα (τουλάχιστον) θεμελιώδη ζητήματα της τραγωδίας και όχι καρπό πρωτογενούς έρευνας (όπως, λ.χ., είναι το παλαιότερο βιβλίο του σχετικά με την ενότητα του χρόνου στην ελληνική τραγωδία) και δίδω στον χαρακτηρισμό μου επαινετική σημασία. Επειδή πρέπει οπωσδήποτε να επαινείται ένα βιβλίο που μπορεί και δαμάζει το χαώδες και ετερόκλητο υλικό μιας εκτενούς έρευνας πάνω σε ένα πολυδιάστατο θέμα, όπως είναι αυτό, και καταφέρνει και προσφέρει συστηματική και ελεγμένης ποιότητας βοήθεια στους αναγνώστες του.
Τα ερωτήματα στα οποία ο Δ. Ι. Ιακώβ προσπαθεί να απαντήσει στα τρία πρώτα κεφάλαια είναι: Ποια η προέλευση της ελληνικής τραγωδίας, από πού αντλεί την αξιοπιστία και την εγκυρότητά της και ποια η επίδρασή της πάνω στους θεατές. Το τέταρτο κεφάλαιο αναλύει τον θεωρητικό και κανονιστικό χαρακτήρα της αριστοτελικής Ποιητικής και αποτιμά τη σημασία της.
Ο τίτλος του πρώτου κεφαλαίου «Η προέλευση της τραγωδίας» θα μπορούσε να παραπέμπει στο διαβόητο και εν πολλοίς άλυτο ακόμη ζήτημα της καταγωγής, της γένεσης ή γέννησης του είδους, που έχει απασχολήσει πνεύματα όπως τον ίδιο τον Αριστοτέλη, τον Οράτιο, τον Νίτσε (βλ., λ.χ., το κλασικό έργο Die Geburt der Tragoedie) και τους αναρίθμητους και πάσης φύσεως παλαιότερους και τωρινούς μελετητές. Ο όρος όμως «προέλευση» χρησιμοποιείται όχι για να δηλωθούν οι αρχές της τραγωδίας και οι αλλεπάλληλες εξελικτικές της μεταβολές, ώσπου να λάβει την οριστική μορφή της (έσχεν την αυτής φύσιν), αλλά για να εξακριβωθεί κατά πόσον οι τραγικοί ποιητές, όπως πριν από αυτούς οι επικοί και οι λυρικοί, δηλώνουν και αποδέχονται, ρητά ή υπαινικτικά, ότι το κείμενό τους, το έργο τους δηλαδή, συνετελέσθη με τη βοήθεια θεϊκών παραγόντων, συγκεκριμένα με την «άλογη» και μανική συνδρομή και κηδεμονία των Μουσών. Τούτο το παμπάλαιο αρχαιοελληνικό δόγμα της ποιητικής δωρεάς, που ερέθιζε και εξόργιζε συνάμα τον Πλάτωνα, μοιάζει να απενεργοποιείται στην περίπτωση των τραγικών, καθώς η σχετική έρευνα δείχνει ότι δεν υπάρχει «καμιά ένδειξη που να υποδηλώνει κάποια σχέση της Μούσας με την τραγωδία» (σελ. 22-23). Το γεγονός ότι η τραγωδία δεν είναι προφορική δημιουργία αλλά αποτέλεσμα οργανωμένης πολυστρωματικής συγ-γραφής, η ίδια η δραματική, αναπαραστατική φύση της, όπου η όποια υπέρβαση της θεατρικής απάτης θα κατέστρεφε ανεπανόρθωτα την απαραίτητη σύμβαση και ψευδαίσθηση του θεατή, τούτα και άλλα συντελούν στη χειραφέτηση του τραγικού ποιητή από την ιδέα της έξωθεν βοήθειας. Οι θεοί υπάρχουν φυσικά στην τραγωδία και οι τραγικοί ποιητές, όπως λ.χ. ο Αισχύλος ή και ο Σοφοκλής, εκδηλώνουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη θεοσέβειά τους. Η παραγωγή της τραγωδίας όμως νοείται ως αυστηρά ανθρωποκεντρική διαδικασία, μολονότι η καταγωγή της έχει να κάνει με δρώμενα θρησκευτικής και λατρευτικής φύσεως και η καθιέρωσή της αποτελεί μέρος της διονυσιακής λατρείας. Τούτο το «παράδοξον» της απελευθέρωσης του τραγικού ποιητή από τη θεϊκή εξάρτηση (που πιστοποιείται άλλωστε και στο επίπεδο της θεματολογίας, πρβ. το γνωστόν ουδέν προς Διόνυσον) δείχνει και από μια άλλη πλευρά την ιδιαιτερότητα της τραγωδίας: η προέλευσή της (ως έργου τέχνης) δεν είναι ιερή, αλλά «εδρεύει εξολοκλήρου στον εσωτερικό κόσμο του ίδιου του συγγραφέα ως κατασκευαστή ενός κειμένου, η υλική μορφή του οποίου μαρτυρεί ότι δεν είναι τίποτε άλλο παρά ανθρώπινο δημιούργημα», σύμφωνα με τα λόγια ενός επιφανούς αμερικανού φιλολόγου, του Charles Segal, όπως τα παραθέτει ο Δ. Ι. Ιακώβ.
Τούτη η ανατροπή της ποιητικής παράδοσης με την τραγωδία όμως δεν είναι η μόνη που επισημαίνει η έρευνα. Ένα άλλο μείζον θέμα της αρχαιοελληνικής ποιητικής, η σύζευξη αλήθειας - ψεύδους, και κατ' επέκταση η αναζήτηση των γνωστικών ορίων στην ποίηση, φαίνεται να αντιμετωπίζεται διαφορετικά στην τραγωδία. Στο ερώτημα αν και κατά πόσον ο ποιητής του ηρωικού και διδακτικού έπους (για να περιοριστούμε στον Όμηρο και στον Ησίοδο) συναισθάνονται την πλασματική φύση του έργου τους, η απάντηση είναι, προφανώς, θετική. Με τη διαφορά ότι ο πρώτος θέτει το πλασματικό (μυθικό) στοιχείο στην υπηρεσία της τέρψης, ο δεύτερος στην υπηρεσία της αλήθειας (σελ. 45). Στην τραγωδία όμως ο μύθος, μολονότι πρωτογενές υλικό, λειτουργεί διαφορετικά. Ο μύθος εδώ δεν αντιμετωπίζεται με όρους αλήθειας ή ψεύδους, δεν χρησιμοποιείται ως στοιχείο εξωραϊστικό, ως υλικό προς διάδοση κτλ. Ούτε όμως και απορρίπτεται. Επικρίνονται οι επιλήψιμες εκδοχές μιας συγκεκριμένης μυθικής ιστορίας (κυρίως από τον Ευριπίδη), αλλά η αξία του μύθου καθεαυτόν δεν αμφισβητείται: μέσα στο ιδιότυπο θεατρικό περιβάλλον ο παλαιός μύθος αποβαίνει το όχημα εκφοράς και ανέλιξης της τραγωδίας, και συνάμα γίνεται «αντικείμενο ερμηνείας και ένταξης στον επίκαιρο προβληματισμό».
Η τρέχουσα ιστορική πραγματικότητα συχνά «διεισδύει» μέσα σε μια φαινομενικά ανεπίκαιρη ιστορία και με τον τρόπο αυτό το δραματικό έργο παίρνει, «φυσικά εμμέσως, θέση στα καυτά προβλήματα της εποχής του θεατή και προτείνει μοντέλα συμπεριφοράς» (σελ. 63). Οσο για το θέμα της αποκαλυπτόμενης αλήθειας, της από άγνοιαν εις γνώσιν μεταβολής, καθένας από τους τρεις μεγάλους δραματουργούς έχει δική του πρόταση: στον θεοσεβή Αισχύλο η αλήθεια είναι μονοσήμαντη και έχει θρησκευτική κάλυψη, στον Σοφοκλή καταφαίνεται (με όλες τις ειρωνικές προεκτάσεις) το χάσμα ανάμεσα στη θεϊκή και στην ανθρώπινη γνώση, στον Ευριπίδη υπογραμμίζονται τα όρια της ανθρώπινης γνώσης. Η αξιοπιστία επομένως της ελληνικής τραγωδίας οφείλεται τόσο στη χρήση του «δημόσιου» μυθικού υλικού όσο και στην εμπλοκή της στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Στο τρίτο κεφάλαιο ο Δ. Ι. Ιακώβ διερευνά ένα ζήτημα κεντρικής σημασίας: την επίδραση της τραγωδίας, τα αισθήματα, με άλλα λόγια, που γεννά μια παράσταση πάνω στους θεατές (και, θα προσθέταμε, στους αναγνώστες της). Το ερώτημα φυσικά έχει αντιμετωπισθεί από τον Αριστοτέλη και η απάντησή του εξακολουθεί να είναι καθοριστική: η τραγωδία ως μίμηση μιας οριακά οδυνηρής και φθαρτικής πράξεως κινητοποιεί τη φαντασία του θεατή και εγείρει, κάτω από την επίδραση των δρώμενων, μια δέσμη ισχυρών αισθημάτων, με κυριότερα τον (αλτρουιστικό) έλεον και τον (αυτοσυντηρητικό) φόβον. Το σημαντικό και το παράδοξο συνάμα είναι ότι η βίωση αυτής της φθαρτικής και οδυνηρής κατάστασης (μέσα από την ίδια τη δραματική διαδικασία) προκαλεί στον θεατή μια ιδιότυπη ευχαρίστηση (ηδονή). Από τις πολλές και ποικίλες ερμηνείες που έχουν προταθεί σχετικά με αυτό το παράδοξο «της απόλαυσης των τραγικών γεγονότων», ο συγγραφέας προκρίνει την εξήγηση του Αριστοτέλη. Μέσα από το θεατρικό έργο μαθαίνουμε την ίδια τη φύση μας, αυτή η ανθρωπολογική γνώση προκαλεί ηδονή, αφού κατανοούμε την κοινή μοίρα και αισθανόμαστε την ανάγκη για ουσιαστικότερη επικοινωνία και στενότερη αλληλεγγύη μεταξύ μας. Η αρχαία ελληνική τραγωδία δεν διδάσκει τον άνθρωπο να αποφεύγει τα λάθη, δείχνει ότι οι άνθρωποι είμαστε καταδικασμένοι εξ ορισμού να διαπράττουμε λάθη, για πολλούς και διάφορους λόγους. Λάθη που κάποτε πληρώνουμε με τη ζωή μας.
Τα τρία ερωτήματα στα οποία προσπάθησε να απαντήσει ο κ. Ιακώβ αντιστοιχούν, όπως άλλωστε δηλώνεται, στα ισάριθμα πλατωνικά επιχειρήματα εναντίον της ποιήσεως: στο οντολογικό, στο γνωσιολογικό και στο ψυχολογικό. Στο καταληκτήριο κεφάλαιο συζητά συμπληρωματικά ορισμένα θέματα της περί Ποιητικής πραγματείας του Αριστοτέλη, του γνωστότερου και σημαντικότερου, ίσως, θεωρητικού κειμένου όλων των εποχών. Παρά τον κρυπτικό (και κάποτε αντιφατικό) χαρακτήρα αυτού του πρώιμου έργου του φιλοσόφου, ο κύριος στόχος του φαίνεται καθαρά: η προστασία, δηλαδή η υπεράσπιση της ποίησης και ειδικότερα της τραγωδίας. Η Ποιητική αποτελεί τη σημαντικότερη (παρά τα κενά που παρουσιάζει) εξωτερική μαρτυρία για τη γένεση, τη φύση και τη λειτουργία της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, έτσι ώστε η εξέταση, έστω και συνοπτικά, των βασικών της θεμάτων, κλείνει με τον καλύτερο τρόπο το βιβλίο του Δ. Ι. Ιακώβ και φωτίζει αναδρομικά τις απαντήσεις του σε καίρια ζητήματα.
Από την παραπάνω, σχηματική κατ' ανάγκη, περιγραφή μας γίνεται, ελπίζω, σαφής ο μόχθος του συγγραφέα να δαμάσει, να επανεκτιμήσει το χαώδες υλικό του και να το αποδώσει οργανωμένο στη μορφή του βιβλίου του, παρά το γεγονός ότι σε ορισμένα σημεία είναι προφανής η αγωνία ή και η επιμονή του να «στοιβάσει» πολλά πράγματα σε λίγο χώρο. Συνολικά όμως κρινόμενο το βιβλίο του αποτελεί, πιστεύω, προσφορά στην ισχνή ελληνόγλωσση βιβλιογραφία για την αρχαία ελληνική τραγωδία. Η επιλογή του συγγραφέα να φωτίσει κάποιες πλευρές της τραγωδίας και να εστιάσει το ενδιαφέρον του σε ορισμένα σημεία τους είναι ήδη μια «θέση». Και νομίζω πως αυτό που τονίζεται και προβάλλεται περισσότερο σε αυτό το βιβλίο είναι η νέας μορφής «αυτοανακάλυψη» του ανθρώπου (για να παραφράσω τον γνωστό όρο), η εξερεύνηση και η κατάκτηση από τον άνθρωπο νέων περιοχών συνείδησης στο επίπεδο της ποιητικής κατασκευής, της «πρακτικής» γνωσιολογίας, της ψυχολογίας. Αυτή η «θέση» καταξιώνει το βιβλίο, που το συστήνω ανεπιφύλακτα σε όλους, ειδικά στους εκπαιδευτικούς και στους φοιτητές, και ως πηγή ελεγμένης γνώσεως και ως οδηγό για παραπέρα μελέτη. Η εκτενέστατη βιβλιογραφία, οι πολλές και ενδιαφέρουσες σημειώσεις (50 πυκνοτυπωμένες σελίδες!) και τα χρησιμότατα ευρετήρια προσώπων, έργων και χωρίων συνηγορούν.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης, ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις