0
Your Καλαθι
Ο ατρόμητος Αβέρωφ
Περιγραφή
Με ένα ατρόμητο καράβι ταξίδευε κάθε βράδυ η Αννούλα. Καπετάνιος στο τιμόνι ήταν ο πατέρας της. Με αυτό σεργιάνιζε σε μυρωμένες θάλασσες, δαντελένια ακρογιάλια, πολιτείες γεμάτες θύμησες. Κι άραζε πάντα τούτο το καράβι σε λιμάνια ζεστά και τρυφερά σαν την αγκαλιά της μάνας. Μα κάποτε, σαν θέλησε καπετάνισσα να γίνει η ίδια στο καράβι της...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η Αννα Ιακώβου έγραψε με μεγάλη νοσταλγία τον «Ατρόμητο Αβέρωφ». Είναι η συγγραφέας τού επίσης νοσταλγικού «Η Ταγαρού». Και τα δύο βιβλία γυρνούν στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, ανασύροντας και ζωογονώντας περιστατικά, συνήθειες, χρώματα και λάμψεις ημερών που, αν και ξεθώριασαν, δεν πρέπει να χαθούν, μια και πρόκειται για κομμάτια μιας ζωής που προετοίμασε το σήμερα, το οποίο θα ήταν ψυχρό, ακόμη και ακατανόητο δίχως τις μνήμες τού χθες.
Αλλωστε η νοσταλγία της Ιακώβου δεν είναι άγονη, ούτε πάσχουσα. Θερμή, χαμογελαστή, γυρνά σε στιγμές που φαίδρυναν το δύσκολο, πράγματι, βίο μας των περασμένων δεκαετιών. Τότε που για τη χαρά μας αρκούσε ένα τραγανό κουλούρι, ένα τραγούδι αναπάντεχο, το γέλιο ενός φίλου, η αγκαλιά της μάνας, ακόμη κι ένας φράχτης με θεριεμένο το γιασεμί ή το αγιόκλημα: «Τούτα τα καλοπότιζε η γιαγιά σου. "Είναι της Παναγιάς λιβάνι" έλεγε και κρέμαγε μια μικρή εικόνα στα κλαδιά τους...», θυμίζει στην κορούλα του ο μπαρμπα-Στράτος, που όλοι τον φώναζαν μπαρμπα-Αβέρωφ. Το μπαρμπα-Αβέρωφ είναι παρανόμι. Μάλιστα απολύτως ταιριαστό, μια και το καροτσάκι με το οποίο τα βράδια πουλούσε «φρεσκοψημένο φυστίκι Αιγίνης και ζεστό αράπικο, πασατέμπο και ηλιόσπορο, αμύγδαλο και φουντούκι...» το είχε βαφτισμένο «Ο Ατρόμητος Αβέρωφ». Αλλωστε και ο ίδιος ήταν παλιός ναυτικός, αλλά εγκατέλειψε τη θάλασσα για να μην εγκαταλείπει την οικογένεια. Έτσι ο μπαρμπα-Στράτος «είχε παραγγείλει να του ζωγραφίσουν πάνω στο μαγαζάκι του (το καρότσι) μια μπλε θάλασσα, ένα γαλάζιο ουρανό κι ανάμεσά τους ένα πολεμικό πλοίο. Και στο γαλάζιο τ' ουρανού έβαλε να του γράψουν τ' όνομα...» Τις νύχτες που το έσερνε παρέα με την κορούλα του, του φαινόταν ότι έπλεε στις θάλασσες που είχε προδώσει, ονειρευόταν πως ήταν ακόμη θαλασσινός. Κι ας αγκυροβολούσε το... πλεούμενό του έξω από το σινεμά, με φορτίο τους ζεστούς ξηρούς καρπούς και με πλήρωμα την Αννούλα του. Τα πρωινά, πάλι, γινόταν κουλουρτζής. Με την τάβλα του στεκόταν έξω από την πόρτα του σχολείου. Χρυσαφιά σουσαμοκούλουρα για τα σκολιαρούδια που θα ορμούσαν πεινασμένα. Ανάμεσά τους και το κοριτσάκι του... Συμβάντα, όνειρα, αισθήματα μιας γαλήνιας ζωής σε γιετονιές αλησμόνητες, ζεστές, όσο μια αγαπημένη αγκαλιά και γλυκιές, όσο το χάδι σε πληγή.
Η συγγραφέας φροντίζει και κατά κάποιον τρόπο αποστασιοποιείται από το κείμενό της και η ιστορία της, μολονότι αναφέρεται σε χαμένα επαγγέλματα, σε λησμονημένους τρόπους ζωής, δεν επιδιώκει εύκολες συγκινήσεις. Μνημονεύει απλά, μέσα από περιστατικά αγάπης και αφοσίωσης. Η εικονογράφηση, στο ύφος του κειμένου, αν και κάπως αδρότερη, ίσως πιο έντονα τα χρώματα.
Σημ. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται μια πολύ ωραία φωτογραφία του μπαρμπα-Αβέρωφ με το καροτσάκι του, τον «Ατρόμητο Αβέρωφ», και σημείωμα απ' όπου μαθαίνουμε πως ο καλός, γλυκός κουλουροπώλης ήταν πρόσωπο υπαρκτό, έζησε στην Αγία Παρασκευή Αττικής πουλώντας ξηρούς καρπούς και προερχόταν από την Κωνσταντινούπολη. Η φωτογραφία αυτή μας συγκίνησε πολύ με την απλότητα και την αυθεντικότητά της.
ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/01/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις