0
Your Καλαθι
Πορτατίφ
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
όχι ποτέ δεν κοίταξα το φεγγάρι
αφού μπορώ ακόμα ν’ αμύνομαι
σ’ εκείνους που με πίστεψαν ζωντανή
Οι ρίζες μου δέντρα λευκά καθ’ οδόν
O…
μεγαλώνοντας
άλλαζα γραφικούς χαρακτήρες
δεν ήθελα να με βρουν
όμως εκείνο το όμικρον
που έμοιαζε με μηδέν
πάντα με πρόδιδε
μια αράδα πιο πριν
απ’ τη φραγή εισερχομένων
Η Μαρία με τη λευκή φωνή. Το λερωμένο φόρεμα. Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά. Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της. Που περπατούσε χιλιόμετρα για να διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος. Κι ας φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας. Και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά όταν συννέφιαζε, φοβόταν. Με χέρια μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους ρίχνοντας μαύρο ψωμί στον ουρανό. Και το μέτωπό της έμενε αφύλαχτο. Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα. Χωρίς να βγάλει άχνα όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί». Μόνο ξεχνούσε επίτηδες τα συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας. Κι ήξερε πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι’ αυτό
Τέταρτη ποιητική συλλογή της Νιόβης Ιωάννου που με τόνο σχεδόν ψιθυριστό αφηγείται την καλά κατακτημένη ποιητικής της γραφή σχεδόν κάτω από τη φωνή, μέσα της. Μια ενδότερη γυναικεία ποίηση που δεν καταλήγει σε μοιρολατρία, αλλά σε θέση. Δεν ακκίζεται και στην πραγματικότητα δε φοβάται να διαλαλήσει την άγνοια της: [ ] φοβάμαι/ δεν ξέρω πια να δίνω πρώτες βοήθειες/ ούτε δεύτερες/ ούτε τρίτες/ κρύβομαι μες στη ντουλάπα/ σου κάνω αναπάντητες κλήσεις/ να προσέχεις τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε/ πρέπει να βγω να καθαρίσω τους λεκέδες/ χρειάζεσαι ρούχα καινούρια/ ψήλωσες και δε φτάνω να σ’ αγκαλιάσω/ ξέρεις τελικά/ θα μαζέψω τα παιχνίδια σου απ’ το πάτωμα / θα τα βάλω στο τσίγκινο κουτί/ όταν ανάψεις το φως/ όλα να είναι στη θέση τους («Στον Αλέξανδρο»).
Κι όμως δεν αποδέχεται παθητικά, διεκδικεί (φορώ τα παπούτσια σου/ επιθυμώ τον εαυτό μου/ γένος αριθμό και πτώση/ κυρίως την πτώση/ μονόλογος/ όπως φθινόπωρο/ με μάρτυρα/ μια ψάθινη καρέκλα/ γεμάτη βροχή) ...όσα καλά γνωρίζει και μεστά καταθέτει: θα μείνουν οι ουλές στο παράθυρο/ κόκκινες σαν τα μάτια/ ενός μικρού χελιδονιού/ που επέστρεψε/ οικειοθελώς στο σκοτάδι/ κάτω από το φεγγάρι/ μεγαλώνουν οι μέρες μας/ποιος αφελής/ θα πιστέψει ποτέ στην αλήθεια...
Το χρώμα της συλλογής είναι το κόκκινο (σελ. 14, 29, 58, 76, 78, 87): που προκαλεί αναταραχή, ελκύει και απαιτεί την προσοχή, χρώμα της ζωής, της ενέργειας, του πάθους. Συχνά το συναντάμε στα ποιήματα της Νιόβης Ιωάννου, από κοινού με το όνομα «Μαρία» (σελ. 9, 34, 62, 77, 90) που σημαίνει την λάμπουσα, ακτινοβολούσα, την ανοιχτή θάλασσα, ή μήπως ένα σύνηθες όνομα που κρύβει εντούτοις ιερότητα και κατάνυξη κατά βάθος; (όπου το φως αγάλλεται/ ευθεία η ψυχή μου...) Η Μαρία ξεκινά και κλείνει τη συλλογή, το Α και το Ω: επιστρέφω/ απ’ την ίδια ρυτίδα/ κλωτσώντας το πορτοκάλι/ που σάπιζε/ στα μαλλιά μου/ το φεγγάρι ένα ψεύτικο φως/ στο παράθυρο/ κανένας ίσκιος/ δε χωράει το σώμα μου/ μη με φωνάζεις άδικα/ «Μαρία»
Από τις ωριμότερες ποιητικές στιγμές στη σύγχρονη γυναικεία ποίηση. Το πορτατίφ της Νιόβης Ιωάννου έρχεται ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης συλλογής της Εις άτοπον.
αφού μπορώ ακόμα ν’ αμύνομαι
σ’ εκείνους που με πίστεψαν ζωντανή
Οι ρίζες μου δέντρα λευκά καθ’ οδόν
O…
μεγαλώνοντας
άλλαζα γραφικούς χαρακτήρες
δεν ήθελα να με βρουν
όμως εκείνο το όμικρον
που έμοιαζε με μηδέν
πάντα με πρόδιδε
μια αράδα πιο πριν
απ’ τη φραγή εισερχομένων
Η Μαρία με τη λευκή φωνή. Το λερωμένο φόρεμα. Τα αγουροξυπνημένα μαλλιά. Χιλιάδες φορές γεννημένη απ’ τα λάθη της. Που περπατούσε χιλιόμετρα για να διανύσει την απόσταση ενός βλέμματος. Κι ας φοβόταν το σκοτάδι, επιστρέφοντας. Και τα πουλιά που πετούσαν χαμηλά όταν συννέφιαζε, φοβόταν. Με χέρια μπερδεμένα απόδιωχνε τον ίσκιο τους ρίχνοντας μαύρο ψωμί στον ουρανό. Και το μέτωπό της έμενε αφύλαχτο. Η Μαρία που γεννήθηκε με τα γόνατα θυμωμένα. Χωρίς να βγάλει άχνα όταν επίμονα τη ρώτησαν, «γιατί». Μόνο ξεχνούσε επίτηδες τα συρτάρια ανοιχτά, μεγαλώνοντας. Κι ήξερε πως κανείς δε θα τη μάλωνε γι’ αυτό
Τέταρτη ποιητική συλλογή της Νιόβης Ιωάννου που με τόνο σχεδόν ψιθυριστό αφηγείται την καλά κατακτημένη ποιητικής της γραφή σχεδόν κάτω από τη φωνή, μέσα της. Μια ενδότερη γυναικεία ποίηση που δεν καταλήγει σε μοιρολατρία, αλλά σε θέση. Δεν ακκίζεται και στην πραγματικότητα δε φοβάται να διαλαλήσει την άγνοια της: [ ] φοβάμαι/ δεν ξέρω πια να δίνω πρώτες βοήθειες/ ούτε δεύτερες/ ούτε τρίτες/ κρύβομαι μες στη ντουλάπα/ σου κάνω αναπάντητες κλήσεις/ να προσέχεις τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε/ πρέπει να βγω να καθαρίσω τους λεκέδες/ χρειάζεσαι ρούχα καινούρια/ ψήλωσες και δε φτάνω να σ’ αγκαλιάσω/ ξέρεις τελικά/ θα μαζέψω τα παιχνίδια σου απ’ το πάτωμα / θα τα βάλω στο τσίγκινο κουτί/ όταν ανάψεις το φως/ όλα να είναι στη θέση τους («Στον Αλέξανδρο»).
Κι όμως δεν αποδέχεται παθητικά, διεκδικεί (φορώ τα παπούτσια σου/ επιθυμώ τον εαυτό μου/ γένος αριθμό και πτώση/ κυρίως την πτώση/ μονόλογος/ όπως φθινόπωρο/ με μάρτυρα/ μια ψάθινη καρέκλα/ γεμάτη βροχή) ...όσα καλά γνωρίζει και μεστά καταθέτει: θα μείνουν οι ουλές στο παράθυρο/ κόκκινες σαν τα μάτια/ ενός μικρού χελιδονιού/ που επέστρεψε/ οικειοθελώς στο σκοτάδι/ κάτω από το φεγγάρι/ μεγαλώνουν οι μέρες μας/ποιος αφελής/ θα πιστέψει ποτέ στην αλήθεια...
Το χρώμα της συλλογής είναι το κόκκινο (σελ. 14, 29, 58, 76, 78, 87): που προκαλεί αναταραχή, ελκύει και απαιτεί την προσοχή, χρώμα της ζωής, της ενέργειας, του πάθους. Συχνά το συναντάμε στα ποιήματα της Νιόβης Ιωάννου, από κοινού με το όνομα «Μαρία» (σελ. 9, 34, 62, 77, 90) που σημαίνει την λάμπουσα, ακτινοβολούσα, την ανοιχτή θάλασσα, ή μήπως ένα σύνηθες όνομα που κρύβει εντούτοις ιερότητα και κατάνυξη κατά βάθος; (όπου το φως αγάλλεται/ ευθεία η ψυχή μου...) Η Μαρία ξεκινά και κλείνει τη συλλογή, το Α και το Ω: επιστρέφω/ απ’ την ίδια ρυτίδα/ κλωτσώντας το πορτοκάλι/ που σάπιζε/ στα μαλλιά μου/ το φεγγάρι ένα ψεύτικο φως/ στο παράθυρο/ κανένας ίσκιος/ δε χωράει το σώμα μου/ μη με φωνάζεις άδικα/ «Μαρία»
Από τις ωριμότερες ποιητικές στιγμές στη σύγχρονη γυναικεία ποίηση. Το πορτατίφ της Νιόβης Ιωάννου έρχεται ως φυσική συνέχεια της προηγούμενης συλλογής της Εις άτοπον.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις