0
Your Καλαθι
Ο μοναχικός
Περιγραφή
Στα τριάντα πέντε σου πρέπει ν' αποσύρεσαι από τη ζωή. Έτσι πιστεύει ο ήρωας του μοναδικού μυθιστορήματος του Ευγένιου Ιονέσκο. Μια απρόσμενη κληρονομιά τού επιτρέπει να εγκαταλείψει την άχαρη δουλειά του, και να προσπαθήσει να γευτεί τη ζωή, που γι' αυτόν δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια μαθητεία στον θάνατο, οριοθετημένη από το μεσημεριάτικο κρασί, την παραδουλεύτρα του, και το μεσημεριάτικο κρασί της επομένης. Κι όμως το κοινότοπο και καταδικασμένο τούτο άτομο είναι ένας άνθρωπος που έχει τη θεία χάρη! "Ο Μοναχικός" θα παρακολουθήσει αποσβολωμένος έναν εμφύλιο πόλεμο, θα δει τον πανδαμάτορα χρόνο να κυλά αμετάκλητα, θα βιώσει το παραισθητικό όραμα ενός κόσμου που εξαλείφει τελικά τα όριά του και περνά στην αιωνιότητα.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
αποσπάσματα από το βιβλίο
(...) Από τα δώδεκά μου με κατατρέχει κατά καιρούς αυτό το ερώτημα, με βασανίζει με μια φριχτή αίσθηση ανημπόριας, με ανυπόφορη ναυτία. Πώς τα καταφέρνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που περπατούν στους δρόμους ή τρέχουν να προλάβουν λεωφορείο; Αν άρχιζαν να κάνουν τέτοιες σκέψεις ή να προσπαθούν να φανταστούν το αφάνταστο, θα σταματούσαν να κινούνται, θα έμεναν ασάλευτοι. Το έχω ξαναπεί στον εαυτό μου: ας μη στοχαζόμαστε αφού δεν μπορούμε να στοχαζόμαστε. (...)
(...) Τι μ’ ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι;
Τα αδιάφορα ή φιλικά ή δυσάρεστα λόγια τους δεν μ’ άγγιζαν ή, αν μ’ άγγιζαν, τα απωθούσα, τρεπόμουν σε φυγή στο άκουσμά τους. Μου ερχόταν ναυτία όταν έβλεπα τους περαστικούς στον δρόμο να βαδίζουν ο ένας πίσω από τον άλλο. Όταν έβλεπα ανθρώπους να καβγαδίζουν μ’ έπιανε τρόμος και όταν έβλεπα κόσμο να προχωρά σε παράταξη, είτε ένστολους είτε όχι, είτε θορυβώδεις είτε σιωπηλούς, λιποθυμούσα. Η μοίρα να με φυλάει από κάθε λογής συνωστισμό. (...)
(...) Μου είπε (με κορόιδευε άραγε;) ότι η μοναξιά με είχε κάνει βαθυστόχαστο και ότι ήταν φανερό πως είχα σκεφτεί πολύ. Στη συνέχεια του μίλησα για καθημερινά πράγματα, για τη θυρωρό μου η οποία στην αρχή με κοίταγε περίεργα, λες και ο περίεργος ήμουν εγώ. Ήταν σαφές ότι με αντιπαθούσε. Όχι, δεν έπασχα από μανία καταδίωξης. Της έκανα δωράκια, της έδινα φιλοδωρήματα τα οποία δεχόταν αλλά μ’ έναν τρόπο που ήταν σαν να μου έλεγε ότι την ταπείνωνα. Κάθε φορά που περνούσα όλο και κάτι έβρισκε για να μου γκρινιάξει. Αν έβγαινα την ώρα που εκείνη σκούπιζε, έφερνα τη σκόνη από τις σκάλες στο καθαρό της πάτωμα. Αν έμπαινα, κουβαλούσα τη σκόνη από την είσοδο στις καθαρές της σκάλες. Με αγριοκοίταζε. Μου έκανε ερωτήσεις αορίστως αδιάκριτες: "Α, εσείς είστε πάλι. Όλο έξω βγαίνετε. Πού πάτε; Πάντως όχι στη δουλειά. Τυχερός είστε. Όχι σαν εμάς τους φουκαράδες!" Κι έπειτα σιγά σιγά τούτη η επιθετικότητα, η καχυποψία εξαφανίστηκαν. Με συνήθισε, συνήθισε τα τακτικά μου πηγαινέλα, την παράξενη μοναξιά μου. Μια φορά μου είπε πως της έδινα την εντύπωση ότι κρυβόμουν από την αστυνομία. Ή από κάποιους κακοποιούς με τους οποίους είχα ανοιχτούς λογαριασμούς. Της απάντησα ότι κανείς δεν με κυνηγούσε και ότι δεν ανήκα ποτέ στον υπόκοσμο. "Ε, όπως το φανταζόμουν", σχολίασε εκείνη. "Δεν μου φαίνεστε θαρραλέος άνθρωπος". (...)
(...) Το επόμενο ή το μεθεπόμενο πρωί ξύπνησα λίγο πιο αργά απ’ ό,τι συνήθως. Μου χτυπούσαν το κουδούνι. Πρέπει να ήταν η παραδουλεύτρα – η μουγγή. Διέκοψα την τουαλέτα μου και πήγα να της ανοίξω. Έμοιαζε τρομοκρατημένη. Έβγαζε άναρθρους ήχους. Την είχα πια συνηθίσει, καταλάβαινα τα βασικά. Οι ήχοι ήταν κραυγές τρόμου. Έδειξε με το χέρι το παράθυρο του σαλονιού. Το άνοιξα. Ένας άντρας ήταν σωριασμένος στο πεζοδρόμιο, λουσμένος με το ίδιο του το αίμα. Ψυχορραγούσε. Οι γείτονες σχημάτιζαν κύκλο από πάνω του. Έκλεισα το παράθυρο και κατέβηκα τη σκάλα, με το πρόσωπο πασαλειμμένο ακόμη με τον αφρό ξυρίσματος.
Πλησίασα τον άντρα, σπρώχνοντας παράμερα το ζευγάρι των συνταξιούχων που τον κοιτούσαν και κουνούσαν το κεφάλι.
"Δεν έχουμε ξαναδεί τέτοιο πράγμα", είπε ο άντρας.
Η γυναίκα του έσπευσε να συμφωνήσει.
"Τι έχουν να δουν ακόμη τα μάτια μας!" είπε η θυρωρός. "Πού κατάντησε ο κόσμος!"
"Καλέ, αυτός είναι ο γιος της χήρας που μένει λίγο πιο κάτω. Ξέρετε, της κυρίας που έχασε πέρυσι τον άντρα της!"
Και πράγματι, εκείνη τη στιγμή κατέφθασε η μητέρα του νεαρού, στηριγμένη στο μπράτσο της γριάς θυρωρού. Έπεσε κλαίγοντας πάνω στον γιο της.
"Και του το είχα πει να κάτσει ήσυχος", θρήνησε. "Χίλιες φορές του το είχα πει".
"Οι νέοι σήμερα δεν καταλαβαίνουν τι πάει να πει κίνδυνος", είπε ο κύριος με τα ψώνια.
"Φτωχό μου αγόρι", έλεγε η μάνα, "φτωχό μου αγόρι".
Ο τραυματίας ήταν αναίσθητος. Ήταν νέος, είκοσι, το πολύ είκοσι πέντε χρόνων, μικροκαμωμένος, εύθραυστος, με καστανά σγουρά μαλλιά. Το σώμα του τιναζόταν από τους σπασμούς. (...)
κριτική*
Άντρας ανίκανος να αγαπήσει ή να επιθυμήσει με πάθος, ο Μοναχικός του Ιονέσκο αντικρύζει τον κόσμο μέσα από τα ξεπλυμένα γαλανά του μάτια και περιφέρει σ' αυτόν την ξεθωριασμένη, μαραμένη του φιγούρα που θαρρείς κι έχασε τη φρεσκάδα της από τα γεννοφάσκια της ακόμη…
Δεν έχει ενδιαφέροντα, πίνει σαν αλκοολικός, διαβάζει ελάχιστα. Προς το τέλος του μυθιστορήματος, χάνει σταδιακά και την οξύτητα των αισθήσεών του: ακοή, μνήμη, όσφρηση τον εγκαταλείπουν και οι συνέπειες μιας πρόωρης γήρανσης τον περικυκλώνουν, σημάδι ότι ο θάνατος πλησιάζει.
Η μοναξιά του 35χρονου αντιήρωα του Ιονέσκο δεν είναι κοινωνική. Δεν υποφέρει από έλλειψη συντροφιάς ή από την επώδυνη απουσία εικόνων και προσώπων του παρελθόντος. Ο Μοναχικός πάσχει επειδή αναζητεί τη μοναξιά της περισυλλογής, την πνευματική και όχι τη φυσική απομόνωση.
(...) Η δομική σύνθεση του μυθιστορήματος είναι ελεύθερη. Δεν υπάρχουν ξεχωριστά κεφάλαια, η δράση αλλάζει ανάλογα με τις σκέψεις του ήρωα κατά τρόπο άτακτο, σαν «συνειδησιακός χείμαρρος», τον οποίο υπόγεια και με μαεστρία δομεί ο Ιονέσκο.
Έτσι ο Μοναχικός δεν εγγράφεται στην παράδοση του «νέου μυθιστορήματος» αλλά ούτε και σε αυτή του μυθιστορήματος του «θεάτρου του παραλόγου». Είναι ένα ψυχολογικό, υπαρξιακό μυθιστόρημα.
`
* Απόσπασμα από τη διατριβή του Soren Olsen «L' Essentialisme est un mysticisme» με θέμα τη σύγκριση της μοναξιάς του κεντρικού ήρωα της Ναυτίας του Σαρτρ με αυτήν του Μοναχικού του Ιονέσκο.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κάποτε ορισμένοι κριτικοί, αντιμετωπίζοντας τα πρώτα έργα του θρυλικού, πλέον, Γαλλορουμάνου δραματουργού και πεζογράφου Ευγένιου Ιονέσκο (1909-1994), αποκάλεσαν το συγγραφέα τους «φαρσέρ» και «απατεώνα». Από τότε, δηλαδή από τις αρχές της δεκαετίας του '50, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι, και κανείς σοβαρός αναγνώστης και θεατής της ιονέσκειας γραφής δεν σκέφτεται ανάλογα. Μπορεί, κατά καιρούς, μέσα στο μισό και πλέον αιώνα που μεσολάβησε από τις αρνητικές κρίσεις μέχρι σήμερα, να υπήρξαν (και να εξακολουθούν να υπάρχουν) ζωηρές αμφισβητήσεις γι' αυτή την απόλυτη γλώσσα της «αποσύνθεσης», αλλά κάθε ψύχραιμος αποδέκτης της δεν μπορεί παρά να αποδεχθεί το κύρος της.
Ο θεράπων αυτός του «θεάτρου του παραλόγου, όπως συνηθίσαμε, καλώς ή κακώς, να το αποκαλούμε, έγραψε ένα και μοναδικό μυθιστόρημα, το ανά χείρας, που κυκλοφόρησε στις αρχές της δεκαετίας του '70. Σ' αυτό συνοψίζει, κατά κάποιον τρόπο, τις ιδέες του για την ύπαρξη και τον κόσμο, που με τόσο χιουμοριστικό, κάποτε «μαύρο», σαρκασμό είχε προβάλλει μέσω της δραματουργίας του. Αν και εδώ το χιούμορ μοιάζει να απουσιάζει και η εξωφρενικά άδεια πραγματικότητα κυριαρχεί στο τοπίο.
Φυσικά όλα τα άλλα εργαλεία της γραφής του βιτριολικού δημιουργού της «Φαλακρής τραγουδίστριας» και, κυρίως, του «Ο βασιλιάς πεθαίνει» είναι παρόντα. Οι εντυπώσεις αναβρύζουν πηγαία μέσα από μια συσσώρευση στερεοτύπων, μέσα από μια απογύμνωση του εξωτερικού και εσωτερικού σκηνικού, που επιβάλλει το βλέμμα, καθοδηγούμενο από μία, λες, παιδική σκέψη, έτοιμη να γκρεμίσει την ετοιμόρροπη, ιστορική, ανθρώπινη κατασκευή/θέαση του πραγματικού. Κάθε φιλοσοφικός στοχασμός, αλλά και «δημιουργική» πράξη, που έχει επιχειρήσει να κρατήσει αλώβητη μία τόσο εύθραυστη πραγματικότητα, οφείλει, σύμφωνα με τον Ιονέσκο, να παραχωρήσει, άμεσα και ασυζητητί, τη θέση της σε αυτό που την κρατάει στη θέση της: δηλαδή σε ένα ομολογημένο κενό... Διότι, όπως ο ίδιος ο παμπόνηρος αυτός ανατροπέας έχει πει (επανεισάγοντας, τέλος πάντων, με τη μανιέρα του όμως, ήδη γνωστές φιλοσοφικές απόψεις), η πραγματικότητα στηρίζεται στο μη πραγματικό, στην απουσία της, με άλλα λόγια. Κάτι που έχουμε υποχρέωση να το παραδεχθούμε, περίπου σαν μια λύση στην αφόρητη έλλειψη ειλικρίνειας που χαρακτηρίζει τις συμπεριφορές.
Ο ήρωας του Μοναχικού, ένας νευρασθενικός, καθ' ομολογίαν του, τριανταπεντάρης άντρας, «αντεπαναστατεί» με το μηδενισμό του, θα μπορούσε να πει κανείς, απέναντι σε κάθε είδους υποκρισία, η οποία σκεπάζει ...το αληθινό νόημα της ζωής, ήτοι την απουσία νοήματος... Ο ποιητής Κώστας Μαυρουδής, σε ένα κείμενο του με τίτλο «Μια φανταστική συνάντηση», περιγράφει μία υποτιθέμενη διασταύρωση του Μπρεχτ με τον Ιονέσκο, κατά την οποία ο δεύτερος, ούτε λίγο ούτε πολύ, συμβουλεύει πατρικά το στρατευμένο συγγραφέα να μην κουράζεται για την αλλαγή ενός κόσμου χωρίς νόημα...
Ο Μοναχικός, λοιπόν, είναι ένα είδος σταυροφόρου της μη νοηματοδότησης, ο οποίος, έχοντας αποσυρθεί νωρίς από την επαγγελματική, μικροϋπαληλική δράση, λόγω μιας αναπάντεχης κληρονομιάς, έχει την άνεση, μεταξύ διαμερίσματος, ρεστοράν και των κοντινών δρόμων της συνοικίας του, να ξεναμελετήσει τα μάταια αυτής της ζωής και να βιώσει εκ νέου το ολάνοιχτο μπροστά του vacuum. Μέσα σ' αυτό το κενό αιωρούμενος προσπαθεί να καταλάβει τι εστί ανθρώπινη ενέργεια, πρωτοβουλία, δημιουργικότητα, έρωτας, απόλαυση -πνευματική και σωματική-, ιδεολογία, επανάσταση και τα τοιαύτα.
Φυσικά, αυτό που κατορθώνει είναι να βαδίσει όπως ο αστροναύτης στο μαύρο Διάστημα και να επιστρέψει στο «θάλαμό» του, μετά τον κοπιαστικό του περίπατο στο τίποτα. Τι συνειδητοποίησε σε αυτή τη βόλτα; Οτι «η αλήθεια δεν έχει παρά δύο μόνον όψεις, εκείνη όμως που αξίζει είναι η τρίτη...», όπως έγραφε κάπου αλλού, με κλαυσίγελο, ο δημιουργός του...
Εάν σε άλλα, σκηνικά αυτή τη φορά, κείμενα οι ιονεσκικοί ήρωες διαπερνώνται από μια ευτυχή άγνοια για το γύρω κόσμο, στις σελίδες του Μοναχικού ανακαλύπτουμε ότι η συνείδηση του μηδενός, της μη πραγματικότητας (που δεν εμποδίζει το πραγματικό να υπάρχει) είναι μια ιστορία εξόχως ενοχλητική για τον ήρωα. Οπως έλεγε κι ο ίδιος ο Ιονέσκο σε μια συνέντευξή του, «ο κόσμος δεν υπάρχει, αλλά, εάν μου επιτρέπετε να παραθέσω κάτι δικό μου, "η ανυπαρξία είναι φονική"...». Μέσα, όμως, στην άκρα απελπισία, υπάρχουν στιγμές (ο Ιονέσκο πιστεύει στην αξία της «στιγμής») όπου ο ήρωας γίνεται αιφνιδίως ευτυχισμένος. Μπορεί, ας πούμε, τα πρόσωπα π.χ. στη «Φαλακρή τραγουδίστρια» να είναι νεκρά εξαρχής, κατά μία εκδοχή, αλλά εδώ δεν συμβαίνει το ίδιο.
Ο Μοναχικός «...είναι μερικές φορές ευτυχισμένος. Εχει την αίσθηση, όχι ότι ο κόσμος υπάρχει και ότι από το γεγονός αυτό υπάρχει και ο ίδιος, αλλά το αντίστροφο. Εχει πότε πότε την αίσθηση ότι υπάρχει, ότι υπάρχει στ' αλήθεια και για πάντα. Κι αυτό του δίνει επιπλέον τη βεβαιότητα ότι και οι άλλοι υπάρχουν, ότι ο κόσμος υπάρχει...». Ο έρωτάς του για τη σερβιτόρα, που τον περιποιείται στα πληκτικά καθημερινά του γεύματα, είναι μια αναλαμπή, δίνει κάποιες ελπίδες για «αφομοίωσή» του στη γενικότερη συνθήκη αυτοΰπνωσης. Αλλά η σχέση γρήγορα διαλύεται εξαιτίας της έμμονης τάσης του ήρωα να βλέπει και να θρηνεί από πριν (για) το τέλος της γιορτής. Εξάλλου, κατά τον Ιονέσκο, είναι τρομερή ιστορία η σχέση των φύλων και η γονιμοποίηση, διότι η Εδέμ έχει παραχωρήσει τη θέση της στα πλάνα του Κάιν.
Κάπου ο Ιονέσκο εξομολογούμενος αναφερόταν σε ένα κομβικό σημείο της ζωής του, σε ένα, απλούστατο, περιστατικό που τον σημάδεψε: η υπαρξιακή του περιπέτεια, η τραγικοκωμωδία αυτή, ξεκίνησε, έλεγε, όταν μικρός ρώτησε τη μητέρα του σχετικά με το θάνατο κι εκείνη δεν ήξερε τι να του απαντήσει... Από τότε και στο εξής τον απασχόλησε το ζήτημα μονομανιακά. Αυτή του την «πάθηση» μετακένωσε στην τέχνη του με τον αξιοθαύμαστο τρόπο που ξέρουμε.
Με τον «Μοναχικό», έργο ωριμότητας, ο Ιονέσκο μιλάει ξεκάθαρα και για τα πολιτικά, εκφράζοντας επ' αυτών, βέβαια, το σκεπτικισμό του. Στο κέντρο σκηνών που παραπέμπουν στο θέατρο, ο ήρωας ανεβασμένος σε ένα μνημείο, ενώ γύρω του μαίνεται κάποιος εμφύλιος ή δίνεται μάχη χαρακωμάτων μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομίας, κραυγάζει για τη ματαιότητα όλων αυτών... Επόμενο ήταν για τη συγκεκριμένη στάση του ο δημιουργός τού «Παιχνιδιού της σφαγής» να επικριθεί από πολιτικοποιημένες πλευρές, σε βαθμό έντονο, αλλά και τι μ' αυτό; Ποιος ψύχραιμος κριτής μπορεί να καταδικάσει την καθαρότητα, αν θέλετε, της ματιάς ενός συγγραφέα, που πάντα πίστευε ότι η χάρτινη εξέδρα των ανθρωπίνων στήθηκε με βάση την ...αποκαλυπτική λογική τού: «μηδέν επί μηδέν ίσον μηδέν»;
Η Χρύσα Τσαλικίδου μας παρέδωσε με απλές και ουσιαστικές λύσεις την πρόζα μιας αποστομωτικής, στη νιχιλιστική της ευθυβολία, υπογραφής.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/05/2006
Κριτικές
26/10/2008, 12:22