0
Your Καλαθι
Άγρια παιδιά
κι άλλες ιστορίες
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Τα κείμενα δημοσιεύτηκαν πρώτη φορά στην ομώνυμη αλλά και σε άλλες στήλες της κινηματογραφικής εφημερίδας "Παράλλαξη".
Μέρος τους έχει αποτελέσει βάση για τα σενάρια της τηλεοπτικής σειράς "Άγρια παιδιά" που προβλήθηκε από το MEGA.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
[...]Στο ενυδρείο
Υπάρχουν και χειρότερα. Πιο δύσκολα. Που δεν τα ξεπερνάς ποτέ. Στο κάτω- κάτω, αυτός δεν αντιμετώπιζε και κάτι τρομερό.
Δεν του φερόταν άσχημα. Κανείς. Όχι πια. Κι αν σκεφτόταν κάτι για αυτόν, δεν το έδειχναν. Υποτίθεται πως όλοι το είχαν ξεχάσει.
Και πως κι αυτός είχε προχωρήσει στη ζωή του. Μια δυσπιστία μόνο είχε μείνει . Στα μάτια τους. Στο στόμα τους. Κι αυτή, όχι συνέχεια.
Μόνο όταν πήγαινε να πει κάτι παραπάνω. Να φανεί ίσος με αυτούς. Πιο τίμιος. Φαινόταν στα μάτια και το στόμα τους.
Μια δυσπιστία σαν αρχή ή τέλος χαμόγελου. Σαν να του λέγανε: «μην τα πουλάς σε μας αυτά. Ξέρουμε τι καπνό φουμάρεις.
Τα ίδια σκατά είσαι. Και χειρότερος. Εμείς δεν κλέβουμε αυτοκίνητα.»
Οπότε κι εκείνος δε μιλούσε. Εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Που με τη μάνα του, τα 'χαν κόψει κι εκείνα. Δηλαδή, εκείνη δεν του μιλούσε.
Ζούσαν μαζί στο σπίτι , αφού παράτησε τη σχολή μετά τη σύλληψη. Τρώγανε μαζί, πίνανε μαζί καφέ, κάθονταν μπροστά από την τηλεόραση που έπαιζε χωρίς ήχο.
Μαζί. Αμίλητοι. Σαν παντρεμένοι χρόνια. Ούτε καν έτσι. Σαν να 'ταν το σπίτι, ενυδρείο διακοσίων ογδόντα κυβικών. Που ο θυμός της το διατηρούσε συνέχεια, απολύτως καθαρό.
Γιατί ήταν εξαιρετικά θυμωμένη μαζί του. Όχι γιατί είχε πάρει το ντιενέι του πατέρα του, ο οποίος μπαινόβγαινε στα σωφρονιστικά ιδρύματα χωρίς καμία ένδειξη σωφρονισμού μέχρι που τους παράτησε, ούτε γιατί είχε φτύσει αίμα να καθαρίσει το όνομά της και των παιδιών της από τις βρωμιές του άνδρα της.
Ούτε, τέλος, γιατί είχε μεγαλώσει μόνη, δύο παιδιά. Ήταν θυμωμένη μαζί του γιατί της είχε τσακίσει το όνειρο. Να τον δει επαγγελματικά αποκατεστημένο.
Να μη φιλάει κατουρημένες ποδιές στον ιδιωτικό τομέα. Όχι. Στο Δημόσιο ήθελε να τον δει. Όπως τον αδελφό του.
Που είχε γίνει μπάτσος. Αυτός, με το ποινικό του μητρώο, δεν είχε καμία ελπίδα να χωθεί στο Δημόσιο. Κι αυτό δεν ήταν πρόθυμη να του το συγχωρήσει.
Την άκουσε να γελάει μια μέρα στο τηλέφωνο και κατάλαβε ότι θα ερχόταν ο αδελφός του. Ο μπάτσος.
Θα 'φερνε μαζί και τη γυναίκα του. Που ήταν έγκυος. Και Δημόσιος υπάλληλος. Σε μια εφορία. Σκέφτηκε να σηκωθεί να φύγει αλλά έμεινε.
Να πει καμιά κουβέντα. Δεν ήταν έτοιμος για να κάνει τη συζήτηση. Ούτε είχε τέτοια πρόθεση. Αλλά ο αδελφός είχε φοβηθεί. Θα γινόταν πατέρας.
Και δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο μέσα του. Μετά από δυό νεροπότηρα ουίσκι ο αδελφός το βρώμισε.
Εκείνο το κωλάμαξο, είπε, δεν το 'χε κλέψει ο μικρός. Εκείνος το ΄χε κλέψει. Στην τελευταία άδεια πριν την ορκωμοσία.
Ήταν με παρέα, είχανε πιει, το πρωί το κλεμμένο ήταν έξω από το σπίτι κι η Αστυνομία στην πόρτα.
Ο μικρός προσφέρθηκε να πει ότι το 'κλεψε εκείνος για να μην διώξουν το μεγάλο από τη σχολή τελευταία βδομάδα και δεν ορκιστεί. Μπάτσος.
Φάγανε κι ύστερα το ζευγάρι έφυγε. Έμεινε πάλι με τη μάνα του. Στο ενυδρείο.
Μαζέψανε σιωπηλά τα πιάτα και κάθισαν να δούνε τηλεόραση. «Λέω να κάνω γιουρβαλάκια αύριο», του είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. [...]
[...]Στέργιος πεισμάνεψε.
Κυριακή, εννιά η ώρα το πρωί, τον έπιασε το φανάρι στη Βενιζέλου, γωνία με Μητροπόλεως.
Βιαζόταν , έπρεπε να πάει στον Όμιλο να ετοιμάσει το σκάφος. Είχε ζέστη, πίεσε μαλακά το κουμπί κι οροφή της Καρέρα αναδιπλώθηκε σε μερικά δευτερόλεπτα.
Φυσούσε μαλακά, άκουσε βυζαντινές αντηχήσεις από τον Άγιο Μηνά και πιο δυνατά ένα θρακιώτικο, το «Στέργιος πεισμάνεψε».
Γύρισε και κοίταξε, στο περίπτερο διαγωνίως απέναντι, ο περιπτεράς είχε απλώσει το σκαμνί του και καθόταν σε μια σκιά, δίπλα του το τρανζίστορ.
Στα σόλα της γκάιντας, το τρανζίστορ έτριζε. Το φανάρι έγινε πράσινο, αλλά αυτός έμεινε εκεί. Δεν κόρναρε κανείς, δεν υπήρχε κανείς να κορνάρει.
Έμεινε εκεί κι άκουγε τα πουλιά από την πλατεία, ένα μακρινό Κυριελέησον και την ιστορία του Στέργιου που πεισμάνεψε κι ανέβηκε στο δέντρο, επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί τη γυναίκα που του έφεραν οι γονείς του.
Πριν έρθει να σπουδάσει, στη Θεσσαλονίκη είχε κατέβει άλλες τρεις φορές.
Την πρώτη ήταν στα εγκαίνια της Έκθεσης, είχε βάλει ο δήμαρχος ένα πούλμαν κι είχαν έρθει από το χωριό όλοι στην υποδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Δεν είχε προλάβει να δει πολλά από την πόλη, κάποιοι στιγμή, όμως, ανάμεσα στις σημαίες, μέσα σε μια μαύρη Μερσεντές του φάνηκε ότι είδε τον Παπανδρέου.
Ήταν 1982 κι αυτός ήταν 12 χρονών. Η δεύτερη φορά, ήταν με μια παρέα από το χωριό - κάποιος μεγαλύτερος θα πήγαινε στρατό κι ήθελε, πριν πάει, να γαμήσει.
Φορτώθηκαν, τρεις στην καμπίνα μπροστά κι αυτός με έναν άλλο, που ήταν μικρότεροι, στην καρότσα του Ισούζου και πήγανε μπουρδελότσαρκα στο Βαρδάρη.
Από τη δεύτερη φορά περισσότερο θυμάται που, όταν γυρνούσαν, λίγο πριν φτάσουν στο χωριό, πάνω στην Εθνική, τους σταμάτησε η αστυνομία.
Ο μπάτσος ήταν κουνιάδος αυτού που θα πήγαινε φαντάρος και μετά από ένα σχετικό δούλεμα - ήταν προφανές τι πήγε να κάνει το κωλόψαρο στη Θεσσαλονίκη - τους αφήσανε.
Την τρίτη φορά, αντίθετα ,τη θυμάται πολύ καλά - ήταν τότε που η φρέζα έπιασε το πόδι του πατέρα του.
Περισσότερο το Αχέπα, θυμάται, ειδικά εκείνο το κομμάτι του κήπου που είχε πάει η μάνα του κι έκλαιγε, όταν της είπαν ότι ο πατέρας του, τελικά, ξεψύχησε.
Άλλη μια φορά , που είχανε πει να 'ρθουνε να δούνε το Θρύλο στην Τούμπα, ένας μπάρμπας στο καφενείο τους είπε ότι άμα τους μυριστούνε τα Παόκια, θα τους κάνουνε να φτύσουνε το γάλα της μάνας τους.
Τον πήρανε στην πλάκα στην αρχή τον μπάρμπα, τελικά, όμως, κουβέντα στην κουβέντα, φοβηθήκανε.
Έχοντας συνδυάσει την πόλη με στιγμές μεγάλης έντασης, όταν ήρθε τελικά ως φοιτητής μάλλον χλιαρή ήταν η πρώτη εντύπωση.
Όσοι είχαν έρθει από το χωριό του κι από τα κοντινά χωριά, άλλωστε, ζούσαν πάλι όλοι μαζί. Ίδιοι φίλοι, ίδιες γκόμενες, το τοπίο είχε αλλάξει, αλλά και πάλι.
Στην αρχή ήθελε μια σχετική προσπάθεια να μιλάς χωρίς να σέρνεις τα «ι» και τα «ο» να μην ακούγονται «ουο», αλλά όλα μαθαίνονται.
Ούτως ή άλλως ήταν το 1990, κι υπήρχε αστείρευτη ενέργεια για τα πάντα, όχι για να διορθώσεις λίγο την προφορά σου.
Σιγά -σιγά, στα πέντε χρόνια που χρειάστηκε για να πάρει το πτυχίο του Μαθηματικού, η πόλη είχε γίνει το δεύτερο σπίτι του.
Την ίδια περίοδο , στο χωριό , η μάνα του που είχε το παράδειγμα της συννυφάδας της - τα παιδιά της οποίας σφαχτήκανε (κυριολεκτικά) για τα κληρονομικά - πούλησε σπίτι και χωράφια, τα μοίρασε στα δύο παιδιά και στη μία κόρη και πήγε να μείνει στην τελευταία, που είχε παντρευτεί στη Λάρισα, να της κρατάει και το παιδί.
Στο στρατό, όταν τον ρωτούσαν από που είναι, έλεγε: «από τη Θεσσαλονίκη».
Βλέποντας το μεγαλύτερό του αδελφό να χώνει τα λεφτά που τους έδωσε η μάνα τους διαδοχικά σε διάφορες επιχειρηματικές προσπάθειες του κώλου, από «χιλιάρικο μάρκετ» και «φρουτάκια», μέχρι πιτσαρία και κούριερ , αποφάσισε να επενδύσει στον εαυτό του. Όταν τελείωσε το διδακτορικό του στην κινητή τηλεφωνία, τα Έρικσον και τα Νόκια έμοιαζαν ακόμα με παντόφλες.
Ανέλαβε υπεύθυνος υποκαταστήματος και λίγο αργότερα, υπεύθυνος Νοτιανατολικής Ευρώπης - Σκόπια, Αλβανίες, Βουλγαρίες, τέτοια.
Παντρεύτηκε στη Μητρόπολη - το πατρικό όνομα της γυναίκας του ήταν το όνομα της οδού σε ένα από τα σπίτια που έμεινε σα φοιτητής.
Γρήγορα ανακάλυψε πως η αστική τάξη της Θεσσαλονίκης , μικρή και απομονωμένη σε σχέση με την αντίστοιχη αθηναϊκή, ήταν, ως εκ τούτου, εσωστρεφής,
επιθετική στην επίδειξή της και δε σήκωνε πολλά -πολλά. Για «λι», «μι» και « ουο», ούτε λόγος βέβαια. Με τα αδέλφια του, αν εξαιρέσεις κάτι ελάχιστες επισκέψεις της αδελφής του και την σχεδόν τακτική δανειοδότηση του αδελφού του, δανεικά κι αγύριστα, πολλά- πολλά δεν είχε. Η μάνα του είχε πεθάνει.
Έπρεπε , λοιπόν, να πάει και να ετοιμάσει το σκάφος, περίμεναν δύο φιλικά ζευγάρια και τα πεθερικά. Θα δένανε στον Καρρά ή στο Κουφό, με τις καινούργιες μηχανές τίποτα δεν ήτανε, δύο βήματα.
Θα τρώγανε τα ψαράκια τους και θα γυρνούσανε. Ωραία θα περνούσαν. Αντί να στρίψει στη Μητροπόλεως, σταμάτησε.
Το θρακιώτικο ακουγόταν καθαρά στην πρωινή ησυχία της καλοκαιρινής πόλης. Θυμήθηκε τον πατέρα του, πώς χόρευε - μια τα χέρια ψηλά, μια χαμηλά, χόρευε στην πλατεία με τους φίλους του, παιδιά προσφύγων όλοι από την Ανατολική Θράκη, χόρευαν και γελούσαν και τα μουστάκια τους. Χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί, βγήκε από το αμάξι, κι εκεί, πάνω στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στο περίπτερο και τη βιτρίνα με τα γκρι και κρεμ κουστούμια, άρχιζε κι εκείνος, μια τα χέρια ψηλά, μια χαμηλά να χορεύει κι εκείνος το «Στέργιος πεισμάνεψε».[...]
Μέρος τους έχει αποτελέσει βάση για τα σενάρια της τηλεοπτικής σειράς "Άγρια παιδιά" που προβλήθηκε από το MEGA.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
[...]Στο ενυδρείο
Υπάρχουν και χειρότερα. Πιο δύσκολα. Που δεν τα ξεπερνάς ποτέ. Στο κάτω- κάτω, αυτός δεν αντιμετώπιζε και κάτι τρομερό.
Δεν του φερόταν άσχημα. Κανείς. Όχι πια. Κι αν σκεφτόταν κάτι για αυτόν, δεν το έδειχναν. Υποτίθεται πως όλοι το είχαν ξεχάσει.
Και πως κι αυτός είχε προχωρήσει στη ζωή του. Μια δυσπιστία μόνο είχε μείνει . Στα μάτια τους. Στο στόμα τους. Κι αυτή, όχι συνέχεια.
Μόνο όταν πήγαινε να πει κάτι παραπάνω. Να φανεί ίσος με αυτούς. Πιο τίμιος. Φαινόταν στα μάτια και το στόμα τους.
Μια δυσπιστία σαν αρχή ή τέλος χαμόγελου. Σαν να του λέγανε: «μην τα πουλάς σε μας αυτά. Ξέρουμε τι καπνό φουμάρεις.
Τα ίδια σκατά είσαι. Και χειρότερος. Εμείς δεν κλέβουμε αυτοκίνητα.»
Οπότε κι εκείνος δε μιλούσε. Εκτός από τα απολύτως απαραίτητα. Που με τη μάνα του, τα 'χαν κόψει κι εκείνα. Δηλαδή, εκείνη δεν του μιλούσε.
Ζούσαν μαζί στο σπίτι , αφού παράτησε τη σχολή μετά τη σύλληψη. Τρώγανε μαζί, πίνανε μαζί καφέ, κάθονταν μπροστά από την τηλεόραση που έπαιζε χωρίς ήχο.
Μαζί. Αμίλητοι. Σαν παντρεμένοι χρόνια. Ούτε καν έτσι. Σαν να 'ταν το σπίτι, ενυδρείο διακοσίων ογδόντα κυβικών. Που ο θυμός της το διατηρούσε συνέχεια, απολύτως καθαρό.
Γιατί ήταν εξαιρετικά θυμωμένη μαζί του. Όχι γιατί είχε πάρει το ντιενέι του πατέρα του, ο οποίος μπαινόβγαινε στα σωφρονιστικά ιδρύματα χωρίς καμία ένδειξη σωφρονισμού μέχρι που τους παράτησε, ούτε γιατί είχε φτύσει αίμα να καθαρίσει το όνομά της και των παιδιών της από τις βρωμιές του άνδρα της.
Ούτε, τέλος, γιατί είχε μεγαλώσει μόνη, δύο παιδιά. Ήταν θυμωμένη μαζί του γιατί της είχε τσακίσει το όνειρο. Να τον δει επαγγελματικά αποκατεστημένο.
Να μη φιλάει κατουρημένες ποδιές στον ιδιωτικό τομέα. Όχι. Στο Δημόσιο ήθελε να τον δει. Όπως τον αδελφό του.
Που είχε γίνει μπάτσος. Αυτός, με το ποινικό του μητρώο, δεν είχε καμία ελπίδα να χωθεί στο Δημόσιο. Κι αυτό δεν ήταν πρόθυμη να του το συγχωρήσει.
Την άκουσε να γελάει μια μέρα στο τηλέφωνο και κατάλαβε ότι θα ερχόταν ο αδελφός του. Ο μπάτσος.
Θα 'φερνε μαζί και τη γυναίκα του. Που ήταν έγκυος. Και Δημόσιος υπάλληλος. Σε μια εφορία. Σκέφτηκε να σηκωθεί να φύγει αλλά έμεινε.
Να πει καμιά κουβέντα. Δεν ήταν έτοιμος για να κάνει τη συζήτηση. Ούτε είχε τέτοια πρόθεση. Αλλά ο αδελφός είχε φοβηθεί. Θα γινόταν πατέρας.
Και δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να το κρατάει άλλο μέσα του. Μετά από δυό νεροπότηρα ουίσκι ο αδελφός το βρώμισε.
Εκείνο το κωλάμαξο, είπε, δεν το 'χε κλέψει ο μικρός. Εκείνος το ΄χε κλέψει. Στην τελευταία άδεια πριν την ορκωμοσία.
Ήταν με παρέα, είχανε πιει, το πρωί το κλεμμένο ήταν έξω από το σπίτι κι η Αστυνομία στην πόρτα.
Ο μικρός προσφέρθηκε να πει ότι το 'κλεψε εκείνος για να μην διώξουν το μεγάλο από τη σχολή τελευταία βδομάδα και δεν ορκιστεί. Μπάτσος.
Φάγανε κι ύστερα το ζευγάρι έφυγε. Έμεινε πάλι με τη μάνα του. Στο ενυδρείο.
Μαζέψανε σιωπηλά τα πιάτα και κάθισαν να δούνε τηλεόραση. «Λέω να κάνω γιουρβαλάκια αύριο», του είπε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει. [...]
[...]Στέργιος πεισμάνεψε.
Κυριακή, εννιά η ώρα το πρωί, τον έπιασε το φανάρι στη Βενιζέλου, γωνία με Μητροπόλεως.
Βιαζόταν , έπρεπε να πάει στον Όμιλο να ετοιμάσει το σκάφος. Είχε ζέστη, πίεσε μαλακά το κουμπί κι οροφή της Καρέρα αναδιπλώθηκε σε μερικά δευτερόλεπτα.
Φυσούσε μαλακά, άκουσε βυζαντινές αντηχήσεις από τον Άγιο Μηνά και πιο δυνατά ένα θρακιώτικο, το «Στέργιος πεισμάνεψε».
Γύρισε και κοίταξε, στο περίπτερο διαγωνίως απέναντι, ο περιπτεράς είχε απλώσει το σκαμνί του και καθόταν σε μια σκιά, δίπλα του το τρανζίστορ.
Στα σόλα της γκάιντας, το τρανζίστορ έτριζε. Το φανάρι έγινε πράσινο, αλλά αυτός έμεινε εκεί. Δεν κόρναρε κανείς, δεν υπήρχε κανείς να κορνάρει.
Έμεινε εκεί κι άκουγε τα πουλιά από την πλατεία, ένα μακρινό Κυριελέησον και την ιστορία του Στέργιου που πεισμάνεψε κι ανέβηκε στο δέντρο, επειδή δεν ήθελε να παντρευτεί τη γυναίκα που του έφεραν οι γονείς του.
Πριν έρθει να σπουδάσει, στη Θεσσαλονίκη είχε κατέβει άλλες τρεις φορές.
Την πρώτη ήταν στα εγκαίνια της Έκθεσης, είχε βάλει ο δήμαρχος ένα πούλμαν κι είχαν έρθει από το χωριό όλοι στην υποδοχή του Ανδρέα Παπανδρέου.
Δεν είχε προλάβει να δει πολλά από την πόλη, κάποιοι στιγμή, όμως, ανάμεσα στις σημαίες, μέσα σε μια μαύρη Μερσεντές του φάνηκε ότι είδε τον Παπανδρέου.
Ήταν 1982 κι αυτός ήταν 12 χρονών. Η δεύτερη φορά, ήταν με μια παρέα από το χωριό - κάποιος μεγαλύτερος θα πήγαινε στρατό κι ήθελε, πριν πάει, να γαμήσει.
Φορτώθηκαν, τρεις στην καμπίνα μπροστά κι αυτός με έναν άλλο, που ήταν μικρότεροι, στην καρότσα του Ισούζου και πήγανε μπουρδελότσαρκα στο Βαρδάρη.
Από τη δεύτερη φορά περισσότερο θυμάται που, όταν γυρνούσαν, λίγο πριν φτάσουν στο χωριό, πάνω στην Εθνική, τους σταμάτησε η αστυνομία.
Ο μπάτσος ήταν κουνιάδος αυτού που θα πήγαινε φαντάρος και μετά από ένα σχετικό δούλεμα - ήταν προφανές τι πήγε να κάνει το κωλόψαρο στη Θεσσαλονίκη - τους αφήσανε.
Την τρίτη φορά, αντίθετα ,τη θυμάται πολύ καλά - ήταν τότε που η φρέζα έπιασε το πόδι του πατέρα του.
Περισσότερο το Αχέπα, θυμάται, ειδικά εκείνο το κομμάτι του κήπου που είχε πάει η μάνα του κι έκλαιγε, όταν της είπαν ότι ο πατέρας του, τελικά, ξεψύχησε.
Άλλη μια φορά , που είχανε πει να 'ρθουνε να δούνε το Θρύλο στην Τούμπα, ένας μπάρμπας στο καφενείο τους είπε ότι άμα τους μυριστούνε τα Παόκια, θα τους κάνουνε να φτύσουνε το γάλα της μάνας τους.
Τον πήρανε στην πλάκα στην αρχή τον μπάρμπα, τελικά, όμως, κουβέντα στην κουβέντα, φοβηθήκανε.
Έχοντας συνδυάσει την πόλη με στιγμές μεγάλης έντασης, όταν ήρθε τελικά ως φοιτητής μάλλον χλιαρή ήταν η πρώτη εντύπωση.
Όσοι είχαν έρθει από το χωριό του κι από τα κοντινά χωριά, άλλωστε, ζούσαν πάλι όλοι μαζί. Ίδιοι φίλοι, ίδιες γκόμενες, το τοπίο είχε αλλάξει, αλλά και πάλι.
Στην αρχή ήθελε μια σχετική προσπάθεια να μιλάς χωρίς να σέρνεις τα «ι» και τα «ο» να μην ακούγονται «ουο», αλλά όλα μαθαίνονται.
Ούτως ή άλλως ήταν το 1990, κι υπήρχε αστείρευτη ενέργεια για τα πάντα, όχι για να διορθώσεις λίγο την προφορά σου.
Σιγά -σιγά, στα πέντε χρόνια που χρειάστηκε για να πάρει το πτυχίο του Μαθηματικού, η πόλη είχε γίνει το δεύτερο σπίτι του.
Την ίδια περίοδο , στο χωριό , η μάνα του που είχε το παράδειγμα της συννυφάδας της - τα παιδιά της οποίας σφαχτήκανε (κυριολεκτικά) για τα κληρονομικά - πούλησε σπίτι και χωράφια, τα μοίρασε στα δύο παιδιά και στη μία κόρη και πήγε να μείνει στην τελευταία, που είχε παντρευτεί στη Λάρισα, να της κρατάει και το παιδί.
Στο στρατό, όταν τον ρωτούσαν από που είναι, έλεγε: «από τη Θεσσαλονίκη».
Βλέποντας το μεγαλύτερό του αδελφό να χώνει τα λεφτά που τους έδωσε η μάνα τους διαδοχικά σε διάφορες επιχειρηματικές προσπάθειες του κώλου, από «χιλιάρικο μάρκετ» και «φρουτάκια», μέχρι πιτσαρία και κούριερ , αποφάσισε να επενδύσει στον εαυτό του. Όταν τελείωσε το διδακτορικό του στην κινητή τηλεφωνία, τα Έρικσον και τα Νόκια έμοιαζαν ακόμα με παντόφλες.
Ανέλαβε υπεύθυνος υποκαταστήματος και λίγο αργότερα, υπεύθυνος Νοτιανατολικής Ευρώπης - Σκόπια, Αλβανίες, Βουλγαρίες, τέτοια.
Παντρεύτηκε στη Μητρόπολη - το πατρικό όνομα της γυναίκας του ήταν το όνομα της οδού σε ένα από τα σπίτια που έμεινε σα φοιτητής.
Γρήγορα ανακάλυψε πως η αστική τάξη της Θεσσαλονίκης , μικρή και απομονωμένη σε σχέση με την αντίστοιχη αθηναϊκή, ήταν, ως εκ τούτου, εσωστρεφής,
επιθετική στην επίδειξή της και δε σήκωνε πολλά -πολλά. Για «λι», «μι» και « ουο», ούτε λόγος βέβαια. Με τα αδέλφια του, αν εξαιρέσεις κάτι ελάχιστες επισκέψεις της αδελφής του και την σχεδόν τακτική δανειοδότηση του αδελφού του, δανεικά κι αγύριστα, πολλά- πολλά δεν είχε. Η μάνα του είχε πεθάνει.
Έπρεπε , λοιπόν, να πάει και να ετοιμάσει το σκάφος, περίμεναν δύο φιλικά ζευγάρια και τα πεθερικά. Θα δένανε στον Καρρά ή στο Κουφό, με τις καινούργιες μηχανές τίποτα δεν ήτανε, δύο βήματα.
Θα τρώγανε τα ψαράκια τους και θα γυρνούσανε. Ωραία θα περνούσαν. Αντί να στρίψει στη Μητροπόλεως, σταμάτησε.
Το θρακιώτικο ακουγόταν καθαρά στην πρωινή ησυχία της καλοκαιρινής πόλης. Θυμήθηκε τον πατέρα του, πώς χόρευε - μια τα χέρια ψηλά, μια χαμηλά, χόρευε στην πλατεία με τους φίλους του, παιδιά προσφύγων όλοι από την Ανατολική Θράκη, χόρευαν και γελούσαν και τα μουστάκια τους. Χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί, βγήκε από το αμάξι, κι εκεί, πάνω στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στο περίπτερο και τη βιτρίνα με τα γκρι και κρεμ κουστούμια, άρχιζε κι εκείνος, μια τα χέρια ψηλά, μια χαμηλά να χορεύει κι εκείνος το «Στέργιος πεισμάνεψε».[...]
Κριτικές
04/04/2013, 02:44
25/12/2012, 18:25
23/12/2012, 10:56