0
Your Καλαθι
Η Ελλάδα και ο εξ ανατολών κίνδυνος. Αδιέξοδα και διέξοδοι ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Προλεγόμενα: Λεωνίδας Κύρκος - Μιχάλης Παπακωνσταντίνου
Έκπτωση
33%
33%
Περιγραφή
Η Τουρκία θεωρείται ο «εξ ανατολών κίνδυνος», ο «προαιώνιος εχθρός» της Ελλάδας. Η αντίληψη αυτή, καθώς και η πολιτική της συνεχούς αντιπαλότητας με την Τουρκία είναι βαθιά ριζωμένες στην ελληνική εθνική συνείδηση και υποστηρίζονται από μερίδα της διανόησης που διαπνέεται από τον εθνικισμό, τη νεοορθοδοξία, τη γεωπολιτική οπτική του Μεσοπολέμου ή την Ψυχροπολεμική στρατηγική.
Το βιβλίο έχει ως κύριο στόχο να καταδείξει ότι οι αντιλήψεις αυτές είναι επιστημονικά στρεβλές και αδιέξοδες.
Κριτική
Η εμφάνιση του εθνικισμού και των εθνικών κρατών θεωρείται ένα σύγχρονο φαινόμενο και μια θετική ιστορική εξέλιξη. Κορυφαίοι μελετητές έχουν αναγνωρίσει ωφελιμιστικά χαρακτηριστικά στην ιδεολογία και στην πρακτική των κρατών-εθνών (Gellner, Anderson κ.ά.). Αλλοτε γίνεται μια διάκριση καλών και κακών εθνικισμών σύμφωνα με κάποια συγκεχυμένα κριτήρια. Σπάνια όμως παρουσιάζονται τα δεινά και τα αδιέξοδα που προκαλεί πλέον ο εθνικισμός και οι εκφάνσεις του, ειδικά αν τα κακώς κείμενα πηγάζουν από τη «δική μας» πλευρά. Το βιβλίο του Α. Ηρακλείδη Η Ελλάδα και ο «εξ Ανατολών κίνδυνος» κάνει ακριβώς αυτό: παρουσιάζει τα αδιέξοδα που προκάλεσε στην εξωτερική μας πολιτική η μυωπία του «πατριωτισμού».
Η εργασία του καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Α. Ηρακλείδη είναι πρωτοποριακή και πολύ σημαντική για διάφορους λόγους. Αναλύει κριτικά τα φλέγοντα θέματα που επηρεάζουν αρνητικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και προτείνει εναλλακτικές και πρωτότυπες προσεγγίσεις. Η κριτική του διαφέρει. Τοποθετείται διαμετρικά αντίθετα στη λαϊκιστική ρητορεία. Δεν κολακεύει τον αναγνώστη μέσα από μύθους και από ρομαντικά ή ηρωικά οράματα. Ούτε στρέφεται κατά κυβερνήσεων και ατόμων αλλά κατά των χρόνιων αδυναμιών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής η οποία δεν μπόρεσε να αποστασιοποιηθεί από το γενικό κλίμα του εθνικισμού που διαπερνά την κοινωνία.
Η ανάλυση στοχεύει στην εξωτερική πολιτική αλλά η κριτική, στο πρώτο μέρος του βιβλίου, φέρνει στο φως τις ιδεολογικές αφετηρίες και τους κύριους αντιπροσώπους του εθνοκεντρισμού. Βλέπουμε, π.χ., πώς η «νεοορθοδοξία», με χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Χρ. Γιανναρά, καλλιέργησε την ξενοφοβία μέσα από τον λόγο του εκλεκτού «εμείς» και των δυτικών και ανατολικών αρνητικών γειτόνων. Μέσα από την κριτική του Π. Κονδύλη παρουσιάζεται η σχολή σκέψης που λειτουργεί με γνώμονα τις συγκρουσιακές και μόνο σχέσεις. Ορισμένοι «ρεαλιστές» με τις θεωρίες της αποτροπής (διάβαζε ισχύος) καλλιέργησαν το κλίμα της δυναμικής αντιπαράθεσης και της σχέσης του μηδενικού αθροίσματος. Με πολλά παραδείγματα και με έναν άμεσο τρόπο παρουσιάζονται τα τρωτά των απόψεων που τόσα στοίχισαν στους Έλληνες και στο έθνος το οποίο υποτίθεται ότι εξυπηρετούσαν.
Στο δεύτερο μέρος ο συγγραφέας πραγματεύεται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε τρεις ενότητες: οι διαφορές στο Αιγαίο, το Κυπριακό και οι μειονότητες. Ο αναγνώστης συναντά έναν ευρηματικό και πειστικό λόγο. Αλλά βιώνει και μια έκπληξη. Μπορεί και για πρώτη φορά να διαβάζουμε στα ελληνικά ότι τα χρώματα δεν είναι μόνο μαύρα και άσπρα, ότι και η άλλη πλευρά έχει επιχειρήματα και ευαισθησίες. Ο λόγος του Ηρακλείδη χαρακτηρίζεται από ενσυναίσθηση, εντιμότητα και θάρρος, το οποίο δυστυχώς είναι ακόμη απαραίτητο όταν κάποιος κινείται κατά του ρεύματος των πολλών.
Τα προβλήματα του Αιγαίου δεν είναι ανυπέρβλητα, δεν απειλούν κύρια συμφέροντα και μπορούν να λυθούν με διάλογο, δηλαδή με έναν τρόπο που προτιμά ο συγγραφέας επειδή το τελικό αποτέλεσμα του διαλόγου, σε αντίθεση με αυτό της διαιτησίας, γίνεται αποδεκτό μετά από συναίνεση και όχι τελεσίδικα. Το δικαίωμα της επέκτασης των χωρικών υδάτων μπορεί να αποτελέσει το ισχυρότερο διαπραγματευτικό χαρτί της Ελλάδας για να αποκομίσει ανταλλάγματα.
Το Κυπριακό, ο χώρος των χαμένων ευκαιριών για την Ελλάδα και η αχίλλειος πτέρνα της Τουρκίας, είναι το δύσκολο πρόβλημα όπου η άλλη πλευρά θα πρέπει να κάνει τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις. Ο συγγραφέας πάντως δεν προτείνει λύσεις αλλά διαδικασίες και αρχές για συμβιβαστικές διευθετήσεις. Επίσης δεν απευθύνεται στην άλλη πλευρά αλλά κυρίως στην ελληνική και στα «εν οίκω» προβλήματα.
Αναγνωρίζεται ότι οι μειονότητες, εκατέρωθεν, ήταν ιστορικά οι μεγάλοι χαμένοι των πολιτικών αντιπαραθέσεων. Το θέμα άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν θα πρέπει οι πολίτες των δύο χωρών να αποτελούν διαπραγματευτικό αντικείμενο του πολιτικού κόσμου.
Αν και οξεία η κριτική των μέχρι σήμερα εθνοκεντρικών χειρισμών, το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων προβάλλεται αισιόδοξο. Η πίστη ότι τα προβλήματα μπορεί να λυθούν με διάλογο και ειρηνικά, με αμοιβαίες και λογικές υποχωρήσεις από τις διαλαλημένες μαξιμαλιστικές θέσεις, και βέβαια με την προϋπόθεση ότι δεν θα κυριαρχήσουν στην πολιτική σκηνή οι εμπαθείς κήρυκες της σύγκρουσης είναι το γενικό μήνυμα. «Η θέση που υποστηρίξαμε είναι ότι η ελληνοτουρκική διένεξη δεν οφείλεται τόσο στις διαφορές καθεαυτές όσο σε ψυχολογικούς και εσωτερικούς παράγοντες: στην έντονη αμοιβαία καχυποψία» (σελ. 329).
Τελικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η γλώσσα του συγγραφέα χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα και ότι το κείμενο διαβάζεται με μεγάλη άνεση, αν και πραγματεύεται σύνθετα θέματα. Όχι τυχαία, ο Λεωνίδας Κύρκος και ο Μιχάλης Παπακωνσταντίνου, δύο διακεκριμένοι πολιτικοί, γνωστοί για τις μετριοπαθείς, τις εξεζητημένες και τις ανθρωπιστικές θέσεις τους, έχουν προλογίσει την εργασία.
Ηρακλής Μήλλας, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 27-05-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο αυτό του Α. Ηρακλείδη και σημαντικό και ωραία γραμμένο είναι. Επιπλέον, είναι γραμμένο με μεγάλο πνευματικό θάρρος και απομυθοποιεί έναν τομέα όπου οι μύθοι και οι συναισθηματικές φορτίσεις εμποδίζουν την αναλυτική διαδικασία και θολώνουν το γνωστικό πεδίο. Στη μελέτη των διεθνών σχέσεων, η αναλυτική της αξία θα εξαρτηθεί από την αυστηρότητα των συλλογισμών, την ποιότητα του αποδεικτικού υλικού και την ποιότητα των χρησιμοποιούμενων πηγών. Απ' αυτή την πλευρά το βιβλίο του Ηρακλείδη εντυπωσιάζει με τον πλούτο και την ποιότητα της τεκμηρίωσης, καθώς και από τη γνώση των αντιτιθέμενων θεωριών, που προσπαθούν να συγκαλύψουν τον ιδεολογικό τους χαρακτήρα και τα συμφέροντα που τις καθορίζουν. Μόνον όταν η μελέτη των διεθνών σχέσεων ξεπεράσει τις ιδεολογικές και εθνοτικές προκαταλήψεις γίνεται χρήσιμη, μόνιμη και ωφέλιμη - κι αυτό χαρακτηρίζει την αναλυτική εργασία του Ηρακλείδη, σ' έναν τομέα όπως αυτός των ελληνο-τουρκικών σχέσεων, όπου η ιστορία και οι συγκρουσιακές καταστάσεις επί δέκα σχεδόν αιώνες, κάνουν δύσκολη τη νηφαλιότητα και τη μη δαιμονοποίηση. Σωστά, έτσι, ο Ηρακλείδης ξεκινάει το βιβλίο του με την ανατομία του εθνικιστικού λόγου και με την ανάλυση του εθνοκεντρισμού και του εθνικισμού.
Είναι σημαντικό να εξετάσουμε πώς δημιουργείται ο ελληνικός εθνικισμός, πώς εδραιώνεται η έννοια της ελληνικότητας, πώς διαμορφώνονται οι στάσεις απέναντι στους άλλους και οι ανοησίες που λέμε για τους ξένους, τις οποίες ο Ηρακλείδης καταγράφει. Ασκεί στη συνέχεια κριτική στο νεο-ορθόδοξο εθνικιστικό λόγο και στη δαιμονοποίηση της Δύσης και της Τουρκίας, στην οποία αυτός καταλήγει. Μελετώντας την ιστορική διάσταση των σχέσεων θρησκείας και έθνους, ανατρέχει στη διάκριση κοσμικού και θρησκευτικού στο Βυζάντιο, πριν εξετάσει τον Ελληνικό Διαφωτισμό, αλλά και τον Αντιδιαφωτισμό, που διαμορφώθηκε ως κίνημα από κύκλους του Πατριαρχείου κι εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είχαν διαμορφώσει συγκεκριμένες σχέσεις με την οθωμανική εξουσία και μια ορισμένη στάση στη διαμάχη Δύσης - Ανατολής. Η κριτική ματιά του Ηρακλείδη, στηριζόμενη στα κείμενα της εποχής εκείνης, καταλήγει σε μια απομυθοποίηση, που την έχουμε εθνικά ανάγκη, καθώς υφιστάμεθα τον καπηλευτικό λόγο των κάθε λογής νεο-ορθοδόξων, που από οικουμενικοί κατέληξαν ελληνοκεντρικοί και επιθετικά αντιδυτικοί. Οι νεο-ορθόδοξοι στοχαστές προσπαθούν να αμυνθούν και παρ' όλο που ο στρατευμένος και εθνοκεντρικός λόγος που αναπτύσσουν είναι έξω από το χώρο της επιστημονικής ανάλυσης και του ορθού λόγου, πρέπει ν' αντιμετωπιστούν ως μέρος ενός ευρύτερου φονταμενταλιστικού μορφώματος, που χαρακτηρίζει, βέβαια, κι άλλους εκπροσώπους θρησκειών, πέρα από την Ορθοδοξία ή το χριστιανισμό γενικότερα.
Εξετάζοντας τις σχέσεις ανάμεσα στη γεωπολιτική και τον πόλεμο, ο Α. Ηρακλείδης προβαίνει σε μια εμπεριστατωμένη κριτική της γνωστής θέσης του Παναγιώτη Κονδύλη, του πολιτικού φιλοσόφου που χάθηκε πρόωρα, για το «πρώτο χτύπημα» όσον αφορά τη γεωπολιτική ενός ελληνο-τουρκικού πολέμου. Επειδή η πρόταση του Κονδύλη οδηγεί αναπόφευκτα σ' έναν ελληνο-τουρκικό πόλεμο, με τον οποίο δήθεν η Ελλάδα θ' αποφύγει τη δορυφοροποίησή της και την κατάλυση της ανεξαρτησίας της, εξετάζεται το πώς τίθεται το πρόβλημα του πολέμου στη σημερινή διεθνή κοινότητα και ποια θεωρία των διεθνών σχέσεων ισχύει ή ποια έχει επηρεάσει τη διεθνή πολιτική στην πράξη. Ο φιλελευθερισμός - διεθνισμός και ο ρεαλισμός. Γίνεται μια σε βάθος κριτική της στρατηγικής της ισχύος, ιδιαίτερα όπως διατυπώνεται από Ελληνες θεωρητικούς και εκτίθενται τα πέντε τουλάχιστον σοβαρά ολισθήματα της ελληνικής επιθετικής στρατηγικής, η οποία καταλήγει σε μια ατέρμονη αντιπαλότητα με την Τουρκία και οδηγεί όχι στην αποτροπή των κρίσεων αλλά στην υπόθαλψή τους. Ενέργειες και πράξεις που πρέπει ν' απορριφθούν είναι: η καλλιέργεια της επιθετικής συμπεριφοράς και η κουλτούρα του πολέμου, ο εθνοκεντρισμός και ο επιθετικός εθνικισμός, το πρωτάκουστο ιδεολόγημα της «ελληνικής ιδιοπροσωπίας», η πολιτισμική αλαζονεία και οι ανάρμοστες προσβολές κατά της Τουρκίας. Εχει δίκιο ο Ηρακλείδης όταν λέει ότι με τους εξοπλισμούς, τη μιλιταριστική στροφή της ελληνικής κοινωνίας, την εθνικιστική εσωστρέφεια, την ξενοφοβία και τη μισαλλοδοξία θα πληγεί η δημοκρατία στη χώρα μας, που μαζί με την οικονομική της σταθερότητα αποτελούν παράγοντες ισχύος και αίγλης γι' αυτήν, καθιστώντας την χώρα - πρότυπο στην περιοχή.
Εχοντας καταδείξει ο συγγραφέας στο πρώτο μέρος του βιβλίου του τα αδιέξοδα που δημιουργούν οι διάφορες σχολές της αντιπαράθεσης, αναλύει στο δεύτερο μέρος την προβληματική του διαλόγου και της ειρηνικής επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών. Πριν προχωρήσει στην περαιτέρω επεξεργασία της λογικής του διαλόγου και της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών, καταγράφει τις ελληνο-τουρκικές διαφορές όπως εμφανίζονται σήμερα, κατατάσσοντάς τις σε τρεις κατηγορίες: α) στο πλέγμα των διαφορών στο Αιγαίο Πέλαγος, β) στο πρόβλημα του Κυπριακού και γ) σε θέματα που στην ουσία τους δεν είναι διαφορές αλλά σημεία τριβής που έχουν τις ρίζες τους σε ιστορικές μνήμες και τραυματικές εμπειρίες από διεκδικήσεις, αιματηρές ένοπλες συγκρούσεις και καταστροφές μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Οσον αφορά τις διαφορές στο Αιγαίο, εξετάζει το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας, της αιγιαλίτιδας ζώνης, του εναερίου χώρου, της στρατιωτικοποίησης των νήσων του ανατολικού Αιγαίου, του ελέγχου της εναέριας κυκλοφορίας και του επιχειρησιακού ελέγχου του ΝΑΤΟ.
Εξετάζοντας τον τρόπο επίλυσης των ελληνο-τουρκικών διαφορών ο Ηρακλείδης, αφού προβεί σε μια αποτίμηση των δικαστικών μεθόδων επίλυσης, αναλύει τις πολιτικές μεθόδους επίλυσης κι εξετάζει την αποτελεσματικότητα αυτών των λύσεων και τη δυνατότητα επίτευξης ενός «ιστορικού συμβιβασμού» Ελλάδας - Τουρκίας, ανάλογου με αυτόν του 1930. Η διαδικασία επίλυσης των διαφορών στο Αιγαίο θα μπορούσε να ξεκινήσει από τη ρύθμιση του θέματος της αιγιαλίτιδας ζώνης, όπου η Ελλάδα κατέχει ένα σοβαρό διαπραγματευτικό χαρτί, που μπορεί να το διαπραγματευθεί για την επίλυση άλλων διαφορών, ακόμα και σε συνδυασμό με την επίλυση του Κυπριακού. Θεωρητικά δεν υπάρχουν τελείως ασυμβίβαστοι στόχοι σε ό,τι αφορά τις διαφορές στο Αιγαίο, οσοδήποτε σοβαρές κι αν φαίνονται ή αν συνδέονται με θεμελιώδη συμφέροντα και δικαιολογημένες ανησυχίες των δυο πλευρών.
Ο Ηρακλείδης ασχολείται σε ξεχωριστό κεφάλαιο με το κυπριακό πρόβλημα, ξεκινώντας με μια ιστορική ανασκόπηση, όπου εκτίθενται τα λάθη και οι χαμένες ευκαιρίες. Προκαλεί, βέβαια, οργή και θλίψη όταν βλέπει κανείς εκ των υστέρων τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το θέμα η ελληνοκυπριακή πλευρά, που αντί ν' αντιμετωπίσει με σύνεση και χωρίς εθνικιστικές ψυχώσεις το πρόβλημα, το οδήγησε στο σημερινό αδιέξοδο. Πρέπει, βέβαια, να δει κανείς ποιες είναι οι θέσεις των Τουρκοκυπρίων και πώς εξηγείται η στάση της Αγκυρας, πράγμα που κάνει ο Ηρακλείδης, πριν εκθέσει τα κύρια εμπόδια στην επίλυση του Κυπριακού, με σημαντικές ευθύνες των Ελληνοκυπρίων, ανεξάρτητα από τις ευθύνες που έχει η άλλη πλευρά. Το κεφάλαιο αυτό, που πρέπει να διαβαστεί με ιδιαίτερη προσοχή, κλείνει με τη φράση του ανθρωπολόγου Πίτερ Λοΐζου «το νησί ανήκει σε όλους τους Κύπριους ή σε κανέναν Κύπριο».
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται σ' ένα πρόβλημα ιστορικής μνήμης: τις μειονότητες, ένα θέμα που απασχολεί ευρέως τη διεθνή κοινότητα και την πολιτική επιστήμη. Ιστορικά το θέμα της αντιμετώπισης των μειονοτήτων στην ελληνοτουρκική περίπτωση ήταν το πρώτο που απασχόλησε διμερώς τα δύο κράτη μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης, δηλαδή προϋπήρξε της ελληνοτουρκικής διαφοράς στο Κυπριακό και των διαφορών στο Αιγαίο. Ο Α. Ηρακλείδης προβαίνει σ' έναν απολογισμό της ελληνικής μειονοτικής πολιτικής και ασχολείται ιδιαίτερα με το πρόβλημα της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης. Αφού εκθέσει τα κατασταλτικά διοικητικά μέτρα σε βάρος των μουσουλμάνων που ίσχυσαν μέχρι την αλλαγή πλεύσης το 1991, θα προσπαθήσει να ανιχνεύσει «τα πιθανά αίτια αυτής της αντιμειονοτικής αγκύλωσης που επικράτησε κατά τα τελευταία πενήντα πέντε χρόνια». Το ερώτημα στο οποίο προσπαθούν ν' απαντήσουν οι δυο τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι το εξής: «Τι οφείλουν να κάνουν η Ελλάδα και η Τουρκία ώστε η πολιτική τους να καταστεί μια πολιτική αρχών και, συγχρόνως, αποτελεσματική;». Το ερώτημα καταδείχνει το πόσο χρήσιμο είναι το ωραίο αυτό βιβλίο του Α. Ηρακλείδη, που οι 85 σελίδες σημειώσεων και βιβλιογραφίας καταδείχνουν με πόση σοβαρότητα κι επιμέλεια έχει γραφεί.
ΣΠΗΛΙΟΣ ΠΑΠΑΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/05/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις