0
Your Καλαθι
Κυπριακό: Σύγκρουση και επίλυση ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
53%
53%
Περιγραφή
Το Κυπριακό αποτελεί παράδοξο. Δεν έχει μέχρι σήμερα επιλυθεί ενώ οι μορφές ειρηνικής επίλυσης είναι πασιφανείς, τουλάχιστον από το 1968. Το βιβλίο αυτό μελετά την κυπριακή αυτή ιδιομορφία από τέσσερις οπτικές γωνίες. Πρώτον, εξετάζεται η ιστορική τροχιά του προβλήματος από το 1948 και έπειτα. Δεύτερον, τονίζεται ο εθνικισμός και η άρνηση του "Αλλου", των οποίων ο ρόλος υπήρξε καίριος. Τρίτον, διερευνάται ενδελεχώς ο ρόλος της Βρετανίας, της Τουρκίας, των ΗΠΑ και φυσικά της Ελλάδας. Τέταρτον, εντοπίζονται τα σημαντικότερα εμπόδια στην επίλυση και τέλος, αναζητείται μια ειρηνική βιώσιμη λύση.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα τελευταία χρόνια είδε το φως της δημοσιότητας μια σειρά από αξιόλογες μελέτες για την ιστορία του κυπριακού ζητήματος, ιδίως για την περίοδο 1950-1974. Οι μελέτες αυτές βασίστηκαν κυρίως σε αρχειακές πηγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία -αφού το αντίστοιχο υλικό του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών φυλάσσεται για τον ιστορικό του απώτερου μέλλοντος. Εκτός από τη συμπλήρωση σημαντικών κενών στη γνώση του παρελθόντος, τα πορίσματα των νεότερων ιστορικών επανεξετάζουν τις παλαιότερες εκτιμήσεις ορισμένων έγκυρων μελετητών. Πολλές από τις εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώνονται σήμερα. Ταυτόχρονα, καταρρίπτονται ορισμένοι από τους πιο επίμονους μύθους που αφορούν το Κυπριακό και τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, γενικότερα. Πρόκειται, κυρίως, για την εικόνα του Ελληνισμού ως «θύματος» της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, που, στην περίπτωση της Κύπρου, κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή του 1974. Όλο και συχνότερα, το παρελθόν, όπως αποκαθίσταται από την ιστορική έρευνα, αρνείται να συνταχθεί με την κυρίαρχη περί ιστορίας αντίληψη.
Ο δύσπιστος αναγνώστης μπορεί να θέσει ζήτημα εγκυρότητας. Κατά κανόνα, την εγκυρότητα της ιστορικής μεθόδου εξασφαλίζει ο -όχι πάντοτε ευχερής- συνδυασμός της κριτικής προδιάθεσης του ερευνητή με το σεβασμό προς τις πηγές. Από την άποψη αυτή, το έργο του ιστορικού μοιάζει μάλλον απλούστερο σε σύγκριση με το καθήκον του συναδέλφου του από τον κλάδο των διεθνών σχέσεων. Ο τελευταίος αισθάνεται την ανάγκη να αναφερθεί σε κάποιο θεωρητικό πρότυπο, διατρέχοντας τον κίνδυνο να καθηλώσει τη δυναμική των γεγονότων στην προκρούστεια κλίνη του «παραδείγματος» -όρος ο οποίος στο ιδιόλεκτο των διεθνών σχέσεων υποδηλώνει ένα σύνολο αντιλήψεων συνεπές με μια κεντρική ιδέα για τη δομή και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Επιπλέον, ο ιστορικός αρκείται συνήθως στην εξακρίβωση και ερμηνεία ανθρώπινων αποφάσεων και ενεργειών που έχουν ήδη λάβει χώρα. Ο ειδικός των διεθνών σχέσεων, αντιθέτως, αντιλαμβάνεται ως μέρος της αποστολής του τη διατύπωση κρίσεων γενικής ισχύος, με βάση τις οποίες προβαίνει σε υποδείξεις, κάποτε δε και σε προβλέψεις για το μέλλον.
Για το ευρύ κοινό η διάκριση ανάμεσα στην ιστορία και τις διεθνείς σχέσεις, ως κλάδους των επιστημών του ανθρώπου, δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτη. Ομολογουμένως, η παρουσία κατ' επάγγελμα ιστορικών μεταξύ των πάσης φύσεως «διεθνολόγων» που σχολιάζουν δημοσίως την επικαιρότητα, είναι περιορισμένη, ιδίως σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους από τον κλάδο των διεθνών σχέσεων. Επιπλέον, κατά τη δημόσια συζήτηση των τρεχόντων διεθνών ζητημάτων και της ιστορικής τους διάστασης, κυρίαρχη -αν όχι και καταθλιπτική- είναι η παρουσία δημοσιογράφων, μιας επαγγελματικής κατηγορίας με, κατά τεκμήριο, διαφορετική «ατζέντα» από εκείνη των ερευνητών, πανεπιστημιακών και μη. Επομένως, ένας ακόμη τίτλος που αναφέρεται στο Κυπριακό δεν είναι αυτονόητο ότι θα συγκινήσει ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, εθισμένο σε μια αδιάπτωτη παραγωγή δημοσιογραφικού λόγου, που επιμένει σε προδοσίες και συνωμοσίες.
Ένα μειονέκτημα της ιστορικής παραγωγής, από τη σκοπιά, τουλάχιστον, της «εμπορικής» της απήχησης, οφείλεται στη συνήθη επιλογή των νεότερων, ιδίως, ερευνητών να περιορίζουν το έργο τους σε κάπως στενό χρονικά και θεματικά πλαίσιο. Οι μεγάλες συνθέσεις με πλατύ ιστορικό ορίζοντα θεωρούνται προνόμιο των επιφανέστερων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αντιθέτως, οι προερχόμενοι από τις διεθνείς σχέσεις μελετητές δεν κατατρύχονται από παρόμοιες αναστολές. Καραδοκεί, βέβαια, ο επαγγελματίας ιστορικός, πάντα έτοιμος να εντοπίσει ανακρίβειες, λάθη και «προβολισμούς» -την τάση, δηλαδή, να ερμηνεύεται το παρελθόν με όρους του παρόντος. Ο Αλέξης Ηρακλείδης αφήνει το έργο του πλήρως εκτεθειμένο, αφού, προτού προχωρήσει στους υπόλοιπους στόχους της μελέτης του, αναλαμβάνει να καλύψει μισό αιώνα Κυπριακού μέσα στις πρώτες 170 σελίδες του βιβλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, η κακεντρέχεια του ιστορικού μάλλον θα μείνει ανικανοποίητη. Βασίζοντας την αφήγησή του σε εντυπωσιακή βιβλιογραφία, ο συγγραφέας παρέχει μια συνολική εικόνα της εξέλιξης του προβλήματος, που ανταποκρίνεται στη διαφαινόμενη συναίνεση της σύγχρονης ιστοριογραφίας, ελληνικής και ξένης. Η σύνθεση αυτή επιτρέπει στο λιγότερο ενημερωμένο αναγνώστη να γνωρίσει τα πορίσματα ενός εκτεταμένου ερευνητικού έργου που διαρκώς εμπλουτίζεται.
Ακολουθεί η ερμηνεία του Κυπριακού ως φαινομένου των διεθνών σχέσεων αλλά και ως σύγκρουσης στο σώμα μιας τοπικής κοινωνίας. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που διαμόρφωσε η διεπιστημονική συζήτηση στους κόλπους των επιστημών του ανθρώπου κατά τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια, ο Ηρακλείδης ανατέμνει το Κυπριακό ως σύγκρουση εθνικισμών και δοκιμάζει την εγκυρότητα παραδοσιακών προσεγγίσεων, που εστίαζαν την προσοχή τους στον «ξένο παράγοντα». Με βάση τη νεότερη έρευνα, ο συγγραφέας επανατοποθετεί το ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας, της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Επισημαίνει τους λόγους που διαμόρφωσαν τη στείρα, αρνητική στάση του Λονδίνου απέναντι στο ελληνοκυπριακό αίτημα της αυτοδιάθεσης. Υπενθυμίζει τη σημαντική προϊστορία που είχε το τουρκικό ενδιαφέρον για το νησί, γεγονός που ανατρέπει το δημοφιλή μύθο, σύμφωνα με τον οποίο η ανάμιξη της Τουρκίας στο Κυπριακό προήλθε από τις μηχανορραφίες της «άπιστης Αλβιώνος». Το δυσκολότερο, ίσως, εγχείρημα αποτελεί η αποκατάσταση του αμερικανικού ρόλου στις πραγματικές του διαστάσεις· κι αυτό, διότι έχει εμπεδωθεί η εικόνα της συνωμοσίας στο συλλογικό υποσυνείδητο, ενώ, από την άλλη, καινούρια στοιχεία θα συνεχίσουν να έρχονται στο φως από τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου αναδεικνύεται περισσότερο η συμβολή του ειδικού των διεθνών σχέσεων, καθώς ο συγγραφέας προβαίνει σε υποδείξεις με βάση τη θεωρία αλλά και τη σωρευμένη εμπειρία στο πεδίο της επίλυσης συγκρούσεων. Πρόκειται για θέμα που έχει απασχολήσει τον Ηρακλείδη σε προηγούμενες μονογραφίες. Αξίζει να υπενθυμίσει κανείς την πρόσφατη μελέτη του με τίτλο «Η Ελλάδα και ο "εξ ανατολών" κίνδυνος», που κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις «Πόλις». Η προσέγγιση είναι συστηματική, έχοντας ως αφετηρία ορισμένους βασικούς όρους και εναλλακτικές επιλογές. Δύο όροι, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, φαίνεται να διέπουν τις τρέχουσες εξελίξεις: η κληρονομιά δεκαετιών αμοιβαίας εχθρότητας και αποξένωσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες του νησιού· και η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπό τους όρους αυτούς, σύμφωνα με την άποψη του συγγραφέα, οι επιλογές για το πολιτικό μέλλον του νησιού περιορίζονται ανάμεσα στη χαλαρή ομοσπονδία και την οριστική διχοτόμηση. Η προτίμηση του Ηρακλείδη για την πρώτη λύση είναι έκδηλη, εξίσου φανερός, ωστόσο, είναι ο σκεπτικισμός του για τη δυνατότητα αποδοχής της στην πράξη, και μάλιστα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων.
Ορισμένες πτυχές της μελέτης αυτής είναι βέβαιο ότι θα ξενίσουν το μέσο αναγνώστη, στο μέτρο, βέβαια, που ξενίζει η επιλογή του ορθού λόγου και της κριτικής προσέγγισης. Οι θέσεις του συγγραφέα αντιστρατεύονται τη λογική του πολιτικού κόστους στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτή είναι και η πολυτέλεια ενός ερευνητή χωρίς δεσμεύσεις, από τον οποίο δεν λείπει η συμπάθεια για τη μοίρα πολιτικών ηγετών που καταφεύγουν στην ευθυνόφοβη διγλωσσία, όταν η προσωπική τους κρίση έρχεται σε αντίθεση με το κοινό αίσθημα.
Κατά τα λοιπά, το κείμενο θα μπορούσε να έχει ωφεληθεί από μια πιο προσεκτική επιμέλεια. Έχει, για παράδειγμα, ενδιαφέρον να βλέπει κανείς το επώνυμό του γραμμένο σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Επί της ουσίας, πάντως, πρόκειται για στέρεα θεμελιωμένη εργασία, με τις ερμηνευτικές προεκτάσεις της οποίας δικαιούται κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Εκείνο που δεν σηκώνει αντίρρηση, είναι η τόλμη του συγγραφέα να διατυπώνει προτάσεις «κόντρα στο ρεύμα». Σε άλλες εποχές, ένα παρόμοιο εγχείρημα θα είχε προκαλέσει αντιδράσεις από τους θεματοφύλακες της εθνικής ορθότητας -έχω κατά νου τη μεταχείριση που υπέστησαν από τον Τύπο και τμήμα της «διανόησης» ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο Φίλιππος Δραγούμης, όταν επιχείρησαν να αμφισβητήσουν την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό κατά τη δεκαετία του 1950. Σήμερα, ας ελπίσουμε ότι το έργο του Ηρακλείδη θα αναζωπυρώσει το δημόσιο διάλογο για το ίδιο, φευ, θέμα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα τελευταία χρόνια είδε το φως της δημοσιότητας μια σειρά από αξιόλογες μελέτες για την ιστορία του κυπριακού ζητήματος, ιδίως για την περίοδο 1950-1974. Οι μελέτες αυτές βασίστηκαν κυρίως σε αρχειακές πηγές από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία -αφού το αντίστοιχο υλικό του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών φυλάσσεται για τον ιστορικό του απώτερου μέλλοντος. Εκτός από τη συμπλήρωση σημαντικών κενών στη γνώση του παρελθόντος, τα πορίσματα των νεότερων ιστορικών επανεξετάζουν τις παλαιότερες εκτιμήσεις ορισμένων έγκυρων μελετητών. Πολλές από τις εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώνονται σήμερα. Ταυτόχρονα, καταρρίπτονται ορισμένοι από τους πιο επίμονους μύθους που αφορούν το Κυπριακό και τις εξωτερικές σχέσεις της χώρας, γενικότερα. Πρόκειται, κυρίως, για την εικόνα του Ελληνισμού ως «θύματος» της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, που, στην περίπτωση της Κύπρου, κορυφώθηκε με την τουρκική εισβολή του 1974. Όλο και συχνότερα, το παρελθόν, όπως αποκαθίσταται από την ιστορική έρευνα, αρνείται να συνταχθεί με την κυρίαρχη περί ιστορίας αντίληψη.
Ο δύσπιστος αναγνώστης μπορεί να θέσει ζήτημα εγκυρότητας. Κατά κανόνα, την εγκυρότητα της ιστορικής μεθόδου εξασφαλίζει ο -όχι πάντοτε ευχερής- συνδυασμός της κριτικής προδιάθεσης του ερευνητή με το σεβασμό προς τις πηγές. Από την άποψη αυτή, το έργο του ιστορικού μοιάζει μάλλον απλούστερο σε σύγκριση με το καθήκον του συναδέλφου του από τον κλάδο των διεθνών σχέσεων. Ο τελευταίος αισθάνεται την ανάγκη να αναφερθεί σε κάποιο θεωρητικό πρότυπο, διατρέχοντας τον κίνδυνο να καθηλώσει τη δυναμική των γεγονότων στην προκρούστεια κλίνη του «παραδείγματος» -όρος ο οποίος στο ιδιόλεκτο των διεθνών σχέσεων υποδηλώνει ένα σύνολο αντιλήψεων συνεπές με μια κεντρική ιδέα για τη δομή και τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος. Επιπλέον, ο ιστορικός αρκείται συνήθως στην εξακρίβωση και ερμηνεία ανθρώπινων αποφάσεων και ενεργειών που έχουν ήδη λάβει χώρα. Ο ειδικός των διεθνών σχέσεων, αντιθέτως, αντιλαμβάνεται ως μέρος της αποστολής του τη διατύπωση κρίσεων γενικής ισχύος, με βάση τις οποίες προβαίνει σε υποδείξεις, κάποτε δε και σε προβλέψεις για το μέλλον.
Για το ευρύ κοινό η διάκριση ανάμεσα στην ιστορία και τις διεθνείς σχέσεις, ως κλάδους των επιστημών του ανθρώπου, δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτη. Ομολογουμένως, η παρουσία κατ' επάγγελμα ιστορικών μεταξύ των πάσης φύσεως «διεθνολόγων» που σχολιάζουν δημοσίως την επικαιρότητα, είναι περιορισμένη, ιδίως σε σύγκριση με τους συναδέλφους τους από τον κλάδο των διεθνών σχέσεων. Επιπλέον, κατά τη δημόσια συζήτηση των τρεχόντων διεθνών ζητημάτων και της ιστορικής τους διάστασης, κυρίαρχη -αν όχι και καταθλιπτική- είναι η παρουσία δημοσιογράφων, μιας επαγγελματικής κατηγορίας με, κατά τεκμήριο, διαφορετική «ατζέντα» από εκείνη των ερευνητών, πανεπιστημιακών και μη. Επομένως, ένας ακόμη τίτλος που αναφέρεται στο Κυπριακό δεν είναι αυτονόητο ότι θα συγκινήσει ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, εθισμένο σε μια αδιάπτωτη παραγωγή δημοσιογραφικού λόγου, που επιμένει σε προδοσίες και συνωμοσίες.
Ένα μειονέκτημα της ιστορικής παραγωγής, από τη σκοπιά, τουλάχιστον, της «εμπορικής» της απήχησης, οφείλεται στη συνήθη επιλογή των νεότερων, ιδίως, ερευνητών να περιορίζουν το έργο τους σε κάπως στενό χρονικά και θεματικά πλαίσιο. Οι μεγάλες συνθέσεις με πλατύ ιστορικό ορίζοντα θεωρούνται προνόμιο των επιφανέστερων μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Αντιθέτως, οι προερχόμενοι από τις διεθνείς σχέσεις μελετητές δεν κατατρύχονται από παρόμοιες αναστολές. Καραδοκεί, βέβαια, ο επαγγελματίας ιστορικός, πάντα έτοιμος να εντοπίσει ανακρίβειες, λάθη και «προβολισμούς» -την τάση, δηλαδή, να ερμηνεύεται το παρελθόν με όρους του παρόντος. Ο Αλέξης Ηρακλείδης αφήνει το έργο του πλήρως εκτεθειμένο, αφού, προτού προχωρήσει στους υπόλοιπους στόχους της μελέτης του, αναλαμβάνει να καλύψει μισό αιώνα Κυπριακού μέσα στις πρώτες 170 σελίδες του βιβλίου. Στην προκειμένη περίπτωση, η κακεντρέχεια του ιστορικού μάλλον θα μείνει ανικανοποίητη. Βασίζοντας την αφήγησή του σε εντυπωσιακή βιβλιογραφία, ο συγγραφέας παρέχει μια συνολική εικόνα της εξέλιξης του προβλήματος, που ανταποκρίνεται στη διαφαινόμενη συναίνεση της σύγχρονης ιστοριογραφίας, ελληνικής και ξένης. Η σύνθεση αυτή επιτρέπει στο λιγότερο ενημερωμένο αναγνώστη να γνωρίσει τα πορίσματα ενός εκτεταμένου ερευνητικού έργου που διαρκώς εμπλουτίζεται.
Ακολουθεί η ερμηνεία του Κυπριακού ως φαινομένου των διεθνών σχέσεων αλλά και ως σύγκρουσης στο σώμα μιας τοπικής κοινωνίας. Χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που διαμόρφωσε η διεπιστημονική συζήτηση στους κόλπους των επιστημών του ανθρώπου κατά τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια, ο Ηρακλείδης ανατέμνει το Κυπριακό ως σύγκρουση εθνικισμών και δοκιμάζει την εγκυρότητα παραδοσιακών προσεγγίσεων, που εστίαζαν την προσοχή τους στον «ξένο παράγοντα». Με βάση τη νεότερη έρευνα, ο συγγραφέας επανατοποθετεί το ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας, της Τουρκίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Επισημαίνει τους λόγους που διαμόρφωσαν τη στείρα, αρνητική στάση του Λονδίνου απέναντι στο ελληνοκυπριακό αίτημα της αυτοδιάθεσης. Υπενθυμίζει τη σημαντική προϊστορία που είχε το τουρκικό ενδιαφέρον για το νησί, γεγονός που ανατρέπει το δημοφιλή μύθο, σύμφωνα με τον οποίο η ανάμιξη της Τουρκίας στο Κυπριακό προήλθε από τις μηχανορραφίες της «άπιστης Αλβιώνος». Το δυσκολότερο, ίσως, εγχείρημα αποτελεί η αποκατάσταση του αμερικανικού ρόλου στις πραγματικές του διαστάσεις· κι αυτό, διότι έχει εμπεδωθεί η εικόνα της συνωμοσίας στο συλλογικό υποσυνείδητο, ενώ, από την άλλη, καινούρια στοιχεία θα συνεχίσουν να έρχονται στο φως από τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ.
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου αναδεικνύεται περισσότερο η συμβολή του ειδικού των διεθνών σχέσεων, καθώς ο συγγραφέας προβαίνει σε υποδείξεις με βάση τη θεωρία αλλά και τη σωρευμένη εμπειρία στο πεδίο της επίλυσης συγκρούσεων. Πρόκειται για θέμα που έχει απασχολήσει τον Ηρακλείδη σε προηγούμενες μονογραφίες. Αξίζει να υπενθυμίσει κανείς την πρόσφατη μελέτη του με τίτλο «Η Ελλάδα και ο "εξ ανατολών" κίνδυνος», που κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις «Πόλις». Η προσέγγιση είναι συστηματική, έχοντας ως αφετηρία ορισμένους βασικούς όρους και εναλλακτικές επιλογές. Δύο όροι, περισσότερο ίσως από οτιδήποτε άλλο, φαίνεται να διέπουν τις τρέχουσες εξελίξεις: η κληρονομιά δεκαετιών αμοιβαίας εχθρότητας και αποξένωσης ανάμεσα στις δύο κοινότητες του νησιού· και η προοπτική ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Υπό τους όρους αυτούς, σύμφωνα με την άποψη του συγγραφέα, οι επιλογές για το πολιτικό μέλλον του νησιού περιορίζονται ανάμεσα στη χαλαρή ομοσπονδία και την οριστική διχοτόμηση. Η προτίμηση του Ηρακλείδη για την πρώτη λύση είναι έκδηλη, εξίσου φανερός, ωστόσο, είναι ο σκεπτικισμός του για τη δυνατότητα αποδοχής της στην πράξη, και μάλιστα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων.
Ορισμένες πτυχές της μελέτης αυτής είναι βέβαιο ότι θα ξενίσουν το μέσο αναγνώστη, στο μέτρο, βέβαια, που ξενίζει η επιλογή του ορθού λόγου και της κριτικής προσέγγισης. Οι θέσεις του συγγραφέα αντιστρατεύονται τη λογική του πολιτικού κόστους στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αυτή είναι και η πολυτέλεια ενός ερευνητή χωρίς δεσμεύσεις, από τον οποίο δεν λείπει η συμπάθεια για τη μοίρα πολιτικών ηγετών που καταφεύγουν στην ευθυνόφοβη διγλωσσία, όταν η προσωπική τους κρίση έρχεται σε αντίθεση με το κοινό αίσθημα.
Κατά τα λοιπά, το κείμενο θα μπορούσε να έχει ωφεληθεί από μια πιο προσεκτική επιμέλεια. Έχει, για παράδειγμα, ενδιαφέρον να βλέπει κανείς το επώνυμό του γραμμένο σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Επί της ουσίας, πάντως, πρόκειται για στέρεα θεμελιωμένη εργασία, με τις ερμηνευτικές προεκτάσεις της οποίας δικαιούται κανείς να συμφωνεί ή να διαφωνεί. Εκείνο που δεν σηκώνει αντίρρηση, είναι η τόλμη του συγγραφέα να διατυπώνει προτάσεις «κόντρα στο ρεύμα». Σε άλλες εποχές, ένα παρόμοιο εγχείρημα θα είχε προκαλέσει αντιδράσεις από τους θεματοφύλακες της εθνικής ορθότητας -έχω κατά νου τη μεταχείριση που υπέστησαν από τον Τύπο και τμήμα της «διανόησης» ο Γιώργος Θεοτοκάς και ο Φίλιππος Δραγούμης, όταν επιχείρησαν να αμφισβητήσουν την ελληνική πολιτική στο Κυπριακό κατά τη δεκαετία του 1950. Σήμερα, ας ελπίσουμε ότι το έργο του Ηρακλείδη θα αναζωπυρώσει το δημόσιο διάλογο για το ίδιο, φευ, θέμα.
ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/09/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις