Το κυπριακό πρόβλημα 1947-2004
Περιγραφή
κριτική:
Το δεύτερο βιβλίο του καθηγητή Αλέξη Ηρακλείδη για το Κυπριακό συνιστά μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του προβλήματος από την οπτική της ανάλυσης εθνοτικών συγκρούσεων. Ο συγγραφέας, αν και προσεγγίζει το ζήτημα ως εθνοτική διαμάχη, κυρίως από το Δεκέμβριο του 1963 και μετά, διαθέτει εν τούτοις μια διευρυμένη οπτική των διαστάσεων του θέματος, αφού περιλαμβάνει στην ανάλυσή του και την πολιτική διεθνών δρώντων που επέδρασαν στην πορεία του Κυπριακού, όπως οι δύο δυτικές δυνάμεις, δηλαδή η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες, και οι δύο «μητέρες πατρίδες», η Ελλάδα και η Τουρκία.
Στο βιβλίο του Ηρακλείδη κατέχει κεντρική θέση η υπόθεση ότι το βασικό στοιχείο που απέτρεψε την πολιτική επίλυση του Κυπριακού ήταν η αντίθεση δύο εθνικιστικών προσεγγίσεων που έβλεπαν το θέμα ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: το κέρδος για τον έναν ήταν ζημία για τον άλλο. Διακρίνει ακόμα ο συγγραφέας την αδυναμία συγχρονισμού πολιτικών ηγεσιών που απέβλεπαν σε λύση: συνήθως επιδίωκε πολιτική λύση μόνο η μία πλευρά, όταν η άλλη εκπροσωπείτο από αδιάλλακτη ηγεσία, ενώ χρήσιμη είναι και μία ακόμα παρατήρηση, ότι πολλές φορές μπορούσε να διακριθεί η σύμπτωση συμφερόντων των αδιαλλάκτων πλευρών για τη ματαίωση της πολιτικής επίλυσης. Ενώ δε από το 1964 έως το 1974 συνήθως, αν και όχι πάντοτε, απρόθυμη για πολιτική επίλυση εμφανιζόταν η ελληνοκυπριακή πλευρά, αφού πίστευε ότι επικρατεί με όρους φυσικής κατοχής στο νησί, από το 1974 και έως το 2003 συνήθως, αν και όχι πάντοτε, αρνητική ήταν η τουρκοκυπριακή πλευρά, πιστεύοντας ότι με την παρουσία του τουρκικού στρατού στο βόρειο τμήμα της νήσου είχε επιλύσει το ζήτημα προς όφελός της. Αλλά και στις «μητέρες-πατρίδες» εναλλάσσονταν κυβερνήσεις που ήθελαν ή δεν ήθελαν την πολιτική επίλυση, αλλά ποτέ δεν έγινε δυνατή η σύμπτωση ισχυρών ηγεσιών που θα επιδίωκαν αυτή την επίλυση ταυτόχρονα. Από την άποψη αυτή η πρωτοβουλία του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών το 1999-2003 ήταν η πλέον ευτυχής, αφού μπορούσε να υπολογίσει στο ευνοϊκότερο δυνατό διεθνές περιβάλλον. Παρά ταύτα, και αυτό σημειώνει εύστοχα ο Ηρακλείδης, το ευνοϊκό αυτό περιβάλλον δεν ήταν απαλλαγμένο από ρωγμές που καθιστούσαν το οικοδόμημα Ανάν σαθρό. Ο Ντενκτάς, αρχικά, ματαίωσε τη λύση δύο φορές, το 2002-2003, ενώ η νέα τουρκική κυβέρνηση των μετριοπαθών ισλαμιστών του Ερντογάν δεν ήταν σε θέση να επιβάλει τη νέα προσέγγιση στο στρατιωτικό και διπλωματικό κατεστημένο. Στη συνέχεια, οι προεδρικές εκλογές στην Κύπρο ανέδειξαν νέο πρόεδρο και κυβέρνηση που πίστευε ότι το σχέδιο των Ηνωμένων Εθνών ήταν πολύ μακριά από ό,τι οι Ελληνοκύπριοι μπορούσαν να αποδεχθούν ως βιώσιμη και δίκαιη λύση. Ετσι δεν ήταν δυνατή η σύμπτωση με τη νέα τουρκοκυπριακή ηγεσία και την κυβέρνηση Ερντογάν, που αυτή τη φορά υποστήριζε τη νέα εκδοχή του σχεδίου Ανάν.
Η νέα αυτή μελέτη του διεθνολόγου Αλέξη Ηρακλείδη για το Κυπριακό δεν μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη και ως προς τον προβληματισμό σχετικά με τις προοπτικές του Κυπριακού. Πολιτικές ηγεσίες και ακαδημαϊκοί κύκλοι που ασχολούνται με το Κυπριακό φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι το δημοψήφισμα του Απριλίου του 2004 και η συνακόλουθη ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση συνιστούν μείζονα εξέλιξη στο κυπριακό πρόβλημα. Είναι επίσης γεγονός ότι είναι μεγαλύτερος από ποτέ ο προβληματισμός σχετικά με το θεμελιώδες ζήτημα: είναι δυνατή η επίλυση του Κυπριακού ή η λογική των γεγονότων οδηγεί αναπότρεπτα προς τη διχοτόμηση; Η απάντηση του Ηρακλείδη δεν είναι αισιόδοξη. Στις σελίδες του βιβλίου ο αναγνώστης διακρίνει τη μεταβολή των πολιτικών συνθηκών που είχαν επιτρέψει την περίοδο του 2001-2002 την ανάληψη του εγχειρήματος επίλυσης: Οι Ελληνοκύπριοι διατηρούν τις αντιρρήσεις τους σε θεμελιώδη στοιχεία της φιλοσοφίας του σχεδίου Ανάν. Δεν επιθυμούν τη διατήρηση της συνθήκης εγγύησης και των στρατιωτικών δυνάμεων της Τουρκίας στο νησί, ενοχλούνται από τους περιορισμούς στην εγκατάσταση στο προβλεπόμενο τουρκοκυπριακό ομόσπονδο κράτος, πιστεύουν ότι θα κληθούν να πληρώσουν για την ανάπτυξη της τουρκοκυπριακής ζώνης, στην οποία εκκρεμεί το ζήτημα των περιουσιών των προσφύγων, έχουν ζωηρές αμφιβολίες για τη λειτουργικότητα του πολιτικού συστήματος, που προβλέπει στην ουσία τη συναινετική στάση των δύο κοινοτήτων ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία των πολιτειακών θεσμών. Ακόμα σημαντικότερο, οι Ελληνοκύπριοι, και κυρίως οι νεότερες γενιές, φαίνεται να προτιμούν τη βεβαιότητα ενός επιτυχημένου οικονομικά και κοινωνικά αμιγούς ελληνοκυπριακού κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης από την αβεβαιότητα ενός ομοσπονδιακού πειράματος.
Με αφορμή αυτά που θίγονται στο βιβλίο, το υλικό που προσφέρει το παρελθόν των προσπαθειών μεσολάβησης, η εμπειρία που αποκτήθηκε, τι συνεισφέρουν για μια ενδεχόμενη επανάληψη των προσπαθειών πολιτικής διευθέτησης του Κυπριακού; Οι αντιρρήσεις των Ελληνοκυπρίων, θεμελιώδεις στη σύλληψή τους, δεν είναι ασφαλώς εύκολο να τύχουν αντιμετώπισης από ένα νέο σχέδιο επίλυσης, λαμβανομένων υπόψη των τάσεων της διεθνούς κοινότητας, οι οποίες αναδείχτηκαν από τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ενασχόλησής της με το Κυπριακό. Πρέπει ακόμα να ληφθεί υπόψη ότι οι Ελληνοκύπριοι δυσπιστούν έναντι των Ηνωμένων Εθνών, καθώς θεωρούν ότι ο Οργανισμός επιδίωξε να επιβάλει και όχι να διευκολύνει τη λύση. Εκτός αυτού, άλλες θεμελιώδεις πολιτικές προϋποθέσεις για την ανάληψη νέας πρωτοβουλίας δεν υφίστανται πλέον: οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, αν και δεν βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης, είναι αβέβαιες, ενώ το ίδιο ισχύει για τις σχέσεις Τουρκίας-Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι τελευταίες συνιστούν ασφαλώς και το κλειδί για τη δυνατότητα επίλυσης του Κυπριακού. Ο προσεκτικός παρατηρητής του Κυπριακού δεν μπορούσε παρά να συμπεράνει κατά το διάστημα 2001-2004 ότι βασική κινητήρια δύναμη της πρωτοβουλίας των Ηνωμένων Εθνών για επίλυση του Κυπριακού ήταν η προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτό συνιστούσε το καίριο στοιχείο, το κίνητρο, για να συναινέσει η Αγκυρα σε πολιτική λύση του προβλήματος. Η προοπτική αυτή είναι, τώρα τουλάχιστον, αβέβαιη και αυτό το γεγονός έχει τις συνέπειές του στο στρατηγικό περιβάλλον του Κυπριακού. Η ίδια η τουρκοκυπριακή πλευρά επιδιώκει, ίσως, όχι τόσο τη λύση του ζητήματος όσο την αναβάθμισή της ως οντότητας, έχοντας ενδεχομένως υπόψη της τη φόρμουλα του διεθνούς καθεστώτος της Ταϊβάν.
Τι απομένει στον αναγνώστη του βιβλίου ως συμπέρασμα σχετικά με τις προοπτικές του Κυπριακού; Αναμφίβολα η προοπτική επίλυσης είναι απομακρυσμένη. Με τις επικρατούσες τάσεις η διχοτόμηση είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα αυτής της μακράς διαμάχης, η οποία διανύει την έκτη δεκαετία της. Δεν θα μπορούσε όμως να αποκλειστεί η επανεμφάνιση ενός ισχυρού, καταλυτικού, παράγοντα ή μιας συρροής εξελίξεων που θα καθιστούσαν δυνατή την πολιτική επίλυση. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να είναι προβλέψιμο.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΡΙΖΑΣ, Διευθυντής Ερευνών Κέντρου Ερευνας Ιστορίας του Νεότερου Ελληνισμού/Ακαδημίας Αθηνών, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις