0
Your Καλαθι
Εξαίσιο πτώμα
Περιγραφή
Το πάθος ενός σουρεαλιστή καλλιτέχνη για τη μούσα του στο προπολεμικό Λονδίνο της δεκαετίας του '30 είναι η αφετηρία ενός χρονικού που καταγράφει με ιδιαίτερη εφευρετικότητα τη σχέση τέχνης και ιστορίας.
Στα πρόθυρα των φρικαλεοτήτων του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου οι ανένταχτοι διανοούμενοι που συρρέουν στις συγκεντρώσεις των σουρεαλιστών εδραιώνουν την αναρχία ως τρόπο ζωής και την απελευθέρωση της φαντασίας ως ύψιστη καλλιτεχνική αξία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο ανήσυχος ζωγράφος Κασπάρ, πρόθυμος να γευτεί τις ακραίες εμπειρίες που προσφέρονται στους «εκλεκτούς μυημένους». Μέχρι την εμφάνιση της Καρολάιν, μιας άχρωμης δακτυλογράφου την οποία ο Κασπάρ ερωτεύεται τρελά και τη βλέπει σαν το πιο εξωτικό και σπάνιο πλάσμα του κόσμου. Όταν εκείνη εξαφανίζεται, ο Κασπάρ σαν άλλος Δον Κιχώτης ρίχνεται σε απίστευτες περιπέτειες που του δίνουν ευκαιρία να βιώσει την πολυπλοκότητα μιας αδυσώπητης πραγματικότητας.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα πρώτα χρόνια του σουρεαλιστικού κινήματος ο Αντρέ Μπρετόν και οι σύντροφοί του επινόησαν ένα δημιουργικό παιχνίδι που ονομάστηκε «εξαίσιο πτώμα». Οταν το «εξαίσιο πτώμα» ήταν ποιητικό, οι σουρεαλιστές που τύχαινε να βρίσκονται στον ίδιο χώρο συνέθεταν ομαδικά ένα ποίημα - ο πρώτος παίκτης έγραφε τον πρώτο στίχο, έπειτα έπαιρνε τη σκυτάλη ένα δεύτερο μέλος της ομάδας και ούτω καθεξής. Στην περίπτωση που το «εξαίσιο πτώμα» ήταν ζωγραφικό, ένα χαρτί διπλωνόταν σε τρία ή τέσσερα μέρη και αντίστοιχοι παίκτες αναλάμβαναν να δημιουργήσουν ένα γρήγορο σχέδιο με ετερόκλητα συστατικά στοιχεία - συνήθως προέκυπταν ανθρωπόμορφα υβρίδια με γυναικείο κορμό, μηχανικό κεφάλι και ουρά ερπετού. Τον τίτλο Εξαίσιο πτώμα, που μοιάζει να συμπυκνώνει την πειραματική διάθεση και το ελεύθερο πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής, διάλεξε και ο Αγγλος Ρόμπερτ Ιργουιν για το μυθιστόρημά του. Το βιβλίο του όμως δεν είναι ένα είδος χρονικού όπου καταγράφονται οι (μάλλον φτωχές) περιπέτειες και δραστηριότητες των βρετανών σουρεαλιστών. Στις σελίδες του Εξαίσιου πτώματος ο σουρεαλισμός χρησιμοποιείται περισσότερο ως ένα διανοητικό υπόβαθρο για να δικαιολογηθεί η ερωτομανία του ζωγράφου Κασπάρ για την όμορφη δακτυλογράφο Καρολάιν.
Βρισκόμαστε στο 1936, ο Κασπάρ ζει στο Λονδίνο, ανήκει σε μια μικρή σουρεαλιστική ομάδα, συμμετέχει τακτικά σε ομαδικές εκθέσεις και εικονογραφεί μυθιστορήματα άλλων μελών της ομάδας. Είναι 25 ετών, συναναστρέφεται αποκλειστικά νέους δημιουργούς και προσπαθεί, όπως και οι φίλοι του, να εφαρμόσει τα διδάγματα του Μπρετόν. Πιστεύει δηλαδή στον αποκαλυπτικό ρόλο της τέχνης, θέλει να απελευθερώσει την κοινωνία από τα υποκριτικά δεσμά της ευπρέπειας, λατρεύει τα λογοπαίγνια, μελετά βιβλία ψυχανάλυσης, καταγράφει με πάθος τα όνειρά του, νιώθει χλιαρή έλξη για τις ιδέες του ουτοπιστή σοσιαλιστή Φουριέ, ρέπει σε μυστικιστικές δραστηριότητες όπως η επίκληση πνευμάτων, η αλχημεία και η μελέτη της τράπουλας ταρό. Πάνω απ' όλα βέβαια φλέγεται από την επιθυμία να συλλάβει την εκπληκτική, μυθική, συγκλονιστική πλευρά της καθημερινότητας. Θέλει να απομονώσει από τον εξωτερικό κόσμο οτιδήποτε δικαιώνει την ανθρώπινη ζωή. Πιστεύει με πάθος στον μυστικισμό των τυχαίων συναντήσεων. Προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να είναι ανοιχτός στις προκλήσεις του παράφορου έρωτα που οδηγεί σε πρωτόγνωρες εντάσεις, που χαρίζει ανεπανάληπτες εμπειρίες, που λυτρώνει. Ο τρόπος σκέψης του φυσικά τον κάνει ευεπίφορο στην αυθυποβολή και στην ψυχολογική αστάθεια, οι φαντασιώσεις του είναι συχνά ανεξέλεγκτες, και έτσι, όταν γνωρίζει την Καρολάιν, παίρνει ένα επικίνδυνο μονοπάτι που θα τον φέρει στα όρια της ολικής καταστροφής.
Η πρώτη τους συνάντηση γίνεται κάτω από πολύ περίεργες συνθήκες: ο Κασπάρ φοράει μια μάσκα ύπνου, περιφέρεται σαν τυφλός στο νυχτερινό Λονδίνο και ένας φίλος του, ο συγγραφέας Μακ Κέλαρ, τον οδηγεί σε μια παμπ και τον παραδίδει σε μια άγνωστη γυναίκα που ονομάζεται Καρολάιν. Στη συνέχεια εκείνη συνοδεύει τον εθελοντή τυφλό σε ένα σκοτεινό πάρκο, του βγάζει τη μάσκα, τον πληροφορεί ότι εργάζεται ως δακτυλογράφος σ' ένα εργοστάσιο, του δείχνει μια κάποια ερωτική εύνοια και από 'κεί και πέρα η ζωή του ονειροπαρμένου ζωγράφου αναστατώνεται βαθιά. Συναντάει τακτικά την Καρολάιν στο εργαστήριό του και της φτιάχνει αναρίθμητα πορτρέτα. Την υμνεί στους φίλους του. Τη θεωρεί θαύμα της φύσης, δώρο εξ ουρανού. Πιστεύει ότι μαζί της θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του.
Πολύ σύντομα τα άλλα μέλη της σουρεαλιστικής ομάδας εκφράζονται περιφρονητικά για την Καρολάιν και τη χαρακτηρίζουν «ασήμαντη ύπαρξη», αλλά ο νεαρός ζωγράφος δεν είναι διατεθειμένος να υπονομεύσει το όραμά του. Πρώτα απ' όλα, διότι γνώρισε την κοπέλα κάτω από ιδανικές σουρεαλιστικές συνθήκες· έπειτα, διότι η Καρολάιν είναι όμορφη, ψύχραιμη, υγιής, υπερβολικά φυσιολογική, και αυτά της τα χαρακτηριστικά την καθιστούν ανώτερη από τις περίπλοκες, επιτηδευμένες γυναίκες με τις οποίες είχε σχετιστεί ο Κασπάρ. Ο ζωγράφος παρουσιάζει λοιπόν συμπτώματα ενός βαριά ερωτοχτυπημένου. Συνειδητοποιεί ότι οι γυναίκες της ζωής του ήταν κοσμικές κυρίες, τραγουδίστριες, καλλιτέχνιδες και πόρνες και οικτίρει το παρελθόν του. Αρχίζει να βλέπει υποτιμητικά τους φίλους και ομοτέχνους του και να νιώθει ότι τον εκθέτουν στη θεϊκή Καρολάιν. Φτάνει στο σημείο να θέλει να εγκαταλείψει την τέχνη, προκειμένου να επανέλθει η ψυχική υγεία του και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο ίνδαλμά του.
Δυστυχώς, ο έρωτας του Κασπάρ για την Καρολάιν είναι μονόπλευρος, νευρωτικός, διανοητικά φορτισμένος σε υπερβολικό βαθμό και δεν θα ευδοκιμήσει ποτέ· ο ζωγράφος θα γνωρίσει τη δακτυλογράφο στον Πολ Ελυάρ και στον Μαξ Ερνστ, θα την ξεναγήσει σε σουρεαλιστικές εκθέσεις στο Παρίσι και θα την κάνει κέντρο της ζωής του. Αλλά στα μέσα του 1937 θα τη χάσει χωρίς να την έχει απολαύσει σεξουαλικά. Η συνέχεια θα αποδειχθεί ακόμη πιο οδυνηρή: ο Κασπάρ θα δει το Λονδίνο να γίνεται παρανάλωμα από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς, θα στερηθεί σχεδόν όλους τους φίλους του, θα αγγίξει τα όρια της τρέλας και θα βιώσει την καλλιτεχνική απαξίωση αλλά δεν θα ξεχάσει ποτέ την Καρολάιν. Θα προσπαθήσει βέβαια να την ξαναβρεί με διάφορες παράδοξες μεθόδους. Θα προσεγγίσει τους φίλους και την οικογένειά της, θα ασκηθεί στην τηλεπάθεια, θα προσλάβει ντετέκτιβ και τελικά θα εκδώσει τα απομνημονεύματά του (με τίτλο Εξαίσιο πτώμα) προκειμένου να τη φέρει κοντά του. Ως το 1951 όμως δεν θα καταφέρει να την ξαναδεί.
Η τραγική κατάληξη του Κασπάρ δεν σημαίνει ότι το μυθιστόρημα είναι δύσκαμπτο και καταθλιπτικό - το αντίθετο μάλιστα. Το Εξαίσιο πτώμα είναι γραμμένο με κέφι, ειλικρίνεια, παιγνιώδη διάθεση και νοσταλγία για την ταραγμένη εποχή του Μεσοπολέμου. Είναι ολιγοσέλιδο και πυκνό, κρύβει άφθονες εκπλήξεις, διαθέτει πειστικά πρόσωπα, περιέχει ανατροπές ως και την τελευταία παράγραφο. Και το σημαντικότερο απ' όλα: το Εξαίσιο πτώμα είναι ένα μυθιστόρημα που αναφέρεται στον σουρεαλισμό αλλά δεν προϋποθέτει θεωρητικό εγχειρίδιο για να διαβαστεί.
Μιχάλης Μιχαηλίδης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 19-05-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις