0
Your Καλαθι
Η ιστορία τότε και τώρα
Περιγραφή
Δεκαετία του εξήντα, ξένη καλλιτεχνική παροικία στην Ύδρα, η γενιά των μπήτνικς, βουδισμός, ναρκωτικά είναι τα βασικά θέματα του βιβλίου.
Το μυθιστόρημα στηρίζεται σε προσωπική εμπειρία της συγγραφέως.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μετά από επτά ποιητικές συλλογές και ένα αφήγημα που συνδυάζει το ντοκουμέντο με την ποίηση, η Νανά Ησαΐα ταξιδεύει στον χώρο της πρόζας με ένα ημερολόγιο και τρία μυθιστορήματα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Η ιστορία τότε και τώρα» χωρίζεται σε τρεις ενότητες σε τρεις ξεχωριστές αντιλήψεις, η καθεμιά με τη δική της τυπολογικά απομονωμένη μορφή έκφρασης που φέρουν τους τίτλους: «Η συζήτηση», «Η ιστορία του τότε» και «Η ιστορία τώρα».
Στην πρώτη ενότητα η Ηρα, η αφηγήτρια και κεντρικός χαρακτήρας που βιώνει τη μεσήλικη ερημία της με πεδίο αναφοράς την αθηναϊκή αστική ηθική, συναντά τον Ιαν, έναν αμερικανό συγγραφέα, και συζητεί μαζί του για τον ένα χρόνο της κοινής ζωής τους στη δεκαετία του '60, τριάντα χρόνια πριν, στην Υδρα. Το μυθιστόρημα αρχίζει και τελειώνει με την αναζήτηση της Ηρας θεάς της γονιμότητας και της δημιουργίας, προστάτιδος της γυναίκας και καλλιτεχνικού προσώπου της αφηγήτριας στο νησί, οι προστατευτικοί βραχίονες του οποίου σχηματίζουν από φυσικού τους λιμάνι και το οποίο μέσα από την παρήχηση του ονόματός του (Ηρα - Υδρα) προσφέρεται ως γη τού μάννα για την αγγλόφωνη καλλιτεχνική παροικία των μπίτνικ που πάλευαν τότε για εναλλακτικούς τρόπους ζωής, μακριά από τους δυτικούς μηχανισμούς των πόλεων.
Η γονιμότητα και η τέχνη, λοιπόν, συγκλίνουν στον ίδιο συμβολικό σκοπό: δίνουν στη στιγμή μια μονιμότητα. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην προσωπική και στην πολιτική έκφραση της εκπατρισμένης γενιάς συντηρείται στην κεντρική εικόνα του καφενείου του λιμανιού· εκεί συγκεντρώνονται καθημερινά οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τόσο κοντά στη θάλασσα ώστε στη χάλκινη επιφάνεια του απογευματινού νερού «να παρατηρούν τον εαυτό τους, να παρατηρεί τον εαυτό τους». Η χρήση ναρκωτικών προσδίδει στην πλοκή το φονικό κόκκινο, μεταβάλλοντας την Υδρα σε χώρα του εφιάλτη, σε μια Υδρα Λερναία που το αίμα της, σύμφωνα με τον μύθο, χρησιμοποιήθηκε στη σύνθεση του θανάσιμου ερωτικού φίλτρου. Οι χαρακτήρες, καλλιτέχνες ανήσυχοι και ανικανοποίητοι, έχουν συνδεθεί με τη μοίρα όλων των ρομαντικών: με την αίσθηση της ανεπάρκειας, της αποτυχίας, την ακούσια έξοδο από τις ψευδαισθήσεις. Κλυδωνίζονται από πειρασμούς και υποκύπτουν σε όλους: στα ναρκωτικά, στον έρωτα, στην προδοσία, στον φόνο.
Μέσα όμως από τη θεατρικότητα του σκηνικού της Υδρας και τις μυστικιστικές εμπειρίες των χαρακτήρων, η συγγραφέας καταφέρνει να συνενώσει την ερωτική πλοκή με την ανάπτυξη του χαρακτήρα (bildungs roman) σε μια συγκεκριμένη μυθιστορηματική στρατηγική: χρησιμοποιώντας την καλλιτέχνιδα ως αφηγήτρια, επιτείνει την αντίφαση που υπάρχει στην αστική ιδεολογία ανάμεσα στα πρότυπα της ενεργούς παρουσίας, της βελτίωσης και των δημόσιων πράξεων και στη γυναικεία εκδοχή αυτής της διατύπωσης (παθητικότητα, προσόντα και αθέατη ιδιωτική δράση). Επίσης, επικαλείται συμβατικές ρομαντικές αντιλήψεις για την ιδιοφυΐα και για το απομονωμένο άτομο, το οποίο, όμως, μέσα από αυτή τη μοναδικότητα και τα προικίσματά του αποδεσμεύεται από κοινωνικούς φραγμούς και προσδοκίες. Ακριβώς επειδή στην καλλιτεχνική δημιουργία το φλέγον θέμα είναι η δυνατότητα έκφρασης η επιθυμία άρνησης της σιωπής , η Ηρα αποζητεί στις δύο πρώτες ενότητες να διευθετήσει έναν κόσμο από την αρχή, ψάχνοντας την πληρότητα σε μια πνευματική κοινότητα.
Παράλληλα η Ηρα επιδιώκει να μετουσιώσει το εσωτερικό λευκό πλαστικό υλικό του εαυτού της ιδέες, αισθήματα, μορφές σε μια κατανοητή εξωτερική αντικειμενικοποίηση, σε ένα στερεό ανάγλυφο. Η ζωγραφική είναι ένα δίκτυο συμβατικών μηχανισμών απεικόνισης, η υλικότητά της όμως προσδίδει σε αυτήν μιαν ασυνήθιστη ομοιότητα με το σώμα. Οπως η Λίλι Μπρίσκοου στον «Φάρο» της Γουλφ, η Ηρα προσπαθεί χωρίς επιτυχία να ανακτήσει ένα πεδίο ισορροπιών ανάμεσα στη ζωή και στη δημιουργία, στις φόρμες και στους τόνους, ελέγχοντας τον νου σε σχέση με το σώμα και την απεικόνισή του· να «κλείσει την ανοικτή φόρμα με μια γραμμή» με μια κρίσιμη πινελιά που θα χαρίσει στην ανώνυμη σκιά έναν νέο ανάγλυφο εαυτό. Η Ησαΐα έτσι συνδιαλέγεται επάξια με άλλες ομοτέχνους της που έγραψαν μυθιστορήματα για τη γυναικεία καλλιτεχνική φύση (Kunstlerinromane) όπως η Μάργκαρετ Ατγουντ με την «Ανάδυση», η Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν με την «Κίτρινη ταπετσαρία» και η Τίλι Ολσεν με το «Πες μου ένα αίνιγμα».
Ο δοκιμιακός επίλογος της τρίτης ενότητας του μυθιστορήματος απευθύνεται στον αναγνώστη: η συγγραφέας έρχεται πια ανοιχτά στο προσκήνιο και μιλά για τον εαυτό της ως υποκείμενο στη διαδικασία και στην παραγωγή του έργου της, για το συγγραφικό υλικό και τη φόρμα του πίνακά της ως δίδυμα προπλάσματα για το πλαίσιο της ζωής της το 1964 στην Υδρα. Η ηχώ του λόγου της αντανακλά την ανάμνηση των αισθημάτων και των τρόπων που ύφαιναν την εμπειρία όπως τη βίωνε η παροικία των μπίτνικ. Τέλος, η επανάσταση αυτή ως ιστορικό γεγονός σφηνώνεται στην προσωπική ανάμνηση και προσδίδει μια μεταλλική λάμψη πάθους για την ανεπανόρθωτη απώλεια μιας «Ηρας».
Λιάνα Σακελλίου-Σουλτς
ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-05-1998
Το μυθιστόρημα στηρίζεται σε προσωπική εμπειρία της συγγραφέως.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μετά από επτά ποιητικές συλλογές και ένα αφήγημα που συνδυάζει το ντοκουμέντο με την ποίηση, η Νανά Ησαΐα ταξιδεύει στον χώρο της πρόζας με ένα ημερολόγιο και τρία μυθιστορήματα. Το τελευταίο της μυθιστόρημα «Η ιστορία τότε και τώρα» χωρίζεται σε τρεις ενότητες σε τρεις ξεχωριστές αντιλήψεις, η καθεμιά με τη δική της τυπολογικά απομονωμένη μορφή έκφρασης που φέρουν τους τίτλους: «Η συζήτηση», «Η ιστορία του τότε» και «Η ιστορία τώρα».
Στην πρώτη ενότητα η Ηρα, η αφηγήτρια και κεντρικός χαρακτήρας που βιώνει τη μεσήλικη ερημία της με πεδίο αναφοράς την αθηναϊκή αστική ηθική, συναντά τον Ιαν, έναν αμερικανό συγγραφέα, και συζητεί μαζί του για τον ένα χρόνο της κοινής ζωής τους στη δεκαετία του '60, τριάντα χρόνια πριν, στην Υδρα. Το μυθιστόρημα αρχίζει και τελειώνει με την αναζήτηση της Ηρας θεάς της γονιμότητας και της δημιουργίας, προστάτιδος της γυναίκας και καλλιτεχνικού προσώπου της αφηγήτριας στο νησί, οι προστατευτικοί βραχίονες του οποίου σχηματίζουν από φυσικού τους λιμάνι και το οποίο μέσα από την παρήχηση του ονόματός του (Ηρα - Υδρα) προσφέρεται ως γη τού μάννα για την αγγλόφωνη καλλιτεχνική παροικία των μπίτνικ που πάλευαν τότε για εναλλακτικούς τρόπους ζωής, μακριά από τους δυτικούς μηχανισμούς των πόλεων.
Η γονιμότητα και η τέχνη, λοιπόν, συγκλίνουν στον ίδιο συμβολικό σκοπό: δίνουν στη στιγμή μια μονιμότητα. Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στην προσωπική και στην πολιτική έκφραση της εκπατρισμένης γενιάς συντηρείται στην κεντρική εικόνα του καφενείου του λιμανιού· εκεί συγκεντρώνονται καθημερινά οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τόσο κοντά στη θάλασσα ώστε στη χάλκινη επιφάνεια του απογευματινού νερού «να παρατηρούν τον εαυτό τους, να παρατηρεί τον εαυτό τους». Η χρήση ναρκωτικών προσδίδει στην πλοκή το φονικό κόκκινο, μεταβάλλοντας την Υδρα σε χώρα του εφιάλτη, σε μια Υδρα Λερναία που το αίμα της, σύμφωνα με τον μύθο, χρησιμοποιήθηκε στη σύνθεση του θανάσιμου ερωτικού φίλτρου. Οι χαρακτήρες, καλλιτέχνες ανήσυχοι και ανικανοποίητοι, έχουν συνδεθεί με τη μοίρα όλων των ρομαντικών: με την αίσθηση της ανεπάρκειας, της αποτυχίας, την ακούσια έξοδο από τις ψευδαισθήσεις. Κλυδωνίζονται από πειρασμούς και υποκύπτουν σε όλους: στα ναρκωτικά, στον έρωτα, στην προδοσία, στον φόνο.
Μέσα όμως από τη θεατρικότητα του σκηνικού της Υδρας και τις μυστικιστικές εμπειρίες των χαρακτήρων, η συγγραφέας καταφέρνει να συνενώσει την ερωτική πλοκή με την ανάπτυξη του χαρακτήρα (bildungs roman) σε μια συγκεκριμένη μυθιστορηματική στρατηγική: χρησιμοποιώντας την καλλιτέχνιδα ως αφηγήτρια, επιτείνει την αντίφαση που υπάρχει στην αστική ιδεολογία ανάμεσα στα πρότυπα της ενεργούς παρουσίας, της βελτίωσης και των δημόσιων πράξεων και στη γυναικεία εκδοχή αυτής της διατύπωσης (παθητικότητα, προσόντα και αθέατη ιδιωτική δράση). Επίσης, επικαλείται συμβατικές ρομαντικές αντιλήψεις για την ιδιοφυΐα και για το απομονωμένο άτομο, το οποίο, όμως, μέσα από αυτή τη μοναδικότητα και τα προικίσματά του αποδεσμεύεται από κοινωνικούς φραγμούς και προσδοκίες. Ακριβώς επειδή στην καλλιτεχνική δημιουργία το φλέγον θέμα είναι η δυνατότητα έκφρασης η επιθυμία άρνησης της σιωπής , η Ηρα αποζητεί στις δύο πρώτες ενότητες να διευθετήσει έναν κόσμο από την αρχή, ψάχνοντας την πληρότητα σε μια πνευματική κοινότητα.
Παράλληλα η Ηρα επιδιώκει να μετουσιώσει το εσωτερικό λευκό πλαστικό υλικό του εαυτού της ιδέες, αισθήματα, μορφές σε μια κατανοητή εξωτερική αντικειμενικοποίηση, σε ένα στερεό ανάγλυφο. Η ζωγραφική είναι ένα δίκτυο συμβατικών μηχανισμών απεικόνισης, η υλικότητά της όμως προσδίδει σε αυτήν μιαν ασυνήθιστη ομοιότητα με το σώμα. Οπως η Λίλι Μπρίσκοου στον «Φάρο» της Γουλφ, η Ηρα προσπαθεί χωρίς επιτυχία να ανακτήσει ένα πεδίο ισορροπιών ανάμεσα στη ζωή και στη δημιουργία, στις φόρμες και στους τόνους, ελέγχοντας τον νου σε σχέση με το σώμα και την απεικόνισή του· να «κλείσει την ανοικτή φόρμα με μια γραμμή» με μια κρίσιμη πινελιά που θα χαρίσει στην ανώνυμη σκιά έναν νέο ανάγλυφο εαυτό. Η Ησαΐα έτσι συνδιαλέγεται επάξια με άλλες ομοτέχνους της που έγραψαν μυθιστορήματα για τη γυναικεία καλλιτεχνική φύση (Kunstlerinromane) όπως η Μάργκαρετ Ατγουντ με την «Ανάδυση», η Σάρλοτ Πέρκινς Γκίλμαν με την «Κίτρινη ταπετσαρία» και η Τίλι Ολσεν με το «Πες μου ένα αίνιγμα».
Ο δοκιμιακός επίλογος της τρίτης ενότητας του μυθιστορήματος απευθύνεται στον αναγνώστη: η συγγραφέας έρχεται πια ανοιχτά στο προσκήνιο και μιλά για τον εαυτό της ως υποκείμενο στη διαδικασία και στην παραγωγή του έργου της, για το συγγραφικό υλικό και τη φόρμα του πίνακά της ως δίδυμα προπλάσματα για το πλαίσιο της ζωής της το 1964 στην Υδρα. Η ηχώ του λόγου της αντανακλά την ανάμνηση των αισθημάτων και των τρόπων που ύφαιναν την εμπειρία όπως τη βίωνε η παροικία των μπίτνικ. Τέλος, η επανάσταση αυτή ως ιστορικό γεγονός σφηνώνεται στην προσωπική ανάμνηση και προσδίδει μια μεταλλική λάμψη πάθους για την ανεπανόρθωτη απώλεια μιας «Ηρας».
Λιάνα Σακελλίου-Σουλτς
ΤΟ ΒΗΜΑ, 17-05-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις