0
Your Καλαθι
Μια ερωτική σχέση παραλλαγή μιας άλλης
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Η συγγραφέας παρακολουθεί σε διαφορετικές εποχές και ανάμεσα σε διαφορετικά πρόσωπα δύο ερωτικές σχέσεις που η μία παραλλάζει την άλλη. Ο ρόλος της του παρατηρητή που, ωστόσο, δεν είναι αμέτοχος, είναι καίριος. Συχνά επεμβαίνει στην εξέλιξη των δύο υποθέσεων, άλλοτε με τύψεις και άλλοτε με τη βεβαιότητα ότι, αποκαλύπτοντας στους άλλους αυτά που δεν έβλεπαν οι ίδιοι, συντελούσε σε μια κάποια λύση.
Το θέμα, όπως και σε όλα τ' άλλα βιβλία της, είναι η αναζήτηση της αλήθειας και η στιγμή της αποκάλυψής της. Στο τέλος διακρίνει κανείς ότι η πραγματική πρωταγωνίστρια είναι η αφηγήτρια.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η αφηγήτρια, ονόματι Λουίζα, όπως μαθαίνουμε παρεμπιπτόντως στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, γράφει ένα μυθιστόρημα ή, μάλλον ορθότερα, βρίσκεται στο στάδιο της προπαρασκευής κλέβοντας από πρόσωπα και συμβάντα του στενού φιλικού κύκλου της. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας η αφηγήτρια άλλοτε ναρκισσεύεται και άλλοτε αυτοαναλύεται, γεννώντας την εύλογη απορία πώς είναι ποτέ δυνατόν ένα άτομο που το απασχολεί σε τέτοιον βαθμό ο εαυτός του να γράψει «ένα σωστό μυθιστόρημα». Ενσταση που προλαβαίνει και διατυπώνει ένας αγαπημένος φίλος της αφηγήτριας, σημαντικός συγγραφέας αλλά και ανέκαθεν δυνάμει εραστής της, που κι αυτός με τη σειρά του φαίνεται να εμπλέκεται εκών άκων στο υπό συγγραφή μυθιστόρημά της.
Ωστόσο η αφηγήτρια σπεύδει να του απαντήσει, εκλογικεύοντας τη στάση της ως «την ενασχόληση του λυρικού ποιητή με τον κόσμο διά μέσου του εαυτού του». Χαρισματική και εισέτι γοητευτική, παρά το ώριμον της ηλικίας της, παρουσιάζεται η αφηγήτρια. Και λυρική ποιήτρια και ζωγράφος και μυθιστοριογράφος, την τελευταία δεκαετία, ήτοι από το καλοκαίρι του 1987, όταν ξεκίνησε να γράφει το πρώτο μυθιστόρημά της. Εκ πρώτης όψεως, μια παραλλαγή της ίδιας της συγγραφέως, μόνο που η αφηγήτρια παραμένει ένα αύταρκες μυθιστορηματικό πρόσωπο, στη σφαίρα δικαιοδοσίας του αναγνώστη να κρίνει την αρτιότητα και αληθοφάνειά του.
Οπως δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου, η υπόθεση αφορά τις ερωτικές σχέσεις δύο γνωστών τής αφηγήτριας. Η ιστορία της δεύτερης γνωστής της θυμίζει στην αφηγήτρια τα ερωτικά μπλεξίματα πριν από δέκα χρόνια μιας φίλης και συμφοιτήτριάς της στη Σχολή Καλών Τεχνών. Τελικά πρόκειται για παραλλαγές μιας μάλλον κοινότοπης ιστορίας· ο δεύτερος σύζυγος ή και σύντροφος, κατά τη δεύτερη εκδοχή, μιας διαζευγμένης ερωτεύεται την κόρη της από τον πρώτο γάμο, με την οποία και συνάπτει σχέση, υποβοηθούσης και της συγκατοίκησης. Αν και το κυρίαρχο στοιχείο στις δύο ιστορίες δεν είναι ο βαθμός συγγένειας των ερωτικών αντιπάλων αλλά η νεότητα και τα συμπαρομαρτούντα ομορφιά, αισιοδοξία, θρασύτης έναντι της παρακμής και της φθοράς που φέρνει ο χρόνος.
Η αφηγήτρια ως προνομιούχος, εκ του σύνεγγυς παρατηρητής αντιλαμβάνεται και τις δύο φορές πρώτη την υποβόσκουσα σχέση του μεσηλίκου με τη νεαρή κοπέλα και χωρίς αισθήματα ενοχής ανοίγει τα μάτια της ενδιαφερομένης ώστε να αντιμετωπίσει επιτέλους την αλήθεια και να αλλάξει τρόπο ζωής. Ωστόσο και οι δύο γυναίκες, παρά τις όποιες αποκαλύψεις, μένουν δέσμιες στις ερωτικές εμμονές τους ανεξάρτητα αν νιώθουν μάλλον ευάλωτες χωρίς τη σωτήρια επίφαση του ψεύδους.
Μέσα από την πλάγια οπτική γωνία της αφηγήτριας, οι σχέσεις γυμνώνονται των αισθημάτων και παρουσιάζονται ως σαδομαζοχιστικοί δεσμοί σκοπιμότητας και ανασφάλειας. Παθολογικά περίεργη και σε κενό έμπνευσης, όπως ομολογεί η αφηγήτρια, προσπαθεί να συλλάβει τις διαθέσεις ζωής αυτού που αποκαλεί «μέσο άνθρωπο» και από τον οποίο σαφώς διαχωρίζει εαυτόν. Μια διανοούμενη της καλής κοινωνίας που πλήττει με τη συντροφιά της σε καφενεία και ταβέρνες του κοσμικού κέντρου της πόλης, άλλοτε συζητώντας περί λογοτεχνίας και άλλοτε παίζοντας μπριτζ δεν είναι δυνατό να κατανοήσει την ψυχολογία ηρώων πέρα από το καλλιτεχνικό σινάφι ούτε να κρίνει τις πράξεις τους.
Η ραχοκοκαλιά του βιβλίου της Ν. Ησαΐα είναι μια μάλλον νιτσεϊκή σύλληψη της ζωής ως ένα πλέγμα σχέσεων εξουσίας ανάμεσα σε διαφορετικά κέντρα ισχύος. Ενα, εντέλει, παιχνίδι αντιμαχόμενων δυνάμεων, με πλείστες όσες εκφάνσεις που κυμαίνονται μεταξύ δύο ακραίων καταστάσεων· την τυραννική επιθυμία ελέγχου του άλλου και την ασκητική εγκράτεια και αυτοπειθαρχία. Στο ένα άκρο τοποθετούνται οι ήρωες και στο άλλο η αφηγήτρια. Και οι μεν και η δε επιβιώνουν χάρη στη «ζωτική ψευδαίσθηση» για την οποία μίλησε ο Νίτσε, όπως μας θυμίζει πάλι και πάλι η συγγραφέας.
Σε ορισμένα σημεία το βιβλίο φαίνεται να πλατειάζει, διαγράφοντας τους επάλληλους κύκλους των δύο σχέσεων, ωστόσο συντελεί στη σύσταση ενός αντιφατικού και τελικά ενδιαφέροντος χαρακτήρα. Πρόκειται για την τραγική περίπτωση της αφηγήτριας, μιας γυναίκας που απέμεινε να ζει μόνη και γιατί υπήρξε απόλυτη στις επιλογές της, αρνούμενη να υποταχθεί στις κοινωνικές συμβάσεις. Σχεδόν επαίρεται για την άγνοιά της σχετικά με ό,τι αφορά τον «μέσο άνθρωπο», φανερώνοντας τη δική της μορφή τυφλότητας, όπως βυθίζεται στη ζωτική γι' αυτήν ψευδαίσθηση της γραφής.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-10-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις