Η παγκόσμια δίνη του χρήματος

Συνηγορία για μια διεθνή ρυθμιστική παρέμβαση
120125
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες:399
Μεταφραστής:ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΑΔ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2001
ISBN:9789608132313


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Στην Παγκόσμια δίνη του χρήματος οι Τζων Ήτγουελ και Λανς Ταίηλορ, πρόεδρος του Queen's College του Πανεπιστήμιου του Καίμπριτζ ο πρώτος, και καθηγητής του New School University της Νέας Υόρκης ο δεύτερος, προτείνουν, με σαφή και προσιτό σε όλους τρόπο, μια τολμηρή αλλά αναγκαία λύση στην οικονομική κρίση που απειλεί ολόκληρο τον πλανήτη: την ίδρυση μιας Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Αρχής, η οποία θα ρυθμίζει το διεθνές οικονομικό σύστημα και θα περιορίζει τον πιστωτικό κίνδυνο σε όλο τον κόσμο. Η Αρχή αυτή θα δίνει στις διάφορες χώρες τη δυνατότητα να αποκρούουν τα σοκ που προέρχονται από τη λειτουργία ενός πλήρως απελευθερωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Καμία οικονομική εξέλιξη απ' όλες όσες γνώρισε η εποχή μας δεν είναι τόσο απειλητική, αλλά και καμία δεν έχει γίνει τόσο λίγο κατανοητή όσο οι απρόβλεπτες κινήσεις χρηματοοικονομικού κεφαλαίου μεταξύ των διαφόρων χωρών. Στο βιβλίο αυτό, δύο επιστήμονες πρώτου μεγέθους αναλύουν το πρόβλημα -με καθαρή γλώσσα και με φωτισμένο προβληματισμό. Το συνιστώ θερμότατα.

ΤΖΩΝ ΚΕΝΝΕΘ ΓΚΑΛΜΠΡΑΗΘ








ΚΡΙΤΙΚΗ





Για έναν οικονομολόγο η μεγάλη ποικιλία των νομισμάτων του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος αποτελεί ακανθώδες ζήτημα. Πρώτον, διότι αυξάνεται η οικονομική αναποτελεσματικότητα. Στην ουσία, δηλαδή, διακινείται χρήμα που δεν παράγει πραγματικά αγαθά και απλώς τρέφονται από αυτή την ανισορροπία, ωσάν παράσιτα, οι τράπεζες, οι επενδυτικοί οίκοι, οι κερδοσκόποι κ.ο.κ. Δεύτερον, διότι η αστάθεια που δημιουργείται οδηγεί πολύ συχνά αρκετές οικονομίες σε κρίσιμη κατάσταση με σημαντικές κοινωνικές και ιστορικές συνέπειες. Συνεπώς αποτελεί σοβαρότατο πρόβλημα η ύπαρξη πληθώρας νομισμάτων και από καθαρά οικονομολογικής απόψεως είναι παντελώς απευκταία. Φαντασθείτε αν, για παράδειγμα, στην Ελλάδα δεν υπήρχε ένα μόνο νόμισμα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά αν η «δραχμή Ευρυτανίας» υφίστατο διακυμάνσεις σε σχέση με τη «δραχμή Βοιωτίας»... Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς πόσο τραγική θα ήταν η περίπτωση πολλών διαφορετικών νομισματικών ζωνών εντός της επικρατείας μας και πόσος πραγματικός πλούτος θα διέρρεε από τις παραγωγικές δραστηριότητες προς τις μη παραγωγικές.

Ωστόσο, ακόμη και αν δεχόμασταν ότι το βέλτιστο καθεστώς είναι αυτό του ενός και μόνο νομίσματος, θα υπήρχαν πολλές λεπτομέρειες που θα απαιτούσαν μια σειρά πολύ προσεκτικές ρυθμίσεις. Και αυτό διότι πολλά συμφέροντα εξυπηρετούνται από τη σημερινή κατάσταση. Εκτός δηλαδή από τα «παράσιτα» που συντηρούνται από αυτό το σύστημα και πολλές εθνικές κυβερνήσεις έχουν την εντύπωση ότι η ύπαρξη μιας νομισματικής αυτονομίας τούς δίνει τη δυνατότητα να καθορίζουν τη λειτουργία των οικονομιών τους (π.χ. Βρετανία). Επίσης πολλές φορές η ύπαρξη εθνικών νομισμάτων μπορεί να απορροφήσει κάποιες εξωγενείς στρεβλώσεις (διά των υποτιμήσεων, για παράδειγμα).

Οι συγγραφείς, αμφότεροι καθηγητές οικονομικών σε μεγάλα ξένα πανεπιστήμια, ο Eatwell στο Cambridge και ο Taylor στο New School University και στο ΜΙΤ, προσπαθούν μέσα από αυτό το βιβλίο να παρουσιάσουν μια ενδεδειγμένη λύση σε ένα πρόβλημα την ύπαρξη του οποίου τεκμηριώνουν με μια σειρά επιχειρήματα που αντλούνται από πρόσφατα ιστορικά παραδείγματα από την παγκόσμια ιστορία. Παραδείγματα που αναφέρονται είναι η κρίση του Μεξικού, της ΝΑ Ασίας, της Ρωσίας κτλ.

Το παγκόσμιο εμπόριο αποτελεί πλέον ένα μικρό μόνο κλάσμα του καθημερινού τζίρου που γίνεται για κερδοσκοπικούς λόγους με το συνάλλαγμα και τις διεθνείς κεφαλαιακές ροές. Από τη στιγμή που καταργήθηκε το σύστημα των σταθερών ισοτιμιών (ο χρυσούς κανών του Bretton Woods) ο κίνδυνος ιδιωτικοποιήθηκε, πέρασε δηλαδή από τις κυβερνήσεις στους ιδιώτες. Αντί δηλαδή δύο περιοχές να συναλλάσσονται μεταξύ τους με σταθερές ισοτιμίες ή, ακόμη καλύτερα, με ένα κοινό νόμισμα και έτσι να μην υπάρχει κίνδυνος, από το Bretton Woods και ύστερα οι δύο αυτές περιοχές θα έπρεπε να συντηρούν και ένα πολύ ακριβό (και συνεπώς οικονομικά αναποτελεσματικό) σύστημα εμπορίας των νομισμάτων τους. Έτσι οι παράγοντες της πραγματικής οικονομίας (π.χ., αγροτικές, τουριστικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις) εκτός από την παραγωγή θα έπρεπε να ασχολούνται και με τις περιοδικές διακυμάνσεις του εθνικού τους νομίσματος, οι οποίες θα μπορούσαν να εξανεμίζουν ή και να πολλαπλασιάζουν τα κέρδη τους.

Αλλά αυτές οι παρενέργειες δεν είναι και οι μόνες. Στην πράξη έχουμε να κάνουμε με αυτοτροφοδοτούμενους κύκλους ανόδου και καθόδου. Οι επενδυτές (σε νομίσματα, σε μετοχές) για να νιώθουν εμπιστοσύνη πρέπει να γνωρίζουν ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ρευστοποιήσουν τις θέσεις τους. Αρα απαιτούν να υπάρχει εμπορευσιμότητα (ήτοι υψηλός τζίρος). Σε αυτή συντελούν όλες οι προηγηθείσες άρσεις των ελέγχων στη διακίνηση του συναλλάγματος, κάτι που συμβαδίζει με τη σημερινή ορθοδοξία περί απελευθερωμένων αγορών. Όταν όμως οι συνθήκες εμπιστοσύνης κλονισθούν, τότε οι επενδυτές συμπεριφέρονται ομαδικά, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται εξαιρετικά απότομες διακυμάνσεις των αξιών αρχικά και των στοιχείων ενεργητικού κατόπιν, ακριβώς επειδή ο τζίρος είναι υψηλός και ανεξέλεγκτος. Το παράδειγμα της Νότιας Κορέας είναι και το καλύτερο. Η αρχική διάψευση κάποιων επιχειρηματικών προσδοκιών οδήγησε σε μαζική φυγή κεφαλαίων (επίθεση κατά του γουόν τον Ιανουάριο του 1997), σε ύφεση και σε ταχύτατη υποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού (ακίνητα, μονάδες παραγωγής κτλ.). Η μη δυνατότητα αποπληρωμής των ανειλημμένων υποχρεώσεων από μέρους ορισμένων επιχειρήσεων ώθησε σε μεγαλύτερη ακόμη υποτίμηση των παραπάνω στοιχείων που με τη σειρά τους συμπαρέσυραν σε κατάρρευση ολόκληρο το οικονομικό σύστημα της χώρας αυτής. Η κατάρρευση αυτή ήταν φυσικό να μεταδοθεί και στις υπόλοιπες χώρες της περιοχής με τις γνωστές σε όλους συνέπειες της νευρικότητας των αγορών.

Η νευρικότητα των αγορών οδηγεί με τη σειρά της σε μεταβολή της επενδυτικής συμπεριφοράς, με αποτέλεσμα να υπάρχει μια μείωση (ή και πτώση) των ρυθμών ανάπτυξης, μια σειρά αποεπενδύσεων, με ευρύ αντίκτυπο επί της πραγματικής οικονομίας.

Μέσα σε όλο αυτό το περίπλοκο πλέγμα που παρουσιάζεται στο βιβλίο τίθεται το ερώτημα αν αποτελεί λύση η εκ νέου κρατικοποίηση του κινδύνου. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, αυτή είναι η ενδεδειγμένη λύση. Προτείνουν δηλαδή μια σειρά μακροοικονομικές ή μικροοικονομικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να απαλείψουν τον συστημικό κίνδυνο. Οι μεν πρώτες θα μπορούσαν να είναι διάφορες μορφές ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων, οι δε άλλες θα μπορούσαν να αφορούν την εποπτεία των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών οίκων. Αλλά και πάλι θα έπρεπε να υπάρχει ένας συντονισμός των πρακτικών που θα ακολουθούσαν οι εθνικές κυβερνήσεις μέσω μιας παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Αρχής. Η Αρχή αυτή ουσιαστικώς θα διαχειρίζεται τον κίνδυνο για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, περιορίζοντάς τον και προσφέροντας παράλληλα την αναγκαία κάλυψη σε όσες χώρες βρίσκονται εκτεθειμένες σε κάποια εξωγενή σοκ. Βέβαια σε εμάς παραμένει το ερώτημα γιατί θα πρέπει τελικά να υπάρχει κίνδυνος κατά τη στιγμή που αυτός θα μπορούσε να εξαλειφθεί παντελώς διά της υιοθετήσεως ­παγκοσμίως­ ενός κοινού νομίσματος, όπως ακριβώς έκανε η Ευρώπη με το ευρώ.

Νίκος Α. Κεράνης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 03-06-2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!