Το τρίτο βιβλίο για τον Άχιμ

Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 33.00
19.80
Τιμή Πρωτοπορίας
+
288346
Συγγραφέας: Johnson, Uwe
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Σελίδες:469
Μεταφραστής:ΣΙΕΤΗ ΤΟΥΛΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/11/2006
ISBN:9789605182717
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Aν και άγνωστος στην Eλλάδα, ο Oύβε Γιόνζον (1934-1984) συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς της σύγχρονης γερμανόφωνης λογοτεχνίας (T. Mπέρνχαρντ, M. Φρίς, X. Mπαίλλ, Γκ. Γκράς, M. Bάλζερ). Oι χαρακτηρισμοί που του αποδόθηκαν, ως «ποιητή της γερμανικής διχοτόμησης» και «συγγραφέα της γερμανο-γερμανικής λογοτεχνίας», αποδίδουν μία πτυχή μόνο στο έργο ενός συγγραφέα που ξεχώρισε εξ αρχής από τους ομότεχνούς του, τόσο ως ιδιοσυγκρασία όσο και ως αφηγητής.

Tο Tρίτο βιβλίο για τον Άχιμ (ουσιαστικά, το τρίτο μυθιστόρημα του Γιόνζον) εκτυλίσσεται ένθεν κακείθεν των (εσωτερικών) γερμανικών συνόρων στα χρόνια της κλιμάκωσης του Ψυχρού Πολέμου. O Γιόνζον αφηγείται την ιστορία μιας δημοσιογραφικής έρευνας γύρω από τη ζωή και τη σταδιοδρομία ενός πρωταθλητή της ποδηλασίας στην Aνατολική Γερμανία (Λ.Δ.Γ.). Oι πρωταγωνιστές της, ο δυτικογερμανός δημοσιογράφος, Kαρς, το «είδωλο του λαού», Άχιμ, η επιτυχημένη ηθοποιός, Kάριν, συνθέτουν μία τριγωνική σχέση, η οποία μεταβάλλεται διαρκώς από τις εντάσεις, τις αναζητήσεις και τις διαψεύσεις που ανακύπτουν, με φόντο τις «γερμανο-γερμανικές συνθήκες». O αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε συνεχείς ανατροπές, που οδηγούν στη ματαίωση - του εγχειρήματος, αλλά και των προσδοκιών: του συγγραφέα, των πρωταγωνιστών, του αναγνώστη.


H αφήγηση συγκροτείται με τους όρους ενός διαλόγου, που μετεωρίζεται ανάμεσα στη συνέντευξη και την ανάκριση, και κινείται στη «νεκρή ζώνη»: των συνόρων, της διαφοράς, της απόστασης, όπως κινήθηκε και ο συγγραφέας στον βίο του.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Κριτική:
Δύο φορές εξόριστος και αλκοολικός
Ο Γερμανός συγγραφέας Ούβε Γιόνζον βρίσκεται πάνω από τους συγκυριακά υπερτιμημένους συμπατριώτες του Γκρας και Μπελ
Η προσπάθεια να τηρηθεί μια έντιμη, άρα σχετικιστική στάση απέναντι στα διλήμματα μιας εποχής, η μοιραία σύνδεση ζωής - έργου και οι αφηγηματικές επιλογές του κατέστησαν τον Ούβε Γιόνζον (Uwe Johnson, 1934-1984) διπλά ευάλωτο: ο απόλυτος χαρακτήρας απέβη αυτοκαταστροφικός και, μαζί με τη «δύσκολη» γραφή, του στέρησαν το βαθμό αναγνώρισης που δικαιούνταν. Εδρεψε μεγάλες γερμανικές λογοτεχνικές δάφνες, διαβάστηκε ωστόσο περιοριστικά ως «συγγραφέας των δύο Γερμανιών»: αυτός, που προσωποποίησε πρωταγωνιστικά μια ξένη εφημερίδα, τους New York Times, συνθέτοντας αποσπάσματά τους από το 1967 (δεν παραλείπεται αναφορά στην ελληνική δικτατορία) μέχρι τον Αύγουστο του 1968 (μια μέρα πριν τα σοβιετικά τανκς εισβάλλουν στην Πράγα) στην τετραλογία «Επέτειοι» (1970, 1971, 1973, 1983). Στο ίδιο έργο η μεσοπολεμική, χιτλερική και σοβιετοκρατούμενη επαρχία του Μεκλεμβούργου συνυφαίνεται αφηγηματικά με τη Νέα Υόρκη του 1967-1968.

Στη θέση που του αξίζει

Δεν θα ήταν άτοπο να ισχυριστούμε πως η θέση του δις αυτοεξόριστου συγγραφέα στη λογοτεχνική πυραμίδα βρίσκεται πολύ πιο πάνω από συγκυριακά υπερτιμημένους συμπατριώτες του (Γκρας, Εντσενσμπέργκερ, Μπελ). Οπως και για τον άλλο ιδιοφυή γερμανόφωνο συγγραφέα της ίδιας περιόδου, τον Μαξ Φρις, έτσι και για τον Γιόνζον, λογαριάζουμε βάσιμα ότι η βαρύτητά του θα αυξάνει με το χρόνο – υπό την προϋπόθεση ότι θα εξακολουθήσει να μεταφράζεται και να μελετάται έξω από τα στενά πλαίσια της Γερμανίας. Ας μην ξεχνάμε ότι την άνοιξη του 1961 επισκέπτεται το διεθνές σεμινάριο του Χάρβαρντ με πρόσκληση του Χένρυ Κίσιγκερ(!) δύο χρόνια πριν έχει «κατέβει» κυριολεκτικά και μεταφορικά από το τρένο εγκαταλείποντας το Ανατολικό Βερολίνο για το Δυτικό.

Στα μυθιστορήματά του, που με δυσκολία βρίσκουν το δρόμο της έκδοσης (έχουν απορριφθεί στην πρώην ΛΔΓ) από τον διάσημο –δυτικογερμανικό τότε– οίκο Ζούρκαμπ, διαλέγει το δύσβατο δρόμο της υπονομευμένης αφήγησης. Πλέκει την «Ιστορία» με τις «ιστορίες» - βιογραφίες, που άλλοτε τη φωτίζουν και άλλοτε την αμφισβητούν. Τα πρόσωπα αντιπροσωπεύουν διαφορετικές «εκδοχές» που αυτο- και αλληλοαμφισβητούνται διαρκώς· πράκτορες της Στάζι συνδιαλέγονται με αντικαθεστωτικούς διανοούμενους, ενώ, υπό αμφοτέρων τα πυρά, συντρίβονται δραματικά οι «καθαροί» (Γιάκομπ Αμπς και Χάινριχ Κρέσπαλ) και οι αδύναμοι (Λίσμπετ Πάπενμπροκ - Κρέσπαλ). Ανυποχώρητη, αλλά τρωθείσα, η τυπική γιονζονική πρωταγωνίστρια στοιχειώνει τους καφκικούς λαβυρίνθους του ανατολικογερμανικού καθεστώτος (Κάριν - «Το Τρίτο Βιβλίο για τον Αχιμ») ή της καπιταλιστικής μητρόπολης (Γκεζίνε Κρέσπαλ - «Επέτειοι»).

«Ιστορία» και «ιστορίες»

Είναι εποχή σκληρότατων αντιπαραθέσεων· η ιδιωτική σφαίρα έχει σαρωθεί βίαια από τα γεγονότα (άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, Ολοκαύτωμα, χωρισμός των δύο Γερμανιών, σοβιετική κυριαρχία και δικτατορία σοβιετικού τύπου στο πρώην ανατολικό μπλοκ, εξεγέρσεις αντιφρονούντων στο Βερολίνο, τη Βουδαπέστη, την Πράγα…). Η, αντιστικτικά, άλλοτε βαθιά ποιητική, άλλοτε στεγνά αρχειακή αφήγηση αντιστρατεύεται την απλουστευτική γραμμικότητα. Δίνει το λόγο σε πολλούς ταυτοχρόνως, μαζί και στο τοπίο, αστικό και φυσικό, χρησιμοποιώντας (κατά το παράδειγμα των Ελιοτ και Πάουντ) ακόμη και διαλέκτους και –αμετάφραστες(!)– ξένες γλώσσες. Οι αντιφάσεις μένουν ανοιχτές, καλώντας τον αναγνώστη να κρίνει μόνος του, χειραφετούμενος. Ιδιότυπα «δύσκολη» η κατά Γιόνζον αφήγηση συνομιλεί μάλλον με τον Φώκνερ και με το νέο γαλλικό μυθιστόρημα, αφήνοντας πίσω συγγραφείς που ασχολούνται επίσης με την ένταση ιστορικού-ιδιωτικού, συχνά υπό μια κριτική αριστερή οπτική του υπαρκτού σοσιαλισμού σαν τη δική του (Τσίρκας, Αλεξάνδρου, Λέβι, Κέστλερ, Σεμπρούν, Κούντερα αλλά και Χέμινγουεϊ και Λόουρυ). Οπως εύστοχα παρατηρεί ο Μίχαελ Χόφμαν («Uwe Johnson», εκδ. Reclam, 2001), η δυσκολία της γραφής του Γιόνζον δεν οφείλεται σε ιδιοτροπία, αλλά στην ανάγκη εξυπηρέτησης του συγγραφικού στόχου που περιγράφηκε.

Στα Ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα «Το Τρίτο Βιβλίο για τον Αχιμ» (1961) (Ινδικτος, 2006), αντιπροσωπευτικό (αν και όχι το καλύτερο) από τα έργα του. Θέμα του η απόπειρα συγγραφής μιας –κριτικά διαθλώμενης– βιογραφίας ενός πρωταθλητή της ποδηλασίας - ινδάλματος του ανατολικογερμανικού καθεστώτος από έναν Δυτικογερμανό δημοσιογράφο στη δεκαετία του ’50. Η ελληνική μετάφραση δυσκολεύεται να παρακολουθήσει το ύφος και τον ρυθμό του πρωτοτύπου, που παρουσιάζει πάντως το μέγιστο βαθμό μεταφραστικής δυσκολίας. Δεν λείπουν, δυστυχώς, λάθη, αβλεψίες και παραλείψεις, που οδηγούν σε αλλοιώσεις της αφήγησης.

Οπως και οι ήρωές του Γιάκομπ Αμπς («Εικασίες για τον Γιάκομπ» – η πρώτη του μεγάλη επιτυχία, 1959) και Γκεζίνε Κρέσπαλ (στο μείζον έργο «Επέτειοι»), ο Γιόνζον αρνήθηκε την εργαλειοποίηση του έργου του προς όφελος της ζέουσας αντικομμουνιστικής προπαγάνδας: η εποχή και η τότε Δυτική Γερμανία δεν του το συγχώρησαν. Υπό τα (συνήθη για τη γενιά του) βιογραφικά άχθη (ναζιστικό σχολείο - ελίτ στα δέκα, χάρη στις επιδόσεις και την «άρια» φυσιογνωμία, απώλεια του πατέρα σε σοβιετικό στρατόπεδο, πιθανή ενοχοποίηση της μητέρας ότι τον κατέδωσε, συμπόρευση με το κομμουνιστικό καθεστώς, σταδιακή αμφισβήτησή του) πέθανε μόνος και αλκοολικός σε ένα νησί του Τάμεση (το πτώμα του βρέθηκε έπειτα από περίπου τρεις εβδομάδες!). Είχε πειστεί ότι η γυναίκα του (το alter ego της αγαπημένης του πρωταγωνίστριας Γκεζίνε) τον κατέδιδε στον Τσέχο με τον οποίο, κατά δική της ομολογία, τον είχε άλλοτε απατήσει. Το ενδο-οικογενειακό δράμα που, ως μετα-Αουσβιτς κατάρα, συμπαρέσυρε ζωές στη δυστυχία, «λύθηκε» πρόσφατα με δικαστικές και άλλες «αποφάσεις». Υπό τους προβολείς της δημοσιότητας, η χήρα του Γιόνζον συγκρούστηκε με τον εκδοτικό οίκο Ζούρκαμπ, που ο Γιόνζον είχε καταστήσει μοναδικό κληρονόμο του (η πρώτη δικαιώθηκε «ιστορικά», ο δεύτερος «νομικά»)...
Μαρία Τοπάλη, Καθημερινή, 3/6/2007
Κριτική:
Γερμανών παρακμή και ανόρθωση
Ενα παιχνίδι αλήθειας και καλοστημένου ψεύδους
«...μια γλυκιά θουριγγική ημέρα...»
(Από το βιβλίο, σελ. 369)

Οι δυσκολίες προσαρμογής των επήλυδων, οι παραγωγικές ή απέλπιδες περιηγήσεις τους ανά τον κόσμο, οι αναπόφευκτες μακροχρόνιες ή περιορισμένης διάρκειας εγκαταστάσεις τους σε καταναγκαστικά πάντως τοπία, τα σύνδρομα της προσωρινής ή τελεσίδικης απόρριψης και οι μικρές ή μεγάλες νίκες στο κύριο σώμα ή στο περιθώριο της επιθετικής συνήθως καθημερινότητας, τις οποίες βιώνουν οι φερτοί σε διαχρονική κλίμακα, συγκαταλέγονται, ως γνωστόν, στα πρωτογενή υλικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Σε τέσσερις λέξεις φρονώ ότι αποτυπώνεται θαυμάσια το συναφές άγος: «Denn Bleiden ist nirgends». Ο εν λόγω αφορισμός απαντά στο «Πρώτο Ελεγείο του Ντουίνο» του γεννημένου στην Πράγα, ακαταπόνητου νομάδα Reiner Maria Rilke (1875 - 1926) και πρόχειρα πάει να πει «δεν υπάρχει τόπος για να ζεις». Αφορά, μεταξύ άλλων, τους επώνυμους ή μη συμπατριώτες τού ποιητή, οι οποίοι γεννήθηκαν εκτός των σημερινών ορίων του γερμανικού κράτους, διέβλεψαν εν καιρώ τις αδυναμίες του, το κατέκριναν, το εξήραν, το αμφισβήτησαν, το κατήγγειλαν και ορισμένοι από αυτούς, με τις διακεκριμένες εμπεδώσεις στον χώρο τους, το δόξασαν εκόντες άκοντες.

Αλλοι πάλι επιχείρησαν μιαν ολόκληρη ζωή να συμφιλιωθούν με τον εθνικό μητρικό κορμό και βίωσαν παρατεταμένους εσωτερικούς διχασμούς. Ακυρώνοντας ή επιβεβαιώνοντας συμπλέγματα ανωτερότητας ή, αντιθέτως, κατωτερότητας, επικροτώντας ή απορρίπτοντας τις δομές της χώρας τους, ορισμένοι δημιούργησαν σημαντικές σχολές σκέψης και γραφής. Ας αναφέρω ενδεικτικά μόνον τρεις, δηλαδή τον Αρθούρο Σοπενχάουερ (1788 - 1860), τον Γκίντερ Γκρας (1927 - ), στον οποίο απενεμήθη το βραβείο Νομπέλ το 1999, και τον λιγότερο δημοφιλή στο ελληνικό κοινό, τον πολύπλαγκτο φυγάδα - νομάδα Ούβε Γιόνζον (1934 - 1984), ο οποίος τιμήθηκε με την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση της Δυτικής Γερμανίας, «Γκέοργκ Μπίχνερ», το 1970, και το βραβείο «Τόμας Μαν», του Δήμου Λίμπεκ, το 1979. Οι δύο πρώτοι γεννήθηκαν στο χανσεατικό Ντάντσιχ, δηλαδή το σημερινό Γκντανσκ, ενώ ο τρίτος στο Κάμιν της Πομερανίας, το σημερινό Καμιέν. Και οι δύο πόλεις ανήκουν πλέον στην Πολωνία.

Ο Ούβε Γιόνζον προώθησε σημαντικές αλλαγές στην αφηγηματική στρατηγική, αναγόμενος διαρκώς στο διευρυμένο διάστημα, στο μείζον πεδίο των φαινομένων και των συστατικών τους, εκεί όπου ο ανθρώπινος βίος, αναλυόμενος ή αυτοαναλυόμενος, αποκαλύπτει «απρόσιτα» μυστικά, καταλυτικές εμμονές και απώτερους εφιάλτες. Μάλιστα στο «Τρίτο βιβλίο για τον Αχιμ» (1961) προβάλλεται κατά τρόπο συνοπτικό και ιδιαζόντως μεθοδικό η φυλετική αγωνία των ομαίμων του συγγραφέα, όπως βιώθηκε δυο-τρεις δεκαετίες πριν από την κατεδάφιση του «Τείχους του αίσχους», το οποίο έτεμνε το Βερολίνο και κατ' επέκτασιν ολόκληρη τη χώρα Καντ σε δύο απολύτως διακριτά στρατόπεδα ηθικής. Εκείνης που υποστήριζε αναφανδόν στο ανατολικό τμήμα τη σταδιακή μετάλλαξη του ανθρώπου σε μια καλογυαλισμένη μηχανή ενός ουτοπικού, όπως πανηγυρικά αποδείχτηκε, «σκληρού σοσιαλισμού» και της άλλης, στον δυτικό τομέα, η οποία υπερθεμάτιζε τα οφέλη και τα πλεονεκτήματα, στα οποία προσέβλεπε η ταχύτατη δημοκρατική ολοκλήρωση.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, ο πολυνίκης ποδηλάτης Αχιμ Τ., συνιστά τη μυθιστορηματική εκδοχή του Γκούσταβ Αντολφ Σουρ, γνωστού επίσης και ως «Ταίβε», που συγκαταλέγεται στους αστέρες του αθλητισμού, τον οποίο σχεδόν υστερικά προώθησε η Ανατολική Γερμανία. Πλαισιωμένος από τον Δυτικογερμανό δημοσιογράφο Καρς και τη δημοφιλή ηθοποιό Κάριν, πρώην σύντροφο του τελευταίου, ο Αχιμ Τ. οδηγεί μια κούρσα εξομολογήσεων, ανακρίσεων, συνεντεύξεων και «αυθόρμητων» καταθέσεων, οι οποίες ενίοτε υπονομεύουν την αντικειμενική πλευρά της πραγματικότητας. Η άλλη, η επινοημένη δηλαδή, πραγματικότητα συνιστά τον δεύτερο πόλο των αφηγηματικών αναδιπλώσεων. Το πρόσωπο υποδύεται δυνητικές υπάρξεις, οι ηθελημένες διαστρεβλώσεις των δεδομένων ποικίλλουν. Το παιχνίδι της αλήθειας και του καλοστημένου ψεύδους παίζεται έως το τέλος του βιβλίου. Η νιτσεϊκή αρχή «δεν υπάρχουν γεγονότα παρά μόνον ερμηνείες» υπαγορεύει εν ολίγοις τη διηγητική αποτύπωση. Αποτέλεσμα: ο Καρς δεν θα μπορέσει να βιογραφήσει το ίνδαλμα των ποδηλατιστών, η Κάριν δεν θα ολοκληρώσει την περί αυτού «αδιαμφισβήτητη άποψη».

Με δεδηλωμένη την επιδίωξη του Βάλτερ Ούλμπριχτ (1893-1973), του πρώτου δηλαδή γραμματέα της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας, να πάρει «άριστα» στις εξετάσεις του αμείλικτου σοβιετικού φροντιστηρίου, ο ποδηλάτης - θαύμα απορροφά, ως στρατευμένο πειραματόζωο, όλη την κομματική πίεση, προκειμένου να αναδειχθεί σε ήρωα, σε φάρο του καταπιεστικού, αλλά συνεπούς στις αρχές του καθεστώτος. Το αντίπαλον δέος στο δυτικό μέρος, συνασπισμένο με τους Ευρωπαίους εταίρους του, προχωρώντας στην αναδιάταξη της γηραιάς ηπείρου, χρειάζεται τον Αχιμ Τ. και τους ομοίους του, όχι ασφαλώς σαν παράδειγμα προς μίμηση, αλλά σαν αντικείμενο εργαστηριακής μελέτης. Η υπέρτατη αθλητική επίδοση τίθεται στην υπηρεσία του κοινωνιολογικού ειδέναι. Μεταπολεμική, διχοτομημένη Γερμανία, ενοχές και μετεμφυλιακά άγχη, αταβισμός, ψυχροπολεμικές τεχνικές και λαμπρά φυλετικά κεκτημένα: ο ποδηλατιστής παραδόξως επιζεί, θριαμβεύει και αμείβεται ανάλογα. Η περιώνυμη νιτσεϊκή κριτική, «έχουμε και πάλι να κάνουμε με την υπερβολική αφέλεια του ανθρώπου, που συνίσταται στο να θέτει τον εαυτό του σαν νόημα και μέτρο της αξίας των πραγμάτων» (βλ. «Η θέληση για δύναμη», μετάφραση - επιμέλεια Ζήση Σαρίκα, εκδόσεις «Νησίδες», 2001), που τάραξε λίγες δεκαετίες πριν τους συμπατριώτες του, και όχι μόνον, τον αφήνει παντελώς αδιάφορο.

Αλλωστε, για να χρησιμοποιήσουμε την καφκική ορολογία, ο συγκεκριμένος υπερ-αθλητής έχει το προνόμιο (ή δικαίωμα ) όχι μόνο να εισέρχεται στον Πύργο του Κόμητος - γραμματέως Βάλτερ Ούλμπριχτ, ως ένας άλλος αγγελιαφόρος - φτερωτός δρομέας Βαρνάβας, αλλά και να εκφράζει στην πράξη την επιτυχή υλοποίηση του προγραμματισμού δράσης όλων αυτών των απογόνων των Κλαμ, Ερλάνγκερ και Μπίργκελ, δηλαδή των Διευθυντών και Αρχιγραμματέων του Πύργου του ανατολικού «παραδείσου». Από την άποψη αυτή ο Αχιμ Τ. είναι η απόλυτη αλήθεια. Η θεμελιώδης ενότητα «denken» και «dichten», δηλαδή σκέπτεσθαι και ποιείν, την οποία ο Μάρτιν Χάιντεγκερ θέσπισε ως ύπατη αρχή του βίου, αντανακλάται επιτέλους άμεσα στο παράδειγμα της αυταπάρνησης του Αχιμ Τ.

Η αποκάλυψη όμως της ένταξής του στη χιτλερική νεολαία, που ανακαλεί ευθέως την ανάλογη στάση του προαναφερόμενου Γκίντερ Γκρας (βλ. ειδικότερα το έργο του «Ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι», από την ίδια μεταφράστρια, στις εκδόσεις «Οδυσσέας», 2007), η επαφή του με τις δυνάμεις κατοχής, αλλά και η αναπόφευκτη συμμετοχή του σε εξεγέρσεις κατά του Πύργου και των συμφραζομένων του πανίσχυρου status quo δυναμιτίζουν τελικά την ειδυλλιακή εικόνα. Τα υλικά της συναισθηματικής κατεδάφισης αποδεικνύονται όμως πρώτης τάξεως μέσα για το χτίσιμο του άριστα οργανωμένου αυτού μυθιστορήματος.

Η μετάφραση λογίζεται εύστοχη, οι δε λειτουργικές υποσημειώσεις της, σε συνδυασμό με το διεξοδικό επίμετρο, συνδράμουν πολλαπλώς στην κειμενική απόλαυση.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/04/2008

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!