0
Your Καλαθι
Από την Ελλάδα στην Κίνα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μετάβαση και επάνοδος
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Μια συνολική αντιπαράθεση της δυτικής φιλοσοφίας με την ανατολική σοφία, όπου η φιλοσοφία παρουσιάζεται ως μία από τις δυνατές μορφές σκέψης, και με εμφανή μάλιστα τα όριά της. Ο Φρανσουά Ζυλιέν, φιλοσοφικής παιδείας και ιδιαίτερα εξοικειωμένος με την αρχαιοελληνική γραμματεία, στράφηκε στη μελέτη της κινεζικής σκέψης ωθούμενος κυρίως από την ιδέα ότι η κρίση που μαστίζει την ευρωπαϊκή σκέψη τους δύο τελευταίους αιώνες, και έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο κάθε φιλοδοξία οικομενικότητάς της, θέτει αμετάκλητα ένα θεμελιώδες ζήτημα πηγών και αποτελέσματος.
Το βιβλίο κυκλοφορεί επ' ευκαιρία της συνάντησης Ελλήνων και Κινέζων στοχαστών στους Δελφούς (Ιούνιος 2002), ως φόρος τιμής σε μια τέτοια γιορτή του πνεύματος, και για να γνωρίσει στο ελληνικό κοινό την πολύχρονη εργασία του Φρανσουά Ζυλιέν ως φιλοσόφου που κινείται ανάμεσα στους δύο αυτούς πολιτισμούς.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της συνάντησης Ελλήνων και Κινέζων στοχαστών στους Δελφούς, τον Ιούνιο του 2002, μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά ένα μικρό αλλά σημαίνον μέρος της πολύχρονης έρευνας του ιδιαίτερα εξοικειωμένου με την αρχαιοελληνική γραμματεία Φρανσουά Ζυλιέν (1951). Στους αντίποδες των δύο συμμετρικών αφελειών του επιφανειακού, «εύκολου οικουμενισμού» και του «νωθρού», ανενεργού «σχετικισμού», η ανάλυση εμβαθύνει σε μία συνολική αντιπαράθεση της δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας με την πάγια σινική αντίληψη περί ενός συνεκτικού γίγνεσθαι και των περιώνυμων συνθηκών, που καθορίζουν με τη σειρά τους την εν λόγω συνεκτικότητα, ό,τι συλλήβδην δηλαδή αποκαλούμε «Τάο» - «Δρόμο» (βλ. ενδεικτικά σελ. 114).
Το πρώτο κείμενο ανατρέχει στις ειλημμένες θέσεις του ευρωπαϊκού λόγου: είναι το δεδομένο «εργοτάξιο» του συγγραφέα, σύμφωνα με δήλωσή του, όπου εκτίθεται συνοπτικά η λογική του στρατηγικού ελιγμού, που τον ωθεί στη μελέτη της κινέζικης σκέψης «απέχοντας τα μάλα από κάθε εξωτισμό» (σελ. 15). Εδώ υπογραμμίζεται η εμφανής κρίση, που ταλαιπωρεί τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη τους δύο τελευταίους αιώνες, οδηγώντας αναπόφευκτα σε αδιέξοδο κάθε προοπτική καθολικής αποδοχής της, θέτοντας βασανιστικά το ζήτημα της ριζικής επανεκτίμησης τόσο των ριζωμάτων της όσο και των σχέσεων αιτίων και αιτιατών που την συνέχουν. Επονται δύο κεφάλαια από την παλαιότερη μελέτη του «Ενας σοφός δεν έχει ιδέες» (εκδόσεις Seuil, Παρίσι, 1998), που αποτυπώνουν τις έκδηλες διαφορές της σοφίας (ήτοι της «εκδίπλωσης όλων των υπαρκτών ταυτοχρόνως», κάνοντάς τα να «συμπίπτουν» κάθε φορά με τη «ζυγαριά», το ακριβές μέσο της ευαρμοστίας, οπότε «οι διάφορες όψεις των πραγμάτων δεν κρύβονται πλέον μεταξύ τους», βλ. σελ. 83, επ.) και της φιλοσοφίας (ήτοι της προσήλωσης στην αλήθεια βάσει των παραδοσιακών λογικών αποκλεισμών: αληθές/ψευδές, ον/μη ον, «διαλεκτικοποιώντας» στη συνέχεια τους αντίθετους όρους, βλ. σελ. 63). Το βιβλίο κλείνει με μία λίαν κατατοπιστική, σωρευτική συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 91 του περιοδικού Le Debat, το 1996.
Είναι αρκούντως σαφής η πρωταρχική διακήρυξη, που αφορά την οριακή υπέρβαση των χρόνιων αγκυλώσεων εννοιολογικής υφής, των «δύο σκοπέλων», του «ίδιου» και του «άλλου»: ακούμε επί του προκειμένου τον πανεπιστημιακό δάσκαλο, που διακρίνεται για την ισχυρή αποδεικτικότητα των προβαλλομένων θέσεων: «Από τη μια μεριά, πρέπει να αποφύγουμε τον εθνοκεντρισμό, ήτοι την προβολή της κοσμοθέασης μας στον υπόλοιπο κόσμο, φρονώντας ότι η προφάνεια είναι κάτι το αυτονόητο. Από την άλλη, πρέπει να αποφύγουμε το αντίθετο (που, κατά κανόνα, συμπορεύεται με το άλλο), ήτοι τον εξωτισμό, που σημαίνει ότι ενδίδουμε στη γοητεία της διαφοράς, στον αντικατοπτρισμό της απόστασης. Είναι γνωστή αυτή η αρχή της εξιδανίκευσης του κλασικού ευρωπαϊκού θεάτρου, η οποία ερείδεται στην ψευδαίσθηση. Major e longinquo reverential, ήγουν η γοητεία αυξάνεται με την απόσταση». (βλ. σελ. 17).
Εμμένοντας στα σημαδιακά γνωρίσματα των κινεζικών θεμελιωδών τροπισμών, όπως φερ' ειπείν είναι η αρχή της εσωτερικής συνεκτικότητας, το ρίζωμα li δηλαδή, ή η έννοια της ροπής, που ανταποκρίνεται αντίστοιχα στον πολύσημο/πολύτροπο όρο shi, που σημαίνει κατάσταση, διαμόρφωση, αλλά και δύναμη, δυνητικότητα (βλ. σελ. 101), ή η υπαινικτική διάσταση των κειμένων, το wen (βλ. σελ. 88), που αντιτάσσεται στον Λόγο της δικής μας παράδοσης, ο συγγραφέας οριοθετεί τις διαφορές, επισημαίνει τις υπόρρητες ομοιότητες και τονίζει εν γένει τις διακριτές αλληλουχίες, που εντοπίζονται στο γνωσιολογικό δίπολο Ελλάδα - Κίνα, χωρίς να επιφορτίζει το όλο αναλυτικό πλαίσιο με δυσνόητα παραφερνάλια ή άλλες περιττές σημασιολογικές προσθήκες. Ετσι, ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί εν τέλει την απώτερη έννοια ενός πορίσματος, όπως αυτό π.χ. «... η Ελλάδα σκέφτηκε το γίγνεσθαι αλλά πάντα στη σκιά του όντος, η Κίνα συνέλαβε μόνο το γίγνεσθαι» (βλ. σελ. 69), ή ενός διορθωτικού ελιγμού, που στερεί από τις εγελιανές προκαταλήψεις τη δήθεν ορθότητα των αξιωματικών τους τοποθετήσεων. «Είναι σφάλμα να διαβάζουμε τα κινεζικά κείμενα σαν τον Χέγκελ, βλέποντας από τη μία την πιο αόριστη αφαίρεση και από την άλλη το πιο κοινότοπο συγκεκριμένο. Ανάμεσά τους, έλεγε, δεν υπάρχει τίποτα, διότι απουσίαζει ο μόχθος της έννοιας. Μόνο που η σχέση συνάπτεται εδώ όχι ανάμεσα στο επιμέρους και στο γενικό, αλλά ανάμεσα στο ενδεικτικό και στο σφαιρικό». (βλ. σελ. 119, επ.)
Ασφαλώς δίνεται ιδιαίτερη έμφαση, στην εγκυρότερη, «εκπληκτική« συνάφεια που παρατηρήθηκε ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού των δύο εθνών: αφορά στο κίνημα της σκέψης, που εντοπίζεται κατά τον τέταρτο - τρίτο αιώνα π.Χ. στην Κίνα, με φορείς του τους «ύστερους μοϊστές», οι οποίοι προσεγγίζουν την αρχαιοελληνική γνωστή κλίση για τον συστηματικό προσδιορισμό του ορθού λόγου. Εξηγώντας και δικαιολογώντας στη συνέχεια τη συνακόλουθη εντροπία, που σημειώνεται στην εξέλιξη της σινικής σκέψης, ο Φρανσουά Ζυλιέν παρέχει μια από τις επαρκέστερες εικόνες του Κινέζου σοφού, ως ξεχωριστού είδους διαλογιζόμενου ατόμου, που επιστρέφει στη σιωπή και στην εσωτερική ενατένιση, απορρίπτοντας κατ' ουσίαν την αριστοτελική θεμελίωση του ορατού κόσμου σύμφωνα με τους απαρέγκλιτους κανόνες των ειδοποιών διαφορών (βλ. ενδεικτικά τη σελ. 46, επ.)
Τώρα που η Λ.Δ. της Κίνας έρχεται όλο και πιο κοντά μας, τώρα που ανοίγεται πάλι στον κόσμο, μετά τους επιτυχείς χειρισμούς της μεταρρύθμισης, που επέβαλε ο Ντεγκ Χσιάο Πιγκ στα τέλη της δεκαετίας του '70, μέσα από σκληρούς εσωκομματικούς αγώνες, ένα βιβλίο-απάνθισμα τόσο σημαντικών θεωρημάτων, διαπολιτιστικής χροιάς, όπως αυτό του Φρανσουά Ζυλιέν, αποκτά φυσικά εύλογο ενδιαφέρον. Τα αριστοτεχνικό μάλιστα γύρισμά του στη γλώσσα μας από τον ειδήμονα Κωστή Παπαγιώργη προσδίδει στο όλο αναγνωστικό εγχείρημα μια αποτελεσματική υποστήριξη. Η ουσιαστική επιμέλεια της Κυβέλης Βερνιέ-Τσιγάρα και ο πρόλογος του σινομαθούς Σωτήρη Χαλικιά πλαισιώνουν δυναμικά την τελική παρουσίαση του έργου, το οποίο προτείνω να διαβαστεί για ευνόητους λόγους μαζί με το βιβλίο του Pierre Hadot «Qu'est-ce que la philosophie antique?», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ινδικτος» (εξ ου και τα προταχθέντα motti) το Φεβρουάριο του 2002, σε μετάφραση της Αντας Κλαμπατσέα, με τίτλο «Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία». Η «αλλόκοτη οικειότητα», που συνδέει την ελληνική φιλοσοφία και με την ανατολική σκέψη, μεταξύ των άλλων, όπως παρατήρησε ο οξυδερκέστατος Νίτσε (βλ. σελ. 35, επ.), υπομνηματίζεται πλέον επαρκώς.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/10/2002
Το βιβλίο κυκλοφορεί επ' ευκαιρία της συνάντησης Ελλήνων και Κινέζων στοχαστών στους Δελφούς (Ιούνιος 2002), ως φόρος τιμής σε μια τέτοια γιορτή του πνεύματος, και για να γνωρίσει στο ελληνικό κοινό την πολύχρονη εργασία του Φρανσουά Ζυλιέν ως φιλοσόφου που κινείται ανάμεσα στους δύο αυτούς πολιτισμούς.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το βιβλίο αυτό, που κυκλοφόρησε με την ευκαιρία της συνάντησης Ελλήνων και Κινέζων στοχαστών στους Δελφούς, τον Ιούνιο του 2002, μας δίνει την ευκαιρία να γνωρίσουμε από κοντά ένα μικρό αλλά σημαίνον μέρος της πολύχρονης έρευνας του ιδιαίτερα εξοικειωμένου με την αρχαιοελληνική γραμματεία Φρανσουά Ζυλιέν (1951). Στους αντίποδες των δύο συμμετρικών αφελειών του επιφανειακού, «εύκολου οικουμενισμού» και του «νωθρού», ανενεργού «σχετικισμού», η ανάλυση εμβαθύνει σε μία συνολική αντιπαράθεση της δυτικοευρωπαϊκής φιλοσοφίας με την πάγια σινική αντίληψη περί ενός συνεκτικού γίγνεσθαι και των περιώνυμων συνθηκών, που καθορίζουν με τη σειρά τους την εν λόγω συνεκτικότητα, ό,τι συλλήβδην δηλαδή αποκαλούμε «Τάο» - «Δρόμο» (βλ. ενδεικτικά σελ. 114).
Το πρώτο κείμενο ανατρέχει στις ειλημμένες θέσεις του ευρωπαϊκού λόγου: είναι το δεδομένο «εργοτάξιο» του συγγραφέα, σύμφωνα με δήλωσή του, όπου εκτίθεται συνοπτικά η λογική του στρατηγικού ελιγμού, που τον ωθεί στη μελέτη της κινέζικης σκέψης «απέχοντας τα μάλα από κάθε εξωτισμό» (σελ. 15). Εδώ υπογραμμίζεται η εμφανής κρίση, που ταλαιπωρεί τη δυτικοευρωπαϊκή σκέψη τους δύο τελευταίους αιώνες, οδηγώντας αναπόφευκτα σε αδιέξοδο κάθε προοπτική καθολικής αποδοχής της, θέτοντας βασανιστικά το ζήτημα της ριζικής επανεκτίμησης τόσο των ριζωμάτων της όσο και των σχέσεων αιτίων και αιτιατών που την συνέχουν. Επονται δύο κεφάλαια από την παλαιότερη μελέτη του «Ενας σοφός δεν έχει ιδέες» (εκδόσεις Seuil, Παρίσι, 1998), που αποτυπώνουν τις έκδηλες διαφορές της σοφίας (ήτοι της «εκδίπλωσης όλων των υπαρκτών ταυτοχρόνως», κάνοντάς τα να «συμπίπτουν» κάθε φορά με τη «ζυγαριά», το ακριβές μέσο της ευαρμοστίας, οπότε «οι διάφορες όψεις των πραγμάτων δεν κρύβονται πλέον μεταξύ τους», βλ. σελ. 83, επ.) και της φιλοσοφίας (ήτοι της προσήλωσης στην αλήθεια βάσει των παραδοσιακών λογικών αποκλεισμών: αληθές/ψευδές, ον/μη ον, «διαλεκτικοποιώντας» στη συνέχεια τους αντίθετους όρους, βλ. σελ. 63). Το βιβλίο κλείνει με μία λίαν κατατοπιστική, σωρευτική συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 91 του περιοδικού Le Debat, το 1996.
Είναι αρκούντως σαφής η πρωταρχική διακήρυξη, που αφορά την οριακή υπέρβαση των χρόνιων αγκυλώσεων εννοιολογικής υφής, των «δύο σκοπέλων», του «ίδιου» και του «άλλου»: ακούμε επί του προκειμένου τον πανεπιστημιακό δάσκαλο, που διακρίνεται για την ισχυρή αποδεικτικότητα των προβαλλομένων θέσεων: «Από τη μια μεριά, πρέπει να αποφύγουμε τον εθνοκεντρισμό, ήτοι την προβολή της κοσμοθέασης μας στον υπόλοιπο κόσμο, φρονώντας ότι η προφάνεια είναι κάτι το αυτονόητο. Από την άλλη, πρέπει να αποφύγουμε το αντίθετο (που, κατά κανόνα, συμπορεύεται με το άλλο), ήτοι τον εξωτισμό, που σημαίνει ότι ενδίδουμε στη γοητεία της διαφοράς, στον αντικατοπτρισμό της απόστασης. Είναι γνωστή αυτή η αρχή της εξιδανίκευσης του κλασικού ευρωπαϊκού θεάτρου, η οποία ερείδεται στην ψευδαίσθηση. Major e longinquo reverential, ήγουν η γοητεία αυξάνεται με την απόσταση». (βλ. σελ. 17).
Εμμένοντας στα σημαδιακά γνωρίσματα των κινεζικών θεμελιωδών τροπισμών, όπως φερ' ειπείν είναι η αρχή της εσωτερικής συνεκτικότητας, το ρίζωμα li δηλαδή, ή η έννοια της ροπής, που ανταποκρίνεται αντίστοιχα στον πολύσημο/πολύτροπο όρο shi, που σημαίνει κατάσταση, διαμόρφωση, αλλά και δύναμη, δυνητικότητα (βλ. σελ. 101), ή η υπαινικτική διάσταση των κειμένων, το wen (βλ. σελ. 88), που αντιτάσσεται στον Λόγο της δικής μας παράδοσης, ο συγγραφέας οριοθετεί τις διαφορές, επισημαίνει τις υπόρρητες ομοιότητες και τονίζει εν γένει τις διακριτές αλληλουχίες, που εντοπίζονται στο γνωσιολογικό δίπολο Ελλάδα - Κίνα, χωρίς να επιφορτίζει το όλο αναλυτικό πλαίσιο με δυσνόητα παραφερνάλια ή άλλες περιττές σημασιολογικές προσθήκες. Ετσι, ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθεί εν τέλει την απώτερη έννοια ενός πορίσματος, όπως αυτό π.χ. «... η Ελλάδα σκέφτηκε το γίγνεσθαι αλλά πάντα στη σκιά του όντος, η Κίνα συνέλαβε μόνο το γίγνεσθαι» (βλ. σελ. 69), ή ενός διορθωτικού ελιγμού, που στερεί από τις εγελιανές προκαταλήψεις τη δήθεν ορθότητα των αξιωματικών τους τοποθετήσεων. «Είναι σφάλμα να διαβάζουμε τα κινεζικά κείμενα σαν τον Χέγκελ, βλέποντας από τη μία την πιο αόριστη αφαίρεση και από την άλλη το πιο κοινότοπο συγκεκριμένο. Ανάμεσά τους, έλεγε, δεν υπάρχει τίποτα, διότι απουσίαζει ο μόχθος της έννοιας. Μόνο που η σχέση συνάπτεται εδώ όχι ανάμεσα στο επιμέρους και στο γενικό, αλλά ανάμεσα στο ενδεικτικό και στο σφαιρικό». (βλ. σελ. 119, επ.)
Ασφαλώς δίνεται ιδιαίτερη έμφαση, στην εγκυρότερη, «εκπληκτική« συνάφεια που παρατηρήθηκε ποτέ στην ιστορία του πολιτισμού των δύο εθνών: αφορά στο κίνημα της σκέψης, που εντοπίζεται κατά τον τέταρτο - τρίτο αιώνα π.Χ. στην Κίνα, με φορείς του τους «ύστερους μοϊστές», οι οποίοι προσεγγίζουν την αρχαιοελληνική γνωστή κλίση για τον συστηματικό προσδιορισμό του ορθού λόγου. Εξηγώντας και δικαιολογώντας στη συνέχεια τη συνακόλουθη εντροπία, που σημειώνεται στην εξέλιξη της σινικής σκέψης, ο Φρανσουά Ζυλιέν παρέχει μια από τις επαρκέστερες εικόνες του Κινέζου σοφού, ως ξεχωριστού είδους διαλογιζόμενου ατόμου, που επιστρέφει στη σιωπή και στην εσωτερική ενατένιση, απορρίπτοντας κατ' ουσίαν την αριστοτελική θεμελίωση του ορατού κόσμου σύμφωνα με τους απαρέγκλιτους κανόνες των ειδοποιών διαφορών (βλ. ενδεικτικά τη σελ. 46, επ.)
Τώρα που η Λ.Δ. της Κίνας έρχεται όλο και πιο κοντά μας, τώρα που ανοίγεται πάλι στον κόσμο, μετά τους επιτυχείς χειρισμούς της μεταρρύθμισης, που επέβαλε ο Ντεγκ Χσιάο Πιγκ στα τέλη της δεκαετίας του '70, μέσα από σκληρούς εσωκομματικούς αγώνες, ένα βιβλίο-απάνθισμα τόσο σημαντικών θεωρημάτων, διαπολιτιστικής χροιάς, όπως αυτό του Φρανσουά Ζυλιέν, αποκτά φυσικά εύλογο ενδιαφέρον. Τα αριστοτεχνικό μάλιστα γύρισμά του στη γλώσσα μας από τον ειδήμονα Κωστή Παπαγιώργη προσδίδει στο όλο αναγνωστικό εγχείρημα μια αποτελεσματική υποστήριξη. Η ουσιαστική επιμέλεια της Κυβέλης Βερνιέ-Τσιγάρα και ο πρόλογος του σινομαθούς Σωτήρη Χαλικιά πλαισιώνουν δυναμικά την τελική παρουσίαση του έργου, το οποίο προτείνω να διαβαστεί για ευνόητους λόγους μαζί με το βιβλίο του Pierre Hadot «Qu'est-ce que la philosophie antique?», που κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ινδικτος» (εξ ου και τα προταχθέντα motti) το Φεβρουάριο του 2002, σε μετάφραση της Αντας Κλαμπατσέα, με τίτλο «Τι είναι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία». Η «αλλόκοτη οικειότητα», που συνδέει την ελληνική φιλοσοφία και με την ανατολική σκέψη, μεταξύ των άλλων, όπως παρατήρησε ο οξυδερκέστατος Νίτσε (βλ. σελ. 35, επ.), υπομνηματίζεται πλέον επαρκώς.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/10/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις