0
Your Καλαθι
Τα ημερολόγια ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
32%
32%
Περιγραφή
Θέλω να γράψω, με ένα διαρκές τρεμούλιασμα στο μέτωπο. Κάθομαι στο δωμάτιο μου στο γενικό επιτελείο του θορύβου ολόκληρου του σπιτιού. Ακούω όλες τις πόρτες να χτυπούν, μόνο ο θόρυβος τους με γλιτώνει από τα βήματα αυτών που τρέχουν ανάμεσα τους, ακόμα και το χτύπο του φούρνου που κλείνει στην κουζίνα ακούω. Ο πατέρας γκρεμίζει τις πόρτες του δωματίου και περνάει σέρνοντας πίσω του τη νυχτικιά του, κάποιος ξύνει τη στάχτη από τη σόμπα στο διπλανό δωμάτιο, η Βάλι ρωτάει στο κενό, μέσα από τον προθάλαμο, σαν να φωνάζει σ' ένα παριζιάνικο σοκάκι, αν το καπέλο του πατέρα έχει καθαριστεί, ένα σσσστ, υποτίθεται φιλικό για μένα, ξεσηκώνει τις κραυγές μιας φωνής που απαντάει. Η πόρτα της εισόδου ξεσυρτώνεται και τρίζει σαν λαιμός με βρογχίτιδα, ύστερα ανοίγει περισσότερο, ακούγεται το σύντομο τραγούδισμα μιας γυναικείας φωνής, και κλείνει με μια υπόκωφη αντρίκεια σπρωξιά που έχει τον πιο βίαιο αντίκτυπο στ' αυτί. Ο πατέρας έχει φύγει, τώρα αρχίζει ο απαλότερος, πιο αφηρημένος και πιο απελπιστικός θόρυβος, οι φωνές των δύο καναρινιών. Ήδη πρωτύτερα το σκεφτόμουν, μου ξανάρθε όμως η ιδέα ακούγοντας τα καναρίνια, αν δεν θα έπρεπε ν' ανοίξω τις πόρτες μια μικρή χαραμάδα, να συρθώ σαν φίδι στο διπλανό δωμάτιο και έτσι, στο πάτωμα, να ικετέψω τις αδερφές μου και τη δεσποινίδα τους για λίγη ησυχία.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Υπέφερα πολύ με τις σκέψεις μου» σημειώνει ο ηλικίας 28 ετών Φραντς Κάφκα στο ημερολόγιό του περί τα τέλη του 1921. Η φράση είναι ενδεικτική της ατμόσφαιρας που ζωντανεύει στα ημερολόγια. Γιατί και τα 13 τετράδια in quarto, που αποτελούν το πραγματικό ημερολόγιο του Κάφκα, αποπνέουν συναισθήματα απαισιοδοξίας. Οικογενειακές προστριβές, σκοτεινά όνειρα, προσχέδια διηγημάτων και μυθιστορημάτων, κρυφές ανησυχίες, σκληρή αυτοκριτική και, πάνω από όλα, η αγωνία του δημιουργού συνθέτουν το μοτίβο των καθημερινών, επί χάρτου αναζητήσεων του συγγραφέα και ενισχύουν την παραπάνω εντύπωση. Καλύπτοντας μια περίοδο 13 ετών (1910-1923) τα Ημερολόγια του Φραντς Κάφκα δεν προσφέρουν απλώς μια σειρά από πληροφορίες γύρω από τη ζωή του μεγάλου, εβραϊκής καταγωγής συγγραφέα· γραμμένα με την αδιαμεσολάβητη ειλικρίνεια της αυτοεξομολόγησης παρέχουν τον πιο έγκυρο οδηγό στον χάρτη του μυαλού του. «Συχνά συλλογίζομαι κι αφήνω τις σκέψεις να παίρνουν τον δρόμο τους χωρίς να αναμιγνύομαι, και πάντα, από όποια πλευρά κι αν το δω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι από μερικές απόψεις η ανατροφή μου με έβλαψε τρομερά. Σ' αυτήν τη διαπίστωση ενυπάρχει μια κατηγορία που εκτοξεύεται ενάντια σε ένα πλήθος ανθρώπων. Είναι οι γονείς με τους συγγενείς, μια συγκεκριμένη μαγείρισσα, οι δάσκαλοι, μερικοί συγγραφείς η αγάπη με την οποία με έβλαψαν κάνει την ενοχή τους ακόμη μεγαλύτερη». Ένα από τα κύρια σημεία του Ημερολογίου είναι η επιστροφή στο παρελθόν και η κριτική διάθεση απέναντι στο περιβάλλον του συγγραφέα. Η οικογένεια του νεαρού Κάφκα βρίσκεται στο κέντρο αυτής της διαδικασίας. Καθημερινές συγκρούσεις και ανάλογα περιστατικά ενισχύουν το παράπονό του ότι δεν αντιλαμβάνονται την καλλιτεχνική του υπόσταση. Ενδεικτικό είναι το σημείο όπου ο Κάφκα αναφέρει ότι σχεδόν «έβρισε» τη μητέρα του όταν δάνεισε ένα από τα βιβλία του χωρίς την άδειά του λέγοντας: «Ασε ήσυχα τα βιβλία μου! Δεν έχω δα και τίποτε άλλο» (26 Ιανουαρίου 1914).
Αλλος λόγος προστριβής με την οικογένειά του είναι το ζήτημα του γάμου. «Σήμερα, την ώρα του πρωινού μίλησα τυχαία με τη μητέρα για παιδιά και παντρειές, μόνο μερικά λόγια, πρόσεξα όμως για πρώτη φορά ξεκάθαρα πόσο αναληθής και παιδιάστικη είναι η ιδέα που τρέφει η μητέρα για μένα. Με νομίζει έναν υγιή νέο άντρα που υποφέρει από τη φαντασίωση ότι είναι άρρωστος». Η σχέση του με το άλλο φύλο και το ενδεχόμενο δημιουργίας δικής του οικογένειας δείχνει να απασχολεί ιδιαίτερα τον νεαρό Φραντς. Αρχικά ερωτεύεται γυναίκες μεγαλύτερής του ηλικίας από απόσταση και σταδιακά προσεγγίζει νεότερες κοπέλες και αποκτά δική του ερωτική ζωή.
Μετά τη γνωριμία του με τη Φελίσε Μπάουερ (με την οποία θα αρραβωνιαστεί δύο φορές, το 1914 και το 1917) ο Κάφκα τείνει να ταυτίζει την κατάστασή του με αυτήν του Κίρκεγκορντ: «Όπως το μάντευα η περίπτωσή του παρά τις σημαντικές διαφορές μοιάζει πολύ με τη δική μου, τουλάχιστον βρίσκεται στην ίδια πλευρά του κόσμου», γράφει τον Αύγουστο του 1913. Στο δίλημμα ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην οικογενειακή ζωή νικήτρια βγαίνει αναμφίβολα η πρώτη: «Ό,τι δεν είναι λογοτεχνία με κάνει να πλήττω και το μισώ γιατί με ενοχλεί ή με εμποδίζει έστω και μόνο στη φαντασία μου. Έτσι δεν έχει νόημα για μένα η οικογενειακή ζωή εκτός από τη θέση του παρατηρητή στην καλύτερη περίπτωση».
Πράγματι, η λογοτεχνική δημιουργία φαίνεται να είναι ο διακαής του πόθος και ο μοναδικός του λόγος ύπαρξης. Απορροφημένος από τη συγγραφική του δραστηριότητα ο Κάφκα είναι ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού του. «Σήμερα δεν τολμώ καν να κατηγορήσω τον εαυτό μου», γράφει περί τα τέλη του 1910, «οι κατηγορίες αυτή την άδεια μέρα θα είχαν έναν αηδιαστικό αντίλαλο». Και σε κάποιο άλλο σημείο: «Δεν θα αφεθώ να κουραστώ. Θα πηδήξω μέσα στη νουβέλα μου ακόμη κι αν μου κόψει το πρόσωπο κομμάτια» (15 Νοεμβρίου 1910).
Έπασχε ο νεαρός Φραντς Κάφκα από κατάθλιψη; Αποσπάσματα όπως «το πιο βολικό μέρος για να χώσεις ένα μαχαίρι φαίνεται πως είναι ανάμεσα στον λαιμό και στο πηγούνι· σηκώνεις το σαγόνι σου και μπήγεις το μαχαίρι στους τεντωμένους μυς» ή «στον δρόμο για το σπίτι είπα στον Μαξ ότι στο νεκρικό κρεβάτι μου, με την προϋπόθεση ότι οι πόνοι δεν θα είναι πολύ δυνατοί, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος» ενισχύουν την εντύπωση ότι ο συγγραφέας φλέρταρε με την ιδέα της αυτοκτονίας. Το γεγονός ανησύχησε πολλές φορές τον στενότερό του φίλο και μετέπειτα βιογράφο του, Μαξ Μπροντ. Στη βιογραφία αυτή μάλιστα αναφέρεται το περιστατικό ενός γράμματος που ξεκίνησε να γράφεται με την πρόθεση να είναι το τελευταίο.
Το αντεπιχείρημα στην παραπάνω θέση βασίζεται στην ίδια τη φύση του ημερολογίου και η παρατήρηση ανήκει πάλι στον Μαξ Μπροντ: «Η λαθεμένη προοπτική, που συνεπάγεται άθελά του κάθε ημερολόγιο, πρέπει να προσεχθεί γενικότερα. Όταν κανείς κρατάει ημερολόγιο, γράφει συνήθως μόνο αυτά που τον στεναχωρούν ή τον ερεθίζουν. Μ' αυτό το γράψιμο απελευθερώνεται κανείς από τις οδυνηρές αρνητικές εντυπώσεις· συνήθως τα ημερολόγια μοιάζουν με μια ελλιπή βαρομετρική καμπύλη, όπου σημειώνονται μόνο τα χαμηλά, οι ώρες της εντονότερης πίεσης και όχι τα υψηλά», γράφει στην εισαγωγή.
Η παραπάνω άποψη επιβεβαιώνεται και από τα ταξιδιωτικά ημερολόγια, που καλύπτουν το μικρότερο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Εκεί το ύφος του Κάφκα είναι πιο ανάλαφρο, η ατμόσφαιρα πιο ευχάριστη και οι περιγραφές σχεδόν χιουμοριστικές: «Το χοντρό κοριτσάκι, που συχνά σκαλίζει τη μύτη του, φρόνιμο, αλλά όχι ιδιαίτερα όμορφο, μια μύτη χωρίς μέλλον», «πόσο εύκολα βγαίνει από τη μύτη, όταν γελάει κανείς, η γρεναδίνη με σόδα», «οι δυο μικρές Γαλλίδες με πολύ κρέας στον πισινό» ή «στον δρόμο για το λούνα παρκ και, ξαναγυρίζοντας στον Μαξ, σκοντάφτω κάπου πέντε φορές». Η αντίθεση είναι εμφανής και το σύνολο των Ημερολογίων δίνει την εντύπωση της ανάγνωσης του ανθρώπου Κάφκα σε διαφορετικά επίπεδα με τις ανάλογες χρωματικές αποχρώσεις· όσο πιο βαθιά, τόσο πιο σκοτεινά.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Υπέφερα πολύ με τις σκέψεις μου» σημειώνει ο ηλικίας 28 ετών Φραντς Κάφκα στο ημερολόγιό του περί τα τέλη του 1921. Η φράση είναι ενδεικτική της ατμόσφαιρας που ζωντανεύει στα ημερολόγια. Γιατί και τα 13 τετράδια in quarto, που αποτελούν το πραγματικό ημερολόγιο του Κάφκα, αποπνέουν συναισθήματα απαισιοδοξίας. Οικογενειακές προστριβές, σκοτεινά όνειρα, προσχέδια διηγημάτων και μυθιστορημάτων, κρυφές ανησυχίες, σκληρή αυτοκριτική και, πάνω από όλα, η αγωνία του δημιουργού συνθέτουν το μοτίβο των καθημερινών, επί χάρτου αναζητήσεων του συγγραφέα και ενισχύουν την παραπάνω εντύπωση. Καλύπτοντας μια περίοδο 13 ετών (1910-1923) τα Ημερολόγια του Φραντς Κάφκα δεν προσφέρουν απλώς μια σειρά από πληροφορίες γύρω από τη ζωή του μεγάλου, εβραϊκής καταγωγής συγγραφέα· γραμμένα με την αδιαμεσολάβητη ειλικρίνεια της αυτοεξομολόγησης παρέχουν τον πιο έγκυρο οδηγό στον χάρτη του μυαλού του. «Συχνά συλλογίζομαι κι αφήνω τις σκέψεις να παίρνουν τον δρόμο τους χωρίς να αναμιγνύομαι, και πάντα, από όποια πλευρά κι αν το δω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι από μερικές απόψεις η ανατροφή μου με έβλαψε τρομερά. Σ' αυτήν τη διαπίστωση ενυπάρχει μια κατηγορία που εκτοξεύεται ενάντια σε ένα πλήθος ανθρώπων. Είναι οι γονείς με τους συγγενείς, μια συγκεκριμένη μαγείρισσα, οι δάσκαλοι, μερικοί συγγραφείς η αγάπη με την οποία με έβλαψαν κάνει την ενοχή τους ακόμη μεγαλύτερη». Ένα από τα κύρια σημεία του Ημερολογίου είναι η επιστροφή στο παρελθόν και η κριτική διάθεση απέναντι στο περιβάλλον του συγγραφέα. Η οικογένεια του νεαρού Κάφκα βρίσκεται στο κέντρο αυτής της διαδικασίας. Καθημερινές συγκρούσεις και ανάλογα περιστατικά ενισχύουν το παράπονό του ότι δεν αντιλαμβάνονται την καλλιτεχνική του υπόσταση. Ενδεικτικό είναι το σημείο όπου ο Κάφκα αναφέρει ότι σχεδόν «έβρισε» τη μητέρα του όταν δάνεισε ένα από τα βιβλία του χωρίς την άδειά του λέγοντας: «Ασε ήσυχα τα βιβλία μου! Δεν έχω δα και τίποτε άλλο» (26 Ιανουαρίου 1914).
Αλλος λόγος προστριβής με την οικογένειά του είναι το ζήτημα του γάμου. «Σήμερα, την ώρα του πρωινού μίλησα τυχαία με τη μητέρα για παιδιά και παντρειές, μόνο μερικά λόγια, πρόσεξα όμως για πρώτη φορά ξεκάθαρα πόσο αναληθής και παιδιάστικη είναι η ιδέα που τρέφει η μητέρα για μένα. Με νομίζει έναν υγιή νέο άντρα που υποφέρει από τη φαντασίωση ότι είναι άρρωστος». Η σχέση του με το άλλο φύλο και το ενδεχόμενο δημιουργίας δικής του οικογένειας δείχνει να απασχολεί ιδιαίτερα τον νεαρό Φραντς. Αρχικά ερωτεύεται γυναίκες μεγαλύτερής του ηλικίας από απόσταση και σταδιακά προσεγγίζει νεότερες κοπέλες και αποκτά δική του ερωτική ζωή.
Μετά τη γνωριμία του με τη Φελίσε Μπάουερ (με την οποία θα αρραβωνιαστεί δύο φορές, το 1914 και το 1917) ο Κάφκα τείνει να ταυτίζει την κατάστασή του με αυτήν του Κίρκεγκορντ: «Όπως το μάντευα η περίπτωσή του παρά τις σημαντικές διαφορές μοιάζει πολύ με τη δική μου, τουλάχιστον βρίσκεται στην ίδια πλευρά του κόσμου», γράφει τον Αύγουστο του 1913. Στο δίλημμα ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην οικογενειακή ζωή νικήτρια βγαίνει αναμφίβολα η πρώτη: «Ό,τι δεν είναι λογοτεχνία με κάνει να πλήττω και το μισώ γιατί με ενοχλεί ή με εμποδίζει έστω και μόνο στη φαντασία μου. Έτσι δεν έχει νόημα για μένα η οικογενειακή ζωή εκτός από τη θέση του παρατηρητή στην καλύτερη περίπτωση».
Πράγματι, η λογοτεχνική δημιουργία φαίνεται να είναι ο διακαής του πόθος και ο μοναδικός του λόγος ύπαρξης. Απορροφημένος από τη συγγραφική του δραστηριότητα ο Κάφκα είναι ο πιο αυστηρός κριτής του εαυτού του. «Σήμερα δεν τολμώ καν να κατηγορήσω τον εαυτό μου», γράφει περί τα τέλη του 1910, «οι κατηγορίες αυτή την άδεια μέρα θα είχαν έναν αηδιαστικό αντίλαλο». Και σε κάποιο άλλο σημείο: «Δεν θα αφεθώ να κουραστώ. Θα πηδήξω μέσα στη νουβέλα μου ακόμη κι αν μου κόψει το πρόσωπο κομμάτια» (15 Νοεμβρίου 1910).
Έπασχε ο νεαρός Φραντς Κάφκα από κατάθλιψη; Αποσπάσματα όπως «το πιο βολικό μέρος για να χώσεις ένα μαχαίρι φαίνεται πως είναι ανάμεσα στον λαιμό και στο πηγούνι· σηκώνεις το σαγόνι σου και μπήγεις το μαχαίρι στους τεντωμένους μυς» ή «στον δρόμο για το σπίτι είπα στον Μαξ ότι στο νεκρικό κρεβάτι μου, με την προϋπόθεση ότι οι πόνοι δεν θα είναι πολύ δυνατοί, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος» ενισχύουν την εντύπωση ότι ο συγγραφέας φλέρταρε με την ιδέα της αυτοκτονίας. Το γεγονός ανησύχησε πολλές φορές τον στενότερό του φίλο και μετέπειτα βιογράφο του, Μαξ Μπροντ. Στη βιογραφία αυτή μάλιστα αναφέρεται το περιστατικό ενός γράμματος που ξεκίνησε να γράφεται με την πρόθεση να είναι το τελευταίο.
Το αντεπιχείρημα στην παραπάνω θέση βασίζεται στην ίδια τη φύση του ημερολογίου και η παρατήρηση ανήκει πάλι στον Μαξ Μπροντ: «Η λαθεμένη προοπτική, που συνεπάγεται άθελά του κάθε ημερολόγιο, πρέπει να προσεχθεί γενικότερα. Όταν κανείς κρατάει ημερολόγιο, γράφει συνήθως μόνο αυτά που τον στεναχωρούν ή τον ερεθίζουν. Μ' αυτό το γράψιμο απελευθερώνεται κανείς από τις οδυνηρές αρνητικές εντυπώσεις· συνήθως τα ημερολόγια μοιάζουν με μια ελλιπή βαρομετρική καμπύλη, όπου σημειώνονται μόνο τα χαμηλά, οι ώρες της εντονότερης πίεσης και όχι τα υψηλά», γράφει στην εισαγωγή.
Η παραπάνω άποψη επιβεβαιώνεται και από τα ταξιδιωτικά ημερολόγια, που καλύπτουν το μικρότερο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Εκεί το ύφος του Κάφκα είναι πιο ανάλαφρο, η ατμόσφαιρα πιο ευχάριστη και οι περιγραφές σχεδόν χιουμοριστικές: «Το χοντρό κοριτσάκι, που συχνά σκαλίζει τη μύτη του, φρόνιμο, αλλά όχι ιδιαίτερα όμορφο, μια μύτη χωρίς μέλλον», «πόσο εύκολα βγαίνει από τη μύτη, όταν γελάει κανείς, η γρεναδίνη με σόδα», «οι δυο μικρές Γαλλίδες με πολύ κρέας στον πισινό» ή «στον δρόμο για το λούνα παρκ και, ξαναγυρίζοντας στον Μαξ, σκοντάφτω κάπου πέντε φορές». Η αντίθεση είναι εμφανής και το σύνολο των Ημερολογίων δίνει την εντύπωση της ανάγνωσης του ανθρώπου Κάφκα σε διαφορετικά επίπεδα με τις ανάλογες χρωματικές αποχρώσεις· όσο πιο βαθιά, τόσο πιο σκοτεινά.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 04-10-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις