0
Your Καλαθι
Σε είδα να σαι αόρατος
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στη σημερινή Αθήνα μια παρέα νέων ανθρώπων -«Ο έρωτας, και μόνο αυτός, πηγή της ιστορίας», όπως έλεγες, Λευτέρη- αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Σε μια πολυκατοικία. Αληθείας και Παραμυθίας γωνία. Στον Κεραμεικό. «Έξω ρίχνει αστραπές» και ο Στέργιος, η Αννα, η Αντιγόνη, ο Φάνης, η Δήμητρα, η Ελένη, ο Πέτρος, ο Παύλος και τα άλλα παιδιά ζωντανεύουν το παρατημένο κτήριο του μεσοπολέμου.[...]
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το μυθιστόρημα του Παύλου Κάγιου Σε είδα να 'σαι αόρατος διαβάζεται απνευστί. Γεγονός που το πιστοποιεί η ανάγνωση μιας μόνης παραγράφου από το οπισθόφυλλο του ίδιου του βιβλίου: «Στη σημερινή Αθήνα μια παρέα νέων ανθρώπων αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Σε μια πολυκατοικία. Αληθείας και Παραμυθίας γωνία. Στον Κεραμεικό. "Έξω ρίχνει αστραπές" και ο Στέργιος, η Αννα, η Αντιγόνη, ο Φάνης, η Δήμητρα, η Ελένη, ο Πέτρος, ο Παύλος και τα άλλα παιδιά ζωντανεύουν το παρατημένο κτήριο του μεσοπολέμου. Ερωτεύονται, ονειρεύονται, παλεύουν, κερδίζουν, χάνουν, ελπίζουν... Δύναμή τους η φιλία, ο έρωτας, τα νιάτα». Καθώς μάλιστα το οικείο, για έναν σημερινό Έλληνα, περιβάλλον που αναπλάθεται, διανθίζεται με γεγονότα που ο καθένας αισθάνεται να έχει ζήσει, απενοχοποιεί την πλατιά μερίδα των αναγνωστών με τις, συχνά, πολύ καίριες παρατηρήσεις με τις οποίες κεντά το μυθιστόρημά του. Έτσι ώστε να μη νιώθει κανείς πως ανήκει σε μια υποδεέστερη κατηγορία αναγνωστών που την εξαντλεί η «ίντριγκα», αλλά, αντίθετα, αποτελεί μέρος μιας αναγνωστικής κοινότητας, που θα μπορούσε να διαβάσει το ίδιο άνετα μια φιλοσοφική πραγματεία. Όσο κι αν οι παρατηρήσεις δεν έχουν πάντα την ευστοχία του «επιφυλακτικός απέναντι στον άλλον είσαι όταν εσύ ο ίδιος δεν ξέρεις τι θέλεις· όταν σε νοιάζει ο άλλος, δεν έχεις να χάσεις τίποτε» και σχεδόν ισοζυγιάζονται με παρατηρήσεις του τύπου «οι δείκτες του ρολογιού κάνουν αδιάφορα τη δουλειά που τους μάθαμε».
Ωστόσο το μεγάλο θέμα που θέτει το μυθιστόρημα του Παύλου Κάγιου είναι κατά πόσον η λογοτεχνία προορίζεται να παραδώσει στην «αιωνιότητα» την έσχατη λεπτομέρεια γεγονότων και σκέψεων που έχουν βασανίσει μιαν, έστω, εκλεκτή κοινότητα ανθρώπων, ακόμη κι όταν ο μυθιστορηματικός κορμός φαίνεται ότι μπορεί να σηκώσει ένα αντίστοιχο βάρος. Όσο μεγαλόσωμο κι αν είναι ένα μυθιστόρημα, όταν αφορά τα μέλη μιας κοινότητας, όπως είναι οι ήρωες του Παύλου Κάγιου, ασφυκτικά προσδιορισμένης σε τόπο και χρόνο, οι λεπτομέρειες, όσο κι αν γοητεύουν, φαίνονται, δυστυχώς, αντικαταστατές. Θέλω να πω ότι όταν ένας συγγραφέας γράφει τόσο συνειδητά όσο ο Παύλος Κάγιος σίγουρα δεν γράφει για να ξεχαστεί. Αν η λεπτολόγο ιδιοφυΐα του Τζόις ή του Προυστ φαίνεται πως θα ισχύει ακατάλυτη, μετά διακόσια ή τριακόσια χρόνια, οποιοσδήποτε συγγραφέας γράφει «εξονυχιστικά», οφείλει ν' αναρωτηθεί για τις λεπτομέρειες που μ' αυτές «φορτώνει» το πεζογραφικό του σκαρί.
Κανένας συγγραφέας, όσο σπουδαίος κι αν είναι, δεν νοείται μόνος του στον κόσμο. Όσο το παρελθόν της λογοτεχνίας, μαζί μ' εκείνο της ανθρωπότητας, θα γίνεται μεγαλύτερο, οι συγγραφείς του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος, ένα ουσιαστικά πρόβλημα θα έχουν να λύσουν: Πώς θα γίνονται, συγκριτικά με τους προηγούμενους, περιεκτικότεροι, για να μην προσθέτουν αντικαταστατά προϊόντα σε εξίσου αντικαταστατά σύγχρονα ή παλαιότερα «δημιουργήματά» τους.
Αναμφισβήτητα, τηλεφωνήματα, συναντήσεις, διάλογοι, βλέμματα, ή και νεύματα ακόμη, συνιστούν μια πυκνή «στιγμή» της ανθρώπινης περιπέτειας στο μυθιστόρημα Σε είδα να 'σαι αόρατος· όμως η «ακριβής» και έντεχνη, συχνά, καταγραφή τους δεν σημαίνει και διάσωσή τους. Ακόμη και η συγκλονιστικότερη χαρτογράφηση σχέσεων, σε μια προσδιορισμένη χρονικά «στιγμή», μένει ανενεργή αν δεν ενσωματώνεται σ' έναν ρυθμό έμφορτο από τη μνήμη της λογοτεχνικής «περιπέτειας». Διαφορετικά τα βιβλία παραμένουν μια «αποσπασματική» υπόθεση, όσο γοητευτικά κι αν είναι γραμμένα κι όσο γοητευτικά κι αν διαβάζονται. Απόδειξη ένα εξαίσιο βιβλίο του Κώστα Μανουσάκη (πρόκειται για τον σκηνοθέτη των ταινιών «Φόβος» και «Προδοσία»), το μυθιστόρημα «Ο σταθμός», δημοσιευμένο πριν από τριανταπέντε περίπου χρόνια, που αν τα πράγματα δεν είχαν όπως, περίπου, προσπαθήσαμε να τα περιγράψουμε, θα ήταν σήμερα σε πρώτη ζήτηση. Χωρίς να το έχω ξαναδιαβάσει, θυμούμαι ακόμη την «κατακλείδα» του που έλεγε, καθώς ο ήρωάς του παρακολουθούσε τις κινήσεις ενός γυναικείου σώματος να διαγράφονται μέσα στον χώρο: «Σημασία έχει να βρεθεί το πρωτόκολλο και το αρχείο». Το σημειώνω, γιατί, χωρίς να ομολογείται, όλο το μυθιστόρημα του Παύλου Κάγιου δεν είναι παρά μια προσπάθεια να εντοπιστεί το «πρωτόκολλο» και το «αρχείο» πολύ πιο πολύπλοκων «συναντήσεων» και «αναγνωρίσεων», γεγονός που θα έκανε την αναπόφευκτη απώλειά τους πολύ πιο υποφερτή. Χώρια που αν είχε συμβεί κάτι σχετικό, το μυθιστόρημα θα μπορούσε να «σηκώσει» ακόμη μεγαλύτερο αριθμό λεπτομερειών. Διακρίνεται, πιστεύω, ότι οι αντιρρήσεις οφείλονται περισσότερο στο γεγονός ότι ο Παύλος Κάγιος τοποθετεί πολύ ψηλά τον πήχη των επιδιώξεών του παρά στο ίδιο του το μυθιστόρημα που ξεχωρίζει για πολλές αρετές. Και δεν είναι ασφαλώς η μικρότερη το γεγονός ότι αντιβαίνοντας σε μια παραδεδεγμένη συγγραφική, κοινωνική και ερωτική ηθική, το κείμενο συγκρούεται μαζί της ή καλύτερα την υπονομεύει με τον αποτελεσματικότερο τρόπο: με το να διαβάζεται ως μια άλλης μορφής «φυσιολογία», χωρίς να φέρει το ίδιο επαναστατικές παρωπίδες ή τον στόμφο της κατάλυσης μικροαστικών συμπλεγμάτων.
Θανάσης Θ. Νιάρχος, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 20-05-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις