0
Your Καλαθι
Η ωραία Νεάπολις και τα παρεξηγημένα Εξάρχεια
Περιγραφή
Η Νεάπολις, όπως και τα Εξάρχεια, είναι μια περιοχή της Αθήνας φορτωμένη με πολλή ιστορία και τόπος πολλών συνταρακτικών γεγονότων. Εδώ υπήρξε κάποτε η αθηναϊκή φοιτητοσυνοικία, αλλά και ο τόπος κατοικίας των πνευματικών ανθρώπων, όπως και των ανθρώπων της Τέχνης, ανάμεσα στους οποίους θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον ζωγράφο Νικ. Γύζη, τους γλύπτες Γ. Χαλεπά και Δ. Φιλιππότη, τους ποιητές Γ. Σουρή και Κ. Παλαμά, τους συγγραφείς Γρ. Ξενόπουλο και Στρ. Μυριβήλη, τους ηθοποιούς Κάρ. Κουν και Έλλη Λαμπέτη κι άλλους πολλούς. Υπήρξε η συνοικία που φιλοξένησε κατά καιρούς σπουδαίους πολιτικούς και δημοτικούς άρχοντες, όπως τον Χαρ. Τρικούπη και τον Σπ. Μερκούρη. Ήταν η γειτονιά των κανταδόρων, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Νικ. Μοσχονάς, που διέπρεψε σαν λυρικός καλλιτέχνης στη Ν. Υόρκη. Η Νεάπολις είχε πολλά και ονομαστά καφενεία, είχε ταβέρνες, αλλά και φιλολογικά σαλόνια, που έμειναν στην ιστορία. Στις σελίδες αυτού του βιβλίου περιγράφεται με κάθε λεπτομέρεια η ζωή στη Νεάπολι και στα Εξάρχεια από τα Οθωμανικά χρόνια, όταν πρωτοκατοικήθηκαν, μέχρι τη σημερινή εποχή, που έχει βέβαια αλλάξει το σκηνικό στο χώρο αυτής της ιστορικής περιοχής της Αθήνας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα πολύ παλαιά χρόνια, τουτέστιν μόλις πριν από ενάμιση αιώνα, το νεότευκτο ελληνικό βασίλειο είχε μια μικρά πρωτεύουσα των 25.000 κατοίκων, συγκεντρωμένη παρά τις οδούς Αιόλου και Ερμού, με ένα αποχωρισμένο της πόλεως προάστιο, αποκαλούμενο και προς αντιδιαστολή Νεάπολις. Ουσιαστικά επρόκειτο για αυθαίρετη οικοδόμηση εκτός του σχεδίου της πόλεως από τους επήλυδες εκείνης της μακρινής εποχής, Στερεοελλαδίτες, Πελοποννήσιους, προπαντός νησιώτες. Εν γένει, πάσης φύσεως τεχνίτες, πρωτίστως οικοδόμους και μαρμαράδες, αναγκαίους για την ανέγερση των μεγαλόπρεπων δημοσίων κτιρίων που είχαν αρχίσει να κοσμούν την Αθήνα χάρη στις δωρεές των ευεργετών της Διασποράς. Οριο μεταξύ της ρυμοτομημένης πόλεως και του οικιστικά παράνομου προαστίου η λεωφόρος Βουλεβαρίου, που μετονομάστηκε μετά το κτίσιμο του Πανεπιστημίου, αν και δεν αποκλείεται η διαχωριστική γραμμή να ήταν η παρακείμενη οδός Ακαδημίας.
Το προάστιο θα πρέπει να κτίστηκε σε μια θαυμασία περιοχή, πλήρη κήπων και αμπελώνων, απλωμένη ανάμεσα σε δύο πευκόφυτους λόφους, τον αρχαίο Αγχεσμο, Πινακωτά επί Τουρκοκρατίας, που πολύ αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία του Πλάτωνα Στρέφη, αφού επέρασε από την οικογένεια του νομάρχη Αττικής Χατζόπουλου και τον υψηλότερο του Λυκαβηττού, ενώ προς δυσμάς την αγκάλιαζε ο Κυκλοβόρος χείμαρρος που ξεκινούσε από τα Τουρκοβούνια και κατέληγε σε χαμηλό πλάτωμα παρά την Ομόνοια, ονομασθέν ως εκ τούτου πλατεία Βάθειας ή και Βάθης.
Τωόντι απαιτεί ζωηρά φαντασία η νοερή αναπαράσταση των ειδυλλιακών τοπίων στις όχθες του χειμάρρου, όπου είχαν στήσει τα μαρμαρογλυφεία τους οι τηνιακοί μαστόροι, δίπλα στα μικρόσπιτα με την αυλή και το αμπελάκι τους, αλλά και στις στάνες· μια από αυτές του Τσακαγιάννη, που άφησε το όνομά της στην περιοχή προς το τέλος της Ζωοδόχου Πηγής μάλλον λόγω του εκλεκτού κατσικίσιου γάλακτος που μεταγγιζόταν απευθείας από τον μαστό του ζώου στην κατσαρόλα της νοικοκυράς, σύμφωνα με τις παραστατικές ξενοπούλειες περιγραφές. Ειδυλλιακά μεν αλλά και επικίνδυνα, αφού κυκλοφορούσαν πλείστοι όσοι φαυλόβιοι, άσε που τα απογεύματα της Κυριακής οι νέοι της Νεαπόλεως επιδίδονταν στον πετροπόλεμο, ένα είδος εθνικού «σπορ» της εποχής.
Συνοικισμός, τελικά, με αρκετά καλά ρυμοτομημένους δρόμους που, μάλιστα, αντί των αρχαιοελληνικών ονομάτων των οδών της παλαιάς πόλης, έφεραν ονόματα ηρώων της Επανάστασης, πλην της κεντρικής αρτηρίας που απεκαλείτο οδός Προαστείου, ώσπου μετονομάστηκε Εμμανουήλ Μπενάκη προς τιμήν του συραίου ευεργέτη και δημάρχου Αθηναίων. Σιγά σιγά η Νεάπολις απέκτησε δημόσια κτίρια, προπαντός εκκλησίες, αλλά και ιπποσιδηρόδρομο που ανεβοκατέβαινε την Ιπποκράτους, καιρού επιτρέποντος, όταν η οδός δεν πλημμύριζε από τις κατεβασιές των εκατέρωθεν λόφων. Ομού μετά των μετέπειτα Εξαρχείων, που τελείως απομυθοποιητικά δεν οφείλουν την ονομασία τους σε κάποιον πολεμοχαρή ήρωα αλλά σε έναν ηπειρώτη παντοπώλη, η Νεάπολις στάθηκε η κατ' εξοχήν φοιτητική συνοικία της Αθήνας, με κανταδόρους και καφέ σαντάν αλλά και οίκους ανοχής, επίσημους και λαθραίους.
Τη σχεδόν μυθιστορηματική βιογραφία της Νεαπόλεως από τον 19ο αιώνα ως τις ημέρες μας συνέγραψε ο αθηνογράφος Γιάννης Καιροφύλας, ένας από τους ελάχιστους εναπομείναντες. Ψηφίδα ψηφίδα συνέθεσε την ιστορία των κτισμάτων και των κατοίκων της περιοχής, συγγραφέων, καλλιτεχνών, ανθρώπων του θεάτρου έως και πολιτικών ανδρών, σημειώνοντας τις λιγοστές διασωθείσες κατοικίες τους. Ενα απολαυστικό βιβλίο για νοσταλγούς ή και ρομαντικές φύσεις, κατοίκους ή μη της ωραίας Νεαπόλεως, μιας ιστορικής αθηναϊκής συνοικίας που - κακά τα ψέματα - τείνει να εξαφανιστεί. Σήμερα που τα τελευταία μονώροφα και διώροφα της περιοχής κατεδαφίζονται προς ανέγερση σε στενότατα οικόπεδα επταώροφων κελιών και οι τελευταίοι γκάγκαροι (τρόπος του λέγειν) τραβούν προς τα βόρεια προάστια αφήνοντας τη Νεάπολη και πάλι στους επήλυδες, οικοδόμους και άλλους. Ευφραίνει την καρδία η περιγραφή εκείνου του άλλοτε ποτέ πυκνού δάσους στο τέλος της οδού Αραχώβης, μετά τη Σίνα, και του εξοχικού κέντρου «Μποέμ», όπου κατέφευγαν παράνομα ζευγάρια και ακούγονταν οι στίχοι του Ζακύνθιου Στέφανου Μαρτζώκη, «...Είναι στιγμές που ο δύστυχος / τρελαίνομαι για σένα / και γέρνοντας στον ώμο σου / αισθάνομαι πως ζω...».
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 24-11-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις