0
Your Καλαθι
Μισάντρα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Μες στα μυστικά μισάντρα μιας πόλης, η ιλύς του χρόνου παγιδεύει ένα νεογέννητο συγγραφέα. Εφτάζυμα ψωμιά που μιλούν διαλέκτους της γλώσσας μας και μνημόσυνοι σπόροι λαχανικών τον βοηθούν να πλάσει στο σκοτάδι τού άλλου χρόνου και του άλλου λόγου τους ήρωές του: το κορίτσι με τα ζαρά μάτια που τρέφεται με ρινίσματα γυαλιού και τον ευγενή όφι με τα λέπια της μοναξιάς, τον στρατιώτη της πύλης των συνόρων ζωής και θανάτου και τους νεκρούς που ζητούν να αναπαυθούν, τα τρία εβραιόπουλα που τραγουδούν: "Ανέστι μανσεβίκος..." και τον πρόσφυγα χωρίς ψυχή, τη γεροντονιά που πετάει και τον από μηχανής άγγελο, τη συκιά με τα λερναία φυλλώματα και τις αθάνατες ρωσίδες κατσαρίδες, τα αγγελόψαρα...
Πολλοί απ' αυτούς, επειδή πιστεύουν ότι "όταν κανείς δεν ξέρει αν υπάρχω, τότε υπάρχω, ζω!". εξέρχονται στο φως μόνον υπό άλλην μορφήν και με διαφορετικές ιδιότητες.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν κρίνουμε από την πρόσφατη συγκομιδή του Γιάννη Καισαρίδη (Βέροια, 1959), φαίνεται πως η μακεδονική μήτρα που τρέφει τα διηγήματά του (και φυσικά πολλών ακόμα) από το 1997 είναι εξίσου θαυματουργή με τη μήτρα του τελευταίου του διηγήματος, μέσα στην οποία κυοφορήθηκε ένα θαυμαστό, μυροφόρο βρέφος, ένας έτοιμος συγγραφέας. Ενα πλάσμα τυλιγμένο εκ γενετής με τις μυρωδιές, τους ήχους, τα πάθη και τα μυστικά της πόλης του, όλα όσα φωλιάζουν στη μιλιά των κατοίκων της. Στην τρίτη κατά σειρά διηγηματογραφική συλλογή του ο Καισαρίδης αποτυπώνει τις μεταλλαγές της γενέτειράς του μέσα στο χρόνο σε παραλληλία με τις εξίσου αποκαρδιωτικές ζημίες που επισωρεύει ο χρόνος στο σώμα και τον ψυχισμό. Σε πολλές από τις ιστορίες κυριαρχούν ρημαγμένες φιγούρες ηλικιωμένων, παραπαίουσες ανάμεσα στην αναπότρεπτη ταπείνωση του παροπλισμένου τους σώματος και στην απαρηγόρητη συνειδητοποίηση των ανεξόφλητων προσδοκιών τους. Περισσότερο δυναστευτική και από τη βιολογική εκφύλιση, προβάλλει η παγίδευση των προσώπων σε συνθήκες πνιγηρές, που υποβάλλουν σε μια κυκλική, περιχαρακωμένη, και γι' αυτό απελπιστικά προβλέψιμη καθημερινότητα. Η ονειρική ατμόσφαιρα και το υπερβατικό στοιχείο, προεξάρχοντα στα περισσότερα κείμενα, λειαίνουν τις αιχμές αυτής της άνυδρης, περιτειχισμένης ζωής και απλώνουν τους ορίζοντές της. Οι επιμέρους θεματικές των διηγημάτων μαζί με υπερρεαλιστικές πινελιές και θεατρική σκηνοθεσία συνυφαίνονται στην ομότιτλη του βιβλίου ιστορία, την εκτενέστερη και μακράν την πλέον υποβλητική.
Ψυχική κακοποίηση
Μολονότι σχεδόν τα μισά διηγήματα της συλλογής έχουν προδημοσιευτεί από το 2000 έως και το 2005 σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, η συνάθροισή τους όχι μόνο δεν έχει βεβιασμένο χαρακτήρα, αλλά, αντιθέτως, διακρίνεται από στέρεη συνοχή, ενώ πολλές ιστορίες συγκοινωνούν μεταξύ τους. Ο,τι αφήνεται σκιασμένο, κάπου αλλού φωτίζεται εντονότερα, ενώ ένας δευτερεύων χαρακτήρας αλλού προβιβάζεται σε πρωταγωνιστή. Το κορίτσι του εναρκτήριου διηγήματος καταπράυνε τον πόνο της μετανάστευσης καταπίνοντας ρινίσματα γυαλιού από το σπασμένο τζάμι του διαμερίσματός της. Στην επόμενη ιστορία, η διάδοχη ένοικος, μια υπέργηρη, επίσης μετανάστρια, αντικαθιστά το τζάμι, μόνο για να επικυρώσει την αποξένωσή της και να εποπτεύει τον κόσμο πίσω από το εύθρυπτο σύνορο. Η λυρική απαρίθμηση των αναπηριών της γήρανσης, που απολήγει στις λέξεις «μαρασμός των φτερών της, ξελαίμιασμα, στραβολαίμιασμα οι ελπίδες», μας εισάγει στο κλίμα των δύο ακόλουθων διηγημάτων. Και τα δύο αναπαριστούν την κακοποίηση του σώματος και την εξάντληση των ψυχικών αντοχών από τα γηρατειά. Οι ιλαροί τόνοι στ' «Αναγκαίου» δεν απαλύνουν τη σκληρότητα της θεματικής, επικεντρωμένης στο βάσανο μιας υπερήλικης, καθηλωμένης σε μια καρέκλα-αποχωρητήριο και μαζί αναχωρητήριο. Από το υπερυψωμένο ερημητήριό της παρακολουθεί το σαβάνωμα του λιγοστού κόσμου της, το πακετάρισμα της ελάχιστης περιουσίας της και την έξωση από το σπίτι της, ενορχηστρωμένα όλα από το μοναχογιό της. Ο τελευταίος αναλαμβάνει και τον ενταφιασμό των υπαρχόντων της στο ποτάμι με συνεργό έναν φορτηγατζή. Στο κείμενο επιτάσσεται ανεξήγητα η «Αποθήκη υλικών» του, δηλαδή το σχεδίασμά του και σκέψεις για την ανάπτυξή του. Η αναίτια αυτή προσθήκη μπορεί να λειτουργήσει μόνο σαν πέρασμα στο επόμενο διήγημα, όπου ο φορτηγατζής μεγεθύνεται σε κεντρικό πρόσωπο και σκιαγραφείται επιεικέστερα. Περισφιγμένος σε κάθε του βήμα από την επίγνωση της αποτυχίας του, βρίσκει την αναπνοή του όταν βυθίζει τ' αγκίστρια του στο ποτάμι, εκεί όπου εξοστρακίζονται τα παράσιτα, απόβλητα της πόλης του, όπως ο ίδιος. Τα αγκίστρια τον ακινητοποιούν στις προσωπικές του δεσμεύσεις, αλλά συγχρόνως του προσφέρουν την προσμονή ενός τσιμπήματος, μιας αναπάντεχης ώθησης. Το ποτάμι, στον πάτο του οποίου κατακάθεται η πολύπλαγκτη «Ιλύς του χρόνου», αρδεύει τα περισσότερα κείμενα. Στην εν λόγω ιστορία, ανήμερα των Θεοφανίων, τα κρυσταλλωμένα νερά του υποδέχονται νεκραναστημένους και ζωντανούς σ' έναν μεταφυσικό εναγκαλισμό.
Ο Καισαρίδης, πέρα από την ατμοσφαιρική αναβίωση της γενέτειρας, αφιερώνει ιδιαίτερες φροντίδες στην απόδοση της λαϊκής ομιλίας των παλαιότερων κατοίκων της. Γενικότερα, εντυπωσιάζει στη γραφή του Καισαρίδη η αρμονική (ουδέποτε επιτηδευμένη) συναίρεση προφορικών τρόπων με λόγια έκφραση. Δύο γειτονικά διηγήματα παρουσιάζουν έντονο γλωσσικό ενδιαφέρον. Στο ένα παρακολουθούμε την αφήγηση μιας γυναίκας σχετικά με την εκτέλεση στα κατοχικά χρόνια του συζύγου της και του παππού τού αφανούς συνομιλητή της. Η τραχύτητα και η διαπεραστική αμεσότητα των βλάχικων ιδιωματισμών υποσκελίζουν τη δριμύτητα του περιγραφόμενου συμβάντος. Στο άλλο αποτυπώνεται ο τραυματισμός της γλώσσας εξαιτίας εγκεφαλικού επεισοδίου, ενώ το ίδιο το επεισόδιο απλώνεται σε υπερφυσικές προεκτάσεις για να υποδειχθεί το άλεσμα του ψυχισμού από τις μυλόπετρες ενός αποπνικτικού, προδιαγεγραμμένου βίου. Χαρακτηριστικό το «Ενυδρείο» ως προς την αδήριτη επιθυμία των προσώπων να ανοιχτούν σε πλατύτερους τόπους. Επιθυμία που εντέλει πραγματώνεται μέσω της ριζικής μεταμόρφωσης. Επί του προκειμένου, ένας καρκινοπαθής μετενσαρκώνεται σε αγγελόψαρο. Στην παρακάτω διατύπωση ο Καισαρίδης συνοψίζει την ιαματική μετάσταση, τονισμένη μέσω παρηχήσεως σε τρεις καίριες λέξεις: «Απαλλαγμένος απ' τον βραχνά της αρρώστιας των πνευμόνων του, ανέπνεε άνετα με τα καινούρια του βράγχια, έχοντας λύσει όλους τους βρόχους που είχε περασμένους στο λαιμό του».
Τα πολύσημα μισάντρα
Αναμφίβολα στο βιβλίο ξεχωρίζει το ομώνυμο κείμενο, επί της ουσίας ένα πυκνό αφήγημα, το οποίο εμπεριέχει τους προβληματισμούς των προηγηθέντων διηγημάτων, με κυριότερο εξ αυτών τη διαβρωτική επέλαση του χρόνου. Η μισάντρα -ευμέγεθες, εντοιχισμένο έπιπλο, χαρακτηριστικό των παραδοσιακών οικημάτων με περίτεχνη διακόσμηση, που χρησίμευσε για ντουλάπα- μέσα στην αφήγηση εμφανίζεται πολύσημη και απαντάται σαν ουδέτερο. Τα μισάντρα αλλού δηλώνονται σαν «πονηρό» παιχνίδι, αλλού συμβολίζουν τη φυλακή της κεντρικής ηρωίδας, εξόριστης από την πόλη μέσα στο αρχοντικό της, για να υποδηλώσουν στο τέλος το φέρετρό της. Η ανάπτυξη της αφήγησης μετεωρίζεται μεταξύ θεατρικού έργου και κινηματογραφικής ταινίας και διαιρείται σε τέσσερις χρονικές στιγμές. Αφετηρία, τα μέσα της δεκαετίας του '80, απότομη οπισθοχώρηση στα 1940-1943 και εν συνεχεία στα τέλη του 1910, επιστροφή στα 1980 και τερματισμός το 1999, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Σημείο αναφοράς το αρχοντικό, απ' το παράθυρο του οποίου η πρωταγωνίστρια βιώνει τις μεταλλάξεις της πόλης της, όσες τουλάχιστον χωρούν στο πλαίσιο του παραθύρου, αλλά και τις δικές της αλλοιώσεις στην πορεία της προς το θάνατο. Ο Καισαρίδης στήνει μπροστά στο σπίτι της ηρωίδας του μια ιδεατή σκηνή πάνω στην οποία εκτυλίσσεται ένα ζοφερό παιχνίδι μεταμορφώσεων στο οποίο συμμετέχει σύμπασα η πόλη. Ενας Από Μηχανής Αγγελος επιμελείται τις προβολές των μεταβαλλόμενων όψεων του τόπου και συντροφεύει τις κινήσεις των προσώπων μέσα σ' αυτόν. Η επίσκεψη της Ψυχής στο αρχοντικό σηματοδοτεί την αγριότερη των μεταβάσεων, το ψυχομάχημα της έγκλειστης ηλικιωμένης, η οποία είχε αναλάβει ισοβίως τον επαχθέστερο ρόλο, επιλέγοντας το προσωπείο της ανυπαρξίας. Τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια και ένα κορίτσι, μετέχουν στις μεταμφιέσεις υποδυόμενα διαφορετικούς κάθε φορά ρόλους, αναλόγως της εποχής. Ενας σωρός θρυμματισμένα κεραμίδια, απομεινάρια της στέγης του αρχοντικού, εικονογραφούν τη σωματική κατάρρευση και τις φτερουγισμένες δυνατότητες μιας ξοδεμένης ζωής. Το αφήγημα διατρέχει η αμφίσημη αλληγορία των φτερών, η οποία επανειλημμένα συναντάται και στα διηγήματα. Φτερά που ανυψώνουν αλλά και απαντοχές που φτερουγίζουν ανεπίστρεπτα.
Το ηχητικό μοτίβο υφίσταται και αυτό, όπως και τα δραματικά πρόσωπα, συνεχείς παραλλαγές. Για παράδειγμα, ο ήχος του τρένου άλλοτε αφυπνίζει νοσταλγικές αναπολήσεις ταξιδιού, άλλοτε προκαλεί δέος (κατά την προβολή της επαναστατικής ταινίας των αδερφών Λιμιέρ) και άλλοτε ταυτίζεται με την απόλυτη φρίκη (κατά τη μεταφορά των Εβραίων στην εξόντωση). Η μείξη ετερόκλιτων ηχητικών μερών, όπως των θρυμματιζόμενων κεραμιδιών, του τρένου, του λεωφορείου, του ζουρνά, των κεραυνών, των παιδικών τραγουδιών, της φωνητικής πανσπερμίας, ευχάριστος των πραματευτών, παρακαλεστικός μεταγενέστερα των προσφύγων, των τριγμών μιας σόμπας, ενός άρρωστου, δυσοίωνου βήχα, της εκκωφαντικής σιωπής, της μηχανής προβολής, συνθέτει την ιδιαίτερη μουσική επένδυση αυτού του βαθύτατα μυσταγωγικού αφηγήματος. Οι απότομες εναλλαγές του φωτισμού επιτείνουν την εντύπωση μιας υποδειγματικά και πρωτίστως διακριτικά σκηνοθετημένης (ανα)παράστασης. Στο τραγελαφικό φινάλε ο ψοφοδεής θίασος των προσφύγων έρχεται να αποθεώσει την αλλαγή της χιλιετίας. Και πάλι οξύς ο ηχητικός σχολιασμός, με τα πυροτεχνήματα να ακούγονται σαν βόμβες και την ηλεκτρική κιθάρα να ρίχνει την αυλαία.
Ακόμα και χωρίς τα έξοχα: «Λέπια της μοναξιάς», «Τ' αναγκαίου», «Εγνατία οδός», «Πέντι κεφαλάθ, τέθθεριθ αναπνοάθ», «Τα ρουχαλάκια της χαράς» και «Το ενυδρείο», μόνο γι' αυτές τις εκατό σελίδες το βιβλίο του Καισαρίδη αξίζει την αμέριστη προσοχή μας.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/02/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις