0
Your Καλαθι
Μορφές και λέξεις στο έργο της Ελένης Βακαλό ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
86%
86%
Περιγραφή
Καρπός πολυετούς μελέτης του πλούσιου και πολυσχιδούς έργου που άφησε η Ελένη Βακαλό, το βιβλίο της Μαρίας Κακαβούλια παρουσιάζει μια σφαιρική θεώρηση του έργου της σημαντικής ποιήτριας και τεχνοκριτικού. Με κεντρικές έννοιες το σώμα, τις αισθήσεις, τη μορφή, την κίνηση και τη συγκίνηση, η συγγραφέας ανασύρει τις κοινές σταθερές, τη βαθύτερη συνάφεια που συνέχει τα ποιητικά και τα θεωρητικά γραπτά της Βακαλό. Επιλέγει να εστιάσει σε εκείνες τις όψεις της αισθητικής θεωρίας που φωτίζουν ερμηνευτικα και την ποίησή της.
Συζητά την υποδοχή του έργου τέχνης, τη βιωματική σχέση τέχνης-κοινού, δείχνει την πολύτιμη συμβολή της Βακαλό στην αισθητική επικοινωνιακή θεώρηση της τέχνης, κυρίως μέσα από τις πρωτοποριακές, για την εποχή τους, έννοιες της προσομοίωσης και του μεταθεατή.
Μελετά, πολυπρισματικά την ποίηση της Βακαλό, σταθμό στην μεταπολεμική λογοτεχνία, συζητά τις συγκινησιακές και τις γνωσιακές όψεις της γλώσσας της, θίγει τη σχέση της με την παράδοση και την πρωτοπορία, ενώ ανιχνεύει συγκεκριμένα σημεία συνάντησης ποιημάτων και δοκιμίων, όπως λ.χ. η όραση και οι αλληγορίες της τυφλότητας, η ενοώματη γνώση, η γλώσσα και το άλεκτο.
(Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ουδείς, φαντάζομαι, θα έχει την παραμικρή δυσκολία να ομολογήσει πως ο ρόλος τον οποίο έπαιξε η Ελένη Βακαλό στη διαμόρφωση της εικαστικής κριτικής μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και μέχρι το τέλος του 20ού αιώνα, είναι κεφαλαιώδης. Και δεν θα πρέπει, βεβαίως, εν προκειμένω να ξεχάσουμε πως αντίστοιχο ρόλο ανέλαβε η Βακαλό και στην ποίηση, όπου δημιούργησε έναν εντελώς ατομικό και ιδιότυπο χώρο, επίσης από τους πιο σημαντικούς της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα. Η διπλή, παρ' όλα αυτά, παρουσία της Βακαλό στα καλλιτεχνικά πράγματα (με την ιδιότητα της ποιήτριας και της τεχνοκριτικού, που δεν θέλησε να δώσει ποτέ προτεραιότητα στη μία ή στην άλλη πλευρά της) δεν έχει μέχρι σήμερα παρά ελάχιστα συζητηθεί -και τούτο μόνο σποραδικά και τυχαία, χωρίς καμία προετοιμασία και κανένα σύστημα. Η μελέτη της Μαρίας Κακαβούλια, που ήρθε πριν από από λίγο καιρό στη δημοσιότητα, έρχεται αίφνης να ρίξει άπλετο φως στο κριτικό και ποιητικό τοπίο της Βακαλό και να βάλει ουσιαστικά θεμέλια για τις έρευνες που τυχόν θα ακολουθήσουν.
Ο ρόλος τού θεατή
Κεντρικός στόχος της Κακαβούλια είναι να αποδείξει την ενότητα του κριτικού και του ποιητικού έργου τής Βακαλό: τον αξεχώριστο τρόπο με τον οποίο η ίδια καταφέρνει να περάσει από το γράψιμο των ποιημάτων της στην ερμηνεία του έργου τέχνης, παραμένοντας πάντα στην πρώτη γραμμή και στην πρωτοπορία της εποχής και του τόπου της. Η ύλη της ερευνήτριας βασίζεται σε μια πενηντάχρονη ποιητική παραγωγή (οι ποιητικές συλλογές της Βακαλό μεταξύ 1945 και 1995) και σε τρεις τόμους τεχνοκριτικών δοκιμίων, τα οποία καλύπτουν το διάστημα μιας τεσσαρακονταετίας (1960 - 2001) και στεγάζονται υπό κοινό τίτλο μόνο μετά τη Μεταπολίτευση. Πρόκειται για τα κριτικά έργα «Η έννοια των μορφών. Ανάγνωση της τέχνης» (1975), «Η απώλεια της μορφής μέσα στον χώρο» (1994) και «Μοντέρνο - μεταμοντέρνο. Στάσεις και αποστάσεις» (2001). Αφήνοντας κατά μέρος τα τεχνοκριτικά σημειώματα της Βακαλό και επιμένοντας στις αμιγώς θεωρητικές της απόψεις, η Κακαβούλια θέλει να δείξει πως η τεχνοκρίτρια συνομιλεί ανοιχτά όχι μόνο με τα μεγαλύτερα κριτικά ρεύματα του καιρού της, αλλά και με ορισμένες από τις πιο προωθημένες επιστημονικές αναζητήσεις της σημερινής πραγματικότητας. Αντιμετωπίζοντας το έργο τέχνης ως επικοινωνιακό, γνωσιακό και συγκινησιακό φαινόμενο, η Βακαλό εμπλέκει αμέσως στην κατανόηση και τη νοηματοδότησή του το θεατή (μπορούμε άνετα, νομίζω, να μιλήσουμε και για αναγνώστη), ο οποίος σπεύδει να το πλουτίσει με την κίνηση, το συναίσθημα και τη μνήμη του. Η Βακαλό διακρίνει τρία είδη θεατών: τον ιδεατό θεατή (εκείνον στον οποίο προσβλέπει ιδανικά ο καλλιτέχνης), τον εμπειρικό θεατή (που δεν είναι άλλος από τον πραγματικό παρατηρητή) και τον μεταθεατή, που καλείται να μπει στη θέση του δημιουργού και να εννοήσει το έργο σύμφωνα με τους εντελώς δικούς του όρους, προσομοιώνοντάς το στην απολύτως ατομική του γεωγραφία και επικράτεια.
Κοιτάζοντας προς αυτή την κατεύθυνση, η Κακαβούλια εξηγεί πως η επιμονή της Βακαλό στο βάρος της συμμετοχής του θεατή στην καλλιτεχνική πράξη αποκαλύπτει το διάλογό της τόσο με τη στοχαστική παράδοση του εξπρεσιονισμού (το σχήμα του Βασίλι Καντίνσκι για τους άξονες του πεδίου γραφής: πάνω - κάτω και αριστερά - δεξιά) όσο και με νεότερες κατακτήσεις, όπως ο ιδιότυπος φορμαλισμός του Μιχαήλ Μπαχτίν (με την έμφασή του στο πεδίο των σχέσεων του εαυτού με τον άλλο), η συστημική θεωρία (το έργο τέχνης ως σύστημα αλληλοδιαπλεκόμενων μορφών και ως διαρκής αλληλοαναφορά σημείων), η σημειωτική (η τέχνη ως σημείο και ως κώδικας), αλλά και η θεωρία της πρόσληψης, όπως έχει εκφραστεί από τον Ιζερ, τον Γιάους και τον Ινγκλετον. Η Κακαβούλια τονίζει επίσης το στοιχείο της αίσθησης, που διεκδικεί ισχυρό μερίδιο στο τεχνοκριτικό σύμπαν της Βακαλό και τη φέρνει σε επαφή με τις σύγχρονες γνωσιακές αντιλήψεις για τη συμβολή του σώματος στη συγκρότηση της γλώσσας και του νοήματος.
Οπτικό παιχνίδι
Τι κάνει η Βακαλό όταν εγκαταλείπει την εικαστική θεωρία για να καταπιαστεί με την ποίηση; Η Κακαβούλια αποδεικνύει (κι εδώ ακριβώς κρίνεται και έρχεται εις πέρας το πιο αποφασιστικό κομμάτι της δουλειάς της) πως και με τα ποιήματά της η Βακαλό δεν παύει να υπηρετεί και να υποστηρίζει τις θεωρητικές της συλλήψεις και τοποθετήσεις. Ορίζοντας σε αδιαχώριστη συνάφεια το σωματικό και το αισθητό με το νοητό και το φαντασιακό, αλλά και παίζοντας με τη σύνταξη, την οπτική διάταξη και την ακουστικότητα των στίχων της, η ποιήτρια συναντά την τεχνοκριτικό όταν απαιτεί από τον αναγνώστη ό,τι και από το θεατή της: να μπει στην καλλιτεχνική διαδικασία και να δοκιμάσει την προσομοίωσή της στα μέτρα του μέσα από ένα διαρκές γλωσσικό και σημειοδοτικό γίγνεσθαι, που θεμελιώνεται στις συνεχείς μετατροπές και αναθεωρήσεις, όπως και στη μεταφορική προβολή του χώρου και της φύσης, στον περιορισμό του εξομολογητικού στοιχείου και στην υποστολή του βιωματικού εγώ ή στην υπόγεια επικοινωνία με τον υπερρεαλισμό και με το δημοτικό τραγούδι, η οποία οδηγεί σε μιαν αρχαϊκού τύπου σύμφραση μύθου και λόγου.
Η μελέτη της Κακαβούλια έχει βασιστεί σε επίμοχθη έρευνα, προϋποθέτει κριτική γνώση του θεωρητικού υλικού, το οποίο τόσο εκτεταμένα βάζει στο παιχνίδι και ξέρει να κάνει πολύ καλή πρακτική εφαρμογή του. Και η κυριότερη, ίσως, αρετή της είναι πως αποφεύγοντας να εντάξει το κριτικό και το ποιητικό έργο τής Βακαλό σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη σχολή και τάση, κρατώντας το, με άλλα λόγια, μακριά από το οιοδήποτε παγιδευτικό γενικό σχήμα, κατορθώνει να υποδείξει όχι μόνο την αρραγή του ενότητα και συμπόρευση, αλλά και την πολλαπλότητα ή την πολυμέρειά του, σε συνδυασμό με τον έντονα κινητικό του χαρακτήρα. Σίγουρα, μια σημαντική κριτική συνεισφορά.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/04/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις