0
Your Καλαθι
Οι γάμοι της Ροζαλίας
Νουβέλα
Περιγραφή
Το αρχοντικό της οικογένειας Δαιδάλου βρισκόταν στην άκρη ενός κόλπου, προς τη δυτική μεριά του νησιού.
Η ιστορία αυτού του βιβλίου αφορά την οικοδέσποινα του αρχοντικού. Την παραδοσιακή, ρομαντική και απόλυτη Ροζαλία, η οποία, ωστόσο, στην προσωπική της ζωή έκανε κάτι παραπάνω από μια συνηθισμένη επανάσταση. Ανέτρεφε την ίδια την παράδοση, στην οποία, κατά τα άλλα, ήταν δογματικά πιστή. Αυτή η αντίφαση έκανε εξαιρετικά ελκυστική και ενδιαφέρουσα τόσο την ίδια ως γυναικεία φιγούρα, όσο και τις περιπέτειές της, και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για απρόβλεπτες εξελίξεις και επιπτώσεις στη ζωή της ίδιας και των οικείων της.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι γάμοι της Ροζαλίας είναι ένα μυθιστόρημα ή, καλύτερα, μία κάπως εκτενής νουβέλα της πολυτρόπως δραστήριας, στα λογοτεχνικά μας πράγματα, ποιήτριας Ρούλας Κακλαμανάκη. Συγκεκριμένα, είναι το δεύτερο μυθιστόρημά της, μετά τον Αναδρομικό θάνατο, που εκδόθηκε το 1993, και μπορεί να πει κανείς ότι, όπως εκείνο, έτσι κι αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας εντελώς απεξαρτημένης από την ποιητική ιδιότητα της συγγραφέως ενασχόλησή της με την αφηγηματική πεζογραφία. Πουθενά δεν διακρίνονται ποιητικά ή ποιητικίζοντα, έστω, στοιχεία· οτιδήποτε συμβαίνει περιγράφεται μάλλον ρεαλιστικά, κατά τρόπο άμεσο και με καμία φανερή ή τεκμαιρόμενη πρόθεση της αφηγήτριας για ωραιοποιητικές ή άλλες διασαλευτικές ή αποπροσανατολιστικές της κανονικής εξέλιξης της ιστορίας παρεμβάσεις. Κι ο χρόνος είναι οριζόντιος, άμεσα προσδιορίσιμος, με σαφείς τις αντικειμενικές του διαστάσεις (ακόμη κι όταν επιχειρούνται αναδρομές -από την αφηγήτρια ή από κάποια πρόσωπα του μυθιστορήματος- στο παρελθόν, δεν ενέχουν το στοιχείο του συνειρμού, που θα μπορούσε, ενδεχομένως, να δημιουργήσει ρωγμές στην επιφάνεια του χρόνου· είναι αναδρομές, κατά τη διάρκεια των οποίων αυτός που τις επιχειρεί δεν απομακρύνεται από το σταθερό βάθρο του παρόντος).
Οι γάμοι της Ροζαλίας αποτελούν την αφετηρία της εκτύλιξης της «πλοκής» του εν λόγω μυθιστορήματος και, συνάμα, το γεγονός γύρω από το οποίο συμβαίνουν όλα όσα συνθέτουν αυτή την πλοκή. Στην ουσία πρόκειται για έναν άκυρο νομικά, για έναν «εικονικό» γάμο, τον οποίο η πενηντάρα ομώνυμη κεντρική ηρωίδα, ήδη παντρεμένη και μάλιστα με εγγονή τριών ετών, τελεί με τον Εμμανουήλ Χατζηεμμανουήλ, κάποιον γοητευτικό, όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, άντρα, οικογενειακό φίλο και τακτικότατο θαμώνα, οικότροφο σχεδόν του πατρογονικού αρχοντικού του συζύγου της, με τον οποίο Χατζηεμμανουήλ η Ροζαλία συνδέεται ερωτικά επί μία ολόκληρη εικοσιπενταετία. Το αρχοντικό που, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αποτελεί και το μόνιμο σκηνικό πλαίσιο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, βρίσκεται στη μέση ενός τεράστιου κτήματος πολλών στρεμμάτων, περιβαλλόμενο από συγκροτήματα ενοικιαζόμενων δωματίων και διαμερισμάτων, στην άκρη του κόλπου ενός τουριστικού νησιού, που δεν ονομάζεται. Οσο για το γάμο, αυτός τελείται κάτω από τις ιδανικότερες, τις ειδυλλιακότερες συνθήκες: Αύγουστο μήνα με πανσέληνο, μπροστά σε ένα ετερόκλητο, αποκλειστικά γυναικείο κοινό, αποτελούμενο από παλιές φίλες της Ροζαλίας, ειδικά καλεσμένες γι' αυτόν το σκοπό στο νησί, καθώς και από παραθερίστριες-πελάτισσες των ενοικιαζόμενων, υπό τον όρο ότι δεν συνοδεύονται από άντρα -γυναίκες διαφόρων ηλικιών: νέες, μεσήλικες και ηλικιωμένες. Μοναδική αντρική παρουσία, ο γαμπρός. Είναι, με άλλα λόγια, ένας γάμος μυστικός και, όμως, ιδιοτύπως κοσμοπολίτικος, τη συγγραφική κάλυψη του οποίου έχει αναλάβει η αφηγήτρια, γνωστή συγγραφέας και φίλη της Ροζαλίας, αφού η παρουσία δημοσιογράφων είναι αυστηρά απαγορευμένη.
Οι «γαμήλιες» εκδηλώσεις διαρκούν τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων συμβαίνουν διάφορα ενδιαφέροντα και αδιάφορα γεγονότα, με προεξάρχουσα την εκδήλωση εκ μέρους των γυναικών, συμπεριφορών ενδεικτικών ενός απωθημένου ερωτισμού, οφειλόμενου στην έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας με το ανδρικό φύλο, σε ματαιώσεις και, εν γένει, σε ψυχοφθόρα αισθήματα μοναξιάς. Ολ' αυτά καταγράφονται, με πάσα λεπτομέρεια, από την αφηγήτρια, προκειμένου να μπορέσει, στη συνέχεια, να εκπληρώσει τη συμβατικά ανειλημμένη υποχρέωσή της να απαθανατίσει το γάμο και όλα τα περί αυτόν, σαν ένα είδος χρονικογράφου.
«Με συγκινούσε -γράφει- και μου προκαλούσε το ενδιαφέρον, όσο κι αν την έβρισκα (εννοεί τη συναισθηματική τελειότητα της σχέσης ανάμεσα στη φίλη της και τον αγαπημένο της: τη λατρεία του Εμμανουήλ προς τη Ροζαλία και την απέραντη, όσο και γεμάτη αυτοπεποίθηση αγάπη της Ροζαλίας προς τον Εμμανουήλ) εκτός εποχής και εκτός κλίματος, όπως τουλάχιστον εγώ το ζούσα, έτσι που σε μια άλλη περίπτωση, όπως ας πούμε σε μια τηλεοπτική σαπουνόπερα, θα μπορούσε να με κάνει και να γελάσω ή να στρέψω αλλού το πρόσωπό μου». Ξεκινώντας, ωστόσο, να απαθανατίσει το δεσμό των δύο πρωταγωνιστών της ιστορίας της, της Ροζαλίας και του Εμμανουήλ -έναν δεσμό που, στη συνείδησή της, δείχνει να έχει πάρει ασυνήθιστες διαστάσεις και να έχει, ώς ένα σημείο, αναχθεί στο επίπεδο του μύθου, με συνέπεια να πιστεύει ότι το μόνο που πρέπει να κάνει είναι να περιβάλει τα επιμέρους δρώμενα της ιστορίας της με στοιχεία παραπεμπτικά στο παρόν· να την κάνει, με άλλα λόγια, να μοιάζει με μια ιστορία του καιρού μας-· άλλο αν, ξεκινώντας με αυτή την πρόθεση, προσκρούει στην αμείλικτη πραγματικότητα του χρόνου και των φθοροποιών ιδιοτήτων του. Δύο χρόνια μετά το γάμο, κι ενώ η αφηγήτρια βρίσκεται στη μέση του προτελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου της, επισκέπτεται το νησί, προκειμένου να συναντήσει τους ήρωές της και να συζητήσει μαζί τους μερικές λεπτομέρειες που θεωρούσε απαραίτητες για την ολοκλήρωση της ιστορίας της. «Σκεφτόμουν», γράφει, «να καταγράψω μερικές μέρες από την τωρινή ζωή τους, πιστεύοντας πως εκεί όπου θα είχαν τώρα πια κατασταλάξει, θα βρισκόταν και η ουσία που ζητούσα». Μόνο που αυτά που βρήκε, επιστρέφοντας στο νησί, κάθε άλλο παρά ανταποκρινόταν στις προσδοκίες της· τα μόλις δύο χρόνια που είχαν μεσολαβήσει, φαίνεται πως στάθηκαν αρκετά για φανερές ή υπόγειες διαβρώσεις των προσώπων και των αισθημάτων τους· ο χρόνος είχε επιτελέσει, για μία ακόμα φορά, το φθοροποιό έργο του, γεγονός που μάλλον την απέτρεψε από την ολοκλήρωση ενός αφηγήματος υμνητικού και απαθανατιστικού του δεσμού της Ροζαλίας με τον Χατζηεμμανουήλ.
Και λέω μάλλον, γιατί εμείς δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια ήταν, εν τέλει, η τύχη του βασικού κειμένου, για το οποίο μόνος σκόρπιες πληροφορίες μάς παρέχονται στις αρχές του ανά χείρας βιβλίου, που δεν θα ήταν παράτολμο να ισχυριστεί κανείς ότι πρόκειται για ένα βιβλίο όχι δευτερεύον αλλά «δεύτερο», απαρτισμένο, τουλάχιστον κατά το ήμισυ, από σημειώσεις χρήσιμες για τη συγγραφή το πρώτου. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι, δύο χρόνια μετά το γάμο, η αφηγήτρια βρισκόταν στη μέση του προτελευταίου κεφαλαίου του. Ολα όσα συμβαίνουν και όλα όσα καταγράφονται, από τη στιγμή αυτή και ύστερα, συναρμολογώντας εντέχνως την ιστορία του παρόντος βιβλίου, είναι καρποί της προσπάθειας της αφηγήτριας να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια της φθοράς μιας σχέσης που, δικαίως, πίστεψε ότι είναι ιδανική· μιας προσπάθειας, στο πλαίσιο της οποίας επιχειρεί να διεισδύσει στις πιο μύχιες σκέψεις των προσώπων που την ενδιαφέρουν και, ταυτόχρονα, να ιχνηλατήσει το παρελθόν τους, με παράλληλες αναφορές στα ιστορικά δρώμενα των εποχών στις οποίες εμμέσως ανατρέχει. Με αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσας μυθιστορίας κι ενός πολύ ενδιαφέροντος γυναικείου πορτρέτου: αυτού της Ροζαλίας, η οποία παρουσιάζεται ως μια γυναίκα ελκυστική -τόσο πολύ ώστε να αποτελεί το συνδετικό κρίκο όλων των προσώπων που την περιβάλλουν- απόλυτη, ρομαντική και συνάμα ανατρεπτική, παρά τις παραδοσιακές εμμονές της. Σαν μια γυναίκα, δηλαδή, άξια να χριστεί μυθιστορηματική ηρωίδα, τόσο του ματαιωμένου, πρώτου αφηγηματικού εγχειρήματος, όσο και του σωσμένου δεύτερου -εννοώ του παρόντος- που, μολονότι δημιουργήθηκε στο περιθώριο του πρώτου και παρά το ηθελημένα, φαντάζομαι, κάπως απότομο κλείσιμό του, για το αληθοφανές της παράπλευρης, με την όλη μυθοπλασία, συγγραφικής περιπέτειας, διατήρησε την απαιτούμενη αφηγηματική του αυτάρκεια, αυτοτέλεια και επάρκεια.
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 31/08/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις