0
Your Καλαθι
Στα πρόσω ιαχής ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
50%
50%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Γεννημένος το 1920, ο Εκτωρ Κακναβάτος εμφανίστηκε στην ποίηση το 1943 με τη συλλογή «Fuga» και έκτοτε δεν έπαψε να γράφει και να δημοσιεύει ούτε στιγμή. Απόδειξη, οι δύο κομψοί τόμοι που κρατάμε τώρα στα χέρια μας. Στον πρώτο, υπό τον τίτλο «Στα πρόσω ιαχής», ο Κακναβάτος συγκεντρώνει τα πιο πρόσφατα ποιήματά του. Στον δεύτερο, που τιτλοφορείται «Βραχέα και μακρά. Για την ποίηση. Γλώσσα και λόγος», ο ποιητής καταθέτει τις θεωρητικές ούτως ειπείν απόψεις του για το νόημα και τη λειτουργία της τέχνης του. Μεταξύ των πιο διακεκριμένων εκπροσώπων του μεταπολεμικού υπερρεαλισμού στην Ελλάδα (μαζί με τον Δ.Π. Παπαδίτσα, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Ε. Χ. Γονατά, τη Μάτση Χατζηλαζάρου, τη Μαντώ Αραβαντινού και τον Γιώργο Λίκο), ο Κακναβάτος όχι μόνο μακροημέρευσε ποιητικά, αλλά και δεν οπισθοχώρησε ποτέ ούτε ένα βήμα από την αιχμή των αναζητήσεών του. Επιμένοντας στην παιγνιώδη όσο και αιφνιδιαστική χρήση των λογικών ασυνδέτων του, κάνοντας τις πιο απρόσμενες εκπλήξεις με την παράταιρη συναρμογή των εικόνων του, αλλά και διαλέγοντας τους πιο διαφορετικούς ή και αντίθετους μεταξύ τους ήχους από την ακουστική του, για να τους συνενώσει σ' ένα εξαιρετικά παράδοξο και συνάμα υποβλητικό κράμα, ο ποιητής μπορεί να είναι στα 85 του απολύτως ευχαριστημένος από τη συνέπεια, τη σταθερότητα, την πρωτοτυπία και την ανατρεπτικότητα της γραμμής του.
Χωρίς υποχωρήσεις
Μόνος, βέβαια, ο ανατρεπτικός χαρακτήρας ενός ιστορικού καλλιτεχνικού ρεύματος δεν φτάνει για να φέρει το κατάλληλο και το ποθητό αποτέλεσμα. Στην περίπτωση ιδίως του Κακναβάτου, ο υπερρεαλισμός, που είχε ήδη διαγράψει έναν μεγάλο κύκλο όταν ο ίδιος ξεκίνησε την πορεία του, θα μπορούσε να λειτουργήσει παραλυτικά και να τον εξαντλήσει από την αρχή κιόλας της διαδρομής του. Γιατί δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι έχει ο οποιοσδήποτε τη δυνατότητα να τα βγάλει πέρα με ένα εκφραστικό κίνημα το οποίο μπορεί για ψύλλου πήδημα να κατρακυλήσει στη μανιέρα, όπως και στις βολικές, ανώδυνες, αλλά και άκρως συμβατικές κατά βάθος λύσεις, που πάντα προσφέρει η γλώσσα του δυσνόητου και του παραλόγου. Οπως κι αν έχει, χρειάζεται ίσως να ξαναπώ πως ο Κακναβάτος έκανε σε όλη του τη ζωή υπερρεαλισμό, χωρίς να παρασυρθεί ποτέ σε οιαδήποτε έκπτωση τόσο ως προς την τεχνική του άνεση όσο και ως προς την ουσιαστική δυναμική του. Και όποιος διαβάσει τα δύο καινούρια βιβλία του δεν θα δυσκολευτεί να το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι.
Θα πρέπει, νομίζω, να δούμε και τα δύο βιβλία με το ίδιο βλέμμα και να μη μας παρασύρει το θεωρητικό ντύμα με το οποίο τυλίγει ο ποιητής τα «Βραχέα και μακρά». Λίγο προσεκτικότερα αν διαβάσουμε τα σύντομα πεζά που καταχωρίζονται εδώ, θα βρούμε άφθονο το χρυσάφι της ποίησης στη βάση τους. Και τούτο επειδή ο Κακναβάτος, ακόμη κι όταν προσφεύγει στον αναλυτικό λόγο και στην προσπάθεια για μιαν έλλογη σκιαγράφηση του αισθητικού στοχασμού του, δεν σταματά ούτε λεπτό να γράφει και να μιλάει διά μέσου της ποίησης. Και το ίδιο ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω. Είτε το στίχο του Κακναβάτου διαβάζουμε είτε την πρόζα του, το αποτέλεσμα της συγκινησιακής μας κινητοποίησης δεν αλλάζει: γλώσσα, εικόνες και λέξεις έρχονται να μας καταλάβουν εξ εφόδου, σ' ένα τοπίο στο οποίο κυριαρχούν οι μεγάλες ταχύτητες και οι εκκωφαντικές συγκρούσεις. Αλλά αυτό δεν είναι πάντα το τοπίο του υπερρεαλισμού όταν καταφέρνει να αξιοποιήσει στο έπακρο και χωρίς την παραμικρή αβαρία τις δυνάμεις του;
Το βάρος της γλώσσας
Η γλώσσα αποτελεί για τον Κακναβάτο ένα ανεξάντλητο πεδίο τροφοδοσίας, μια χοάνη μέσα στην οποία μπορεί να συναιρεθούν τα πιο παράξενα και περίεργα υλικά προκειμένου να προκύψει ένα καινούριο και εντελώς ανεξάρτητο από τα αρχικά του στοιχεία σύνολο -ένα σύνολο το οποίο υποχρεώνει τον αναγνώστη να βάλει σε κίνηση τόσο το θυμικό όσο και το λογιστικό κομμάτι του εαυτού του αν θέλει να μπει στον κόσμο του και να επικοινωνήσει με τα σύμβολα και τις παραστάσεις του: «Θες που παρότι ευλαβούμενος το μαρτύριο χειμαζόμενου τέττιγα / ενετάχθη στην παράλλαξη του δεηθήναι; / ή που παρότι ακοντιστής από βαλβίδος / προσήλθε ως γλαύκα η οιμώζουσα εις το επίκλην; / Θες η εμπλοκή του στα γρανάζια συγκινήσεως / αιτία η κόμμωση της τρινιτροτολουόλης / βάλε και η αλλεργία του στη σπιρτάδα τού εξαίφνης / Και ιδού... μ' αυτά και με άλλα ουκ ολίγον τέτοια ή λιγότερο ιλιγγιώδη / κατέστη εντέλει θερμοστατικά επιρρεπής στο δώδεκα / όπως λέμε ωθήσατε».
Κι αν ορισμένες φορές το νόημα διαφεύγει από στίχους σαν κι αυτόν ή αν, πάλι, υποψιαζόμαστε πως κάπου πίσω και κάτω από κάποιες επιφάνειες, με κάποιον τρόπο, υπάρχει και λειτουργεί ένα νόημα, χωρίς, παρ' όλα αυτά, να καταφέρνουμε να παρακολουθήσουμε τη συνέχεια και τη διαδοχή του, τότε ουδείς φόβος, αλλά και ουδείς ψόγος. Διότι αυτό ακριβώς θέλει να κάνει ο ποιητής με τα ποιήματά του, αλλά και μαζί μας, επιτρέποντας στις λεκτικές του μονάδες να γίνουν κάτι σαν πολυδιασπασμένοι και ταυτοχρόνως έντονα διαταραγμένοι λογικοί πυρήνες, που αναλαμβάνουν απροειδοποίητα το ρόλο ενός μαγικού εκρηκτικού μηχανισμού -ενός μηχανισμού που ξέρει πάρα πολύ καλά πώς να σηκώσει εν ριπή οφθαλμού την ποίηση του Κακναβάτου από το έδαφος και να τη στείλει στα ουράνια.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις